Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

«αγάπης επαίτης στη ζωή μου ξένος» Σίσσυ Κόσσυβα





Η ΑΓΑΠΗ ΠΑΣΧΕΙ ΑΠΟ ΕΛΠΙΔΑ!
(ΑΛΗΘΙΝΗ ΔΙΗΓΗΣΗ)

Πριν έξι περίπου χρόνια η Ελπίδα ήταν γεμάτη δημιουργίες. Ζωγράφος με μεγάλο ταλέντο. Καταπιανόταν και με την ποίηση όπου με λέξεις και φράσεις σχημάτιζε τον κόσμο· αυτά που το κάρβουνο αδυνατεί να παραστήσει και το πινέλο ντρέπεται να επιλέξει χρώμα του ορατού φάσματος για να τα χρωματίσει. Βουτηγμένη στα χρώματα και επηρμένη στα τοπία της, πίστευε πως πάντα θα ελέγχει τα τοπία της ζωής της... Δεν είχε σκεφτεί πως στον πίνακα της ζωής, βάζουν και οι γύρω πινελιές ή μουντζούρες. Υπερευαίσθητη όπως κάθε γνήσιος καλλιτέχνης και μοναχική όπως κάθε δημιουργός.
Άρχισε να μοιράζεται και να ενώνεται μόνο όταν ο αμμόλοφος έρωτας, γλιστρούσε την ζωή της σαν άμμο ανάμεσα από τα χέρια της. Αρχικά η άμμος του έρωτά της ήταν ζεστή και ευχάριστη όπως στην θάλασσα.. Γεμάτοι ο ένας από τον άλλον. Πλημμυρισμένη η ζωή τους, οι πίνακές της, τα ποιήματά της από την αυθυποβολή του έρωτά τους.
Το ασυμβίβαστο πάθος κατέστρεψε το «πάντα»; Το «πολύ» φοβήθηκε το «αύριο»; Το «άμετρο» φοβήθηκε το «συμβατικό»; Χώρισαν! Ξαφνικά, χωρίς σημαντικό λόγο. Κι η ζεστή άμμος μπήκε σε κλεψύδρα, και ριχνόταν αργά και σταθερά στην άλλη πλευρά φέρνοντας το κενό. Η Ελπίδα πονούσε αρχοντικά και σιωπηλά. Σιωπηλά και καταστροφικά. Καταστροφικά... Δεν έπαψε στιγμή να τον νιώθει συγγενικά και να τον αγαπά βαθιά. Τον είχε στην ζωή της σαν φίλο, γιατί απλά δεν άντεχε να ζει χωρίς εκείνον. Όμως εκείνος προχωρούσε, ενώ η ελπίδα προχωρούσε μόνο μέσα από ’κείνον.
Ίσως να μην το είχε καταλάβει. Να είχε πιστέψει στην εξωτερική ηρεμία της όταν…. αποφάσισε να την καλέσει στον γάμο του. Λίγους μήνες μετά τον χωρισμό τους, ένας ταχυδρόμος άφησε στην εξώπορτα το χρυσόδετο προσκλητήριο. Που να φανταστεί ο δύστυχος πατέρας της ποιανού ήταν οι χαρές. Αν ήξερε, ίσως να προλάβαινε να το κρύψει.
Η Ελπίδα μόλις το άνοιξε έβγαλε έναν λυγμό, που τον σταμάτησε γρήγορα βάζοντας το χέρι της μπροστά στο στόμα της. Αποσύρθηκε στο δωμάτιό της και δεν θέλησε να το συζητήσει με κανέναν. Την Κυριακή του γάμου, ο πατέρας της που την λάτρευε, την πήρε στην αγκαλιά του και της είπε στοργικά:
- Θα πας παιδί μου; Το αντέχεις;
- Θέλω να προσευχηθώ για την χαρά του· για την αγάπη του!
Πήγε! Καθώς απομακρυνόταν, την καμάρωνε να περπατά στο στενό πλακόστρωτο, κάτω από το χρυσό φως του φεγγαριού, με το αέρινο φουστάνι της και τα λιτά σπαστά μαλλιά της στους ώμους. Πόσο όμορφη και γλυκιά ήταν εκείνο το βράδυ...; Ήρεμη και σιωπηλή όπως πάντα. Πήγε! Ευλόγησε τον Γάμο του με την παρουσία της και την ευχή της.
Ο πατέρας της, την περίμενε ανήσυχος. Την αγωνία του διέκοψε ο ήχος του κλειδιού της εξώπορτας. Όμως, δεν βγήκε από την κάμαρά του. Από διακριτικότητα! Αν ήθελε να του μιλήσει, ήξερε καλά πως την περίμενε! Ήξερε πως η Ελπίδα συνήθιζε στις δύσκολες στιγμές να μένει μόνη. Αν το μοιραζόταν...
Κόντευε μεσημέρι της επομένης, κι εκείνη παρέμενε κλεισμένη στο δωμάτιό της. Ο πατέρας της δεν βαστούσε άλλο την αγωνία του. Χτύπησε διακριτικά την πόρτα αρκετές φορές. Δεν του απαντούσε. Άνοιξε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η Ελπίδα καθόταν στην πολυθρόνα κρατώντας μια φωτογραφία της με κείνον από παλιές ευτυχισμένες μέρες. Ασάλευτη! Με βλέμμα καρφωμένο στο κενό και ανέκφραστη. Ο πατέρας της πάγωσε. Την αγκάλιαζε, της φώναζε, την κουνούσε, την φιλούσε, της μιλούσε, της μιλούσε, της μιλούσε… Η Ελπίδα ασάλευτη! Χωρίς φωνή! Χωρίς καμία αντίδραση! Τραυματικό σοκ, απεφάνθη ο ψυχίατρος. Ίσως κάποια στιγμή να συνέλθει…. Κανείς δεν ξέρει την στιγμή. Ούτε πως μετριέται σ’ αυτήν την περίπτωση ο χρόνος.
Πέρασαν πέντε χρόνια από τότε. Η Ελπίδα νοσηλεύεται σε ίδρυμα. Ακόμα στέκει σαν άγαλμα με την φωτογραφία στο χέρι. Δεν μιλά ποτέ! Μόνη αντίδραση να σφίγγει την φωτογραφία κάθε φορά που πάνε να της την πάρουν.
Ο Θεός και η Ελπίδα αλλιώς νιώθουν τον χρόνο. Ο πατέρας της ,την περιμένει. Πάντα θα την περιμένει. Το μόνο που προσεύχεται είναι η Ελπίδα του να γυρίσει πριν «φύγει» εκείνος...
Μπήκε στο γνωστό ταβερνάκι που οι περισσότεροι θαμώνες του είναι κι αυτοί έρημοι. Το απόγευμα θα πάει να τη δει. Όπως κάθε απόγευμα. Μπορεί για μια ακόμη φορά να του γνέψουν αρνητικά οι νοσηλευτές για τυχόν βελτίωσή της. Έστω για την παραμικρή ένδειξη που περιμένει.
Η Ελπίδα, τον έμαθε να αγαπά. Όλους τους έμαθε ν’ αγαπούν! Το φανερώνουν οι κρυφές επισκέψεις του "καλού" της. Συχνά, στέκει έξω απ’ το δωμάτιό της. Την κοιτά κρυφά σε ανύποπτες ώρες. Τις ηλιόλουστες μέρες, όταν την βγάζουν βόλτα στον κήπο, την παρακολουθεί από μακριά.
Το κοριτσάκι που απέκτησε από τον γάμο του, το ονόμασε Ελπίδα. Από τύψεις ή από αγάπη; Ποιός να τον κρίνει; Ποιός ξέρει πως το έζησε, πως το ζει κι εκείνος; Όσο για την Ελπίδα... Αγάπησε βαθιά, άγια, ελεύθερα. Ελευθερώθηκε από την διεκδικητικότητα, τα όρια και τον εγωισμό του έρωτα. Η αγάπη της έφθασε στον ουρανό. Πλήρωσε βέβαια γι’ αυτό. Όπως κάθε τι πολύτιμο είναι κι ανεκτίμητο, έτσι πλήρωσε! Ανεκτίμητα. Η Ελπίδα πάσχει από αγάπη, από ευαισθησία από βαθύ έρωτα. Για όλα αυτά ο πατέρας της είναι περήφανος που γέννησε τέτοιας αγάπης παιδί. Η Ελπίδα δεν συμβιβάστηκε. Δεν πέρασε από την ζωή έτσι απλά! Άφησε την ζωή να περάσει από πάνω της βυθίζοντάς την στον εαυτό της, στην σταυρωμένη ουσία της. Ένιωσε, έπαθε, έζησε! Θα ξαναζήσει!





Σαν Ζωγραφιά…

Νύχτα καλοκαιριού. Σε παραλία, κοντά στο λιμάνι του νησιού. Στην άκρη της παραλίας, η ταβερνούλα με τα μπλε τραπέζια στην άμμο, είχε κλείσει. Ένα χαμηλό φως μέσα από το μαγαζί έφεγγε τα έρημα τραπέζια. Δύο καρέκλες πεσμένες, δύο άδεια μπουκάλια μπύρας – το ένα μπηγμένο στην άμμο και το άλλο πάνω στο τραπέζι – μία διάφανη κανάτα με λίγο κόκκινο κρασί και δυο ποτηράκια κοντά της. Ένα μάλλον χαμένο σκουλαρίκι, ένα ξεχασμένο ψάθινο καπέλο, μια σπασμένη πολύχρωμη σαγιονάρα. Απομεινάρια μιας ζεστής καλοκαιρινής ημέρας.
Πιο κει, μια παρέα νέων παιδιών καθόντουσαν στην άμμο. Είχαν δυο κιθάρες και τραγουδούσαν για τον έρωτα.
Από μια άλλη παρέα ακούγονταν γέλια και πειράγματα.
Κι εκείνοι, σφιχταγκαλιασμένοι στην άλλη άκρη της παραλίας. Είχαν αφεθεί στο μαγικό τοπίο, στον απόηχο των τραγουδιών, στο άγγιγμά τους, στις καρδιές τους, που σκιρτούσαν όταν ήταν μαζί… Η σιωπή των ερωτευμένων, είναι η χώρα τους, η μοναξιά, η τροφή τους και η δυαδικότητά τους, ολόκληρη η ζωή τους.
Κι όταν μιλούν, δεν ξέρουν τι να πρωτοπούν. Διότι όλα καθορίζονται από την υπερβολή και την ευαισθησία του ψυχισμού τους.
Γιατί οι ερωτευμένοι νιώθουν τη φύση τόσο συγγενική τους;
Γιατί ένα από τα αγαπημένα τους θέματα είναι τα αστέρια; Ίσως γιατί νιώθουν κ’ παρατηρούν πως η φύση μοιάζει πολύ με την ανθρώπινη ψυχή.
Της έδειχνε τον αποσπερίτη και της εξηγούσε πως είναι το ίδιο αστέρι που μια το ονομάζουμε Αυγερινό και άλλοτε Αφροδίτη. Σαν τους ανθρώπους, που όταν γίνονται ζευγάρι είναι “ένα”, έτσι κάποιος σοφός εμπνεύστηκε να ονομάσει το ίδιο αστέρι Αφροδίτη και Αυγερινό.
Την ξεναγούσε στο νυχτερινό ουρανό. Της μιλούσε για την αλήθεια των αστεριών! Τα αστέρια ξεγελούν. Η αλήθεια τους δεν είναι αυτή που φαίνεται! Ίσως έτσι να συγγενεύουν τα αστέρια με τους ανθρώπους. Στις κρυμμένες αλήθειες!
Της έλεγε, πως βλέπουμε το παρελθόν των αστεριών. Αυτό οφείλεται στον χρόνο που μεσολαβεί να φθάσει το φως τους στη Γη.
“Απόψε μπορεί να βλέπουμε ένα άστρο που δεν υπάρχει! Να έχει εκραγεί, να έχει χαθεί… Σαν οφθαλμαπάτη…”
Μαγεμένη από κείνον! Τον άκουγε σιωπηλή και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τα μάτια του. Στο κρυφτό των ερώτων της αίσθησης που συναντιούνταν, εκείνος την αποκαλούσε: “μάτια μου” κι εκείνη “χαρά μου”.
Τούτο το καλοκαίρι σφάδαζαν από τον έρωτά τους. Όπως η φύση και το καλοκαίρι υποψιάζονται την υπερβολή και την καταστροφική δύναμη του ήλιου, έτσι κι εκείνοι ζούσαν την υπερβολή και την καταστροφική δύναμη του έρωτα. Μόνοι, μέσα σ’ έναν κόσμο που είχαν φτιάξει για τους δυο τους. Ολομόναχοι. Χαμένοι από φίλους και συγγενείς. Κανένας δεν ήξερε πού βρίσκονταν.
Ουσιαστικά αποκομμένοι.
Ολοκληρωμένοι και ταυτόχρονα διαλυμένοι. Ελεύθεροι και αφόρητα σκλαβωμένοι. Σαν παιδιά που παίζουν, ο έρωτάς τους. Τα παιδιά ταξιδεύουν με τα παιχνίδια και οι μεγάλοι ταξιδεύουν με τον έρωτα. Τα παιδιά ξεχνιούνται, μαθαίνουν, ασκούνται με τα παιχνίδια και οι μεγάλοι με τον έρωτα.
Τα παιδιά χαίρονται, νικούν και νικούνται στα παιχνίδια και οι μεγάλοι στον έρωτα.
Ο έρωτας όμως γίνεται αγάπη και έτσι δεν παραμένει παιχνίδι με όρια, κανόνες, στρατηγικές, νικητή και νικημένο. Μεταλλάσσεται σε ένωση, αιωνιότητα, αδιαίρετη ουσία. Ήταν αγάπη ο έρωτάς τους; Ζούσαν με πανικό, με υπερβολή. Δεν μπορούσαν να χωρίζουν ούτε για τις δουλειές τους. Ακύρωναν οτιδήποτε μπορούσε να ακυρωθεί. Οτιδήποτε καθυστερούσε τον έναν από τον άλλον.
Οι μέρες δεν τους έφθαναν και οι νύχτες φάνταζαν λεπτά. Μόνο ο έρωτάς τους υπήρχε!
Καριέρα, στόχοι, υποχρεώσεις, προοπτικές, παρελθόν και μέλλον ανύπαρκτα. Όλα ήταν τώρα! Ένα ατέλειωτο τώρα αμοιβαίας μετάγγισης.
Το καλοκαίρι, η θάλασσα, ο έναστρος ουρανός, η ομορφιά των τοπίων και των χώρων απλά εκείνους στόλιζαν.
Και θέματα! Πολλά θέματα. Συνεχώς θιγμένα θέματα που δεν προλάβαιναν να ολοκληρωθούν στις συζητήσεις τους… Δεν προλάβαιναν.
Τον έρωτά τους δεν προλάβαιναν. Πώς να χωρέσουν οι ζωές τους μέχρι τη στιγμή της συνάντησής τους σε λέξεις; Οι ιστορίες τους, οι μουσικές τους, οι ταινίες τους, τα βιβλία τους, οι φίλοι τους, οι γκάφες τους, οι χαρές τους, οι γιορτές τους, οι πόνοι τους, τα αστεία τους, οι φιλοσοφίες τους, οι μοναξιές τους, οι συγκινήσεις τους… σε λέξεις; Λαχταρούσαν να γίνουν λέξεις που θα αφηγηθούν και θα τυπώσουν το βιβλίο της ζωής του ενός στην καρδιά του άλλου. Να ξέρει τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Να μην μείνει τίποτα κρυφό, αδιευκρίνιστο. Γίνεται;
Ο Μιχάλης την ερωτεύτηκε τόσο πολύ που ανακάλυψε ένα νέο του εαυτό. Η Ζωγραφιά τον ερωτεύτηκε τόσο πολύ που ζούσε μόνο μέσα από εκείνον.
Στην παραλία αγκαλιασμένοι τούτο το βράδυ, κοιτούσαν ο ένας τον άλλο και ζούσαν τον ορισμό της ευτυχίας.
“Χαρά μου, θέλεις να δούμε ποιος από τους δυο μας θα αντέξει να πάρει πρώτος το βλέμμα του από τον άλλον;”
“Τότε θα μείνουμε για πάντα εδώ, μάτια μου!”
Αργότερα περιπλανήθηκαν στα στενά σοκάκια του νησιού, με τα ασβεστωμένα σκαλάκια, τα ξύλινα μπαλκόνια με τις βουκαμβίλιες και τα γιασεμιά. Με τα αχνά φαναράκια να φωτίζουν όλη την παλιά πόλη.
Τούτο το νύχτωμα ήταν τόσο γλυκό. Σκοτάδι πυκνό που το έσβηναν τα αναρίθμητα άστρα, το μισοφέγγαρο, το φως από τα πυροφάνια.
Ένιωθαν πως ζούσαν σε πίνακα ζωγραφικής. Σε ρομαντική ταινία. Σε ερωτική μπαλάντα. Για ακόμα μια φορά είχαν χάσει τον χρόνο… Σε λίγο θα χάραζε.
Μπήκαν στο ξενοδοχείο που τους φιλοξενούσε. Είχε ένα παράξενο όνομα: “Γυρισμός”. Ανέβηκαν την ξύλινη σκάλα με το πορφυρό χαλί. Ο χώρος της υποδοχής ήταν μέρος ενός τεράστιου σαλονιού με κλασική επίπλωση, ζεστά χρώματα κι ένα πιάνο δίπλα στο παράθυρο, με κουρτίνες περίτεχνα πιασμένες, ώστε να εμφανίζεται στο χώρο η δόξα της θάλασσας.
Την ίδια θέα είχαν και από το μπαλκονάκι του δωματίου τους, που ήταν πνιγμένο στους βασιλικούς. Το κρεβάτι ήταν σιδερένιο, με ουρανό. Αραχνοΰφαντες, λευκές κουρτίνες το αγκάλιαζαν περίεργα περασμένες γύρω του.
Κάθισαν στις καρέκλες του μπαλκονιού και αντίκριζαν την αδυναμία της νύχτας στην υποψία του φωτός.
Την ρώτησε αν γνώριζε κάτι γι’ αυτό το ξενοδοχείο. Η Ζωγραφιά ερχόταν συχνά σ’ αυτό το νησί. Το παράξενο όνομά του, οι χώροι του έμοιαζαν με σπίτι…
Του απάντησε πως η ιστορία του ήταν γνωστή σ’ ολόκληρο το νησί. Είναι από τις πρώτες διηγήσεις που μαθαίνεις φθάνοντας. Κάποτε ήταν αρχοντικό μιας πλούσιας οικογένειας. Η μοναχοκόρη τους πέθανε από πόνο, για τον έρωτα ενός άντρα που έφυγε μακριά. Οι γιορτές και η χαρά σώπασαν σ’ αυτό το σπίτι.
Όταν έφυγαν από τη ζωή οι γονείς της, ο αδελφός της θέλοντας να τιμήσει τον πόνο που κράτησαν τα θεμέλια αυτού του σπιτιού, σκέφτηκε να το ξαναζωντανέψει . Να φωλιάζει η χαρά και ο έρωτας όπως στην ψυχή της αδελφής του. Να μείνει αιώνια η μνήμη της και η μνήμη του έρωτά της σ’ αυτό το νησί. Διατηρούσε αυτούσιους κάποιους χώρους όπως την γωνιά, που έπαιζε πιάνο η κοπέλα και έπλαθε μελωδίες για χάρη του.
Το ονόμασε “Γυρισμός”, διότι η αδελφή του πάντα προσδοκούσε και πίστευε στον γυρισμό του…
Μέχρι να τελειώσει την διήγησή της, τα πράσινα μάτια της είχαν θολώσει. Έκλεισε τα χέρια της στα χέρια του:
“Ζωγραφιά μου, ο έρωτας σε ζωγραφίζει φωτεινό μα και σε σβήνει ή σε μουντζουρώνει στη στιγμή! Είναι η φωτιά που λιώνει τον χρυσό και σμιλεύει το δαχτυλίδι της ένωσης, μα καίει το ξύλο και το κάνει τη στάχτη του χωρισμού!
Απ’ τη φωτιά θα περάσουμε όλοι! Αν φθάσεις σε αυτήν χρυσός, θα γίνεις δαχτυλίδι πολύτιμο. Μα αν φθάσεις ξύλο, ο άνεμος που θα σκορπίζει τη στάχτη σου θα είναι ίσως ο μόνος σύντροφος!
Όλα στα χέρια σου είναι μάτια μου! Στα χέρια σου!”
Σκύβει και της φυλά τα χέρια.
Η Ζωγραφιά κλείνοντας το πρόσωπό του στα δυο χέρια της, του είπε με πάθος;
“Υποσχέσου μου, σε παρακαλώ! Υποσχέσου μου πως θα σμιλεύσουμε το δαχτυλίδι της ένωσής μας! Κι αν κάποιες στιγμές φανούμε ανάξιοι, δειλοί ή νικημένοι, πες μου πως από τις στάχτες μας θα ξαναγεννηθούμε! Πως ακόμα και τότε η στάχτη μας θα ενωθεί με το χώμα και θα βλαστήσει αγάπη… πάλι! Και πάλι! Και πάντα! Χαρά μου… “
“Η αληθινή αγάπη γεννιέται χωρίς να σε ρωτήσει, χωρίς να προσπαθήσεις. Απλά, φυσικά. Κρυφά, βαθιά στο είναι μου αν ξυπνήσει ο κακός Δράκος της λίμνης που κατοικεί στα μαύρα της καρδιάς μου και γίνει άρμα μάχης θα καταφέρω να τον νικήσω για χάρη σου. Το θέλω! Το μπορώ! Θα το κάνω! Είσαι ελεύθερος να πεις το “Σ’ αγαπώ”, όταν είσαι αποφασισμένος να δώσεις τα πάντα για την Αγάπη! Σ’ αγαπώ!
Μπορώ να στο πω αληθινά. Σ’ αγαπώ! Μάτια μου”
Αφέθηκαν στο σ’ αγαπώ!
Ξάπλωσαν τρυφερά ο ένας δίπλα στον άλλον. Της χάιδευε τα μαλλιά, το πρόσωπο. Μέσα στον γλυκό αναστεναγμό, στο άφημα του ύπνου, ένιωσε βάλσαμο το χάδι του. Δεν ήταν μόνο ερωτικό. Το ένιωθε σαν το χάδι των γονιών στο φοβισμένο παιδί. Σαν το χάδι του παιδιού σου, που νιώθεις την μικροσκοπική παλάμη του να σε λυτρώνει από κάθε πόνο. Σαν το χάδι του συγγενή την ώρα που πολεμά η ψυχή να ελευθερωθεί στη νέα ζωή. Τόσο γλυκά, τόσο απόλυτα! Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του. Μετά από ώρα την ξύπνησε το άγγιγμά του:
“Ζωγραφιά μου, γύρισε προς τα εμένα… Να σε κοιτώ όταν κοιμάσαι, όταν κοιμάμαι… “
Χαμογέλασε ευτυχισμένη μέσα στη μέθη του ύπνου της. Μόνο τα βράδια που κοιμόταν δίπλα του, που ένιωθε την ανάσα του, που μύριζε το σώμα του, που άγγιζε τα χείλη του… Πολλές φορές ξυπνούσε για να τον κοιτά. Μόνο αυτά τα βράδια να της χάριζε η ζωή!
Μόνο τα βράδια που κοιμόταν δίπλα της…
Όταν γύρισαν στη Αθήνα, την επόμενη μέρα έλαβε ένα δέμα. Άνοιξε το φάκελο παραξενεμένη. Ήταν ένα δώρο που πάντα περίμενε.
Ένα μουσικό κουτί.
Μέσα του έκλεινε ένα ζευγάρι που χόρευε αγκαλιασμένο. Ανάμεσά τους υπήρχε διπλωμένος ένας πάπυρος. Έγραφε:
“Ποτέ δεν ξέρεις τι θα σε εμπνεύσει. Πάντα αυτό που σε εμπνέει υπερέχει κι έχει πολλή αγάπη και ταπείνωση. Ξέρει πως σε εμπνέει όμως δεν το διαλαλεί μέχρι να το ανακαλύψεις μόνος σου. Βιώνει για χάρη σου το μαρτύριο της αγάπης. Στέφοντας εσένα τον βασιλιά και λυτρωτή του μαρτυρίου του! Εσένα που δεν ξέρεις τίποτε και δημιουργείς τίποτε χωρίς αυτό. Στέφει η πηγή που μπορεί να αναβλύζει αενάως, μελωδικά το πολύχρωμο νερό των ερώτων της αίσθησης. Εκείνον που καμιά του αίσθηση, γεύση, αφή, όραση… δεν έχει αναμνήσεις της πριν από σένα! Αυτός όμως ο πολύτιμος λίθος που κρατάει τον χείμαρρο σε αφάνεια είναι το δοχείο της αρετής της πηγής! Έτσι όταν το βρεις και πιεις από αυτό η Χάρη ξεχύνεται μέσα σου, το δοχείο ελαφραίνει κι ο χείμαρρος ξεπηδά ορμητικός παίρνοντάς σε αγκαλιά του! Τώρα όμως έχεις τη σοφία και τη δύναμη να τον αντικρίσεις. Από εκεί και πέρα εσύ ο νεκρός δημιουργός ανασταίνεσαι. Καθώς εκείνη η πηγή της αναστάσεως σου εξατμίζεται για σένα με όποιο τρόπο εσύ θέλεις, όσο θέλεις, όπως θέλεις… ! Ελπίζοντας πως κάποτε θα βρεις την αλήθεια. Και τότε θα δεις πως το ωραιότερό σου δημιούργημα είναι το γλυπτό της ταπείνωσης που θα αφεθεί στα χέρια της πηγής για να σε κάνει τον πολύτιμο λίθο της, το πολύτιμο δοχείο των αρετών που θα πιεί κάποιος άλλος για να ταξιδέψει κι εκείνος μαζί σας στην αιώνια μακαριότητα. Αμήν. ”
Γοητευμένη και συγκινημένη όσο ποτέ την μαγνήτιζε ο ποιητικός εαυτός του, αλλά και της φυλάκιζε την καρδιά. Ένας φόβος! Γι’ αυτό που ίσως καταλάβαινε…
Γι’ αυτό που ίσως της ‘‘έκρυβε”; Ένας ερωτικός φόβος. Μια ερωτική ανασφάλεια. “Σε φοβάμαι!” Θα του γράψει ένα από τα επόμενα βράδια.
“Μα γιατί; Εσύ είσαι η πηγή που με κάνει τον πολύτιμο λίθο της!
Με λες δημιουργό! Νεκρός δημιουργός εγώ χωρίς εσένα! Με λες βασιλιά και λυτρωτή του μαρτυρίου της αγάπης μας. Μα τίποτε δεν ξέρω και δεν δημιουργώ χωρίς εσένα…
Σ’ αγαπάω!”
Ο καιρός κυλούσε μέσα από την απόλυτη αγάπη τους. Μέχρι… Μέχρι που ένα βράδυ, ο Μιχάλης ήταν άλλος. Διαφορετικός. Γυρνούσαν από τον κινηματογράφο. Έφθασαν έξω από το σπίτι της. Έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου. Δεν της μιλούσε, απέφευγε να την κοιτάξει. Καθόταν μαζεμένος μακριά της. Η Ζωγραφιά έγειρε να τον φιλήσει. Έμεινε ασάλευτος, χωρίς να ανταποκριθεί. Εκείνη πάγωσε κι άρχισε να τρέμει. Εκτός από πόνο, πρώτη φορά ένιωσε κοντά του ντροπή! Πρώτη φορά κοντά του ένιωσε ξενιτιά.
Έκλεισε τα μάτια της, για να μην αντικρίσει αυτή του την εικόνα. Είχε σοκαριστεί κι ο ίδιος από την αντίδρασή του. Έπεσε στην αγκαλιά της.
“Μάτια μου, δεν αντέχω άλλο! Δεν αντέχω το πολύ μας. Το λίγο σε αδικεί. Το λίγο σκοτώνει και σκοτώνεται. Εσύ είσαι το άπειρο, το αιώνιο… Έχεις τόση αγάπη που δύσκολα κάποιος πιστεύει πως είσαι αληθινή. Εγώ ανάξιος να στην επιστρέψω. Ανάξιος να αγαπήσω και να αγαπηθώ. Σου αφέθηκα!
Σαν μαγεμένος ζω από σένα και για σένα! Δεν υπάρχω πια. Δεν είμαι εγώ. Είμαι άλλος. Με τρομάζω. Δεν με αναγνωρίζω. Είμαι εσύ, μόνο εσύ. Δεν ξέρω αν ήθελα να μου συμβεί. Δεν έχω να δώσω όσα εσύ! Το πάλεψα. Μα δεν μπορώ, δεν το αντέχω! Είναι αυτό που λένε στις ταινίες:
“Είναι πέρα και πάνω από μένα, είμαστε το όνειρο, η ευχή! Πώς να το κρατήσω;”
Του απάντησε ήρεμα, σιγανά:
“Πώς να ταχτοποιηθεί η ψυχή μας αγάπη μου; Ένα τόσο δα μέρος να χωρέσει τον έρωτα, το πάθος, την χαρά, το άγγιγμα, το χάδι, τον στεναγμό, τα λάθη, την υπερβολή, την τρέλα, το απόλυτο εσύ, τα πάντα και καθετί εσύ… Ούτε εγώ είμαι άξια. Ούτε εγώ ξέρω να αγαπώ όπως πιστεύεις. Μόνο στην Αγάπη ελπίζω να με μάθει. Με αγγίζει και την αφήνω να με οδηγήσει. Σε σένα! Γιατί θέλω να σ’ αγαπώ! Είμαι αποφασισμένη να σ’ αγαπώ! Θυμάσαι; Εσύ μ’ έμαθες! Γιατί δειλιάζεις χαρά μου; Εσύ μ’ έμαθες! Πώς και πότε θα ξαναζήσουμε έτσι, όπως μαζί; Με ποιους; Με άλλους; Υπάρχουν άλλοι έξω από μας;”
“Δεν αντέχω το λίγο μου, τον κόπο της αγάπης, την ακρότητα του πόθου μας, τη μετάλλαξή μου, τη σκέψη της ασφαλούς λογικής μου”
“Ίσως ούτε εγώ. Μα πώς θα ξημερώσει αύριο χωρίς εσένα; Πώς θα υπάρξω χωρίς εσένα; Πώς θα αγαπιόμαστε και θα είμαστε χώρια;”
“Όπως ξυπνάς μια μέρα και δεν ζεις πια. Όπως χωρίζεται η ψυχή από το σώμα. Τι σημαίνει, πως χθες δεν ζούσες, πως δεν υπήρξες;”
“Υπήρχες! Όμως η ψυχή συνεχίζει αιώνια, ενώ το σώμα πεθαίνει. Ένας από τους δυο, με κάποιο τρόπο πεθαίνει”
“Αχ Ζωγραφιά μου, είναι πετυχημένος ο έρωτας; Νικάει; Οι αληθινά, βαθιά, παράφορα ερωτευμένοι ζουν μαζί; Δεν αντέχουν μαζί. «Σκοτώνονται δίπλα στα αγέννητα παιδιά τους» ,θυμάσαι το ποίημα που σου διάβαζα;”
Άρχισε να κλαίει. Τούτη η αδυναμία του ήταν η δύναμή του. Μα δεν το ‘ξερε! Έπεσε στο στήθος της και αφέθηκε να το ποτίσει με τη μεγαλύτερη αλήθεια του.
“Αν μ’ αγαπούσες αληθινά δεν θα δείλιαζες. Θα γινόσουν το χρυσό δαχτυλίδι της ένωσής μας, όχι στάχτη. Εσύ το έλεγες! Γίνεσαι σκληρός, με σένα, με μένα, με μας! Εγώ σ’ αγαπώ κ’ σ’ ελευθερώνω. Φεύγε και σώζου λοιπόν. Στην αγάπη δεν υπάρχει τέλος, μόνο αρχή. Δεν χάνεις τον άλλο. Ακόμα κι αν σου λείπει, επειδή τον αγαπάς και τον λαχταράς, είναι εδώ! Κι εσύ κοντά του, μαζί του. Πάντα!”
Στην ουσία του δεν άντεχε να φύγει.
“Που να πάω;” Της ψέλλισε.
“Δεν υπάρχει τίποτα χωρίς εσένα!”.
Σε λίγα λεπτά την φιλούσε με πάθος και φόβο θανάτου…
Μετά από αυτά, τίποτα δεν είχε αλλάξει και τίποτα δεν ήταν όπως παλιά. Ακολούθησε μια περίοδος, που φοβούνταν να πουν το παραμικρό συναίσθημα ο ένας στον άλλον.
Ένα ήταν σίγουρο. Δεν άντεχαν να πράξουν τα λόγια τους. Να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους. Να ζει ο ένας χωρίς τον άλλον. Αδύνατον!
Σε λίγο καιρό, όλα έδειχναν πως είχε ξεχαστεί εκείνη η κουβέντα στο αμάξι. Ζούσαν πάλι παράφορα, χωρίς μέτρα, χωρίς φόβους και φοβίες, χωρίς δειλία και αγωνία λογικής ασφάλειας.
Τα Χριστούγεννα γιόρτασαν μαζί. Όμως μετά την Πρωτοχρονιά, ο Μιχάλης πήγε ένα ταξίδι με συγγενείς και φίλους. Ανδροπαρέα κυρίως. Η Ζωγραφιά έμεινε πίσω.
Όταν γύρισε ήταν πια πραγματικά άλλος. Δειλός και ταυτόχρονα δυνατά αποφασισμένος να φύγει μακριά της. Προσπάθησε να της το δείξει σιγά – σιγά. Να μην την πονέσει πολύ. Μα η γυναικεία διαίσθηση δεν ξεγελιέται. Ένα κρύο βράδυ του Γενάρη, της το είπε καθαρά πως θέλει να χωρίσουν. Πιο σκληρός, πιο σίγουρος από ποτέ γι’ αυτά που έλεγε.
Της είπε πως σκέφτηκε καλά. Πως θα ήταν καλύτερα μόνος του! Πως δεν υπάρχει γιατί! Δεν εξηγούνται όλα. Δεν μπορείς να απαντάς πάντα!
Η Ζωγραφιά αρχικά θύμωσε. Ζητούσε εξηγήσεις. Του φώναζε πως είναι άδικος. Πως δεν μπορούσε να μην μοιραστεί τις σκέψεις του μαζί της. Να μην μάθει ποτέ το γιατί… Δεν της το απάντησε ποτέ!
Κι αφού δεν της απαντούσε, άρχισε να μαζεύει και να του ζητά τα πράγματά της που είχε στο σπίτι του. Εκεί λίγο δυσκολεύτηκε. Κλονίστηκε. Μα ήταν αποφασισμένος και της τα έδωσε όλα. Την ώρα που ήταν στην πόρτα να φύγει, η Ζωγραφιά λύγισε. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Δυνατά. Να βγαίνουν κραυγές και αναφιλητά.
Ο Μιχάλης τρόμαξε. Ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Την είχε στην αγκαλιά του και εκείνη σπάραζε σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό. Αδύνατον να την ηρεμήσει.
Αδύνατον να σταματήσει να κλαίει. Μέσα σ’ αυτή της την κατάσταση, επέμενε να φύγει. Ο Μιχάλης φοβόταν πολύ. Πώς θα οδηγούσε;
Ανένδοτη να μείνει. Τη συνόδεψε μέχρι το αυτοκίνητο. Δεν έπαψε λεπτό να κλαίει. Στιγμή δεν ηρέμησε.
Πώς έφθασε σπίτι ένας Θεός το ξέρει. Της τηλεφωνούσε συνεχώς. Και το ίδιο βράδυ και την επομένη. Είχε αρρωστήσει από τα κλάματα. Τα μάτια της δεν άνοιγαν και φωνή δεν έβγαινε από το στόμα της.
Της έστειλε μια σοκολάτα και δυο παρήγορα λόγια γραμμένα με τη γνωστή δική του λογοτεχνική και παραμυθένια μορφή.
“Βαθιά στο δάσος έχω έναν φίλο! Ένα μεγάλο δέντρο με μια ζεστή αγκαλιά για τις “ύπουλες” στιγμές του αθώου πόνου. Τέτοιες στιγμές συναντιόμαστε. Ξαπλώνω στην ρίζα του, εκεί που ο σπόρος θάβεται αναμένοντας τον πόνο, τον πόνο της λύτρωσης που θα συνθλίψει το είναι του, μα που είναι ο μόνος δρόμος για το φως! Η μόνη του ευκαιρία για να αγγίξει τον ουράνιο θόλο για το ταξίδι προς τον ουρανό, είναι το φως. Με αυτόν τον τρόπο ερωτεύονται τα δέντρα. Βγαίνουν από τον εαυτό τους, πηγαίνουν ψηλά και από εκεί πάνω βλέπουν καλύτερα, πιο ώριμα! Την κατάλληλη στιγμή ρίχνουν τον δικό τους πλέον σπόρο ξανά στη Γη γνωρίζοντας όλο τον πόνο που τον περιμένει για να φθάσει στο φως! Τι τα σπρώχνει να το κάνουν, παρόλο που ξέρουν; Μα το ίδιο το φως! Ο πόνος είναι η σφραγίδα του ουρανού στη Γη! Ο πόνος δεν θα έχει πια εξουσία πάνω σου!
Αναπλάθει τα πνευματικά σου μάτια και τα κάνει ικανά να δεχτούν και να αντικρίσουν το φως που περιδιαβαίνει ανέπαφο τον κόσμο της επαφής και τον μεταμορφώνει διαρκώς, τον αναδημιουργεί. Δείχνοντας αυτή την σφραγίδα ελευθερώνεσαι και μπορείς να δεις πως ο ουρανός που ονειρεύεσαι να πας είναι εδώ στη Γη! Τα μακρινά αστέρια και η πανσέληνος αναζητούν το φως! Ονειρεύονται αυτόν τον ουρανό! Μα… ο ουρανός τους είσαι εσύ, εδώ, η Γη! Η Γη γίνεται ουρανός τους! Εκείνη είναι το αστέρι που ομορφαίνει τον δικό τους ορίζοντα! Αγάπησε, τον Άγιο πόνο! Που σε φέρνει και σε κρατά εδώ για να τον κάνεις αγάπη και να τον θάψεις στη Γη, για να γίνει ο πόνος πια δέντρο της αγάπης… αυτού του φίλου σου βαθιά στο δάσος… Ξέρεις αυτό το δέντρο μου θυμίζει τον πόνο… όσο κι αν σβήσουν οι αναμνήσεις μου, ακόμη κι αν ο εγκέφαλός μου παραλύσει ή αρνηθεί να κάνει την λογική, αλήθεια θα μένει πάντα μέσα μου αυτός. Το άρωμά του είναι το μόνο που μπορείς να αντιλαμβάνεσαι σε όποια κατάσταση και αν βρίσκεσαι! Κι ακόμα σκέψου, όσο κι αν δειλιάζεις και φοβάσαι να δεις είναι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου μέχρι και το τέλος! Αγάπησέ τον και ζήτησέ τον για χάρη των άλλων! Πάρ’ τον από τους άλλους. Κλέψ’ τον και θάψ’ τον μέσα σου! Τότε θα γίνεις Γη κι ο πόνος θα ‘ναι σπόρος από τον οποίο θα βλαστήσει και θα καρπίσει το δέντρο της αγάπης! Τότε θα τα καταλάβεις όλα!
Πέρασαν μέρες. Πάλι δεν άντεξαν μακριά. Τσακισμένοι και διαφορετικοί, αλλά μαζί. Όχι από ανασφάλεια, ούτε από άρρωστο έρωτα, αδυναμία, συμπλεγματικότητα, νεύρωση.
Από μια βαθιά αγάπη. Συγγενική. Οι ρόλοι τους αδιευκρίνιστοι. Το πάθος πια ισορροπημένο και οι ερωτικές κινήσεις τους μετρημένες, ίσως φοβισμένες. Αυτό που τους δένει δεν έχει ταυτότητα. Κανείς στον περίγυρό τους δεν ξέρει πως αυτοί οι δύο είναι ζευγάρι. Ή μήπως ότι ήταν; Ή ότι θα γίνουν;
Η αγάπη είναι ελεύθερη, αναρχική! Σίγουρα αγαπιούνται βαθιά! Τους κρατά αδιευκρίνιστους η λογική, ο φόβος, η δειλία, ο πανικός, τα λόγια κάποιου τρίτου, ο χώρος, ο χρόνος, όσα δεν έχουν, δεν αντέχουν ή δεν μπορούν;
Τι σημασία έχει;
Η ουσία είναι πως αγαπιούνται. Γι’ αυτό αντέχουν!
Όλες οι διηγήσεις, οι ταινίες, τα βιβλία ακόμα και οι προσωπικές μας ιστορίες έχουν ένα τέλος. Καλό ή κακό. Χαρούμενο ή πονεμένο. Ένα τέλος που πάντα φέρνει μια καινούργια αρχή.
Μα τούτη η ιστορία δεν έχει τέλος! Δεν ξέρω τι θα ζήσουν, τι θα καταφέρουν, τι θα αφήσουν! Όσο καλά κι αν τους γνωρίζω δεν μπορώ να μαντέψω, ούτε και να φανταστώ.
Όταν το σκέφτομαι απλά οραματίζομαι αυτό που θα ‘θελα να γίνει γι’ αυτούς τους δυο!
Αυτό να κάνετε και εσείς! Μαντέψτε μόνοι σας το μέλλον τους! Δώστε τους όποιο τέλος εσείς θα θέλατε. Λαμβάνοντας υπόψιν σας πως σίγουρα αγαπιούνται πολύ!
Κι ας υποκλιθούμε σ’ όλα τα γιατί που ειπώθηκαν στη Γη και δεν απαντήθηκαν ποτέ!





1. Πριν μάθω να ξεχνώ.

Περιφέρεται στο δωμάτιο ανήσυχη και νευρική. Σκιάζεται στο πρόσωπο της η αγωνία του αγνώστου, στο βλέμμα της ο τρόμος της μοναξιάς και στις δυσκολεμένες απότομες κινήσεις της, το άγχος και ο φόβος ανθρώπου, που βρέθηκε ξαφνικά στη ζωή… Σε μια νέα ζωή τόσο φοβική, τόσο μοναχική, τόσο απροσδιόριστη, τόσο ξένη!
Τι κι αν η προηγούμενη ζωή της ήταν γεμάτη ανθρώπους; Σύντροφο, παιδιά, συγγενείς, φίλους… Σε τούτη τη ζωή είναι απόλυτα μόνη!
Τι κι αν στην προηγούμενη ζωή της είχε μαζέψει πτυχία, διακρίσεις, γνώσεις και εμπειρίες; Σε τούτη τη ζωή δεν γνωρίζει τίποτα. Ούτε να διαβάζει, ούτε να γράφει, ούτε να πιάνει το μολύβι στα κουρασμένα χεράκια της!
Τι κι αν στην προηγούμενη ζωή της ήταν καθαρή, περιποιημένη, γεμάτη στολίδια, αρώματα και χρώματα; Σε τούτη την ζωή φορά ανάποδα τα παπούτσια της, αφήνει μπερδεμένα τα μαλλιά της και δεν ξέρει να κουμπώσει τα κουμπιά της!
Τι κι αν στη προηγούμενη ζωή της ταξίδεψε σε τόπους μακρινούς και ξένους; Σε τούτη τη ζωή δεν «χωρά» σ ένα μικρό δωμάτιο! Σαν χαμένη μέσα σ αυτό! Ξένη σ όλα, με όλους στο καθετί!
Τι κι αν στη προηγούμενη ζωή είχε σκέψεις, κρίση, όνειρα, επιθυμίες; Σε τούτη την ζωή έχει μόνο αίσθημα ξενιτείας και μοναξιάς.
Στέκεται στο παράθυρο και κοιτά με βλέμμα άδειο, τα ψηλά δένδρα και τα ανθισμένα λουλούδια. Άραγε τα κοιτά ή κι αυτά είναι ξένα;
Άνοια! Μια βλάβη των εγκεφαλικών κυττάρων χωρίζει την ζωή στα δυο! Στην προηγούμενη ζωή σου και στη νέα άγνωστη ζωή σου! Ξένος μέσα στη ζωή σου!
Η κ. Ιριγένεια ζει ξαφνικά ξένη στη ζωή της και προσπαθεί να προσαρμοστεί σ’ αυτή. Η συναναστροφή μ άλλους ενοίκους του ιδρύματος δεν την βοηθά! Δεν θυμάται πια να μοιράζεται, δεν ξέρει να συζητά, δεν αντιλαμβάνεται ότι κι εμείς. Κι αυτό το βαθύ αίσθημα της ξενιτείας… Μου μοιάζει τόσο γνώριμο! Αν ψάξουμε στις ψυχές μας… όλοι θα βρούμε πληγές ξενιτειάς! Ξένοι Θεού και ανθρώπων! Ξένοι εαυτού και Αλήθειας! Ξένοι αγάπης και προσφοράς!
Τι άλλο μένει εκτός από την αγάπη;;; Ακόμα και τώρα ως ξένη , τι άλλο εκτός από αγάπη να ψάχνει;
Ένα πρωινό την βρίσκω καθισμένη μπροστά από το παλιό έπιπλο με τον ολόσωμο καθρέπτη που βρίσκεται έξω από το δωμάτιο της. Βλέπει τον εαυτό της και του μιλά! Του μιλά ώρες ολόκληρες! Γελάνε μαζί, κλαίνε, θυμώνουν, τσακώνονται, σιγοτραγουδούν… Του αφήνει το μισό της φαγητό για να φάει και επειδή δεν το παίρνει ποτέ για να μην της το στερήσει, την ταΐζει!
«Είναι η φίλη μου», μου λέει
«Χαιρέτα την κοπέλα», μιλά στο είδωλό της.
«Δεν ακούς;». Επιμένει!
Τι άλλο να έψαχνε; Αγάπη! Παρέα! Και την βρήκε!
Έβλεπε το είδωλό της στον καθρέφτη και νόμιζε πως είναι μια φίλη της που μοιραζόταν τα πάντα μαζί της! Όλη την ημέρα! Δεν κουνούσε από κει. Από κείνην! Το βράδυ έλεγε στο είδωλό της: «Σήκω να πάμε να κοιμηθούμε, βράδιασε». Άπλωνε το χεράκι της στον εαυτό της, στον αντικατοπτρισμό της και πήγαινε να πλαγιάσει.
Η κ. Ιριγένεια έπλασε έναν παράδεισο μέσα στην κόλαση της. Έπλασε αγάπη, συντροφιά, χαρά μέσα στην οδύνη και την μοναξιά της πάθησης της. Εμείς; Εμείς που ακόμα ζούμε με το μυαλό μας; Μήπως και μείς ζούμε απέναντι από το είδωλό μας; Βλέπουμε τίποτε άλλο εκτός από μας; Μήπως και μείς στις σχέσεις μας με τους άλλους, ουσιαστικά αντικατοπτριζόμαστε; Μήπως θέλουμε οι άλλοι να ναι «εμείς»; Τους αφήνουμε να ναι ο εαυτός τους; Μήπως και εμείς όταν προσφέρουμε, όταν ερωτευόμαστε, όταν αγαπάμε…. Προσφέρουμε, ερωτευόμαστε, αγαπάμε εμάς;;;





Από την κερκόπορτα χάνεται η πόλη της ζωής μας.

Τον συνάντησα σε μια σειρά ανέργων. Περίμεναν από το άγριο χάραμα να καταθέσουν τις αιτήσεις τους γεμάτοι απελπισία και ελπίδα.

Αν είσαι νέος, ο χρόνος είναι με το μέρος σου. Μα ο Ηρακλής έχει περάσει τα σαρανταδύο. Οι προσλήψεις γίνονται δυσκολότερες όσο μεγαλώνεις κι όσο τα δικαιώματά σου αυξάνονται λόγω προϋπηρεσίας και παιδιών.

Πριν δυο χρόνια έκλεισε οριστικά η εταιρεία που δούλευε για δεκαπέντε χρόνια. Από τότε μοιράζει βιογραφικά και αιτήσεις όπου προκηρύσσονται θέσεις, όπου κι αν ζητούν άτομα μέσω αγγελιών και εφημερίδων. Τρέχει ακόμα κι όπου απλώς μπορεί να εξασφαλίσει κάποια μεροκάματα.

Στις αρχές ήταν αισιόδοξος. Πίστευε πως ήταν θέμα χρόνου να ταχτοποιηθεί ξανά.
Δύο χρόνια μετά...
Νιώθει ντροπιασμένος και καταρρακωμένος. Είναι φοβερό να ξημερώσει μέρα και να μην έχεις εργασία, εισόδημα. Να αγωνιάς για τον «επιούσιον», να αγχώνεσαι και να ντρέπεσαι για τα χρέη σου, να μην έχεις να ντυθείς. Στην ουσία να μην έχεις μια αξιοπρεπή βιοτή.

Να φοβάσαι μην τυχόν πάθεις το παραμικρό στην υγεία σου, διότι χωρίς βιβλιάριο ασθενείας και χρήματα πώς θα το αντιμετωπίσεις; Νιώθεις πως είσαι εγκλωβισμένος στο τίποτα, μια που ελάχιστες δυνατότητες δημιουργίας και ψυχαγωγίας σου παρέχονται χωρίς καθόλου χρήματα. Να σε αντιμετωπίζουν κυρίως, οι εργοδότες με ύφος περίεργο, κάποιες φορές υποτιμητικό.

Ένιωθε πως έχανε σιγά - σιγά την αυτοεκτίμησή του. Δεν έμοιαζε πια με τον Ηρακλή της νιότης του. Τότε που όλα φάνταζαν εύκολα, που τους κρατούσε η αγάπη... Ακόμα και χωρίς χρήματα, μόνο με μια μπίρα στο χέρι σε παγκάκια, σε πλατείες, σε αυλές και παραλίες περνούσαν με την παρέα του τα ωραιότερα Σαββατόβραδα της ζωής τους.

Είχαν φτιάξει ένα μουσικό συγκρότημα. Αρχικά παίζανε για το κέφι τους, για το μεράκι τους... Ήταν τόσο καλοί που κατάφεραν να εμφανίζονται και σε μουσικές σκηνές. Τρελοί από νιάτα και μουσική, σχεδόν τίποτα δεν τους φόβιζε, τίποτα δεν τους σταματούσε, τίποτα δεν τους απογοήτευε. Μα τι συμβαίνει τώρα, τι συνέβαινε τότε;

Ήταν αφελείς ή απλά αισιόδοξοι; Και η ωριμότητα; Τι είναι τελικά η ωριμότητα; Όλοι άλλαξαν από τότε! Γιατί; Εύκολα θα αντάλλαζε την ωριμότητα του με την ζωντάνια και την αισιοδοξία της νιότης του. Ο ίδιος, οι φίλοι του, ακόμα και η γυναίκα του, σε τίποτα δεν μοιάζει με την δυναμική και ρομαντική κοπέλα του συγκροτήματος που ερωτεύτηκε παράφορα.

Παντρεύτηκαν ένα Αυγουστιάτικο ηλιοβασίλεμα σ’ ένα παραθαλάσσιο ξωκλήσι. Το γαλανό της θάλασσας και το ροζ του δειλινού συνέθεσαν την στιγμή τους παραμυθένια.
Η νύφη μέσα στο απλό κατάλευκο νυφικό της με γιασεμιά στα μαλλιά και στα χέρια, έλαμπε! Κι εκείνος καμάρωνε την ομορφιά της και την ευτυχία τους.
Οι γονείς, οι κουμπάροι, λίγοι φίλοι και τα παιδιά του συγκροτήματος παραβρέθηκαν στη ζεστή και κατανυκτική τελετή της ένωσής τους.
Στο ξεκίνημά τους δεν είχαν πολλά, αλλά ένιωθαν πως είχαν τα πάντα, αφού είχαν ο ένας τον άλλον.

Μέρα τη μέρα, λιθαράκι - λιθαράκι έχτιζαν την κοινή τους ζωή. Μαζί, δημιουργούσαν και πραγματοποιούσαν τους στόχους τους.
Απέκτησαν δυο πανέμορφα παιδιά.
Μέχρι... Που η καθημερινότητα τους έγινε υπερβολικά δύσκολη. Χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα... Δύο χρόνια, με περιστασιακά μεροκάματα. Οι υποχρεώσεις πολλές, τα παιδιά με τις αξεπέραστες ανάγκες τους. Άγχος, γκρίνια, φόβος. Η γυναίκα του δείλιασε μπροστά σ’ όλα αυτά. Έχασε τον νεανικό, αισιόδοξο και ρομαντικό εαυτό της. Χρειαζόταν ασφάλεια.

Κι ένα βράδυ που γύρισε κατάκοπος από το τρέξιμο της ημέρας, κυνηγώντας δουλειά, βρήκε το σπίτι άδειο εντελώς. Είχε πάρει όλα τα πράγματα και τα παιδιά και είχε φύγει...
Ένα σημείωμα στο πάτωμα με δυο λέξεις: «Δεν αντέχω άλλο!» και η λευκή τους γατούλα να τριγυρίζει από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Έβγαλε φωνή μεγάλη:
«Δεν είναι αυτό αγάπη...!»
Η γάτα έγινε η μοναδική του συντροφιά.
Μου έλεγε: «Την χάιδευα κι ένιωθα πως έχω ακόμα κάτι ζωντανό!».
Η φυγή της οικογένειάς του τον καταρράκωσε. Από την επόμενη μέρα έβγαινε πάλι στους δρόμους με μια εφημερίδα στο χέρι, αλλά αλλαγμένος, απελπισμένος, με ελάχιστες δυνάμεις.

Βρήκε καταφύγιο για φαγητό σ’ έναν ξενώνα αστέγων. Για να μην «χαραμίζει χρήματα ούτε για την διατροφή του. Ό, τι χρήματα εξοικονομούσε από τα περιστασιακά μεροκάματα, τα διέθετε για τις ανάγκες των παιδιών. Εκεί, στον ξενώνα, απέκτησε κι έναν φίλο ο οποίος, αν και δεν ήταν σε πιο προνομιακή θέση από’ κείνον, τον στήριζε, τον νοιαζόταν...

Μεγάλη εβδομάδα. Πήγαινε στην εκκλησία να ακούσει τα τροπάρια του ανθρώπινου πόνου, της προδοσίας, της αχαριστίας, της μοναχικής σταυρικής πορείας. Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε το «συσταυρωθώμεν» με τον Κύριο. Πήγαινε γι ανα ακούσει την υπόσχεση Αναστάσεως. Ανάσταση θα γιόρταζε στον ξενώνα, μαζί με τους νέους του φίλους. Καλά θα ήταν!

Οι άνθρωποι που διακονούσαν εκεί, είχαν πολλή αγάπη και τους φρόντιζαν! Όσο για τους νέους του φίλους ένιωθε πως ήταν σπουδαίοι. Διότι έκαναν υπομονή, πάλευαν και δόξαζαν για το παραμικρό. Ενώ εκείνος... τόσο δειλός πια!

Και τούτη η αναγκασμένη γιορτή είναι τόσο βαριά για την ψυχή που πονά! Πρώτη φορά χωρίς την οικογένειά του. Ατέλειωτα μόνος. Χωρίς να μπορεί να αγοράσει έστω ένα σοκολατένιο αυγό, μια λαμπάδα ή ένα μικρό δωράκι στις κορούλες του. Από μια κερκόπορτα χάνεται η πόλη της ζωής μας...

Τέτοιες σκέψεις βασάνιζαν την αϋπνία του. Ένα παλιό στρώμα στο πάτωμα και το σπίτι να μοιάζει με λευκό κελί. Κι έρημο... Έρημος, Θεέ μου... Χωρίς τις φωνούλες τους, χωρίς τη μυρωδιά τους, τα γέλια τους. Χωρίς να τον περιμένουν να τρέξουν στην αγκαλιά του, να μείνει στο προσκεφάλι τους για «καληνύχτα», να παίξει μαζί τους... Να ξεχαστεί...

Η γάτα είχε κουλουριαστεί στα πόδια του. Μόλις είχε ξυπνήσει, έξυνε τα νύχια της στην κουβέρτα και νιαούριζε ευχαριστημένη.
Την παρατηρούσε. Ήταν πραγματική συντροφιά. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η μικρή του κόρη.
Έκλαιγε και τον παρακαλούσε να της πάει την γατούλα της.
«Αμέσως, παιδί μου! Σ’ την φέρνω, μην στενοχωριέσαι!»...


Animated Flowers Pictures, Images and Photos


Φάρος στην τρικυμία της Πόλης.

Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και πλάγιασε κατάκοπος στα μυρωδάτα σεντόνια. Είχε πολύ δύσκολη μέρα! Υπάρχουν μέρες που κυλούν τόσο ανέμελα! Υπάρχουν άλλες που νιώθεις πως ολόκληρη η ζωή έχει εγκλωβιστεί μέσα σε μια μέρα! Κάπως έτσι έφυγε τούτη η Παρασκευή… Με τα λεπτά να μοιάζουν αιώνες κι η αγωνία να αλλοιώνει τα συναισθήματα και τη λογική του. Έφυγε έντρομος από τη δουλειά, όταν τον ειδοποίησαν από το σχολείο πως ο μικρός του γιος χτύπησε στο κεφαλάκι του. Ατελείωτες ένιωθε τις ώρες του νοσοκομείου. Εξετάσεις, ράμματα, παρακολούθηση μη τυχόν παρουσιάσει οποιοδήποτε σύμπτωμα… Τελικά, όλα καλά. Δόξα τω Θεώ! Ένα παιδικό χτύπημα ήταν, από εκείνα που είσαι σίγουρος πως κάποιος Άγγελος προστάτευσε από μεγάλο κακό.
Τώρα, ένιωθε να αρπάζεται γλυκά από το λυτρωτικό μεθύσι του ύπνου. Ξαφνικά πετάχτηκε ταραγμένος πάνω. “Ο Βασίλης… Παναγία μου!” Η ώρα ήταν περασμένες 11:00. Θα τον περίμενε από τις 4:00μ.μ έξω από το πανεπιστήμιο.
Ο Βασίλης είναι ένας νέος άνθρωπος. Τετραπληγικός με μόνη δυνατή κίνηση δύο – τριών δαχτύλων του δεξιού χεριού. Κι αυτό, με μεγάλο κόπο και φυσικοθεραπείες. Σπουδαία ψυχή, δυνατό πνεύμα, σπάνια καρδιά. Σπούδαζε στο πανεπιστήμιο Φιλολογία.
Είχε αναλάβει να τον πηγαίνει στα μαθήματα με το αυτοκίνητό του κάθε πρωί, πριν πάει στην δουλειά του. Αλλά και στην επιστροφή. Το μεσημέρι τον έβγαζαν οι συμφοιτητές του στο πεζοδρόμιο, για να μην καθυστερούν πολύ. Ήδη ήταν δύσκολο και επικίνδυνο κυρίως για τον αυχένα του, να τον πάρει αγκαλιά και να τον βάλει στο αυτοκίνητο.
Ήταν χρόνια φίλοι. Γνωρίστηκαν όταν ήταν φοιτητής στο ίδρυμα που διαμένει από παιδί ο Βασίλης. Σιγά – σιγά έγιναν αδελφικοί φίλοι. Στο όνειρο του Βασίλη να τελειώσει το πανεπιστήμιο ήταν πρωτεργάτης. Μα πώς θα μπορούσε να μην τον βοηθήσει; Ο Βασίλης είναι ένας από τους πιο δυνατούς και σπουδαίους ανθρώπους που πέρασαν από τη Γη. Σπουδάζει, μελετά, φτιάχνει ένα περιοδικό μαζί με φίλους του, παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά φίλων και γνωστών, ή φτωχών οικογενειών χωρίς να λαμβάνει καθόλου χρήματα. Ζωγραφίζει, γράφει ποιήματα και λατρεύει τη βόλτα στο πάρκο, απέναντι από το ίδρυμα. Χαίρεται να μυρίζει το νοτισμένο χώμα, να νοιώθει τη δροσιά των δέντρων, να βλέπει τα χρώματα των λουλουδιών, την ελευθερία των πουλιών…
Κι όλα αυτά, με μόνη δυνατή κίνηση κάποιων δαχτύλων. Τίποτε άλλο! Η καθημερινότητα για κείνον είναι κόπος και πόνος. Να εξαρτάσαι από τον άλλον για το καθετί. Για τα πάντα! Για τα πιο απλά! Γι’ αυτά που εμείς δεν δοξάσαμε ποτέ… Δεν δοξάσαμε που κινούμε τα χέρια μας, που τρώμε μόνοι μας, που ταχτοποιούμε τις σημαντικές μας ανάγκες μόνοι μας, που μπορούμε να διώξουμε μια μύγα από το μάγουλό μας, που μπορούμε να χτενίζουμε τα μαλλιά μας, να κόβουμε τα νύχια μας, να σκύψουμε να κόψουμε κ’ να μυρίσουμε ένα λουλούδι… Μόνοι μας!
Για τον Βασίλη κανείς δεν ξέρει ποιες είναι οι ώρες του πόνου, του παράπονου, του λυγμού του! Κανείς δεν ξέρει αν έχει τέτοιες ώρες ο Βασίλης. Δεν τις φανερώνει. Μόνο ο Θεός ξέρει!
Και πραγματικά θα ‘ναι πολύ περήφανος ο Δημιουργός Του που υπάρχει τέτοια ψυχή. Ψυχή που έχει φθάσει στην Θέωση! Μόνο ένας Άγιος μπορεί να νιώθει τη ζωή χαρά και δώρο παρατηρώντας την καθηλωμένος σ’ ένα καροτσάκι. Για πάντα! Για όσο…
Εκείνη λοιπόν την ημέρα, σαστισμένος από την αγωνία του για το παιδί… τον ξέχασε!!! Τον ξέχασε για ώρες, έξω από το Πανεπιστήμιο.
Ντύθηκε σε δευτερόλεπτα, μπήκε στο αμάξι κι άρχισε να τρέχει.
Τα μάτια του υγρά, ένας κόμπος στο λαιμό και η σκέψη του μπερδεμένη. Δεν θέλει να δικαιολογηθεί. Να δικαιώσει έστω για λίγο τον εαυτό του! Ο Βασίλης έχει μείνει πάνω από επτά ώρες στον δρόμο πεινασμένος, διψασμένος, ανάλλαγος… Ίσως να κρύωνε ή το απόγευμα να ζεσταινόταν αφόρητα. Ίσως να ήταν για ώρα σε σημείο που τον χτυπούσε ο ήλιος… Πόσο άσχημα θα ένιωθε; Σωματικά και ψυχικά! Θεέ μου! Τι βασανιστικό αυτό που έγινε! Αυτό που έκανε… Πόσο θα είχε κουραστεί… Φθάνει στο σημείο συνάντησης! Εκεί ήταν! Ακόμη!
Τον πλησιάζει, δεν έβγαινε φωνή, τα μάτια του έκλαιγαν…
Μα ο Βασίλης του χαμογελούσε: “Σώπα! Πώς κάνεις έτσι; Πού θα πήγαινα και ανησύχησες; Το παιδί να είναι καλά! Εγώ πέρασα μια διαφορετική μέρα. Είδα ανθρώπους να περνούν, παιδιά να γελούν, παρατηρούσα τις μορφές τους… Που θα χα τέτοια ευκαιρία;” Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό τον παρηγορούσε σε όλο το δρόμο, όλες τις επόμενες μέρες.

από τα διηγήματα του βιβλίου

Αγάπης επαίτης στη ζωή μου ξένος

Σίσσυ Κόσσυβα

Αρμός, 2012


Animated Flowers Pictures, Images and Photos








Στα δεκαεννέα διηγήματα του βιβλίου αυτού, πρωταγωνιστές είναι οι αφανείς ήρωες της ζωής. Άνθρωποι που έρχονται αντιμέτωποι με τα όρια της ζωής, τον πόνο, τον θάνατο, άνθρωποι - "επαίτες" της προσοχής και της αγάπης μας.

Στην Ελλάδα του σήμερα, άνθρωποι διπλανοί μας, ιστορίες καθημερινές που χτυπούν τις πόρτες μας, και μας κάνουν να μάθουμε το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής.

Η συγγραφέας, μέσα από τις γνώσεις και τις εμπειρίες της, μεταφέρει από καρδιάς ιστορίες ανθρώπων ξεχωριστών, που παλεύουν με το μεγαλείο της ψυχής τους και βγαίνουν νικητές!

Η Μάρω Βαμβουνάκη γράφει στον πρόλογο: "Οι ήρωες της Σίσσυς είναι πλάσματα διαλεγμένα και διαλεχτά από χώρους δύσκολους, όπου η ίδια καθημερινά κινείται και εργάζεται, καταφύγια ψυχών γονατισμένων, αποθήκες βίων [...], πλάσματα άγια και δαιμονισμένα, στην άκρη της καταστροφής που γίνεται και άκρη του μεγάλου άλματος, μισοχαμένα και μισοσοφά, κανείς μας δεν είναι ολάκαιρος και σώος στον κόσμο τούτο, όλοι μονάχα δυνάμει είμαστε ακέραιοι. Μας ξεναγεί σε κόσμους σκιερούς με φως, φωτεινούς με σκιές, σε χορό μαρτύρων ή μασκαράδων, που μοιάζει μεν από την επιπολαιότητά μας πάντα για πρόβα, αλλά που εντέλει Ζωή, η μόνη!"


Οι Εκδόσεις Αρμός σας προσκαλούν
στην παρουσίαση του βιβλίου
της Σίσσυς Κόσσυβα
ΑΓΑΠΗΣ ΕΠΑΙΤΗΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΞΕΝΟΣ
το Σάββατο 31 Μαρτίου 2012, στις 12 το μεσημέρι
στο βιβλιοπωλείο του Αρμού
(Μαυροκορδάτου 11, Αθήνα)

Για το βιβλίο θα μιλήσουν
π. Σπυρίδων Βασιλάκος, θεολόγος, Δ/ντης Ρ/Σ Ιερ. Μητρ. Θηβών & Λεβαδείας
Μιχάλης Λεβέντης, ποιητής, ψυχολόγος, φιλόλογος
Γεώργιος Κ. Παπαγεωργίου, Συντονιστής Δ/ντης Β' Χειρ. Κλινικής Γ.Ν. Α. "Ο Ευαγγελισμός"
και η συγγραφέας
Αποσπάσματα θα διαβάσει η Ελένη Ζιώγα, ηθοποιός, σεναριογράφος, στιχουργός


Παρουσίαση του βιβλίου ''ΑΓΑΠΗΣ ΕΠΑΙΤΗΣ στη ζωή μου ΞΕΝΟΣ''





Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Η ζωή είναι γλυκιά, γλυκιά, γλυκιά... Adrián González da Costa









Η ζωή είναι γλυκιά, γλυκιά, γλυκιά
Adrián González da Costa


I

Ο δρόμος είναι φαρδύς σαν θλιμμένη μέρα.
Ανδρες με βαμβακιένιο χαμόγελο
και φανταστικές γυναίκες διασταυρώνονται
-έρχονται από μακριά, πάνε οπουδήποτε-
μαζί μου! Οχι. Μην με ρωτάτε τίποτα.
Με κοιτάζουν όλοι σαν να έφερνα
νέα από τον Κύριο στις πόρνες.
Και δεν βλέπουν ότι στο στήθος έχω ένα δάκρυ,
ένα δάκρυ που διασχίζει, εδώ, το στήθος.

Χθες ήμουν ευτυχής, όμως όχι πια.
Η ευτυχία σαν ένα χρυσό δαχτυλίδι
με συναντά στο δρόμο μόνο μου.
Ηρθε ο κάτοχός του να ρωτήσει γι' αυτό.
Ηρθε ο κάτοχός του να ρωτήσει γι' αυτό.



La calle es larga como un día triste.
Hombres con la sonrisa de algodón
y mujeres fantásticas se cruzan
- viene de lejos, van a donde van -
conmigo. No. No me pregunten nada.
Me miran todos como si llevase
noticias del Señor en las pupilas.
Y no ven que en el pecho traigo un llanto,
un llanto atravesado, aquí, en el pecho.

Ayer era feliz, pero acabo.
Felicidad como un anillo de oro
que me encontrara por la calle a solas.
Vino su dueño a preguntar por él.
Vino su dueño a preguntar por él.


II

Κάθε νύχτα ονειρεύομαι ότι είμαι άλλος.
Και κάθε μέρα ξυπνώ ο ίδιος.
Oσο μακριά κι αν εισέλθουν τα πλοία μου
χαμένα απ' το όνειρό μου στη νυχτερινή
αναζήτηση εθνών και κέντρων,
κάθε πρωί είμαι ο ίδιος άνθρωπος.

Τ' αρώματα, τ' αποκτηθέντα μετάξια,
πιθαμή προς πιθαμή, στα μαγαζιά, και τ΄αγοραστά
κοσμήματα που φόρτωσα ξημερώματα,
πού είναι; Πού είναι αυτός ο πλούτος
όταν ξυπνώ; Πού είναι αυτός ο έρωτας;

Ονειρεύομαι; Oχι. Δε θέλω να ονειρεύομαι άλλο πια.
Θα καούν τα πλοία μου ως το τελευταίο.
Θυμός που δεν είναι όνειρο, όπως όλα.



Todas las noches sueño que soy otro.
Y todos los días amanezco igual.
Por lejos que se adentren mis navíos
perdidos de mi sueño en la procura
nocturna de naciones y de emporios,
cada mañana soy el mismo hombre.

¿Los perfumes, las sedas que adquirí,
palmo a palmo, en las tiendas, y las joyas
pagadas que embarque amaneciendo,
en dónde están? ¿En dónde esa riqueza
al despertarme? ¿Dónde esta ese amor?

¿Soñar? No. Ya no quiero soñar más.
Ardieran mis navíos hasta el último.
Rabia de no ser sueño, como todo.


III

Eκλεισα την πόρτα και, αβίαστα,
κατέβηκα ένα ένα τα σκαλιά
της ίδιας σκάλας προς τοn δρόμο,
προς τον ίδιο δρόμο, με την ίδια
πορτοκαλιά στο χoλ, σάπια κι άτυχη.

Ζω στο ίδιο διαμέρισμα πάντα.
Πάντα κατεβαίνω να πιω στο ίδιο μπαρ.
Και δεν πειράζει τι αλλάζει, συνεχίζει έτσι.
Αν άλλαζα διαμέρισμα, σκάλα,
θα 'χα αλλάξει μόνο σκάλα,
διαμέρισμα. Το υπόλοιπο ποτέ δεν αλλάζει,
συνεχίζει μες το κεφάλι μου, όπως πριν.

Δεν ξέρω τι να κάνω, πού να πάω, ούτε πώς.
Περνώ τις μέρες με έμμονες σκέψεις.


He cerrado la puerta y he, sin prisas,
bajado uno a uno los peldaños
de la misma calle, con el mismo
naranjo ante el portal, podrido y pobre.

Vivo en el mismo cuarto desde siempre.
Siempre bajo a beber al mismo bar.
Y no importa qué mude, sigue así.
Si cambiara de cuarto, de escalera,
sólo habría cambiado de escalera,
de cuarto. El resto nunca muda, sigue
dentro de mi cabeza, como antes.

No sé qué hacer, adónde ir, ni cómo.
Llevo días pensando obsesionado.


IV

Εχω μάτια γεμάτα αναμνήσεις.
Οπου κι αν στραφεί το βλέμμα,
σαν κάποιον που κοιτά μέσα από γυαλιά
μ' έναν λεκέ στο κρύσταλλο, ο κόσμος
εμφανίζει ένα μόνιμο γνώρισμα:
την εικόνα του προσώπου σου να μου χαμογελά.

Ετσι ζω έχοντας εμμονές
με το πρόσωπό σου, αφού κάθε πρόσωπο είναι δικό σου,
παρόμοιο σχεδόν, όμοιο
ως τη σύγχυση και τη συναφή έκφραση.

Χαιρετώ με έκπληξη τον διαβάτη
που δεν γνωρίζω, και μιλώ μόνος
στον δρόμο, ενώ βυθίζομαι σε μια θάλασσα
προσώπων που είναι ένα κι είναι το δικό σου.



Tengo los ojos llenos de recuerdos.
Adondequiera que la vista vuelva,
como quien mira a través de gafas
con una mancha en el cristal, el mundo
presenta inconfundible un sello fijo:
la imagen de tu rostro sonriéndome.

De tal manera vivo obsesionado
con tu cara, que toda cara es tuya,
similar más o menos, parecida
hasta la confusión y el gesto idéntico.

Saludo con sorpresa al transeúnte
que no conozco, y voy hablando a solas
por la calle, hundiéndome en un mar
de rostros que son uno y es el tuyo.


V

Αυτός ο τρόπος να πράττω, να είμαι,
συνεχώς, ξαναδιαβάζοντας σελίδες,
ανακινώντας στάχτες, και γκρινιάζοντας.
Αυτός ο τρόπος να ζω πεθαίνοντας
δίχως τελικά να φθάνω στο θάνατο
αλλά αρχικά, να θυμάμαι.
Αυτός ο μάταιος, σιωπηλός τρόπος
να εξετάζω τα γεγονότα της ζωής μου
και να γελοιοποιούμαι για όλα.
Γελοίος όταν ήμουν γελοίος.
Γελοίος όταν δεν ήμουν.
Και θα έπρεπε, ίσως, να ήμουν.

Σαν αυτόν που κοιτά μια ξένη ατυχία
και συγκινείται, κοιτώ σήμερα τη ζωή μου
και με συγκινεί, έκπληκτος και τραγικός.
Θεατής με όρεξη να φύγει
δεμένος στην καρέκλα, καλεσμένος
προσκεκλημένος να δειπνήσω τον εμετό του.



Esta manera de actuar, de estar,
continuamente, repasando paginas,
removiendo cenizas, y quejándome.
Esta manera de vivir muriendo
sin llegar a la muerte por el fin
sino por el principio, recordando.
Esta manera inútil, silenciosa,
de examinar los hechos de mi vida,
y encontrarme ridículo por todo.
Ridículo por cuando fui ridículo.
Ridículo por cuando no lo fui.
Y tendría, tal vez, que haberlo sido.

Como quien mira una desgracia ajena
y se conmueve, miro hoy mi vida
y me conmueve, asombrado y trágico.
Espectador con ganas de marcharse
al que amarraron a la silla, huésped
invitado a cenar su propio vómito.


VI

Με αγρυπνούν τα πιο οικεία σεντόνια,
τα πιο όμορφα στήθη με το πορφυρό τους,
οι απίστευτες καμπύλες κάποιων μηρών.
Με σημαδεύουν οι φωνές κάποιων χειλιών,
το σκούρο εμπόδιο της αϋπνίας.
Με καταδιώκουν οι μέρες κι οι νύχτες
που πέρασα δίπλα σου
μέσα από τις ώρες και τις νύχτες.

Στις άδειες σάλες των ονείρων μου,
τα τακούνια σου ηχούν καθαρά.



Me vigilan las sabanas más hondas.
los senos más hermosos con su púrpura,
las curvas imposibles de unos muslos.
Me señalan las voces de unos labios,
el salitre moreno del insomnio,
el aroma que rompe los sentidos.
Me persiguen las horas y las noches
que he pasado a tu vera
a través de las horas y las noches.

En las salas vacías de mis sueños,
tus tacones resuenan claramente.


VII

Υπάρχει ένα σαφές σούσουρο στην απουσία σου.
Πιάνεται απ' το άρωμά σου, στα πράγματα,
και σιγά σιγά μεγαλώνει, αργά,
ώσπου να γεμίσει σπίθες ο αέρας
ώσπου να καεί ο αέρας στους πνεύμονες.

Τίποτα δεν επιζεί στα αποχαιρετιστήρια
λόγια σου, στο ξαφνικό κλείσιμο
της πόρτας, στο βρόντο των αντίων σου.

Δε ξέρω τι φοράς -αν το φοράς-
ή τι σ'ακολουθεί -αν σ' ακολουθεί κάτι-,
μα καθώς οι ώμοι σου απομακρύνονται, ιδρώνω.
Και τα κρίνα μουρμουρίζουν ενώ μαραίνονται.



Hay un murmullo nítido en tu ausencia.
Prende de tu perfume, entre las cosas,
y poco a poco va creciendo, lento,
hasta cubrir de crepitar el aire,
hasta quemar el aire en los pulmones.

Nada le sobrevive a tu palabra
de despedida, al cierre repentino
de la puerta, al portazo de tus adiós.

No sé lo que te llevas - si lo llevas -
o qué te sigue - si te sigue algo -,
pero al verse alejar tus hombros, sudo.
Y los lirios murmuran marchitándose.


VIII

Ηδη ξέρεις πως εγώ, αφού δεν διαβάζω
εφημερίδες ούτε ακούω άγρυπνες
ομιλίες στο ράδιο, συνηθίζω
να πιστεύω ακριβώς όσα
αφηγούνται τα μάτια σου στο μπαρ Indias.
Ο καφές σ' αυτό το μπαρ δεν είναι καφές,
είναι άλλη εντολή -δική σου και δική μου-.
Μια πράξη στην οποία ο Θεός μερικές φορές
ντύνεται παιδικά και μας ρωτά
αν θα θέλαμε κάτι, οτιδήποτε,
ζάχαρι, για παράδειγμα.
Ερώτημα αυτό
στο οποίο μαζί, γελώντας, απαντάμε
πως δε θέλουμε τίποτα προς το παρόν,
πως η ζωή μας είναι γλυκιά, γλυκιά, γλυκιά.



Tú ya sabes que yo, como no leo
periódicos ni escucho las tertulias
insomnes de la radio, acostumbro
a creer religiosamente cuanto
cuentan tus ojos en el bar de Indias.
El café de ese bar no es un café,
es otro mandamiento - tuyo y mío -.
Un acto en el que Dios a veces viene
vestido de muchacho y nos pregunta
se querríamos algo, alguna cosa,
azúcar, por ejemplo.
Cuestión esta
a la que juntos, riendo, respondemos
que no queremos nada por ahora,
que nuestra vida es dulce, dulce, dulce.








Ο Adrián González da Costa είναι γιος ενός Ισπανού και μιας Πορτογαλίδας, και μέσα από αυτά τα οκτώ ποιήματα τα οποία περιλαμβάνονται στην ποιητική συλλογή του Rua dos douradores, προσπαθεί να ενώσει την ισπανική με την πορτογαλική λογοτεχνία. Είναι γραμμένα σε εντεκασύλλαβους χωρίς ομοιοκαταληξία.

Στα πρώτα τέσσερα ποιήματα ο ποιητής επικεντρώνεται στο λυρικό εγώ και κυριαρχεί ο συλλογισμός του. Κατά κάποιον τρόπο λειτουργούν ωσάν ένας εσωτερικός μονόλογος μέσα από τον οποίο γίνονται ορατά κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητάς του: ρομαντισμός, αίσθημα φυγής, αμφιβολία. Ο υλικός κόσμος δεν οδηγεί στην ευτυχία που κάποτε ένιωθε ο ποιητής˙ ευκαιρίες που δεν άδραξε και χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Η ευτυχία παρομοιάζεται με χρυσό δαχτυλίδι, το σύμβολο του κύκλου, του αέναου, των επαναλαμβανόμενων καταστάσεων της ζωής. Μιας ζωής, μερικές φορές μονότονης, δίχως έρωτα, όπου είναι και το θέμα στο οποίο επικεντρώνεται με τα τέσσερα τελευταία ποιήματα. Ποιήματα ερωτικά, με επίκεντρο το θηλυκό εσύ. Εμμονές, απογοήτευση από τις καταστάσεις που βιώνει, απουσία αλλαγών, καταδίωξη, απουσία -του ερωτικού αντικειμένου- διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Εντούτοις, η ζωή δεν σταματά, και είναι γλυκιά...
μτφρ.: Βιργινία Χορμοβίτη