Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου..Το μοιρολόι της φώκιας.. Παπαδιαμάντης



ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ

Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρύζει τα Μνημούρια, και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι -φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα- κατέβαινε το βράδυ-βράδυ η γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν, διά να πλύνη τα μάλλινα σινδόνια της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα. Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, διά να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κ' αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.

Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.

Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα. ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών. αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει. ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη. Της είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά.

Πλησίον αυτής, η γριά-Λούκαινα εθήτευε τώρα, εις το γήρας της, και δι' αυτήν επήγαινε τον κατήφορον, το μονοπάτι, διά να πλύνη τα χράμια και άλλα διάφορα σκουτιά εις το κύμα το αλμυρόν, και να τα ξεγλυκάνη στο Γλυφονέρι.

Η γραία έκυψεν εις την άκρην χθαμαλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα απόχρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα. Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην - είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος - ήκουον μόνον την φλογέραν, κ' εκοίταζον να ίδωσι που ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, κρυμμένος μεταξύ των θάμνων, μέσα εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού.

Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κ' έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν. Μία φώκη, βόσκουσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μυρολόγι της γραίας, εθέλχθη απότον θυρυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κ' ετέρπετο εις τον ήχον, κ' ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάννα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, διά να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όπως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν. και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της. κ' επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι διά να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και είχε νυκτώσει ήδη.

Η μικρά κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομίσκος εγίνετο ακόμη πλέον απόκρημνος. Έβαλε μίαν φωνήν, κ' επροσπάθει ν' αναβή, να επιστρέψη οπίσω. Ευρίσκετο επάνω εις την οφρύν ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα ανδρός υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισεν πάλιν προς τα κάτω, κ' εδοκίμασε να καταβή. Εγλίστρησε κ' έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ήτο τόσον βαθύ όσον και ο βράχος υψηλός. Δύο οργυιές ως έγγιστα. Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή. Ο βοσκός ήκουσεν ένα πλαταγισμόν, αλλά εκείθεν όπου ήτο, δεν έβλεπε τη βάσιν του βράχου και την άκρην του γιαλού. 'Aλλως δεν είχε προσέξει εις την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της.

Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κ' εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.

- Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.

Κι εξακολούθησε το δρόμο της.

Κ' η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.

Κ' η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μυρολογά, πριν αρχίση το εσπερινόν δείπνον της.

Το μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:

Αυτή ήτον η Ακριβούλα

η εγγόνα της γριά-Λούκαινας.

Φύκια 'ναι τα στεφάνια της,

κοχύλια τα προικιά της...

Κ' η γριά ακόμα μοιρολογά

τα γεννοβόλια της τα παλιά.

Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό

τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου.


Η Ακριβούλα, ένα εννιάχρονο κορίτσι, εγγόνι της γρια-Λούκαινας, παγιδεύεται μέσα σε μια στιγμή μουσικής μαγείας και χάνει οριστικά την ίδια τη μαγεία της ζωής. Με μια κραυγή, ένα απλό "μπλουμ", συντελείται το πέρασμα από τη μαγεία της ζωής στο έρεβος του θανάτου. Ακολουθεί ο θρήνος, όχι από ανθρώπινη ύπαρξη αλλά από μια φώκια.
Ο θάνατος της Ακριβούλας πνίγηκε στην άγνοια των άλλων. Η ζωή όμως, δε σταματάει. Συνεχίζει, με όλα της τα βάσανα, τη δική της πορεία.

Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου.








Nα πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να 'χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό, αυτό το "θα μπορούσαμε" είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο. "Σα να 'χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμο"...Απόσπασμα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη "Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη"







Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851 και γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δύο πέθαναν μικρά) και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά του διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, που τη διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού. Φοίτησε (με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών δυσκολιών) στο Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, τον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός, άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του τού στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν πήρε το δίπλωμά του στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις τέσσερις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες και του παραστάθηκαν με αφοσίωση, σε όλες τις δύσκολες στιγμές του, όπως όταν απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο. Οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές και σύντομα αναγκαζόταν να επιστρέψει στην Αθήνα.


Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (4 Μαρτίου 1851 - 3 Ιανουαρίου 1911) ήταν κορυφαίος Έλληνας λογοτέχνης, επονομαζόμενος «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων». Έγραψε ηθογραφικά διηγήματα και μυθιστορήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:
"Eγεννήθην eν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. εβγήκα απὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ' ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη "ἡ Μετανάστις" ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν "Σωτήρα". Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη "Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν" εἰς τὸ "Μὴ χάνεσαι". Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας."












Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Kλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις. Tο μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα...




Το μονοπάτι στη θάλασσα

Αντώνης Σουρούνης

"Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα. Tα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Mουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Kαι τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα, αφού ο παπα-Γιώργης που μας τα 'δινε δε μας μετρούσε με τη μεζούρα. O κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου. H ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο και την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου μπόρεσα να την αγκαλιάσω. Tα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες μέχρι να χαθεί, γιατί θ' αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο. Tηλέφωνο ούτε ακούγαμε ούτε βλέπαμε. Για να το δει κανείς, έπρεπε να φάει ξύλο. Aν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου• αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Tο φαΐ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα. Kλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις. Tο μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα, κι αυτό γιατί ο μπαμπάς της τσιγγουνευόταν να τους τη δώσει κι αφού εκείνη προηγουμένως τους είχε κλέψει την καρδιά".
www.pktsitsimelis.gr




Τι να γράψει κανείς για ένα βιβλίο σαν κι αυτό; Τι να γράψει και να μην το αδικήσει εννοώ; Λόγω των συνεχόμενων απουσιών στο εξωτερικό αυτό το αριστούργημα το πήρα στα χέρια μου πριν λίγες μόλις μέρες και το καταβρόχθισα. Ρούφηξα σκηνή τη σκηνή, αστείο το αστείο, δράμα το δράμα, την κάθε σελίδα του και το άφησα με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Ναι, ο Σουρούνης είναι μεγάλος μάστορας, ένας παραμυθάς των μοντέρνων καιρών που πιάνει τον αναγνώστη από το λαιμό από την πρώτη σελίδα και δεν τον αφήνει να ανασάνει μέχρι την τελευταία. Που τον αναγκάζει να διαβεί λέξη τη λέξη τα μονοπάτια των σκέψεων και των αναμνήσεών του, κάνοντάς τες δικές του, ένα κομμάτι από τη δική του ζωή. Η οδός Μουσών όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα που περιγράφει είναι ένας ολόκληρος κόσμος από μόνη της, ένας κόσμος που συνεχώς αλλάζει μα παραμένει ο ίδιος -όπως οι δύο παπά-Γιώργηδες, με το ίδιο όνομα, αλλά τόσο διαφορετικοί- ένας κόσμος που ορίζουν οι γριές και τα παιδιά, το χθες και το σήμερα.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που θα μπορούσαν να αναπλάσουν με τόση απλότητα και τόση πειστικότητα το χθες, χωρίς αμπελοφιλοσοφίες, με ένα βλέμμα παιδικό, που όλα τα βλέπει μα λίγα καταλαβαίνει αρχικά, μ’ ένα βλέμμα που σιγά-σιγά αρχίζει να χάνει την αθωότητα, αλλά όχι την ανθρωπιά του. Την ανθρωπιά του, γιατί ναι, ένα βιβλίο για τους ανθρώπους είναι το «Μονοπάτι στη θάλασσα»: για τους πρόσφυγες, για τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους, για τους αντάρτες και τους δωσίλογους, γι’ αυτούς που δεν ξέρουν την αλφαβήτα, αλλά που μπορούν άνετα να διαβάζουν τα μελλούμενα.
Οι χαρακτήρες που έχουμε εδώ είναι πλούσιοι, πολύχρωμοι: ο μικρός Αντώνης που δεινοπαθεί μέχρι να μάθει να προφέρει το ρ, οι φίλοι του που ο ένας ξεπερνά τον άλλο σε ζαβολιές, η καλή του η μάνα που δεν κουράζεται να ράβει ρούχα, ο πατέρας του που χάνει τη μια δουλειά μετά από την άλλη, οι θείοι του οι έμποροι και ο άλλος, ο χαφιές, ο θυμόσοφος παππούς, κι εκείνη η γιαγιά που μοιάζει στο πρόσωπό της να συγκεντρώνει τον κόσμο όλο. Ο αφηγητής, με την παιδική ματιά και την παραμυθητική διάθεση, δε φαίνεται να νοσταλγεί τον κόσμο εκείνο, που ολοκληρωτικά πια χάθηκε, αλλά να τον αναπλάθει: να του δίνει τη δική του φωνή, να το χρωματίζει με τα δικά του χρώματα. Ναι, τίποτα δεν έμεινε το ίδιο, αλλά τα πράγματα καθόλου δεν άλλαξαν: οι φίλοι παρέμειναν φίλοι κι ακόμη κόβουν βόλτες στα στενά του Κουλέ Καφέ, πίνουν τα τσίπουρά τους, καλαμπουρίζουν, βγάζουν τη γλώσσα ακόμη και στο θάνατο.
Δε θα σας μεταφέρω ατάκες και περιστατικά, δε θα σας μιλήσω καν για τα γεγονότα που αφηγείται ο συγγραφέας. Θα πω μονάχα ότι αυτό είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσετε. Για να θυμηθείτε ίσως τα δικά σας παιδικά χρόνια, για να γελάσετε με την καρδιά σας, για να αναλογιστείτε ποια είναι εκείνα τα πράγματα που τελικά αξίζουν στη ζωή. Ο Αντωνάκης Σουδούνης, με τον ιδιαίτερο δικό του τρόπο, έχει πολλά να σας πει. Ακούστε τη φωνή του.
Λακης Φουρουκλας




Η Οδός Μουσών της Θεσσαλονίκης είχε μονάχα όνομα. Χάρη δεν είχε και μεγάλη. Της έγινε όμως η χάρη, τελικά, να μείνει στη λογοτεχνική ιστορία, καθώς σε αυτήν μεγάλωσε ο Αντώνης Σουρούνης. Τώρα, λοιπόν, αποφάσισε να επιστρέψει στους χλωρούς παραδείσους της παιδικής του ηλικίας. Και έκλεψε την καρδιά μας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζουμε ένα λογοτέχνημα για τα παιδικά χρόνια (τα ανέμελα, τα αθώα, όπως και τα τόσο γεμάτα ανησυχίες, αγωνίες, θλίψεις). Οπως έχουμε όμως επανειλημμένα πει, το θέμα δεν είναι μόνο ΤΙ λες, αλλά, κυρίως, ΠΩΣ το λες. Εδώ, λοιπόν, ο Σουρούνης έκανε το γνωστό θαύμα του. Το είπε με έναν τρόπο εξαιρετικό.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε ένα είδος αυτοβιογραφίας του συγγραφέα, τουλάχιστον για την πρώτη περίοδο της ζωής του, γραμμένης, ωστόσο, με τρόπο μυθιστορηματικό. Ως φαίνεται, από τους ήρωες της ζωής του είχε πάντοτε μέσα του μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Διότι αλλιώς δεν εξηγείται πώς τους παρουσιάζει τόσο αβίαστα σαν φανταστικούς, ενώ φαίνεται καθαρά πως είναι πραγματικοί. Ούτε εξηγείται, από την άλλη πλευρά πώς ενώ είναι τόσο αληθινοί τόσο υπαρκτοί και τόσο γήινοι είναι, ταυτοχρόνως τόσο απογειωμένοι, τόσο «ιστορημένοι» ώστε να καταλήγουν να είναι και να μην είναι πρόσωπα της αχλής και πρόσωπα του ήλιου.
Η αφηγηματική άνεση του συγγραφέα είναι πασίγνωστη και την ξεδιπλώνει κάθε φορά, σε κάθε γραφτό του- μα σε κάθε. Είναι αυτή, η χρυσοφόρος φλέβα του, που μαζί με το ταλέντο του τον βοηθά να κάνει ξεχωριστά ακόμα και τα πολύ μικρά, τα επιμέρους, τα δευτερεύοντα. Στο «Το μονοπάτι στη θάλασσα» παίρνει φόρα. Και απνευστί σχεδόν, τα λέει όλα. Σαν παιδί που προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο γύρω του, που χαίρεται, θυμώνει, ανακαλύπτει, απορεί, εξομολογείται, που αναλογίζεται και απολαμβάνει. Σκηνές γνήσιας παιδικής αθωότητας, προσποίησης και τσαχπινιάς, σκηνές γοητευτικές, αυθεντικές. Προσφέρουν λογοτεχνική συγκίνηση αλλά και δάκρυ και γέλιο.
Πληθωρικός ωστόσο όπως είναι, και όπως οι χρυσές αναμνήσεις του έχουν μέσα του όλες ένα μεγάλο ειδικό βάρος, ξεχνά να σταματήσει, ξεχνά να επιλέξει, ξεχνά να συμπυκνώσει, να γεμίσει το βιβλίο ανατάσεις και υφέσεις, καμπύλες και ευθείες. Βεβαίως, αν πρόκειται για τον Αντώνη Σουρούνη με την τόσο γνήσια γραφή, ακόμη και αυτό κοντεύει να περάσει απαρατήρητο.
Αντώνη Σουρούνη, Το μονοπάτι στη θάλασσα
many-books.blogspot.com





Μου πήρε σχεδόν μια βδομάδα να διαβάσω το "Μονοπάτι στη θάλασσα" (651 σελίδες-Καστανιώτης). Προσπαθώ να σκεφτώ γιατί το χαρακτηρίζει ως μυθιστόρημα, αφού είναι η ίδια η ζωή του, τουλάχιστον ένα μέρος της. Ο συγγραφέας, μεγάλος πια, γυρίζει με την ανάμνηση στα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Με την οδό Μουσών αρχίζει και με την οδό Μουσών τελειώνει το βιβλίο. Εκεί γεννήθηκε, το 1942, εκεί ξαναγυρίζει μετά από χρόνια για να τη δει πια με άλλα μάτια, να βρει το τέρμα της, που μικρός δεν το είχε εντοπίσει ποτέ. Ένας ολόκληρος κόσμος ζωντανεύει, η γειτονιά, παππούδες και γιαγιάδες, θείοι και θείες, φίλοι, αλάνες και παιγνίδια, φτώχια και αγώνας για την επιβίωση, η Θεσσαλονίκη εκεί γύρω στα 1950 παίρνει με τη λογοτεχνική της μετουσίωση τη μονιμότητα που δίνει στα πράγματα η απεικόνισή τους στην τέχνη. Από τις 651 σελίδες του βιβλίου οι 590 περιγράφουν τη ζωή του συγγραφέα στα χρόνια του δημοτικού και μόνο οι 60 τελευταίες μας δίνουν, με κάποια μελαγχολία, το τέλος όλων αυτών των προσώπων που μας είχαν συντροφέψει, το σκόρπισμα της οικογένειας, τους θανάτους, το ανέμελο παιδί που έχει γίνει πια ώριμος άντρας. Ο πατέρας του Μικρασιάτης, είχε έρθει μικρός από τη Σμύρνη. Τους γονείς του τους είχαν σφάξει οι Τούρκοι. Μας το επαναλαμβάνει αρκετές φορές ο Σουρούνης, χωρίς τραγικότητα, με την ανεμελιά του παιδιού που όσα έχουν γίνει πριν από τη γέννησή του φαντάζουν στα μάτια του πολύ μακρινά και χωρίς μεγάλη σημασία. Πιο πολύ απασχολεί και βασανίζει το μικρό Αντώνη η αδυναμία του να προφέρει το ρ, οι φίλοι, το πρωτοξύπνημα της σεξουαλικής επιθυμίας. Αδύνατο να μιλήσει κανείς για όλα τα πρόσωπα κι όλα τα γεγονότα του βιβλίου, που προχωρεί συνειρμικά, όχι με χρονολογική σειρά, με σκέψεις που η μια ανασύρει στην επιφάνεια σωρό άλλες. Κάποτε οι παρεκβάσεις γίνονται τόσο μακρές που ξεχνάς από πού ξεκίνησε, με πιο χαρακτηριστική την εξής: Στη σ. 43 ο μικρός Αντώνης, έχοντας πάει στο σχολείο για να πάρει το απολυτήριο του δημοτικού, γυρίζει στο σπίτι λυπημένος, λέγοντας στους δικούς του ότι ο διευθυντής του σχολείου για να του δώσει το χαρτί απαιτούσε την καταβολή εκατό δραχμών. Ο πατέρας ξεκινάει οργισμένος με τον μικρό. Ε, λοιπόν, στο σχολείο θα φτάσει στη σ. 559! Αυτές οι παρεκβάσεις, η μια κουβέντα που φέρνει την άλλη, η μια ανάμνηση που τραβάει τη γειτονική της, αποτελούν μεγάλο μέρος της γοητείας του βιβλίου. Πέρα από την οικογένεια, τον πατέρα, με τον οποίο ο συγγραφέας μικρός φαίνεται να έχει μια ιδιαίτερη σχέση, τη μητέρα, μια σεμνή, καλοσυνάτη παρουσία, τον παππού, τη δυναμική γιαγιά που μεταξύ άλλων έριχνε τα κότσια και προμάντευε το μέλλον, θείους και θείες, τη μικρή αδελφή που η επιβίωσή της αποδόθηκε σε θαύμα, κυρίαρχη θέση στο βιβλίο έχουν οι φίλοι, οι παιδικές συντροφιές, γνωστοί περισσότερο με τα παρατσούκλια τους: Ο Λεκές, ο Αλιάμπρας, το Χέλι, ο Σερπετός και άλλοι ακόμα, πρωταγωνιστούν μαζί με τον συγγραφέα στο βιβλίο και αρκετοί απ' αυτούς, με τα ίδια παρατσούκλια, τον συντροφεύουν και στη μελαγχολική έξοδο, αν και ακόμα κι εδώ δεν λείπει το χιούμορ. Τη Θεσσαλονίκη ελάχιστα την ξέρω. Αλλά όταν θα ξαναβρεθώ εκεί θα ψάξω να βρω την οδό Μουσών, το Γεντί Κουλέ, το Κουλέ Καφέ, τον Ταξιάρχη...Ή μήπως είναι καλύτερα να τα κρατήσω στη σκέψη μου με τη μυθιστορηματική χρυσόσκονη με την οποία τα πασπάλισε ο Σουρούνης;
anagnostria.blogspot.com





Αντώνης Σουρούνης: Η καρδιά! Αυτή σε οδηγεί!
Εγώ δεν πιστεύω ότι γράφεται με το μυαλό ένα βιβλίο.
Με την καρδιά γράφεται!


Είχε γεννηθεί λοιπόν στη Μουσών, έχοντας δεξιά του την Ιωλκού, αριστερά του την Καλλιόπης και παραδίπλα την Αιόλου. Οι άνεμοι τον πήραν και τον σήκωσαν.
Στη δεύτερη τάξη του Δημοτικού κατάλαβε, ότι αυτό που του άρεσε πιο πολύ απ' όλα να κάνει, ήταν να γράφει εκθέσεις. Τους το ‘λεγε τότε, αλλά δεν τον πίστευε κανείς. Μέχρι το 1977 όταν βγήκαν από τη «Νέα Εγνατία» «Οι συμπαίχτες». Για να ακολουθήσουν τα «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης», «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου», «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι», «Το Πάσχα στο χωριό», «Υπ' όψιν της Λίτσας», «Ο χορός των Ρόδων», «Το μπαστούνι», «Μισόν αιώνα άνθρωπος», «Γκας ο γκάγκστερ», οι «Κυριακάτικες ιστορίες»…
Τον είπαν «ξαδέλφι του Λόντον και του Μπλαιρ Σαντράρ», έλληνα Μουκόφσκι και Κέρουακ, αλλά ο Αντώνης Σουρούνης δεν έχει όμοιό του, διότι απλούστατα δεν μοιάζει κανενός. Επειδή γράφει όπως μιλάει και όπως ζει, με την καρδιά, με τη ζωή και το αίμα του και αυτό αφ' εαυτού του διαθέτει κάτι το ανεπανάληπτο και μοναδικό. Όπως και το καινούργιο του, απολύτως αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, «Το μονοπάτι στη θάλασσα», που κυκλοφορεί από τον «Καστανιώτη».
Τον γνώρισα με «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου», όταν ήμουν είκοσι χρονών. Την πρώτη συνέντευξη την κάναμε για το βιβλίο «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι». Θυμάμαι ακόμα την αφιέρωση στην πρώτη σελίδα «στην καλύτερη συμπαίχτρια που είχα ποτέ».
«Το μονοπάτι στη θάλασσα» από τους πρώτους το πέρασα. Εξάλλου το δηλώνω, εκτός από φίλος μου, είναι και ο συγγραφέας μου. Και όσο το έγραφε, φοβήθηκα πολύ. Το τολμηρότερο συγγραφικό επιχείρημα, του επαναλάμβανα: ψυχαναλυόμενος ταυτοχρόνως και ψυχαναλυτής.
Ετσι γυρνούσε για τρία χρόνια, με την καρδιά ανοιχτή. Τώρα έχει τελειώσει. «Αλίκη, επιτέλους».
Κάθομαι απέναντί του και διαβάζω την αφιέρωση:
«Σε όλες τις Αλίκες
και σ' όλους τους αλήτες του κόσμου
που ζούνε ακόμα
στη Χώρα των θαυμάτων».
Πίνουμε τσίπουρο (σχεδόν όπως πάντα) και συζητάμε για το βιβλίο (αυτή τη φορά με μαγνητόφωνο ανοιχτό). Για το βιβλίο της ζωής του. Για ένα περίεργο και μαγικό βιβλίο. Που του επέτρεψε να ξαναδεί όλους του τούς νεκρούς. Και ν' αγκαλιάσει τη γη. Για άλλη μια φορά, μέσα από τη γραφή κι όχι μέσα από το ταξίδι. Να περάσει και πάλι όλη τη Τσιμισκή μ' εκείνο το ποδήλατο βρώμικος και αλευρωμένος για να καταρρίψει κατόπιν όλες τις προβλέψεις και όλες τις σιγουριές. Εξάλλου τώρα τι, βλακείες θα λέμε; Σουρούνης και σιγουριές δεν πηγαίνουν μαζί.
Πηγαίνει, όμως, μαζί Σουρούνης και Λογοτεχνία. Σπουδαία λογοτεχνία. Σημαντική. Με αναγνώστες οπαδούς. Πιστούς.

- «Το μονοπάτι στην θάλασσα» πόσο επώδυνο, δύσβατο ή αποκαλυπτικό ήταν;

Νομίζω όσο είναι όλα τα πράγματα που ξεκινάνε για πλάκα. Άμα ξεκινήσεις κάτι σοβαρά, ούτε επώδυνο θα ‘ναι, ούτε δύσβατο, ούτε αποκαλυπτικό, ούτε τίποτα. Άμα ξεκινήσεις κάτι για πλάκα, και αυτό αξίζει, ό,τι κι αν είναι αυτό, είτε σχέση, δρόμος, είτε βουνό, είτε θάλασσα, τότε αποκτά την διάστασή του την πραγματική και σου την δείχνει. Αν ξεκινήσεις σοβαρά, όμως, δεν θα σου δείξει τίποτα. Γιατί σου λέει είναι σοβαρός άνθρωπος αυτός, άσ' τον εκεί να παιδεύεται! Εγώ το ξεκίνησα στην πλάκα. Κι έπαθα την πλάκα της ζωής μου.

- Σε ποιο σημείο κατάλαβες ότι δεν είναι για πλάκα το όλο ζήτημα;

Από την αρχή το κατάλαβα. Μόλις είδα τις πρώτες σελίδες, σαράντα θα ήτανε; εξήντα; Ήμουν στην Τήνο ακόμα και είπα ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι για θάλασσα, είναι για κλεισούρα. Είναι για βουνό, να μη βλέπω τίποτα, μόνο βράχους και δέντρα. Εκεί κατάλαβα ότι είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και δεν είναι πια αστείο. Το ότι είπα και στην φίλη μου να με πάει στο Καιμάκ Τσαλάν επάνω στα βουνά στην Μακεδονία (γιατί εκείνη ξέρει από βουνά) και να κατεβαίνουμε σιγά- σιγά και να κοιτάμε ποιο θα μου αρέσει για να μείνω εκεί και να γράψω το βιβλίο.

- Ζητούσε τον χώρο του, δηλαδή.

Ακριβώς! Εκεί κατάλαβα ότι είναι πολύ σοβαρό πια. Εγώ σε βουνό δεν έχω γράψει κανένα βιβλίο! Κανένα! Όλα στη θάλασσα δίπλα.

- Αλλά όλα σου τα βιβλία έχουν διεκδικήσει τον χώρο τους, έτσι δεν είναι; Ο χώρος στις ιστορίες σου παίζει καθοριστικό ρόλο.

Και όλα σε θάλασσα! Όλα! Είναι όντως έτσι όπως το λες. Αυτό που είπες για τα νησιά έχεις δίκιο, γιατί τον Γκας δεν θα μπορούσα να τον γράψω στην Τήνο. Ο Γκας ήθελε Υδρα. Ηθελε αλλιώτικους ναυτικούς. Σκληρούς, πολεμιστές. Κι εκεί πήγα και το ‘γραψα. Όμως εύχομαι να μην ξαναγράψω βιβλίο στο βουνό. Θα τρελαθώ εντελώς.

- Όμως το βουνό το βρήκες…

Μα ψάξαμε την μισή Ελλάδα! Και δεν μου ‘κανε κανένα βουνό, ε γυρίσαμε πάλι στην Λυκαβηττού, στο παλιό μου σπίτι που ήθελα να φύγω. Κι εκεί, όταν βγήκε η φίλη μου ένα Σάββατο για να πάρει φασόλια να κάνω φασολάδα και γυρίζει και μου λέει «κάνει πολύ ζέστη δεν μπορούμε να φάμε αυτό το πράγμα, δεν πήρα κρεμμυδάκια, δεν πήρα και μαιντανό», της λέω «θα πάω εγώ να πάρω», και πήγα σ' ένα μπακάλη κι εκείνος με οδήγησε. Του λέω «‘κανα σπίτι νοικιάζεται εδώ»; Και πηγαίνοντας για να του πω ευχαριστώ, άμα δεν είχα μέσα μου το «ευχαριστώ» για να του το πω, δεν θα έβρισκα το σπίτι για να γράψω το βιβλίο! Γιατί πάνω που τον ευχαριστούσα βλέπω μια φίλη μου Θεσσαλονικιά και της λέω έτσι κι έτσι, τί σπίτι θες, της λέω ένα σπίτι για να γράψω ένα βιβλίο, μου λέει έχω ένα, τον τάφο του Ινδού. Κι εκεί μέσα μπήκα, χώθηκα, και βγήκα μετά από τρία χρόνια.

- Όπου κάποιος, βεβαίως, αν δεν ξέρει, δεν έχει έρθει εδώ, δεν μπορεί να καταλάβει ότι το βουνό μπορεί να είναι σ' ένα σπίτι! Δηλαδή, ξαφνικά να βλέπεις έναν βράχο να μπαίνει σχεδόν μέσα στο… γραφείο…

Τον μεγαλύτερο βράχο! Ναι, έτσι είναι! (Γελά).

- Τι έχασες και τι βρήκες, γράφοντάς το Αντώνη;

Έχασα όλα όσα είχα!

- Αυτό σημαίνει ότι βρήκες και πάρα πολλά.

Βρήκα όλα όσα είχα χάσει. Βρήκα όλους μου τους νεκρούς που μερικοί έρχονταν και στον ύπνο μου. Αλλά τώρα τους βρήκα εγώ, δεν βρήκαν αυτοί εμένα. Είχα πάρει από την αδελφή μου τις φωτογραφίες όλες αυτές τις παλιές και τις είχα μπροστά μου. Τρία χρόνια. Κι έβλεπα τις φωτογραφίες και η έκφρασή τους ήταν διαφορετική κάθε ώρα! Αλήθεια λέω! Άλλος χαμογελούσε, άλλος αδημονούσε, άλλος περίμενε ήσυχος. Δεν έβλεπα ανθρώπους! Ζωντανό κανένα, ούτε φίλους μου, είχα να κάνω μόνο με νεκρούς! Και βγαίνανε, σαν να τους είχα ξεθάψει εγώ και κάθονταν πλάι μου και μου διηγόντουσαν αυτοί τα γεγονότα, τι είχα πει τότε…

- Άλλαξε η εικόνα για τα πρόσωπα και το παρελθόν σου, γράφοντας;

Ναι, άλλαξε. Δηλαδή κι αυτούς που δεν χώνευα, τους μισούσα, τους αγάπησα γράφοντας. Και χωρίς να το καταλάβω μπήκαν και καλά λόγια δικά τους που δεν τα ‘χαν πει ποτέ στη ζωή, και δεν μπήκαν από μένα, μπήκαν απ' αυτούς! Μπορεί να μπήκαν κι από μένα, δηλαδή να σκέφτηκα ότι μπορεί να είχαν κάτι καλό απάνω τους που εγώ δεν είχα δει.

- Ίσως να θέλησαν απ' αυτή τη διάσταση να διορθώσουν την εικόνα τους, να πουν και πράγματα που δεν είχαν πει.

Μπορεί να ‘ναι και τότε που ήμουν πολύ πιο νέος απ' αυτούς και δεν μπορούσαν να φανταστούνε ότι μπορεί να υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη με τις σκέψεις τις δικές μου και τις τρέλες τις δικές μου, κι εφόσον ήμουν έτσι έπρεπε να με πετάξουν στον Καιάδα, έτσι το ‘βλεπαν αυτοί. Εγώ, όμως, δεν έπεσα εκεί κι έγινα αυτό που έγινα, αυτό που τους έλεγα ότι θα γίνω και με κορόιδευαν όλοι. Αυτοί που λέμε ότι ήταν οι κακοί, δηλαδή. Καλά και η μάνα και ο πατέρας μου δεν πίστευαν ότι θα γίνω…. Τότε, δηλαδή, στη δεκαετία του ‘50 να λες ότι «θα γίνω συγγραφέας», στάσου, από πού κι ως πού; Τι είσαι, δηλαδή, που θα γίνεις συγγραφέας. Σπούδασες; Όχι! Θα σπουδάσεις; Όχι!

- Κι εσύ όχι μόνο έγινες, αλλά γράφεις γι' αυτούς, τους κάνεις ήρωες…

Μα γι' αυτό ήρθανε και κάθονταν κάθε ξημέρωμα κοντά μου. Αν δεν θέλανε, δεν θα ‘ρχόντουσαν. Ήταν όλοι στημένοι γύρω - γύρω και περίμεναν να γράψω γι' αυτούς.

- Πού το αφιερώνεις το καινούργιο βιβλίο;

Σε όλες τις Αλίκες και στους αλήτες του κόσμου που ζουν ακόμα στη Χώρα των Θαυμάτων.

- Πάντοτε γράφοντας ξεφλουδίζεις τη ζωή σου. Όλο το έργο σου ένα κατακερματισμένο μυθιστόρημα ζωής όπου «ένα αγόρι γελάει και κλαίει». Τι διαφοροποιείται σ' αυτό το καινούργιο βιβλίο; Εγκαινιάζεται μια καινούργια οπτική ζωής;

Α δεν ξέρω! Σίγουρα μου έχει μάθει πολλά αυτό το βιβλίο. Δεν γίνανε μόνο οι πεθαμένοι καλύτεροι, έγινα κι εγώ καλύτερος για να κουβεντιάζω με τους νεκρούς. Δεν ξέρω! Θα δείξει στο μέλλον.

- Στις σελίδες του, η Θεσσαλονίκη των παιδικών σου χρόνων, ο δρόμος σας η οδός Μουσών αλλά και οι φίλοι, η φτώχεια, τα κορίτσια, η μάνα, ο πατέρας… τρεις εικόνες που για σένα σημαίνουν οδός Μουσών; Θεσσαλονίκη;

Άλλο οδός Μουσών κι άλλο Θεσσαλονίκη. Καμιά σχέση δεν έχει το ένα με τα' άλλο. Είχε παλιά. Δηλαδή από την οδό Μουσών πήγαινες στη λαχαναγορά, πήγαινες στο λιμάνι να δουλέψεις, πήγαινες στην παραλία βόλτα την Κυριακή… Όταν κατεβήκαμε στην παραλία εμείς από την Μουσών, τα γράφω αυτά μέσα, ότι η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που μπορεί να λέμε όλοι οι άνθρωποι να ανέβεις ψηλά, αλλά άμα στο πουν αυτό στη Θεσσαλονίκη είναι κατάρα. Όσο πιο ψηλά πήγαινες, τόσο πιο μεγάλη φτώχια υπήρχε. Και στο Γεντί Κουλέ επάνω στο Εφταπύργιο μένουν οι φυλακισμένοι. Και δίπλα οι γύφτοι. Πού αλλού να πας, δηλαδή, πιο ψηλά; Αλλά όσο κατέβαινες, γινόσουν πιο πλούσιος. Στη ρεματιά από κάτω ήταν οι πλούσιοι. Στην παραλία, οι πιο πλούσιοι απ' όλους. Υπήρχε μια παράξενη κατάσταση στη Θεσσαλονίκη τότε. Σήμερα δεν υπάρχει διαχωρισμός. Οι πλούσιοι αγοράζουν σπίτι στην Μουσών κι έρχονται και κάθονται. Ναι! Τα χτίζουνε έτσι σαν τούρτες με τα χρώματα και με τ' αρώματα και πάν' και κάθονται εκεί. Εμείς τότε στην Μουσών ντρεπόμαστε να πούμε πού μένουμε στο σχολείο. Λέγαμε «λίγο πιο πάνω απ' τον Αη Δημήτρη». Αυτό ήταν το σύνορό μας.
Το να δουλεύεις, κιόλας, ήταν ντροπή μεγάλη. Δηλαδή ένα πιτσιρίκι να δουλεύει, δεν επιτρεπόταν. Εγώ που έκανα μεταφορές όταν πήγαινα στο γυμνάσιο που ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζί και πούλαγε κρούστα για κανταΐφι, και γύριζα όλη τη Θεσσαλονίκη με το ποδήλατο αλευρωμένος, έχοντας πίσω ένα μεγάλο ξύλινο ντουλάπι, έτρεμε η ψυχή μου την ώρα που έβγαινα. Γιατί ήμουνα αλευρωμένος, με μια φανέλα, βρώμικος, μήπως με δει ‘κανα κορίτσι. Όποιος δεν δούλευε τότε, είχε αξία. Όπως και σήμερα πάλι. Άμα δούλευες, και μάλιστα τέτοιες δουλειές, ήσουνα ο τελευταίος. Καμιά δεν σε κοιτούσε. Σε απέρριπταν αμέσως.


- Άμα είσαι συγγραφέας, σήμερα, σε κοιτάνε;

(Γελάει με την καρδιά του, δηλαδή, ξελιγώνεται). Είναι τόσο παράξενη κι όμορφη η ζωή. Νομίζω ότι το μόνο που αξίζει, το μόνο, είναι η αγάπη. Χωρίς αγάπη δεν γίνεται τίποτα. Χωρίς έρωτα δεν γίνεται τίποτα. Αλλά πριν απ' αυτά, όμως, για να ερωτευθείς καλά, για να αγαπήσεις σωστά, για να ζήσεις καλά, πάνω απ' όλα πρέπει να εκπληρώσεις το όνειρό σου. Ο,τι σκατά και να κάνεις στα άλλα, δεν μετράει. Μέσα κάπου στο βιβλίο αυτό λέει ο παππούς στον εγγονό που τον ρωτάει «γιατί πονάς, από τι γίνεται και πονάς έτσι. Δεν περνούν οι παλιοί πόνοι με τον καιρό;» «Όχι», λέει «λουφάζουνε και σε περιμένουν να γεράσεις, να γίνεις ανήμπορος για να σου ορμήσουν αλλά δεν είναι οι πόνοι του σώματος αυτοί, της καρδιάς και του μυαλού είναι, άλλοι πόνοι. Ομως αυτό που σε τσακίζει δεν είναι πόνοι, είναι σκέψεις». Λέει «ποιες σκέψεις;» «Οι σκέψεις αυτές που έρχονται όταν γεράσεις και είναι σαν τους κοριούς. Και σε ρωτάνε για αυτά που ήθελες και ποτέ δεν έκανες. Και σε ρωτάνε τα δύσκολα».

- Γράφοντας αυτό το βιβλίο, χρειάστηκε ν' απαντήσεις στα δύσκολα;

Εγώ τα έχω απαντήσει τα δύσκολα στη ζωή μου.

- Ήσουν, όμως, και τυχερός. Έτυχε από πολύ μικρή ηλικία να έχεις ένα πολύ σαφές όνειρο.

Αυτό τώρα μπορεί να το λες τύχη. Τότε όμως; Όλα τα παιδιά έχουν ένα σαφές όνειρο. Όλα θέλουν να γίνουν κάτι. Αλλά στο δρόμο το όνειρο αυτό ξεφτίζει. Για πολλούς λόγους. Από τους γονείς, από την γυναίκα μετά, την γκόμενα… Και λες «χέσ' ‘το τώρα το όνειρο. Όνειρα ήταν αυτά, πάνε. Τώρα είναι η ζωή, η πραγματικότητα». Και νομίζεις ότι αυτό είναι η πραγματικότητα. Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα. Πραγματικότητα είναι να κάνεις αυτό που έχεις ονειρευτεί από μικρός και μετά να αγαπάς, να ερωτεύεσαι, να ταξιδεύεις... Λυπάμαι τους ανθρώπους που δεν έχουνε πραγματοποιήσει το παιδικό τους όνειρο. Το παιδικό όνειρο μετράει, κανένα άλλο. Κανένα.
Εγώ ότι θα γίνω καπετάνιος, το είχα πει από πιτσιρικάς. Από 15 χρονών έκανα τα χαρτιά μου να πάω στη σχολή εμποροπλοιάρχων και δεν υπόγραφαν ο πατέρας μου, οι γονείς μου, φοβόντουσαν μήπως χαθώ, μήπως φύγω μακριά τους, και έφυγα ακόμα πιο μακριά τους μετά. Αλλά δεν μπορούσα να απορρίψω αυτό το όνειρο στην ζωή μου. Θα μ' έτρωγε σαν το σκουλήκι που λέει ο παππούς μου. Κι όταν ήμουνα 27 χρονών, όχι 15, από τα 15 πήγα 27, είχα πάει έξω, είχα κάνει κι αλλιώς, διορίστηκα στην τράπεζα κιόλας, δημόσιος υπάλληλος για 20 μήνες! Κι έφυγα! Από την τράπεζα έφυγα, κατ' ευθείαν στα βαπόρια! Κι έγινα τζόβενο στα 27 μου χρόνια!


- Από ‘κεί βγήκε το «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι»;

Όχι, είναι το δεύτερο βαπόρι που πήγα, ένα γκαζάδικο. Αυτό που λέω τώρα είναι στον «Γκας τον γκάγκστερ». Πήγα κι έγινα τζόβενο για να ταξιδέψω στη θάλασσα μ' ένα βαπόρι σκυλοπνίχτης. Ο,τι χειρότερο, το τελευταίο λίμπερτι στην Ελλάδα ήταν, δεν υπήρχε άλλο λίμπερτι. Θυμάμαι το κύμα χτύπαγε στο κατάστρωμα κι έσπαγε λαμαρίνα. Την έσπαγε, τη βούλιαζε το κύμα! Κι έπρεπε εμείς να παραφυλάμε κρυμμένοι σε ένα απάνεμο μέρος και μόλις αποσυρόταν το κύμα με τσιμέντο ταχείας πήξης βάζαμε ένα μουσαμά επάνω και χτίζαμε αμέσως εκεί πέρα το κατάστρωμα για να μην βουλιάξει το βαπόρι. Ητανε τόσο επικίνδυνο και δεν πάθαμε ούτε μια γρατζουνιά! Κανείς! Ενώ στο άλλο πήγα να σκοτωθώ εγώ. Στο γκαζάδικο.

- Η μνήμη σ' αυτό ειδικά το βιβλίο λειτουργεί πολυεπίπεδα, πολυπρισματικά, σα μαγική εικόνα. Είναι ταυτόχρονα συναίσθημα (μνήμη συναισθημάτων), αισθήσεις (εικόνες, μυρωδιές, ακούσματα) αλλά και… ρεζουμέ (απολογισμός, ένα κοίταγμα προς τα πίσω από το μέλλον). Σαν ένας ψυχαναλυτικός περίπατος, μια συνεδρία όπου ασθενής και ειδικός ταυτίζεται. Υπήρξαν στιγμές που νόμισες ότι δεν θα βγεις ποτέ από αυτή την συνεδρία;

Όχι, ήξερα ότι θα βγω κάποτε. Θα μπορούσα όμως να μη σταματήσω καθόλου. Να γράφω μέχρι που να πεθάνω αυτό το βιβλίο. Αυτό το ήξερα. Αλλά ήθελα να βγω. Και κάποια στιγμή λέω, το σταματάω, φτάνει πια. Αφού είχα ένα πακέτο σημειώσεις, τεράστιο, που δεν το άνοιξα καθόλου. Φοβόμουν μήπως κολλήσω και συνεχίσω. Ήθελα να βγω. Είχα κάτσει πολύ με νεκρούς.

- Ένοιωσες κάποια στιγμή να κινδυνεύεις;

Όχι, ίσα- ίσα το αντίθετο. Με χαροποιούσε. Αφού χώρισα με τους ζωντανούς για να είμαι μαζί τους! Με απέρριψαν οι ζωντανοί! Όλοι! Δεν μπορούσαν πια να με ανέχονται. Στα τρία χρόνια που το γράφω τρεις φορές βγήκα έξω με την κοπέλα μου βράδυ. Μια να πάμε σε ένα σινεμά, μια σε ένα μπαλέτο και μια παραμονή Πρωτοχρονιάς για να χορέψουμε σε ένα μαγαζί. Αυτές ήτανε οι τρεις έξοδοι στα τρία χρόνια αυτής της γυναίκας. Ούτε οι φίλοι μου δεν με ανέχονταν πια. Δεν με ενδιέφερε τίποτα από όσα λέγανε. Και έγιναν κουλουβάχατα όλα, άστα μην το κουβεντιάζεις.

- Οι πρώτες εικόνες ζωής σου που θυμάσαι;

Είναι μέσα απ' το σπίτι που γεννήθηκα. Η γιαγιά, ο πατέρας μου στρατιώτης, η μάνα μου,.. Μετά θυμάμαι έξω απ' την πόρτα μας, τον δρόμο. Την Μουσών που ήταν γεμάτη κορίτσια και μαλώνανε ποια θα με ταίσει… αυτό θυμάμαι.

- Ευθύς εξαρχής ήσουν απολύτως βέβαιος πως θα γράψεις. Θυμάμαι ήδη κάποιες γοητευτικές και χαρακτηριστικές… σουρουνικές εκθέσεις. Το παρόν μας εμπεριέχει το μέλλον μας φτάνει να είμαστε ανοιχτοί για να το δούμε;

Ήθελα να γράψω! Δεν ήξερα τι θα πει συγγραφέας. Ήθελα να κάνω αυτή τη δουλειά! Να κάθομαι κάπου και να γράφω! Αυτό ήθελα να κάνω! Τίποτ' άλλο! Αλλά ήθελα να γίνω και καπετάνιος. Να μπω στα βαπόρια. Να μπω στη θάλασσα. Ήθελα να κάνω και πολλά άλλα. Αλλά το σκουλήκι του γραψίματος… Θυμάμαι ο πατέρας μου, όταν διάβαζε τότε στην μάνα μου που μαγείρευε ή σιδέρωνε σε ‘κανα περιοδικό τον Παπαδούκα ή τον Ψαθά κι εγώ είχα την εντύπωση ότι μπορούσα να γράψω καλύτερα απ' αυτούς. Κι ήμουν τόσος! Ακόμα δεν είχα πάει σχολείο! Ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να το κάνω καλύτερο! Αλλά κανείς δεν με πίστευε.

- Η γλώσσα, τα γεγονότα, ο τόπος, ο κοινωνικός ή ο προσωπικός αγώνας, ο κοινωνικός περίγυρος, η ανθρώπινη ψυχή… σε μια ιστορία τι είναι το πρωταρχικό και το πρωτεύον;

Η καρδιά! Τίποτα απ' αυτά! Τίποτα! Η καρδιά! Αυτή σε οδηγεί! Εγώ δεν πιστεύω ότι γράφεται με το μυαλό ένα βιβλίο. Με την καρδιά γράφεται! Το μυαλό μπορεί να κρατάει έτσι μια βίτσα κι όταν ξεφεύγει η καρδιά κατά πολύ να της δίνει μια και να τη βάζει στη θέση της. Αλλά αν ανοίξεις την καρδιά σου, ανοίγουν όλα, τα πάντα.

- Με την καρδιά βλέπεις καλύτερα;

Γι' αυτό κι εγώ είχα γίνει πολύ εριστικός για τρία χρόνια. Γιατί δούλευα εκεί με την καρδιά σπίτι μου και δεν μπορούσα μετά να την αφήσω στο σπίτι και να βγω έξω. Την είχα μαζί μου έτσι όπως έγραφα, πριν από μια ώρα. Παρέμεινε ανοιχτή, δεν την κλείδωνα εγώ για να φύγω, το σπίτι κλειδώνω. Κι ήμουνα ακόμα στην ίδια κατάσταση αυτής της καρδιάς και δεν μπορούσα να ανεχθώ τίποτα από αυτά που δεν ανεχόταν η καρδιά μου. Κι έτσι μάλωσα με όλο τον κόσμο. Γι' αυτό μετά κλειδώθηκα μέσα και δεν έβγαινα να πάω πουθενά. Τίποτα.

- «Τα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Μουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί… η ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο και την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου, μπόρεσα να την αγκαλιάσω»… Αντώνη, ταξιδεύοντας ή γράφοντας την αγκάλιασες τη γη;

Ταξιδεύοντας! Για μένα η πρώτη γνωριμία που πρέπει να κάνεις με τον κόσμο είναι το ταξίδι. Και δεν μιλάμε με αεροπλάνα και μαλακίες που πάνε από δω κι από ‘κεί, λέμε ταξίδι- ταξίδι. Με βαπόρι, με τρένο, και να δουλεύεις κιόλας εκεί πέρα. Βέβαια αλλάξανε τα πράγματα. Δεν θέλω να ταξιδεύω τώρα. Δεν έχω διαβατήριο για πρώτη φορά στην ζωή μου. Δεν θέλω να ταξιδέψω. Αλλά το ταξίδι είναι το μεγάλο σχολείο. Κανείς δεν το σκέφτεται το ταξίδι σήμερα πια.
Ήταν τότε στη δεκαετία ‘60, ‘70, που ταξίδευαν όλοι οι νέοι, πάνω - κάτω. Αλλά κι αυτοί έχουν γίνει σήμερα στελέχη επιχειρήσεων. Δεν το χρησιμοποίησαν προς όφελος της ζωής τους, το χρησιμοποίησαν προς κέρδος οικονομικό της ζωής τους. Το ταξίδι είναι το πρώτο. Και το λέω κάπου στο βιβλίο αυτό. Ότι όταν ταξιδεύεις με το αεροπλάνο και πας γρήγορα δεμένος, δεν βλέπεις τίποτα. Σε δένουνε σα να είσαι σκλάβος. Με το τρένο, κάπως καλύτερα. Παλιά ήταν πολύ καλύτερα. Μέχρι κι έρωτα είχα κάνει παλιά μέσ' στο τρένο. Σήμερα δεν έχει τέτοια. Ούτε να καπνίσεις καλά- καλά δεν μπορείς. Παλιά ήταν όλα ελεύθερα, σε μπαρ ήσουνα, σε μπουρδέλο ήσουνα όταν ταξίδευες με τρένο. Μετά είναι - καλά το αυτοκίνητο το απορρίπτω έτσι; - με τα πόδια. Που μπορείς να ξεχάσεις στο δρόμο πού πήγαινες και τι ήθελες να κάνεις. Γιατί συναντάς ανθρώπους, συναντάς πράγματα, θάματα, και μπορείς να μείνεις σε ένα τόπο και να ‘χεις ξεχάσει πού πήγαινες. Αυτός είναι ο σκοπός της ζωής. Κι αυτό είναι το ταξίδι της ζωής. Πήγαινε! Σε περιμένουν παντού! Κι εδώ έρχεται και λέει ο παππούς στον εγγονό για τα σκουλήκια που σε τρώνε γιατί δεν έχεις κάνει στον εαυτό σου τα χατίρια….


- Εσύ του έχεις κάνει τα χατίρια;

Όλα! Όλα! Τα δικά μου, του εαυτού μου τα έχω κάνει όλα. Δηλαδή, δεν έχω κάνει της μάνας μου, δεν έχω κάνει του πατέρα μου, δεν έχω κάνει της γιαγιάς μου, κανενός! Τα μικρά χατιράκια των αγαπημένων ανθρώπων τα κάνεις, δεν είναι τίποτα αυτό, αλλά τα χοντρά χατίρια, αυτά που σου λέει… Ο πατέρας μου τότε μου είπε «αν αφήσεις την τράπεζα εμείς θα πεθάνουμε» και του λέω «εγώ πεθαίνω κάθε μέρα, που πάω να δουλέψω, εσείς θα πεθάνετε μια φορά τουλάχιστον».

- Έχω την εντύπωση ότι εκείνο που ζητώ γι' αυτή τη συνέντευξη βρίσκεται στο καινούργιο σου βιβλίο. «Έτσι αρχίζει το βιβλίο της παιδικής μου ζωής, όμως τελειώνει κάπως αλλιώς, σα να αναποδογυρίζεις ένα πράμα και βλέπεις, όχι ακριβώς τον πάτο του, αλλά μια άλλη του όψη». Ποια ακριβώς όψη ζωής είδες, γράφοντας αυτό το βιβλίο;

Ευτυχώς που δεν είδα τον πάτο. Αν είχα δει τον πάτο θα είχα πεθάνει. Είδα μια όψη της ζωής που υποπτευόμουν ότι υπάρχει μέσα μου, αλλά έλεγα μπορεί να βγει μετά τα εβδομήντα μου. Βγήκε τώρα. Και να σου πω την αλήθεια, εγώ είμαι πολύ νέος για ν' αντέξω αυτό που βγήκε τώρα. Αν ήμουν 75 χρονών θα τ' άντεχα πιο καλά, αν ήμουν πιο κοντά στο θάνατο. Μπορεί να είμαι και σήμερα στον θάνατο κοντά. Αλλά μιλάμε λόγω ηλικίας. Έβλεπα τους νεκρούς που έρχονταν κάθε πρωί να μου μιλήσουνε σαν γείτονες που ζουν εδώ πάρα κάτω.
Το λέω αυτό για να πω ότι αυτό το βιβλίο με γέρασε πολύ. Κι από την άλλη με ξανάνιωσε πολύ. Δηλαδή, νιώθω παιδί πια. Δεν ξέρω πως έγινε.


- «Μια άλλη όψη» ζωής, όμως, βλέπεις πάντα όχι μονάχα γράφοντας, αλλά και ζώντας. Ετσι γινότανε πάντοτε;

Κοίτα τώρα βλέπω εκεί μια τσάντα. Μπλε. Μέσα στην τσάντα υπάρχουν κάποια άλλα πράγματα, άσπρα. Έτσι; Ε όλη η ζωή έτσι είναι. Συνήθως βλέπουν τα απέξω. Δεν ενδιαφέρει τους ανθρώπους τι είναι από πίσω απ' τα πράγματα. Δηλαδή, δεν ξέρω αν είναι συγγραφικό προτέρημα αυτό. Αλλά θα ‘πρεπε όλοι οι άνθρωποι να βλέπουν και μέσα απ' τα πράγματα και, προ πάντων, πίσω απ' τα πράγματα.

- Πέντε εικόνες Αθήνας;

Πείνα και φτώχεια! Μεγάλη! Ήταν κι η πρώτη πόλη στη ζωή μου που βρέθηκα και δεν μπορούσα να πιάσω δουλειά. Πουθενά! Εγώ είχα συνηθίσει όπου ταξίδευα στην Ευρώπη, από την πρώτη μέρα έπιανα δουλειά. Αμέσως! Όποια δουλειά να ‘τανε. Δεν μ' ένοιαζε. Σκέψου ότι εγώ που δεν οδηγώ και απεχθάνομαι το αυτοκίνητο, πήγα να πιάσω δουλειά σε ένα μαγαζί που είχε ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Ε και μετά αναγκάστηκα να πάω στο στρατό να φάω. Σκέψου ότι στην Κόρινθο μείναμε 85 μέρες μέσ' στο κέντρο. Κλεισμένοι. Κανένας δεν είχε κάτσει τόσες μέρες μέσα. 85 μέρες! Ο μόνος που δεν πήρε γράμμα ήμουν εγώ. Σε κανέναν δεν είχα πει ότι πήγα φαντάρος. Πήγα για να φάω. Κι όλοι ρεύανε, αδυνάτιζαν, κι ο μόνος που έβαλε δέκα κιλά ήμουν εγώ. Ήθελα να πω ότι, να βλέπεις την ζωή και από την άλλη της μεριά. Πέρασα τόσο καλά εγώ στο στρατό! Όπου και να πήγα πέρασα καλά! Γιατί ποτέ δεν πήγα κάπου με φόβο. Πάντα ήμουν ανοιχτός.

- Τρεις εικόνες που χαρακτηρίζουν ή αντιπροσωπεύουν τον Αντώνη Σουρούνη;

Μια είναι αυτή που βλέπεις τώρα (πίνει τσίπουρο). Η άλλη είναι ότι… καλά ότι μ' αρέσει να μένω μόνος, μ' αρέσει να μένω μόνος. Όχι πάντα. Μ' αρέσει ν' ακούω καλά λόγια. Και να λέω καλά λόγια. Και μ' αρέσει, επίσης, να μ' αγαπάει η γυναίκα που αγαπάω.

- Το παρελθόν είναι για σένα μια σταθερή ή μια κινούμενη εικόνα; Ένα έργο ήδη τετελεσμένο ή ένα ανοιχτό βιβλίο υπό διαμόρφωση;

Κινούμενο. Όλα είναι κινούμενα. Τίποτα δεν είναι σταθερό. Το παρελθόν ανάλογα με το πώς εξελίσσεσαι εσύ, αλλάζει συνέχεια. Είναι ρευστό. Δηλαδή μπορεί να μισούσες κάποιον κάποτε, και σήμερα να τον λατρεύεις. Χωρίς να τον έχεις ξαναδεί ποτέ σου.

- Συγκλονιστικό είναι το κεφάλαιο όπου οι ήρωες της ζωής σου πλέον μεγαλώνουν και ένας - ένας αποχωρούν. Γράφοντας το και βλέποντας τη ζωή του καθενός από απόσταση και από ψηλά ωσεί θεός, τι νομίζεις, ο καθένας έχει την ζωή αλλά και τον θάνατο που του ταιριάζει;

Νομίζω τον θάνατο που μας ταιριάζει, τον έχουμε όλοι μας. Όσον αφορά την ζωή που τους ταιριάζει, για τους δικούς μου λέμε τώρα, μερικοί την έχουνε, μερικοί όχι. Από τους πολύ κοντινούς μου φίλους, οι πιο πολλοί την έχουνε. Αλλά ο θάνατος, είναι αυτός που μας ταιριάζει.

- Αντώνη, δεν ξέρω γιατί, έχω την εντύπωση ότι η οδός Μουσών αλλά και ο συγγραφέας της δεν θα είναι πλέον ο ίδιος μετά από τούτο το βιβλίο. Που οδηγεί τον αναγνώστη, «Το μονοπάτι στη θάλασσα»; Εσένα πού σε οδήγησε;

Εγώ το ‘γραψα γιατί είχα βρει το μονοπάτι μου από πολλά χρόνια πριν. Κι εννοώ το γράψιμο, έτσι; Παιδεύτηκα πάρα πολύ. Λοιπόν το βρήκα. Τώρα, πού θα με οδηγήσει… Δηλαδή πάω πολύ καλά σ' αυτό το μονοπάτι, κατάλαβα ότι αυτό είναι η ζωή μου. Κι ό,τι να μου πούνε, ό,τι να μου δώσουνε, δεν τ' αλλάζω. Αυτό είναι το μονοπάτι το δικό μου. Περπατώ στο μονοπάτι που ονειρευόμουνα να περπατήσω.

- Και περπατώντας σ' αυτό βρήκες και το τέρμα της Μουσών που αλλιώς δεν θα το έβρισκες. Δηλαδή δεν είναι ότι άλλαξαν οι άνθρωποι μέσα σου, άλλαξε ο δρόμος!

Έχεις δίκιο, άλλαξε ο δρόμος!

- Ήταν κάτι που δεν θα μπορούσες να δεις δίχως αυτό το βιβλίο;

Ακριβώς! Και ευτυχώς που το είδα μεγάλος πια, γιατί αν το έβλεπα μικρός ότι είχε τέρμα η Μουσών, θα νόμιζα ότι κάπου θα τέλειωνε κι ο κόσμος. Θα έβρισκα κάστρο και θα σταματούσα εκεί. Ενώ στο μονοπάτι που πήρα εγώ, δεν έχει αρχή και τέλος. Μπαίνεις μέσα κι άμα έχεις τα κότσια, συνεχίζεις. Αν δεν έχεις τα κότσια, αλλάζεις μονοπάτι, πας κάπου αλλού που σε βγάζει στο τέλος. Για σιγουριά κιόλας. Αυτό είναι. Η κακιά λέξη. Η χειρότερη λέξη είναι η σιγουριά. Το χειρότερο απ' όλα. Τι σιγουριά… Πού μπορούμε να πούμε με σιγουριά… Το ότι ξυπνάμε το πρωί, είναι σίγουρο ότι θα ξυπνήσουμε το πρωί; Εύχονται οι παλιοί που τους περιγράφω εδώ πέρα μέσα «καλό ξημέρωμα». Κι εγώ πιτσιρικάς απορούσα, μα τρελοί είναι; Το ξημέρωμα μπορεί να είναι κακό; Που βγαίνει ο ήλιος και κελαηδούνε τα πουλιά… Είναι δυνατόν; Κι όμως εύχονταν «καλό ξημέρωμα». Ξέρεις κανέναν σήμερα να λέει «καλό ξημέρωμα»;
Θα με δέσουνε αν το διαβάσουνε αυτό. Ότι είμαι εναντίον της σιγουριάς.


- Γιατί, ήσουνα ποτέ υπέρ της σιγουριάς;

Όχι, αλλά το έλεγα στα βιβλία μου. Να το λέω έτσι…

- Εξάλλου είμαστε καταδικασμένοι να ακροβατούμε στο χάος, που λέει κι ο Ντοστογιέφσκι. Το χάος είναι δεδομένο. Όλα τ' άλλα…Τσίπουρο! Που το κερδίζεις γιατί αυτό ήταν το άσπρο μέσα στην μπλε χάρτινη τσάντα.
Ελένη Γκίκα



Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Θεέ μου, κάνε με τροφή της καυτερής φλόγας και κάνε με, θεέ μου, λάδι για την ιερή φωτιά. Αμήν. Kahlil Gibran




Στην πύλη του Ναού

Εξάγνισα τα χείλη μου με την ιερή φωτιά για να μιλήσω για την αγάπη, αλλά όταν άνοιξα τα χείλη μου, ένιωσα ότι ήμουν άφωνος.
Πριν γνωρίσω την αγάπη, συνήθιζα να τραγουδώ τα τραγούδια της αγάπης, αλλά όταν γνώριζα την αγάπη, οι λέξεις στα χείλη μου έγιναν μόνο ανάσα κι οι μελωδίες μέσα στα στήθη μου έπεσαν σε βαθιά σιωπή.
Πριν, αν με ρωτούσες για τα μυστικά και τα μυστήρια της αγάπης, θα σου απαντούσα πρόθυμα και με σιγουριά.
Αλλά τώρα που η αγάπη με στόλισε με το χιτώνα της, έρχομαι εγώ, με τη σειρά μου να σε ρωτήσω για τους τρόπους και τα θαύματα της αγάπης.
Ποιος από εσάς μπορεί να μου απαντήσει;
Έρχομαι να σας ρωτήσω για τον εαυτό μου και για αυτό που είναι μέσα μου.
Ποιος από εσάς μπορεί να αποκαλύψει την καρδιά μου στην καρδιά μου και να φανερώσει τον εαυτό μου στον εαυτό μου;
Πείτε μου τώρα, τι φωτιά είναι αυτή που καίει μέσα στα στήθη μου και παίρνει τη δύναμη μου και λιώνει τις ελπίδες και τους πόθους μου;
Ποια χέρια είναι αυτά, ανάλαφρα, ευγενικά, μαγευτικά, που αγκαλιάζουν το πνεύμα μου στις ώρες της μοναξιάς του και χύνουν στην κούπα της καρδιάς μου κρασί ανάμεικτο με την πίκρα της χαράς και τη γλύκα του πόνου;
Ποια φτερά είναι αυτά που χτυπούν γύρω απ το κρεβάτι μου στη μακρά σιωπή της νύχτας, έτσι που να μένω ξάγρυπνος και να παρατηρώ χωρίς να ξέρω τι, να αφουγκράζομαι αυτό που δεν ακούω και ν ατενίζω αυτό που δεν βλέπω, να διαλογίζομαι αυτό που δεν κατανοώ και να κατέχω αυτό που δεν έχω αποκτήσει.
Αχ, άγρυπνος μένω και αναστενάζω, γιατί, για μένα, ο αναστεναγμός κι η θλίψη είναι ποιο αγαπητά από τον ήχο του γέλιου και της χαράς.
Ξάγρυπνος μένω στα χέρια μιας άγνωστης δύναμης που με σκοτώνει και μετά με αναζωογονεί, ακόμα κι ως την ώρα που χαράζει η μέρα και γεμίζει τις γωνιές του σπιτιού μου με φως.
Και μετά κοιμάμαι, ενώ ανάμεσα στα κουρασμένα βλέφαρά μου ακόμη τρεμοπαίζουν οι ίσκιοι της αγρύπνιας μου και πάνω στο πέτρινο κρεβάτι μου φτερουγίζει η μορφή κάποιου ονείρου.
Και τι είναι αυτό που ονομάζουμε αγάπη;
Πείτε μου, ποιο είναι αυτό τα απόκρυφο μυστικό που κρύβεται πίσω από την όψη της ζωής μας, και ζει μέσα στην καρδιά της ύπαρξης μας;
Ποια είναι αυτή η τεράστια δύναμη που στέκεται σαν αιτία για όλα τα αποτελέσματα και σαν αποτέλεσμα για όλες τις αιτίες;
Ποια είναι αυτή ζωογόνα πνοή που ενώνει το θάνατο και τη ζωή κι απ αυτά δημιουργεί ένα όνειρο ποιο παράξενο κι από τη ζωή και πιο βαθύ από το θάνατο;
Πείτε μου, αδέλφια μου, πείτε μου, ποιος από εσάς δεν θα ξυπνούσε απ αυτό τον ύπνο της ζωής, όταν το πνεύμα σας θα ένιωθε το άγγιγμα των λευκών δακτύλων της αγάπης;
Ποιος από εσάς δε θα παρατούσε τον πατέρα του, τη μητέρα και τον τόπο του αν τον καλούσε η κορασιά που αγαπά η καρδιά του;
Ποιος από εσάς δε θα διέσχιζε την έρημο, δε θα σκαρφάλωνε στο βουνό, δε θα ταξίδευε στις θάλασσες, για να βρει εκείνη που λαχταρά η ψυχή του;
Ποιος νιος, αλήθεια, δε θα πήγαινε ως το πιο μακρινό σύνορο της γης αν τον περίμενε εκεί κάποια που η ανάσα της, η φωνή και το άγγιγμα της θα του ήταν τόσο γλυκό και ζωογόνο;
Ποιος άντρας δεν θα καίγε τη ψυχή του σαν θυμίαμα μπροστά σ ένα θεό που βλέπει τη λαχτάρα και εισακούει την προσευχή του;
Ήταν μονάχα χτες που στάθηκα στην πύλη του ναού.
Ρωτώντας τους περαστικούς για τα μυστήρια και τις χαρές της αγάπης.
Και πέρασε ένας άντρας, μεσόκοπος στα χρόνια, μα γερασμένος και με ύφος βλοσυρό, κι απήντησε:
Η αγάπη είναι μια έμφυτη αδυναμία που κληρονομήσαμε από τον πρώτο άνθρωπο.
Μετά ένας νέος, δυνατός, γεροδεμένος στο σώμα και στα μπράτσα, ήρθε τραγουδώντας:
Η αγάπη είναι μια απόφαση που συνοδεύει τη ζωή μας κι ενώνει την τωρινή εποχή με αυτές που πέρασαν και με αυτές που θα έρθουν.
Κι ύστερα μια γυναίκα, με λυπημένο πρόσωπο, πέρασε κι αναστενάζοντας είπε:
Η αγάπη είναι θανατερό φαρμάκι που οχιές μαύρες και φοβερές σκορπούν στο διάστημα μέσα από την άβυσσο της κόλασης, έτσι που να πέφτει σαν δροσιά στην ψυχή την διψασμένη κι από αυτή μεθά η ψυχή για λίγο, να συνέρχεται μετά για ένα χρόνο και να πεθαίνει για έναν αιώνα.
Αλλά μια νέα κόρη, ροδαλή και με τα χείλη γελαστά, είπε:
Κοιτάξτε, η αγάπη είναι νέκταρ που οι νύφες της αυγής χύνουν για τους δυνατούς, για να σταθούνε δοξασμένοι μπροστά στ αστέρια της νύχτας και ολόχαροι μπροστά στον ήλιο της μέρας.
Και μετά ήρθε ένας άντρας με μαύρο επίσημο μανδύα και με αχτένιστη γενειάδα που έπεφτε στο στήθος του, και είπε αυστηρά:
Η αγάπη είναι μια βλακεία που έρχεται με το χάραμα της νιότης και φεύγει με τη δύση της.
Και κάποιος άλλος τον ακολούθησε, με όψη ακτινοβόλα και γαλήνια, κι είπε με ήρεμη χαρά:
Η αγάπη είναι μια ουράνια σοφία που φωτίζει το μέσα μάτι μας και το έξω, έτσι που να μπορούμε να θωρούμε όλα τα πράγματα σαν να ήμασταν θεοί.
Κι ύστερα πέρασε ένας τυφλός, ψάχνοντας τη γη με το παλιό μπαστούνι του, κι ήταν σαν να θρηνούσε η φωνή του, καθώς έλεγε:
Η αγάπη είναι μια πυκνή ομίχλη που σαβανώνει τη ψυχή και της κρύβει τα φαινόμενα της ζωής, έτσι που η ψυχή να μη βλέπει παρά μόνο τις σκιές των πόθων της, χαμένη ανάμεσα σε βραχερά φαράγγια και να μην ακούει παρά μόνο την ηχώ της φωνής της να κράζει μέσα από τις κοιλάδες της ερημιάς.
Και μετά πέρασε ένας νέος που έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε:
η αγάπη είναι ένα ουράνιο φως που λάμπει μέσα από τον πυρήνα του ευαίσθητου εαυτού και φωτίζει όλο του το είναι. Για να μπορεί να θωρεί τον κόσμο σαν μια πομπή που προχωράει μες από πράσινα λιβάδια και τη ζωή σαν ένα όνειρο ομορφιάς ανάμεσα στο ξύπνο και στον άλλο ξύπνο.
Από κοντά στο νιο, ήρθε ένας γέρος, τρεμουλιάρης, με πόδια σερνάμενα, και είπε:
Αγάπη είναι η ανάπαψη του θλιμμένου κορμιού στο σιωπηλό τάφο κι είναι η σιγουριά της ψυχής στο κάστρο της αιωνιότητας.
Κι ύστερα ήρθε ένα μικρό παιδί, με χρόνια πέντε μοναχά, κι έτρεξε και ξεφώνισε:
Αγάπη είναι ο πατέρας μου κι αγάπη είναι η μάνα μου και κανείς δεν ξέρει την αγάπη, μόνο η μάνα μου κι ο πατέρας μου.
Και τώρα πια η μέρα είχε σβήσει κι όλοι είχαν περάσει μπροστά από το ναό κι όλοι τους, κι ο καθένας τους είχε μιλήσει για την αγάπη και σε κάθε λέξη είχε αποκαλύψει την δικιά του λαχτάρα, την δικιά του πεθυμιά κι είχε φανερώσει τα κρυφά μυστήρια της ζωής.
Όταν το βράδυ έπεσε για καλά και το κινούμενο πλήθος τράβηξε τους δρόμους του κι όλα έγιναν σιωπηλά, άκουσα μια φωνή μέσα από το ναό να λέει:
Κάθε ζωή είναι ένα φεγγάρι, το ένα μέρος παγωμένο ρέμα, το άλλο φλόγα καυτερή κι η φλόγα η καυτερή είναι η αγάπη.
Τότε μπήκα μέσα στο ναό κι έσκυψα το κεφάλι, και γονάτισα παρακλητικά, ψέλνοντας μια προσευχή από τα βάθη της καρδιάς μου:
Θεέ μου, κάνε με τροφή της καυτερής φλόγας και κάνε με, θεέ μου, λάδι για την ιερή φωτιά.
Αμήν

Kahlil Gibran






Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Για να σκοτώσουν τον άνθρωπο της ειρήνης για να χτυπήσουν το καθαρό από εφιάλτες μέτωπό του έπρεπε να γίνουν εφιάλτης...



Allende

Mario Benedetti

Για να σκοτώσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
για να χτυπήσουν το καθαρό από εφιάλτες μέτωπό του
έπρεπε να γίνουν εφιάλτης
για να νικήσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να μαζέψουν όλα τα μίση
και τ' αεροπλάνα και τα τανκς
για να πλήξουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να τον βομβαρδίσουν να τον κάνουν στάχτη
γιατί ο άνθρωπος της ειρήνης ήταν ένα φρούριο

για να σκοτώσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να εξαπολύσουν έναν θολό πόλεμο
για να νικήσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
και να κάνουν τη σεμνή και διαπεραστική φωνή του να σωπάσει
έπρεπε να σπρώξουν τον τρόμο έως την άβυσσο
και να σκοτώσουν πιο πολύ για να συνεχίσουν να σκοτώνουν
για να πλήξουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να τον δολοφονήσουν πολλές φορές
γιατί ο άνθρωπος της ειρήνης είναι ένα φρούριο

για να σκοτώσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να φανταστούν ότι ήταν ένας στρατός
ένας στόλος ένα τάγμα μια ταξιαρχία
έπρεπε να πιστέψουν ότι ήταν ένα άλλο στράτευμα
αλλά ο άνθρωπος της ειρήνης δεν ήταν παρά ένας λαός
κι είχε στα χέρια του ένα τουφέκι και μια εντολή
και χρειάζονταν πιο πολλά τανκς και πιο πολύ μίσος
πιο πολλές βόμβες πιο πολλά αεροπλάνα πιο πολλή ντροπή
γιατί ο άνθρωπος της ειρήνης ήταν ένα φρούριο

για να σκοτώσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
για να χτυπήσουν το καθαρό από εφιαλτες μέτωπό του
έπρεπε να γίνουν εφιάλτης
για να νικήσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να συνεργαστούν για πάντα με τον θάνατο
να σκοτώσουν και να ξανασκοτώσουν μονο
και μόνο για να συνεχίσουν να σκοτώνουν
και να καταδικαστούν σε ερμητική μοναξιά
για να σκοτώσουν τον άνθρωπο που ήταν ένας λαός
έπρεπε να μείνουν χωρίς λαό



Γεννημένος από Ιταλούς μετανάστες, έγραψε περισσότερα από 80 μυθιστορήματα, ποιήματα, νουβέλες και δοκίμια καλύπτοντας μια χρονική περίοδο μεγαλύτερη των 60 χρόνων. Για δέκα χρόνια κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας έζησε στην εξορία, ενώ υπήρξε σθεναρός υποστηρικτής του κουβανικού καθεστώτος. Η διείσδυσή του σε διαφορετικά στρώματα της κοινωνίας της χώρας του καταγράφηκε έντονα στις δημόσιες αναγνώσεις ποιημάτων του όπου επικρατούσε το αδιαχώρητο. Στα διηγήματά του ο Μπενεντέτι ιχνηλάτησε, με τις ευρηματικές περιγραφές του, τη χαμηλόφωνη γλυκύτητα του Μοντεβιδέο, αλλά και την απελπισία του γραφειοκρατικού κυκεώνα. Στην τελευταία ποιητική συλλογή του, η θεματολογία του περιστρέφεται στα γηρατειά και στην κακοφωνία της διεθνούς πολιτικής. Ο ίδιος, περιπαικτικά χαρακτήριζε την απαισιοδοξία του «πληροφορημένη αισιοδοξία» και διατράνωνε πως τα νιάτα είναι η ελπίδα για το μέλλον. Ο Μπενεντέτι υπήρξε δημοφιλής και αγαπητός μέχρι τέλους. Τα ερωτικά του ποιήματα, ανάμεσά τους το «Μην Κρατιέσαι», που προτρέπει στη ριψοκίνδυνη ζωή και το «Ας κάνουμε μια συμφωνία», είναι ζωντανοί ύμνοι στα χέρια εκατομμυρίων νέων από τη Λατινική Αμερική που τα ανταλλάσσουν με πάθος στο Διαδίκτυο.









Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Ισως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός. Να μη βιαζόμεθα. Είν' επικίνδυνον πράγμα η βία. Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια...ΚΑΒΑΦΗΣ




Εν μεγάλη Ελληνική Αποικία, 200 π.Χ.

Οτι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ' ευχήν στην Αποικία
δεν μέν' η ελάχιστη αμφιβολία,
και μ' όλο που οπωσούν τραβούμ' εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.
Ομως το πρόσκομμα κ' η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς). Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ' εξετάζουν,
κ' ευθύς στο νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.
Εχουνε και μια κλίσι στις θυσίες
παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη
η κατοχή σας είν' επισφαλής:
ή τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Αποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι' από την άλληνα την συναφή
κι' από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.
Κι' όσο στον έλεγχο σας προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.
Κι' όταν με το καλό τελειώσουνε την εργασία,
κι' ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.
Ισως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα. Είν' επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Εχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς η Αποικία.
Ομως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να τραβούμε εμπρός.
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ







Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου...



ΙΘΑΚΗ

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.





Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε σε δύσκολες ώρες..


Σχήμα τής απουσίας

Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε
σε δύσκολες ώρες, και στη γωνιά της κάμαρας,
εκεί που στέκονταν το βάζο, απομένει το κενό πυκνωμένο
στο ίδιο σχήμα τού βάζου, αμετάθετο, ν' αστράφτει διάφανο
στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε-πότε τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, πούχει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κ' ισόποσην ουσία απ' το κρύσταλλο του άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα,
λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό μονάχα.

Πίσω απ' το βάζο διακρίνεται το χρώμα τού τοίχου
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα νάμεινε η σκιά τού βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο -

Και, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.

Γιάννης Ρίτσος





Με ομορφιά μπροστά μου ας περπατήσω Με ομορφιά πίσω μου ας περπατήσω Με ομορφιά πάνω μου ας περπατήσω..


Στην ομορφιά ας περπατήσω

Στην ομορφιά ας περπατήσω
Ολημερίς ας περπατήσω
Και στις εποχες που ξαναγυρίζουν ας περπατήσω
Όμορφα θα αποκτήσω ξανά
Όμορφα πουλιά
Όμορφα χαρούμενα πουλιά
Στο σημαδεμένο με γύρη μονοπάτι ας περπατήσω
Με ακρίδες γύρω από τα πόδια μου ας περπατήσω
Με δροσοσταλίδες γύρω από τα πόδια μου ας περπατήσω
Με ομορφιά ας περπατήσω ας περπατήσω
Με ομορφιά μπροστά μου ας περπατήσω
Με ομορφιά πίσω μου ας περπατήσω
Με ομορφιά πάνω μου ας περπατήσω
Με ομορφιά παντού τριγύρω μου ας περπατήσω
Στα γεράματα, περιδιαβαίνοντας ένα μονοπάτι ομορφιάς,
ζωηρά, ας περπατήσω
Στα γεράματα, περιδιαβαίνοντας ένα μονοπάτι ομορφιάς,
ζωηρά ξανά, ας περπατήσω
Τελειώνει μέσα στην ομορφιά
Τελειώνει μέσα στην ομορφιά


In Beauty May I Walk

In beauty may I walk
All day long may I walk
Through the returning seasons may I walk
Beautifully will I possess again
Beautiful birds
Beautifully joyful birds
On the trail marked with pollen may I walk
With grasshoppers about my feet may I walk
With beauty before me may I walk
With beauty behind me may I walk
With beauty above me may I walk
With beauty all around me may I walk
In old age, wandering on a trail of beauty
Lively, may I walk
In old age, wandering on a trail of beauty
Lively again, may I walk
It is finished in beauty
It is finished in beauty

ποίημα των Ινδιάνων Ναβάχο
μετάφραση: Σπύρος Δόικας)




Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' τα κυπαρίσσια κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά..



Κι αν ο αγέρας φυσά

Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς

Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά

Μας βαραίνουν οι φίλοι
που δεν ξέρουν πια πως να πεθάνουν

Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά



Μες στ' ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο...


Είναι παλιό το λιμάνι

Στίχοι: Σεφέρης Γιώργος
Μουσική: Μούτσης Δήμος
Πρώτη εκτέλεση: Άλκηστις Πρωτοψάλτη
& Χρήστος Λεττονός ( Ντουέτο )

Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα,
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια,
ούτε το φίλο που έφυγε για τ' ανοιχτά.

Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν' αποφασίσει.
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας.

Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.

Τ' άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ' ασφοδίλια.
Μες στ' ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε
τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.




Περπατώντας αργά στην προκυμαία “Υπάρχω” λες κι ύστερα “Δεν υπάρχεις”..



Η Πρέβεζα

Θάνατος ειναι οι κάργιες
που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους
και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμύδια.

Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονοματά τους,
ο ελαιώνας πίσω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία
“Υπάρχω” λες κι ύστερα “Δεν υπάρχεις”.
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.





Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς· και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις..



Η Πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γή, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα,
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -- σαν νεκρός -- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -- μη ελπίζεις --
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γή την χάλασες.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1910)



Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Δίχως εσέ δεν θα 'βρισκαν νερό τα περιστέρια δίχως εσέ δε θ' άναβε το φως ο Θεός στις βρύσες του..ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ


Δίχως εσέ

Δίχως εσέ δεν θα 'βρισκαν νερό τα περιστέρια
δίχως εσέ δε θ' άναβε το φως ο Θεός στις βρύσες του.
Μηλιά σπέρνει στον άνεμο τ' άνθη της, στην ποδιά σου
φέρνεις νερό απ' τον ουρανό,
φώτα σταχιών κι απάνω σου φεγγάρι από σπουργίτες.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ





Θα κλέψω τις ώρες του Φωτός σε σεντούκι παλιό να τις κλείσω και στη θέση τους τ'άστρα θ'ανάψω ένα-ένα!


Ότι λάμπει καίει..και αποκαλύπτει!
Γι αυτό θα βάψω τον ήλιο στου φεγγαριού
τα χρώματα.Θα ντύσω τη μέρα με της νυχτιάς
τα σουρόχρωμα τούλια.Θα κλέψω τις ωρες του Φωτός
σε σεντούκι παλιό να τις κλείσω και στη θέση τους
τ'άστρα θ'ανάψω ένα-ένα.!
Να σιγοφέγγεις εσύ μες στο σκοτάδι
και μέσα στόνειρο,
ενός ατέλειωτου και αμέριμνου ύπνου..