Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μ Πολυδούρη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μ Πολυδούρη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

..."Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα"..Μαρία Πολυδούρη.



Κ’ ήταν μια νύχτα...

Κ’ ήταν μια νύχτα ωραία και στη ματιά σου
και στα τραγούδια σου. Ήτανε γλυκιά
μια νύχτα στα τραγούδια τα παληά σου
γεμάτη αστέρια, νύχτα ξωτικιά.

Η μόνη αγάπη μέσ’ στη μοναξιά σου,
τόσο όμορφη, τόσο υποβλητικιά,
έγινε πάθος μέσα στην καρδιά σου,
μέσ’ στην καρδιά σου την ερημικιά.

Αχ, τα παληά τραγούδια σου που κλαίγαν
Κ’ ήτανε τόσο ανείπωτα γλυκά
και τόκρυβαν σεμνά και δεν το λέγαν.

Αχ, τα παληά σου τα τραγούδια πούνε
θλιμμένα σαν αγάπης μυστικά,
σαν άνθη δακρυσμένα που σιωπούνε.


Δειλινά

Περνάει εμπρός μου η μέρα
σημάδι φωτεινό.
Και πάντα έτσι με βρίσκει
απάντεχο από πέρα
βαρύ το δειλινό.

Το φως σου θα στερέψης
ελπίδα μου χρυσή,
θα σε σιμώσουν οι ήσκιοι
κ’ έτσι μοιραία θα γνέψης
στο δειλινό και συ.

Βράδι

Καλώς το, που ήρθε το άφωτο βραδάκι
έτσι απαλό, σα χάδι, να μ’ αγγίξη
και τη σκέψη μου αγάλια να τραβήξη
στο σκοτεινό, στο ατέλειωτο δρομάκι,

Κει που όλες οι χαρές μου καρτερούνε
το πέρασμά μου εκείθε σιωπηλές,
ωραίες, ελκυστικές κι’ άπιαστες, λες
του ονείρου τα χρυσά φτερά φορούνε.

Καλώς το, που ήρθε σαν τη καλωσύνη
το κουρασμένο βλέμμα μου να σβήση
και την ψυχή μου ελεύτερη ν’ αφήση
ν’ απλωθή ως πέρα στη γαλήνη.

Γιατί μ' αγάπησες

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.


Όπως λέει η Λιλή Ζωγράφου: «Πολλές φορές αναρωτήθηκα κι ανησύχησα, μπορώ να πω, για την τόση μου αγάπη στη Μαρία Πολυδούρη. Μια αγάπη που μ’ έσπρωχνε σ’ έρευνες, τρεξίματα, αναζητήσεις προσώπων και πραγμάτων, που θα με βοηθούσαν να την εξηγήσω, να την αναγνωρίσω ολότελα και να την καταχτήσω».
Τα ίδια και χειρότερα έπαθα κι εγώ. Γνώρισα την Πολυδούρη μέσω του Καρυωτάκη, και στο τέλος βρέθηκα περισσότερο δεμένος με κείνην. Κι όσο περισσότερο τη γνώριζα, τόσο πιο πολύ παθιαζόμουνα μαζί της. Στο τέλος τέλος ένιωσα να έχω κάποια «υποχρέωση» απέναντί της. Ήθελα να της ξεπληρώσω ένα χρέος. Ήθελα να την ευχαριστήσω που μας χάρισε μέσα από την ποίηση, το ημερολόγιο και τη ζωή της, την ίδια της την ψυχή, που δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά η ψυχή ενός αληθινά ελεύθερου ανθρώπου.
Η Μαρία υπήρξε η πιο γυναίκα απ’ τις γυναίκες, η πιο επαναστάτρια απ’ τις επαναστάτριες, μια αερινή φευγάτη ύπαρξη που πέρασε απ’ τον κόσμο αυτό μονάχα διαβατικά, για να μας δείξει την ομορφιά, το αληθινό πάθος, και να φύγει. Ήταν μια από τις μοναδικές εκείνες υπάρξεις-ξωτικά που ζουν για να πεθάνουν, και ζουν στ’ αλήθεια όσο κανείς άλλος. Μια γυναίκα-χαστούκι στους ανθρώπους της συνήθειας, τους μικρούς, τους τιποτένιους, που δεν σταματούν ούτε για μια στιγμή για να θαυμάσουν την ομορφιά που υπάρχει γύρω τους, την ομορφιά που κρύβουν μέσα τους, αλλά που είναι πολύ βιαστικοί για να την προσέξουν.
Ο Ρεμπό τον 19ο αιώνα έγραφε για τους άνθρωπους-καρέκλες. Η Πολυδούρη στις πρώτες δεκαετίες του 20ου τους κατακεραυνώνει. Κι οι δυο τους κάηκαν απ’ την ίδια τους τη φλόγα! Γεννήθηκαν πολύ νωρίς για την εποχή τους, κι ειδικά η Μαρία, που σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία ήταν μια γυναίκα-σύμβολο, μια γυναίκα ελεύθερη, μια γυναίκα από το αύριο.
Υπήρξε μια μοιραία της γενιάς της. Κι όσοι τη γνώρισαν έχουν να λένε ότι έπαθαν... πολυδουρίτιδα! Μια γυναίκα που γοήτευε όλους όσοι την πλησίαζαν, μια γυναίκα όλο ψυχή.
Αλλά όσα και να πούμε θα ’ναι λίγα. Ας αφήσουμε λοιπόν την ίδια να μιλήσει.
Λάκης Φουρουκλάς

"Τα γράμματά σου τα 'χω Αγάπη πρώτη

σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου

τα γράμματά σου πνέουνέ σου τη νιότη

κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου...


Τα γράμματά σου πάνε, Αγάπη πρώτη

βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου.

Τα γράμματά σου τάφοι, δεν τελειώνει

απάνω τους η λέξη του Θανάτου ..."

Κώστας Γ. Καρυωτάκης




(Ήρθα μια μέρα...)

Ήρθα μια μέρα, οδηγημένη απ’ την ιερή σου
αγάπη, εμπρός στο κύμα το γλαυκό
και μ’ άφησες τότε να ιδώ τη φλογερή σου
πληγή στο στήθος σου το νεανικό.

Τότε μου μίλαες με την ήσυχη φωνή σου
για τη ζωή σου, ατέλειωτο κακό
κι’ ως ένοιωθες βαθιά πως φτάνω ως την ψυχή σου,
ανάβρυζε το δάκρι σου γλυκό.

Κ’ ήταν χαράς χαρά να κλαίμε τραγουδώντας
στην ίδια λύρα, μάντεμα πικρό
τη μοναξιά μας και σάμπως λήσμονώντας.

Με τι χαρά το πρόσωπό σου να ραντίσω
με τον πικρό της θάλασσας αφρό,
πέρα τα κύματα έτρεχα να προϋπαντήσω.



(Με της σιωπής τα κρίνα...)

Με της σιωπής τα κρίνα που λυγούνε
μέσα στα νικημένα μου τα χέρια
με τις σκέψεις που μάταια κυνηγούνε
η μια την άλλη πέρα από τ’ αστέρια,

Με τα μάτια που κάτι νοσταλγούνε,
κάτι που είναι αγνοημένο πλέρια,
σα να μη βλέπουν, σα να μην αλγούνε,
εξαϋλωμένα μάτια, μάτια αιθέρια,

Στέκω οραματισμένη και πιστεύω.
Δεν ξέρω τι πιστεύω. Ξεφυλλίζω
τα ποιήματά σου κι’ όλο μεσιτεύω.

Στη σκέψη σου και στη βουλή του απείρου.
Κι’ όπως ποτέ τα μάτια δε σφαλίζω
ξέρω πως πια δεν είνε απάτη ονείρου.





Κοντά σου

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.




Για δες αγάπη μου...)

Για δες αγάπη μου μακριά, πόσο μακριά είναι οι κήποι
και κρίμα, δεν είναι ούτε αυγή και μόλις ξεκινάμε.
Θα μας ρημάξη η κακωσιά και θα μαράνη η λύπη
την ακριβή μας τη χαρά, πως ταιριασμένοι πάμε.

Στέρξε να μείνουμε σε μια του δρόμου μας γωνούλα,
κάτω στον ίσκιο μιας εληάς – ήσκιε μου εμπιστεμένε.
Και γω θα δης με των φιλιών τη δροσερή πηγούλα
θα σου γιομίσω την καρδιά λουλούδια, αγαπημένα




Πάντα γυρίζω

Πάντα γυρίζω εκεί προς τα χαράματα
της όμορφης αγάπης μας. Μην τύχη,
φοβάμαι, το μοιραίο να συντύχη
και φύγουν για τ’ αγύριστα περάματα.

Θαρρώ ζωή της δίνω ανακαλώντας
τα πρωτινά φεγγοβολήματά της,
το ανόθευτο μεθύσι μας κοντά της
τα δώρα της περίσσια σπαταλώντας.

Κι’ αναζητώ το βλέμμα σου γεμάτο
μιαν αφοσίωση αστέρευτη, σαν έννοια,
σαν έλξη νάταν όλα μαγνητένια,
τόσο όμορφο ήταν, τόσο ήταν γεμάτο.

Αχ! ο κρυφός καημός που μου κρατάει
τη σκέψη σκλαβωμένη στο πρωτάνθι,
ενώ γύρω μας περισσεύουν τάνθη
που αμέριμνα η αγάπη μας σκορπάει.



Χαμένα

Προσμένω, είν’ η ψυχή μου ελπίδα,
στη νύχτα την τρισκοτεινή
τον ήλιο τέτοιον που πρωτοείδα
εκεί αντικρύ μου να φανή.

Προσμένω που σημαίνουν τώρα
στριγγές φωνές το χαλασμό,
προσμένω την γαλήνιαν ώρα,
το βραδυνό χαιρετισμό.

Στην ξερασιά τώρα το χιόνι
πώχει σα σάβανο απλωθή,
το μακρεμένο χελιδόνι
προσμένω πως θα ξαναρθή.

Όλα προσμένω τα χαμένα
κ’ η ελπίδα μάγισσα μια γρηά
μου λέει πως έρχονται ολοένα
οι σκιές που χάνονται μακριά.





Σαν πεθάνω

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ’ στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.

Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ’ αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι
- φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.



Σε μια δέσμη από τριαντάφυλλα

Χτες ήτανε μπουμπούκια
σεμνά, δίχως καμάρι κι’ υποσχέσεις.
Σήμερα τόσο ωραία
πρωί-πρωί όπως τάειδα, ταράχτηκα...
Μέσ’ στο άνοιγμά τους βόσκει
μια βίαιη δύναμη πούνε σαν τη νειότη.
Κ’ η νειότη αυτή που τρέχει,
τεντώνει τα σαρκώδη φύλλα ως τόξα
Κι’ ως τη ρίζα τ’ ανοίγει
και ξεχύνει της πρόκλησης το μύρο,
μόλις μ’ ένα φυλλάκι διπλωμένο
την παρθένα ομορφιά τους κρύβει.
Η πεταλούδα θάρθη.
- τ’ όνειρο μέσ’ στη μέθη τους περνάει.
Το ριγηλό θε να σηκώση φύλλο
και την καρδιά τους θάβρη.
Μα ω της κάμαράς μου
ωραίοι εξόριστοι θα σας παιδέψη
του ονείρου σας η πλάνη.
Το λίγωμά σας μάταιο θα περάση.
Τα μάτια μου ακλουθάνε
της σάρκας σας το αόρατο ανατρίχιασμα
κ’ η ερωτική σας νάρκη
με το μύρο περνάει μέσ’ στην καρδιά μου...
Η πεταλούδ’ αν είμαι
που σας λείπει, ανοίχτε στων χειλιών μου
τη λαύρα, τη μισόκλειστη καρδιά σας.
Ή αν θέλετε, θα βιάσω
με μι’ άγνωστη λαχτάρα στη γενιά σας
το ανθένιο μυστικό σας,
τη λατρευτή που σας ορθώνει νειότη...
Η ανάσα μου, η πνοή σας
δεν ξέρω τι σας έγυρε τα φύλλα...
τι μούσβησε το φως μέσα στα μάτια...


Δε θα το πουν...

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως άνθισε
παρά τα λυπημένα μου τραγούδια.
Σαν πεταλούδες οι χαρές με σίμωναν
γιατί ήμουν δροσερή σαν τα λουλούδια.

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως μέστωσε
παρά τα πικραμένα μου τραγούδια.
Οι έρωτες, αηδόνια μου τραγούδαγαν
γιατί ήμουν τρυφερή σαν τα λουλούδια.

Δε θα το πουν, πως γιγαντώθη ο πόνος μου
παρά τα σπαραγμένα μου τραγούδια.
Οι χαροκόποι ανύποπτα με σίμωναν
γιατί ήμουν σιωπηλή σαν τα λουλούδια.

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως πέθανε
παρά τα σιωπημένα μου τραγούδια
και θα περνά η ζωή πάνω μου ξένοιαστη
πως έσβησα γλυκά σαν τα λουλούδια.



Θάρθης αργά

Ως πότε πια θα καρτερώ να ξαναρθείς και πάλι
σαν από χρόνους μακρινούς και ξένες χώρες πέρα;
Λιγόστεψε η ζωούλα μου και μέρα με τη μέρα,
ανήμπορη και τρυφερή, σβήνεται αγάλι αγάλι...

Άκου στα δέντρα πένθιμα πως τρίζουνε τα φύλλα,
μηνάνε το φθινόπωρο. Δες, τ’ ουρανού το χρώμα
το θόλωσαν τα σύννεφα... Μια κρύα ανατριχίλα
στα λουλουδάκια χύνεται... κι’ αργείς, αργείς ακόμα!

Θαρθής αργά, με τη νυχτιά και με τον κρύο χειμώνα,
με το χιονοσαβάνωμα, με του βορηά το θρήνο
και δε θα βρης ούτ’ ένα ρόδο, ούτ’ ένα αθώο κρίνο
να μου χαρίσης... ούτε καν μια πένθιμη ανεμώνα.



Ζωή

Ξεχωριστά μέσ’ στάλλα
δέντρα, δέντρα ολόισια,
βουβά τα κυπαρίσσια
στο μεσημέρι ντάλα.

Τρελλές, ξελογιασμένες
λεύκες, τ’ ωραίο σας γέλιο
είνε σαν περιγέλιο
στις νύχτες τις θλιμμένες.

Πεύκα, κρυφή κατάρα
θρηνεί μέσ’ τα κλαδιά σας
κι’ αγγίζει στην καρδιά σας
του ηλίου το φως λαχτάρα

Χλωρή στρωμνή στον ήλιο
οι καρυδιές που δίνουν,
οι σκιές στις ρίζες στήνουν
το μαύρο τους βασίλειο.

Οι παπαρούνες λαύρα,
φανταχτερό λουλούδι.
Φεύγει η ζωή τους σαν χνούδι
στην παιχνιδιάραν αύρα.



Τα σονέττα του κυνηγού

Ένα μεγάλο, θαλερό Δάσος και με η ψυχή μου.
Λίγος ο δρόμος ως εκεί, καθώς έχεις σιμώσει.
Μονάχα μην αργοπορής μην τύχει και νυχτώσει
και δε σε ιδούν τα μάτια μου και μείνω μοναχή μου.

Εκεί τα δέντρα είναι ψηλά καθώς οι στοχασμοί μου.
Η χλόη πάνω στις πίκρες μου γλυκιά ’πο χάδια στρώση
κ’ ένα λουλούδι φλογερό μονάχα ανθίζει, η ευχή μου
νάρθης εκεί με όλη σου την κυνηγήτρα γνώση.

Θα σε μεθύση η μυρωδιά και δε θ’ ακούς τι ψάλλουν
κρυφά, καθώς ερωτικά τρυγόνια τα όνειρά μου,
μα πληγωμένα και νεκρά μπροστά σου σαν προβάλλουν,

Θα ειπής βαθιά σου ψάχνοντας τότε, πούνε η χαρά μου;
Κι’ όπως θα βλέπης γύρω σου, βουβά και λυπημένα
θα γίνης όνειρο, καημός, τραγούδι εσύ για μένα...



Βαριά καρδιά

Πως με κυττάς έτσι γλυκά, νέο μου ανθάκι χαρωπό!
Δείχνεις όλες τις χάρες σου σε με και δε φοβάσαι;
Αχ! έχω την καρδιά βαριά... μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο κι’ ευτυχισμένο νάσαι.

Πως με κυττάς έτσι γλυκά... συ, τόσο νέο και χαρωπό;
Τρέμει η καρδιά μου μια στιγμή σαν κάτι να προσμένω...
Αλλοί! έχω βάρος στην καρδιά. Μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο νάσαι κ’ ευτυχισμένο.

Με τρώει η έγνοια να σταθώ κοντά σου μια στιγμούλα
και την καρδιά μου στη γλυκιά σου μελωδία να λούσω.
Με καίει ο πόθος, σκύβοντας πάνω σου σα βεργούλα
του φράχτη, τον τρελλό παλμό της νειας σου ζωής ν’ ακούσω.

Τολμώ τ’ άσωτα χέρια μου κάποια στιγμή ν’ απλώσω
τα θελκτικά σου χρώματα στην όψη σου ν’ αγγίσω
μα κάτι, σα να μη μπορώ κει που είσαι να σε σώσω
κάνει βαριά τα χέρια μου κάτω να πέφτουν πίσω...



Καλλονή

Γι’ αυτή τη χάρη, νάσαι γεννημένη
απ’ τα χέρια της αρμονίας, παίρνεις
στο βασίλειο του ηλίου μια διαλεγμένη
θέση. Κι’ όμως ανάξια δε τη φέρνεις.

Αν φέγγουνε πυροί και χρυσωμένοι
της γνώσης οι καρποί, μη δε τους φέρνεις
εσύ στο φως; ψυχή αιθεροπλασμένη,
σπάνιο λουλούδι στη δροσιά που γέρνεις

Της ζωής ταπεινά κι’ όμως ωραία;
Η θεότη στα χέρια σου έχει αφήσει
με πίστη το γεμάτον αμφορέα.

Κάνε γλυκά στη δίψα μας να γύρη
τόσο μονάχα, όσο για να μας χύση
χρυσό καπνό, μεθυστικό σα γύρη.



Άνοιξη

Φούντωσε η Άνοιξη και δω σε κάθε δέντρου κλώνο.
Τα πάρκα λουλουδίσανε και κείνα.
Μα δε μου λέει η γιορτερή χαρά τους, παρά μόνο
πως λείπω μακριά ’πο σέν’ Αθήνα.

Έρχεται ακάλεστη, βουβή, μέσ’ στου ηλίου το θάμπος
βροχούλα που κανείς δεν υποπτέφτη
και νοιώθω, η νοσταλγία σου καθώς μ’ ανάφτει, σάμπως
ξεχωριστά για μένανε να πέφτη.



Στροφές

Στο πλαίσιο του παραθύρου προβάλλει
το πάρκο πρωινό. δε φέγγει ακόμα.
Αχ, πόσες υποσχέσεις δε μοιράζει
της εαρινής αυτής αυγής το στόμα
που σ’ ένα απλό χαμόγελο χαράζει.

Και κατοικεί στο πάρκο όλη η γαλήνη
όσων πιστεύουν στην καλή τους μοίρα.
Βλέπω με τι σοφία που ετοιμάζει
και τι σιγά την πράσινη πλημμύρα.
- Μα εμέ που δεν πιστεύω με τρομάζει.

Στα στήθη μου βαθιά η πληγή ματώνει
σα νέο λουλούδι, νοιώθω την ορμή της
που μου ρουφά τα νειάτα και με λύνει.
Το είναι όλο τώρα η δύναμή της
και θα δουλεύη ανύποπτα για κείνη.

Παρίσι. Νοσοκομείο “Charité”




Μαριάννα

Ι

Στον Άσπρο Πύργο,
στην πέρα χώρα,
κόσμος πουλάκια
κι’ άνθη πληθώρα.

Τι περιβόλια
δροσιά και μύρα.
Το περιγιάλι
φωτοπλημμύρα.

Στον Άσπρο Πύργο
λες έχει αφήσει
όλα τα χάδια της
γλυκιά μια φύση.

Η γαλανή
τ’ ουρανού γαλήνη
μέσα στο κύμα
τα μάγια λύνει.

Κ’ έχει στα μάτια
κάθε κοράσι
το μαγεμένο
το ακροθαλάσσι.

Οι νιες κει πέρα
πως περπατάνε
κ’ έχουνε κάτι
σα να σκιρτάνε.

Κ’ οι νιοι γλεντάνε
κ’ έχουν καμάρι
για τις ματιές τους
πούχουνε πάρει.

Κάθε ομορφάδα
γλυκιά και πλάνα
και μέσα σ’ όλες
κ’ η Μαριάννα.

Ω Μαριάννα
ποιος δε σε ξέρει;
Κάθε ματιά σου
κ’ ένα νυχτέρι...




(Μ’ έναν παλμό βαρύ...)

Μ’ έναν παλμό βαρύ – σεισμός μου συγκλονεί τα στήθια,
όταν προβάλλης, Άνοιξη, πάντα σε χαιρετίζω.
Είναι και θλίψη και χαρά γιατί από σένα αλήθεια
ό,τι καλό, κακό κι’ αν κλη η ζωή μου το γνωρίζω.

Το ίδιο ποτήρι μου κερνά την πίκρα και την ηδονή.
Όταν τη μια συναπαντώ κ’ η άλλη δεν απολείπει.
Όμοιος βαρύς ένας παλμός βαθιά τα στήθη μου δονεί
κ’ έφτασε να μην ξέρω πια τι ’ναι χαρά, τι λύπη...



Έλα γλυκέ...

Έλα γλυκέ, κι’ αν φτάνη η νύχτα
και το σκοτάδι δε σ’ αρέση,
αστέρινο θαμπό στεφάνι
η αγάπη μου θα σου φορέση.

Στο ταραγμένο μέτωπό σου
αργά τα δάχτυλα θα σύρω
κι’ ό,τι είνε πάθος στην καρδιά σου
θ’ ανθίση δάκρια και μύρο.

Θα σου καρφώσω ένα λουλούδι
τ’ όνειρο πάνω στην καρδιά σου,
θα πλέξω τα ξερά τα φύλλα
με τα κατάχλωρα μαλλιά σου.

Το δέσμιο πόθο μου θ’ αφήσω,
μια πεταλούδα ναρκωμένη,
κ’ έτσι στα χείλη σου θα νοιώσης
κάτι σα γύρη να σου μένη.

Έλα γλυκέ κι’ ας φτάση η νύχτα.
Θα φέγγη η νειότη σου με θλίψη
το σκοτεινό να υφαίνω πέπλο
που ηδονικά θα με καλύψη.



Γυρισμός

Ήρθες! ήρθες! πλημμύρισε η χαρά μου
κ’ η λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξη.
Ήρθες, όσο κι’ αν μάκρυνεν ο χρόνος,
ο ίδιος χρόνος την πόρτα σούχει ανοίξει.

Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;
Κυττάς το μαρασμό που μ’ έχει ντύσει
σαν την ομίχλη τη δειλινή ώρα;
Θες να σου πω το πως μ’ έχει απαντήσει;

Μα τι σημαίνει. Φαίδρυνε τα χείλη
στης πάναγνης χαράς μου το μεθύσι.
Τι σημαίνει πως ο χειμώνας ήρθε
πριν τίποτε για μένανε ν’ ανθίση.

Τώρα πια, όπως άλλοτε, δε θέλω
εύοσμα άνθη απ’ τα νεανικά σου χέρια.
Είμαι σεμνή. Με κάθαρεν η αγάπη
απ’ τα στολίδια, δες, μ’ έγδυσε πλέρια.

Κύττα πως αγωνίζεται η ψυχή μου
τα στέρεα της ζωής δεσμά να λύση.
ανέσπερον αστέρι να προφτάση
το αργυρό μέτωπό σου να φιλήση.



Νάναι αυτή...

Κάποια μέρα που εγείροταν περήφανα
της ψεύτικης ζωής το πανηγύρι
κ’ ένα σκληρό φως, άκαρπο βασίλευε
που αλλοιώνει τα πάντα και διεγείρει
μονάχα στη ζωή την πιο κοινή,

Το αναπάντητο ρώτημα με γέμισε
κ’ είδα με αμφιβολία και την ψυχή μου.
Τότε άνοιξε μιαν άβυσσο και κρύφτηκε
κ’ έμεινα, δίχως θλίψη, μοναχή μου
στην άσκοπη ζωή που δεν πονεί.

Και πέρασα έτσι. Τώρα που όλα κώπασαν
και του άλλου κόσμου το άγιο φως πλανιέται,
νοιώθω κάποια πνοή που έρχεται απόκοσμη
και δε μου κλαίει και δεν παραπονιέται
μόνο κρυφό σαν κάτι να κρατή.

Μου δείχνει το βραδάκι που όλο κ’ έρχεται
σα νάναι μια υπέρτατη καλωσύνη
και κάτι θέλει να μου πη, μα στέκεται.
λες κρύβει μια λαχτάρα, μια βιασύνη
σε κάποιο χαμογέλιο... νάναι αυτή;


Eίμαι το λουλούδι

Eίμαι το λουλούδι που σιγά το τρώει το κρυφό σαράκι.Δε με τυραννάει το άγριο κακοκαίρι, όπως τάλλα εμένακαι της χλωμιασμένης μου όψης δε μαδάνε ένα ένα τα φύλλα. Oι καλές οι μοίρες κι οι κακές καρτέρι κι αν μώχουν στημένα, σάμπως πεταλούδες να με τριγυρνάνε νιώθω ανατριχίλα.


Eίμαι το λουλούδι που σιγά το τρώει το κρυφό σαράκι.Γέννημα και θρέμμα στην ψυχή μου μέσα το κακό φωλιάζει.Kαι ζωή και χάρος είμαι, απ’ τη γελάστρα τύχη δεν προσμένω. Aψηλό κι ωραίο στήνω το κορμί μου κι άλλο δε μου μοιάζει. Όμως όταν δείξω τις πληγές μου στ’ άστρα, θάμαι πεθαμένο.



Θυσία

Στον κ. Γιάννη Ρίτσο

Καρδιά μου, τούτη η ώρα εδώ που εστάθη
με μια δεσποτικιά γαλήνη, κάτι
έχει βαρύ, μ’ αγγίζει σαν το μάτι
του άγριου μοιραίου που λάθεψα πως χάθη.

Ο λογισμός μου τώρα αδυνατίζει
και σκύβει σαν ο ένοχος μπροστά σου.
Καμμιά φωνή να μου φωνάζη, στάσου.
Ούτε μια ελπίδα, εντός μου να φωτίζη.

Και δεν αντέχω, θα τ’ακούσης όλα,
τίποτα δεν εσκέπασεν η λήθη.
Θα σου τα πω σαν ένα παραμύθι
καρδιά μου ερημική κι’ ονειροπόλα.

Κύτταξε το βραδάκι αυτό που κλείνει
τόση γαλήνη κι’ όταν αντικρύζη
τον κάμπο είνε σα χάδι, δε δροσίζει
όμως, μια νοσταλγία μέσα μας χύνει...

Μαντεύω απ’ τη γαλήνη σου τι θλίψη
πικρή σε τρώει φτωχή καρδιά μου κ’ έρμη.
Της ύπαρξής σου σούκλεψαν τη θέρμη
κ’ η δρόσο του καημού σούχει απολείψει.

Λουλούδι που το φως σ’ είχε αγαπήσει
έμεινες μοναχά με τη λαχτάρα,
που αργά γίνηκε φλόγα και κατάρα
τίποτα πια ’πο σε να μην αφήση.

Είδα το φως αυτό να λιγοστεύη
τότε και σένα αγάλια να χλωμαίνης.
Σούειπα, θυμάσαι; Πρέπει να υπομένης
και σούδειξα τη σκέψη που πιστεύει.

Ήταν ωραία κάποτε, θυμάσαι;
την εκαμάρωσες και συ καρδιά μου.
Αχ, η αρμονία πως ώρμησε βαθιά μου
τότε. Μα σε είδα πάλι να λυπάσαι...

Τώρα, για σένα είνε όλα τελειωμένα.
Και τη στερνή πνοούλα έχεις αφήσει.
Η σκέψη μου που μάταια έχει ανθίσει
Μαδάει σε νεκράνθια σπαραγμένα.



Ταπεινωσύνη

Φιλάρεσκα αρωματισμένη η νύχτα πάλι
ήρθε κι’ ως τη φτωχή την κάμαρά μου,
μου ζήτησε ένα γέλιο, τη χαρά μου
και στο προκηρυγμένο μου έσκυψε κεφάλι.

Γιατί τη φιλαρέσκεια ακόμα αυτή σε μένα;
Ακόμα μια βρισιά στα αισθήματά μου.
Ξέρει καλά την ταπεινότητά μου
το μέγα Σύμπαν κ’ η ράβδος του Ποιμένα.

Ξέρει καλά πως κι’ αν τα χείλη στην πληγή μου
με ροδοκλώνια, παίζοντας, ανοίγει,
μια περηφάνια πάντοτε θα πνίγη
και τη βλαστήμια ακόμα στη σιγή μου.



Σεμνότης

Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς δεν θέλω να τη νοιώση.
Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε
χωρίς γι’ αυτό να τη πληγώση.

Έχω ένα κρίνο, κρίνο ολάνοιχτο
χωρίς καμμιά σκιά στην όψη.
Καμμιά ηδονή δεν επεθύμησε
να το φιλήση, να το κόψη.

Έχω ένα ρόδο που ζυγιάζεται
πάνω στην ίδια του τη φλόγα
κ’ είναι σα νάγινε ολοκαύτωμα
και να σιωπούσε και να ευλόγα.

Μια μαργαρίτα πούνε αμφίβολη
μ’ όλο το ναι που λέει η καρδιά της.
Μόνον αφήνει να λικνίζεται
παθητικά την ομορφιά της.

Κι’ άλλα λουλούδια πούνε σύμβολα
κι’ άλλα μονάχα που μεθούνε,
μα τόσο είνε όλα λεπτοκάμωτα,
φανταστικά μόνον ανθούνε.

Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς ποτέ δε θα τη νοιώση.
Κι’ αν την πληγώση θάναι ανίδεος
κι’ ούτε γι’ αυτό θα μετανοιώση.


Μέσ' στο σπιτάκι μου...

Μέσ’ στο σπιτάκι μου ήταν μια φορά
της ξεγνοιασιάς το μύρο.
Και γω ήμουν το τραγούδι με φτερά
που ξεπετιόταν γύρω.

Μα λίγο λίγο πίκραινε ο σκοπός
στα παιδικά μου χείλη
και σάμπως ένας χρόνος αγριωπός
νάχε άξαφνα ανατείλει.

Λυγίστη του πατέρα μου η βουλή
στα θαλασσιά του μάτια
κ’ έκλεισαν σα να βάρυναν πολύ.
Μέσ’ στ’ άφωνα δωμάτια,

Περήφανη η μητέρα μου κι’ ορθή
στα πλουμιστά σαντάλια,
λες άφησε η ψυχή της να παρθή
στοχαστική σαν ντάλια.

Και τα παιδιά της πίκρας το γραφτό
να ζουν και να σωπάνε
και φύλλα απώνα ανώφελο φυτό
σκορπίστηκαν και πάνε.



Ο ποιητής

Στην ακοίμητη Σκιά του Ιωσήφ Ραφτόπουλου

Του φθινοπώρου η πνοή περνάει
στα δέντρα που δεν τα φοβίζει
καταστροφή.
Ο ευκάλυπτος την κυβερνάει,
μιλούν σα φίλοι και λυγίζει
τη νέα κορφή.

Ο πεύκος άκουε μεθυσμένος
κάποιονε θρύλο που θρηνούσε
μέσ’ στα κλαδιά.
Θυμάται που συλλογισμένος
ο ερωτικός ποιητής περνούσε,
όλος καρδιά.

Τα μάτια του γέμιζε ο πόνος.
Στα σφραγισμένα χείλη ανθούσε
το χλωμό φως.
Ο ποιητής περνούσε μόνος.
Του τραγουδιού του ακόμη αχούσε
ο στεναγμός.

Μα τώρα σιώπησε η καρδιά του
Και μόνον ο έρωτάς του μένει
και περπατεί.
Και όλοι μας λέμε είναι η σκιά του
που τριγυρίζει. είναι η θλιμμένη
σκιά του ποιητή.



Όνειρο

Δε μ’ έφτανε ούτε καν αχός
μέσ’ στη ζωή που ζούσα.
Κ’ η θύμηση λιγόθυμη
των όσων αγαπούσα.

Κ’ ήρθε η ματιά σου γελαστή
εαρινή ελπίδα
και για τα που μου λείψανε
μου μίλησε μ’ ελπίδα.

Μα είνε οι χαρές μας φτερωτές
και το φθινόπωρο είνε
μέσα στην ίδια μου φωνή
που σου φωνάζει: μείνε.

Και της ματιάς σου ο γελαστός
ήλιος θα βασιλέψη
και τ’ όνειρο θα ξεχαστή
προτού καν αληθέψη.





"...
Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το νοιώθω μέσα μου, κι όμως δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει μέρα που θα μου αποδείξει ότι αγαπώ αληθινά...".
Μαρία Πολυδούρη, η πιο αληθινή ίσως γυναικεία φωνή που ακούστηκε ποτέ στην ελληνική ποίηση. Μια ποιήτρια που έγραφε αισθανόμενη και όχι σκεφτόμενη, που ήταν αρκετά ειλικρινής ώστε να ακουμπήσει τα όρια της απόγνωσης.
Ό,τι και να γράψουμε, ό,τι και να πούμε για τη Μαρία Πολυδούρη θα ’ναι λίγο. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί μια γυναίκα πιο ελεύθερη στην Αθήνα του ’20, απ’ ό,τι είναι οι περισσότερες γυναίκες σήμερα; Μια γυναίκα που τόλμησε να εκπορθήσει ανδρικά κάστρα, να προκαλέσει με την ελευθεριότητά της, να κάνει τους άλλους να νιώθουν μικροί κι ασήμαντοι κάτω από το βλέμμα της!
Η
Πολυδούρη είναι κραυγή, θρήνος, ξέσπασμα χαράς, δάκρυ, πτήση, χάος κι αιωνιότητα, γυναίκα και ζωή.
Τον καιρό που άλλοι σώπαιναν αυτή μιλούσε, κι όταν οι άλλοι άρχισαν να μιλούν αυτή σώπασε για πάντα "..
.μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη". Ο Απρίλης είναι ο μήνας της. Ο μήνας που γεννήθηκε, ο μήνας που πέθανε. Τον συναντάμε συχνά πυκνά τόσο στα ποιήματα όσο και στο ημερολόγιό της: "...Ο Απρίλης πεθαίνει μα μέσα μου δεν εννοεί να πεθάνει τίποτε!...", και αλλού: "Ο μήνας που μου έδωκε τη ζωή κι ο μήνας που όταν μπη μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής! Μια μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει, μια πλήξη τρομερή με παραλύει, μια νευρικότης με πεθαίνει. Απρίλιε... Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου ψάλλεις τη δυστυχία μου, μου θυμίζεις ό,τι μου λείπει... με απελπίζεις".
Η Μαρία ήταν μια τραγική φιγούρα της εποχής της, γιομάτη ζωή και θάνατο. Θα λέγαμε ότι γεννήθηκε πρόωρα. Προηγήθηκε της εποχής της. Τον καιρό που όλοι κοιτούσαν το... δάκτυλο εκείνη κοιτούσε το φεγγάρι, κι έβγαζε από μέσα της κραυγές, άλλοτε σπαρακτικές, άλλοτε κραυγές χαράς. Ένιωθε έντονα την ανάγκη της φυγής. Ήθελε να αλλάζει συνέχεια κι αυτό φόβιζε τους ανθρώπους. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει μια γυναίκα που ήταν σαν αερικό, που περίμενες ότι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη θα ανοίξει φτερούγες και θα χαθεί στου ουρανού τα πλάτη: "...
Έφυγα από τον τόπο που κάθε του γωνιά - κάθε του δέντρο, κάθε αυγή, κάθε δείλι στον κοκκινωπό ουρανό, μου έφερνε μια θλιβερή ανάμνηση! Είπα: γιατί να ζω μια ζωή δηλητηριασμένη; Κι’ έφυγα - έφυγα μακρυά!...".
Διαβάζοντας το ημερολόγιό της, διαβάζουμε τα θραύσματα μιας ευαίσθητης ψυχής. Μιας ψυχής που ζήταγε πολύ να αγαπηθεί, αλλά και που η ίδια ήξερε ότι δε θα έφθανε ποτέ στην Ιθάκη του έρωτα: "...
Μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπάμαι βαθειά όταν καταλάβω ότι με αγαπούν;...", διερωτάται σε κάποια ημερολογιακή της σημείωση, για να δηλώσει κάπου αλλού: "... Ας φανερωθεί μπρος μου ο άνθρωπος που θα μπορέσω να τον αγαπήσω αληθινά, με τρέλλα κι ας μη με αγαπήση, δε με μέλλει. Θα ζω με την ευτυχία του να αγαπώ και θα πεθάνω έτσι...".
Κάθε μια σελίδα του ημερολογίου της είναι και μια αποκάλυψη. Εκεί μέσα ανακαλύπτουμε θησαυρούς από μια μαχόμενη καρδιά, από μιαν αληθινή γυναίκα που δίνει τον προσωπικό της αγώνα, από μια ψυχή που είναι έτοιμη να ριχτεί στη φωτιά κι ας καεί, που μπορεί να γίνει παρανάλωμα στη φωτιά του έρωτα, αλλά και που πάντα θα βρίσκεται σε σύγκρουση με τον εαυτό της. Η Πολυδούρη μοιάζει να είναι η πιο αληθινή απ’ τις αληθινές γυναίκες: παραδέχεται τις αδυναμίες της, αλλά δεν υποδουλώνεται σ’ αυτές. Ζει για τον έρωτα, για την αγάπη: "
Εζήτησα ν’ αγαπήσω κι’ αγάπησα, τι άλλο θέλω πλέον; όλα όσα κάνω είναι αγιασμένα από την αγάπη μου, δεν είμαι καθόλου το αδύνατο πλάσμα που ζητά στήριγμα στην αγάπη σου, είμαι η ψυχή που υπομένει ανίκητη ένα μαρτύριο".
Η ψυχή που υπομένει ανίκητη ένα μαρτύριο. Μόνο μια στ’ αλήθεια ελεύθερη ψυχή θα τολμούσε να ομολογήσει το πιο πάνω. Και μόνο μια αληθινή ψυχή θα μπορούσε να αγαπά και να οργίζεται με την ίδια ένταση: "
Πόσο αστεία είνε η ζωή και πόσο αστειότεροι είμαστε εμείς που την ανεχόμαστε τέτοια".
Σε μια εποχή που επικρατούν οι μετριότητες η Πολυδούρη βγαίνει από τις σκιές κι έρχεται να μας μιλήσει για την - με κεφαλαίο α - Αγάπη. Η ποπ κορν γυναικεία λογοτεχνία που επικρατεί στις μέρες μας δεν αξίζει μία μπροστά στα "άτεχνα" κείμενα της ποιήτριάς μας. Η Μαρία δεν έγραφε ποίηση για να πουλήσει, έγραφε για να εκφραστεί, για να μην πλημμυρίσει με χίλιες μύριες σκέψεις και ρωτήματα η ψυχή της και να εκραγεί. Αν ζούσε σήμερα τον "Ιούδα (που) φιλούσε υπέροχα" θα τον έφτυνε κατάμουτρα, το "Φεύγα" θα το έστελνε στον αγύριστο, και τα άλλα μυθιστορήματα μιας χρήσης θα τα χρησιμοποιούσε για προσάναμμα στο τζάκι της.
Επειδή ποίηση και λογοτεχνία δεν είναι μόνο περίτεχνες λέξεις και ατάκες, αλλά και τρόπος ζωής. Πρέπει να έχεις τα κότσια να τα βάλεις με όλους και όλα, να διεκδικήσεις το δικαίωμα στην οργή και την ουτοπία, στο όνειρο και την αλήθεια, να ξεπεζέψεις από τα άρματα του χθες και να ακολουθήσεις το δικό σου προσωπικό δρόμο. Στον καιρό μας ευδοκιμούν τα μεγάλα λόγια, αλλά από όλους εκείνους τους παντογνώστες που μας περιτριγυρίζουν ποιος θα τολμούσε να πει, αυτά που έλεγε η Πολυδούρη;...: "... Το δωμάτιό μου είνε μικρό σαν μια σπηλιά, οι εικόνες των δικών μου που κρέμονται έχουν ένα ύφος δυσαρεστημένο εναντίον μου, αλλά γι’ αυτούς προσπαθώ να δίνω κάποια σημασία στη ζωή μου. Κάνουν το παν για μένα, αλλά η αγάπη τους είναι μια θυσία που δεν δέχτηκα ποτέ με ευμένεια και η ανησυχία τους χειροπέδες για μένα". Αυτά έλεγε η ποιήτρια πριν 77 χρόνια. Υπάρχει σήμερα κανείς πιο ελεύθερος από αυτή; ή μήπως όλοι μόλις βρουν λίγη ελευθερία ψάχνουν και πάλι για ένα κλουβί να κουρνιάσουν μέσα;
"...
Είμαι ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ορμητική, απερίσκεπτη κάνω πάντα κάτι τι για το οποίον θα παραπονείται η Λογική αλλά θα συγχωρεί η ψυχολογία...". Το πιο πάνω απόσπασμα μιλά για την ανακάλυψη της αυταπάτης της, ενώ κάπου αλλού βγάζει μια κραυγή απελπισίας: "... Τι ειρωνεία! να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της...". Τέλος, εκφράζει ένα παράπονο πικρό: "... Αλλοίμονο! άδικη μοίρα γιατί να τον αγαπήσω; Γιατί ο άνθρωπος που θ’ αγαπούσα να μην είνε όπως τον ωνειρεύτηκα, ένα χαμίνι του Δρόμου! θάταν δικός μου έτσι. Θα ερχόταν με την ανατολή του φεγγαριού κάτω στην πόρτα μου και θα σφύραε ένα τραγουδάκι της αγάπης...".
Πολύ καλή για να είναι αληθινή! Έτσι φαντάζει στα μάτια όλων εμάς, που ξεχάσαμε τα πράγματα που έχουν στ’ αλήθεια σημασία στη ζωή, η Μαρία Πολυδούρη.
Σε μια εποχή που η αγάπη υπολογίζεται με τα κυβικά ενός αυτοκινήτου, τις καταθέσεις στην τράπεζα και το θεαθήναι, φωνές σαν κι αυτή ακούγονται τελείως παράταιρες, αναχρονιστικές. Όλοι έχουν μάθει πια να ζουν και να πεθαίνουν με το ψέμα στα χείλη. Αν ζούσε σήμερα η Πολυδούρη δε θα έβγαζε ποιητικές κραυγές, θα κρυβόταν. Δε θα άντεχε την απανθρωπιά. Θα αποσυρόταν σε κάποια ερημική παραλία και θα έπιανε κουβέντα με τα πουλιά, τα ξωτικά και τα κύματα, τα ζωντανά που ξέρουν πως να ζήσουν.
Όπως γράφει η Έλλη Αλεξίου για την Πολυδούρη: "... Είναι μια μορφή πολύ δύσκολης αντιμετώπισης. Γιατί ενώ έλκει ισχυρά το μελετητή να την πλησιάσει και να εμβαθύνει στην προσωπικότητά της, την ίδια στιγμή δεν τον βοηθάει, καθώς ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί και να ζήσει σαν συνηθισμένος άνθρωπος...". Η ίδια σημειώνει: "...
Ποιος μπόρεσε ποτέ να δώσει τη βιογραφία ενός αηδονιού, ενός χελιδονιού;...".
Η ζωή και το έργο της Πολυδούρη συνδέθηκε είτε το ήθελε είτε όχι με κείνο του μεγάλου τραγικού, του Κώστα Καρυωτάκη. Κάποιοι μάλιστα, για πολύ καιρό την έβλεπαν σα μια προέκταση του Κ. και τίποτα περισσότερο. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αντιλήφθηκαν όσο ζούσε πόσο σημαντική ήταν. Ο δεσμός της με τον ποιητή της "Πρέβεζας", ο έρωτας και οι συγκρούσεις τους, απλά ήταν μια παρένθεση στη ζωή της, αλλά μια παρένθεση καθοριστική. Σαν ποιήτρια υστερούσε απέναντί του, αλλά σαν άτομο μάλλον τον υποσκέλιζε.
Είχε μια ακόρεστη δίψα για περιπέτεια, αγαπούσε τη ζωή σε όλες της τις εκφράσεις, βίωνε τον πόνο αισιοδοξώντας, έπεφτε με το χαμόγελο στα χείλη. Ο Καρυωτάκης δεν μπορούσε να την ακολουθήσει, κι ας έμελλε οι σκιές τους να συναντιούνται ξανά και ξανά στο πέρασμα του χρόνου.
Ας καταφύγουμε στη Λιλή Ζωγράφου - άλλη μια μεγάλη απούσα -, η οποία όχι απλά μελέτησε, αλλά ένιωσε την ποιήτρια: "Πολλές φορές αναρωτήθηκα κι ανησύχησα, μπορώ να πω, για την τόση αγάπη μου στη Μαρία Πολυδούρη. Μια αγάπη που μ’ έσπρωχνε σ’ έρευνες, τρεξίματα, αναζητήσεις προσώπων και πραγμάτων, που θα με βοηθούσαν να την εξηγήσω, να την αναγνωρίσω ολότελα και να την κατακτήσω... Έβλεπα τα ελαττώματά της, τις ελλείψεις της, τη μη αισθητική τελείωση κάποτε στην ποίησή της. Αλλ’ αυτό δεν εμείωσε ποτέ τη συγκίνηση που μου δίνανε τα τραγούδια της. Κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο και παθαινόμουνα. Ώσπου βρέθηκα το ίδιο δεμένη κι ανήσυχη γι’ αυτήν, όσο και με τον Καρυωτάκη...".
Η Πολυδούρη, όπως κι ο Καρυωτάκης, πέθανε πολύ νέα, αλλά ήταν μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις ανθρώπων που έζησαν την κάθε στιγμή της ζωής τους. Έπαιξε με την αυτοκαταστροφή της κι έχασε, γιατί θέλησε να χάσει. Ήταν μια ντεσπεράντο, μια φευγάτη αέρινη ύπαρξη, που δοκίμαζε τα όριά της και πολλές φορές τα ξεπερνούσε.
"... Είναι το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα μέσα σε όλη τη νεοελληνική ποίηση", λέει ο Γιάννης Χονδρογιάννης, ενώ ο Κώστας Ουράνης κάνοντας κριτική για τις ποιητικές της συλλογές επισημαίνει: "... Δύο βιβλία που περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες... Έτσι καθώς μας έρχονται από την ολοκληρωτική της νύχτα, έχουν την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου... κι είναι αυτό ακριβώς που κάνει τα ποιήματα αυτά να είναι η ίδια η ποίηση σ’ ό,τι πλατύ και ανθρώπινο κι αιώνιο...".
"
Η Μαρία δε ζητά ούτε να παντρευτεί, ούτε καν ν’ αγαπηθεί. Να πιστέψει σ’ έναν άνθρωπο που θα ’χει το μέγεθος και την ακεραιότητα του συμβόλου, να ποια είναι η βαθύτερη ανάγκη της. Τόσα πολλά και τόσο λίγα ζητά. Ν’ αγαπήσει χωρίς όρια μα και χωρίς έλεος για τον εαυτό της, να καεί από την ίδια της τη φλόγα", γράφει η Λιλή Ζωγράφου.
Το κεφάλαιο της ζωής και του έργου της Μαρίας Πολυδούρη είναι πολύ μεγάλο για να χωρέσει σε λίγες αράδες. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι μελετώντας τη ζωή και το έργο της ανακαλύπτουμε ξανά τη χαμένη μας αθωότητά, θυμόμαστε τις μέρες της οργής μας που πέρασαν και δε θα γυρίσουν πια, νιώθουμε και πάλι για λίγο άνθρωποι.
Η ποιήτρια δεν ήταν κανένα μεγάλο μυστήριο, το αντίθετο μάλιστα - ήταν ένα ανοικτό βιβλίο. Τόσο ανοικτό, τόσο αληθινό, που φάνταζε εξωπραγματικό.
Με το πέρασμα του χρόνου όλο και περισσότεροι αναγνώστες ανακαλύπτουν τη μαγεία της, γοητεύονται από τη χάρη της. Το ότι άντεξε στο χρόνο αναδεικνύει την αξία της. Η μεγάλη "άγνωστη" άρχισε να αγκαλιάζεται και πάλι από τους νέους, όπως κι ο Καρυωτάκης. Πριν τρία χρόνια ανέβηκε στην Αθήνα μια παράσταση βασισμένη στην ποίησή της - με τίτλο "Ηχώ στο Χάος" - η οποία σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Σχεδόν ταυτόχρονα η Ελευθερία Αρβανιτάκη πρόσφερε στο κοινό μέσω του δίσκου της "Τραγούδια για τους μήνες", το πιο γνωστό ποίημα της Πολυδούρη, το "Γιατί μ’ αγάπησες", ενώ βγήκε και στα ράφια των βιβλιοπωλείων μια συλλογή που περιείχε όλα τα ποιήματά της, από τις Εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί. Τέλος, πριν από δύο χρόνια, οι Εκδόσεις Γη στη Λευκωσία κυκλοφόρησαν το βιβλίο "Ανθισμένη Ματαιότητα", που περιλαμβάνει ποίηση τόσο της Πολυδούρη όσο και του Καρυωτάκη.
Σε πείσμα λοιπόν των καιρών, οι αληθινές φωνές δεν πεθαίνουν, παρά επιμένουν να λένε τα τραγούδια τους.
Λάκης Φουρουκλάς

Μυρτιώτισσα / Μαρία Πολυδούρη

Διαλεχτό της ζωής κι ακριβό της στολίδι,
δεν τα χάρηκες πλέρια τα πλούσια της δώρα,
μα όσο ο Πόνος θα ζει κι η Αγάπη στον κόσμο,
δεν πεθαίνεις. μαζί τους θα υπάρχεις, Μαρία!
Η ψυχή σου που κλαίει στο γραφτό σου το στίχο,
θα ’ναι τώρα πνοή και παλμός στον αιθέρα,
θα ’ν’ ηχώ μες στο χάος και κραυγή στον αγέρα,
στη βροχή που κυλά θα ’ν’ αβρότατος θρήνος
και μι’ αχτίδα στο φως που μαδιέται το δείλι.
Όσο ο Πόνος θα ζει κι η Αγάπη στον κόσμο,
μες στη μέθη του πρώτου φιλιού θα υπάρχεις
και στο δάκρυ που ρέει απ’ τ’ ανθρώπινο κλάμα!

Σ ΑΓΑΠΩ-ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ-ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ