Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Ευλογημενη ας ειναι η πικρα μας. Ευλογημενη η αδελφοσυνη μας. Ευλογημενος ο κοσμος που γεννιεται. Γιάννης Ρίτσος


















Πολάκι από τη νοσταλγία με αγάπη


ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ


Ηταν μακρυς ο δρομος ως εδω! Πολυ μακρυς αδελφε μου.
Οι χειροπεδες βαραιναν τα χερια. Τα βραδια
που ο μικρος γλομπος κουνουσε το κεφαλι του λεγοντας "περασε η ωρα"
εμεις διαβαζαμε την ιστορια του κοσμου σε μικρα ονοματα
σε καποιες χρονολογιες σκαλισμενες με το νυχι στους τοιχους
των φυλακων,
σε κατι παιδιαστικα σχεδια των μελλοθανατων
- μια καρδια, ενα τοξο, ενα καραβι που 'σκιζε σιγουρα το χρονο,
σε καποιους στιχους που εμειναν στη μεση για να τους τελειωσουμε,
σε καποιους στιχους που τελειωσαν για να μην τελειωσουμε.

Ηταν μακρυς ο δρομος ως εδω -δυσκολος δρομος.
Τωρα ειναι δικος σου αυτος ο δρομος. Τον κρατας
οπως κρατας το χερι του φιλου σου, και μετρας το σφυγμο του,
πανου σε τουτο το σημαδι που αφησαν οι χειροπεδες.
Κανονικος σφιγμος. Σιγουρο χερι.
Κανονικος σφυγμος. Σιγουρος δρομος.

Διπλα σου, αυτος ο αναπηρος πριν κοιμηθει, βγαζει το ποδι του,
τ' αφηνει στην γωνια, ενα κουφιο ξυλινο ποδι,
πρεπει να το γεμισεις, οπως γεμιζεις τη γλαστρα με χωμα,
να φυτεψεις τα λουλουδια,
οπως γεμιζει το σκοταδι με αστερια,
οπως γεμιζει λιγο-λιγο η φτωχεια, στοχασμο κι αγαπη.

Τοχουμε αποφαση, μια μερα ολοι οι ανθρωποι ναχουνε δυο ποδια,
ενα χαρουμενο γεφυρι απο ματια σε ματια,
απο καρδια σε καρδια. Γι αυτο οπου καθησεις,
αναμεσα στα τσουβαλια του καταστρωματος, φευγοντας για την εξορια
πισω απο τα σιδερα του τμηματος μεταγωγων,
κοντα στο θανατο που δε λεει "αυριο",
αναμεσα σε χιλιαδες δεκανικια, απο πικρα σακατεμενα χρονια,
εσυ λες "αυριο", και καθεσαι ησυχος και βεβαιος,
οπως καθεται ενας δικαιος ανθρωπος αντικρυ στους ανθρωπους.

Αυτα τα κοκκινα σημαδια στους τοιχους,μπορει ναναι κι απο αιμα.
ολο το κοκκινο στις μερες μας ειναι αιμα,
μπορει ναναι κι απ' το λιογερμα, που χτυπαει στον απεναντι τοιχο.

Καθε δειλι τα πραγματα κοκκινιζουν πριν σβησουν
και ο θανατος ειναι πιο κοντα. Εξω απ' τα καγκελα,
ειναι οι φωνες των παιδιων, και το σφυριγμα του τραινου.

Τοτε τα κελλια γινονται πιο στενα,
και πρεπει να σκεφτεις το φως σ' εναν καμπο με σταχυα,
και το ψωμι στο τραπεζι των φτωχων,
και τις μητερες να χαμογελανε στα παραθυα,
για να βρεις λιγο χωρο να απλωσεις τα ποδια σου.

Κεινες τις ωρες, σφιγγεις το χερι του συντροφου σου,
γινεται μια σιωπη γεματη δεντρα,
το τσιγαρο κομμενο στη μεση, γυριζει απο στομα σε στομα,
οπως ενα φαναρι που ψαχνει το δασος,- βρισκουμε τη φλεβα
που φτανει στην καρδια της ανοιξης, Χαμογελαμε.

Χαμογελαμε κατα μεσα. Αυτο το χαμογελο, το κρυβουμε τωρα.
Παρανομο χαμογελο-οπως παρανομος εγινε κι ο ηλιος,
παρανομη και η αληθεια.
Κρυβουμε το χαμογελο,
οπως κρυβουμε στην τσεπη μας, τη φωτογραφια της αγαπημενης μας,
οπως κρυβουμε την ιδεα της λευτεριας, αναμεσα στα δυο φυλλα της καρδιας μας.
Ολοι εδω περα εχουμε εναν ουρανο και το ιδιο χαμογελο.

Αυριο μπορει να μας σκοτωσουν. Αυτο το χαμογελο,
κι αυτον τον ουρανο, δεν μπορουν να μας τα παρουν.

Ξερουμε πως ο ισκιος μας, θα μεινει πανου στα χωραφια,
πανω στην πλιθινη μαντρα του φτωχοσπιτου,
πανω στους τοιχους των μεγαλων σπιτιων που θα χτιζονται αυριο,
πανου στην ποδια της μητερας, που καθαριζει φρεσκα φασολακια,
στη δροσερη αυλοπορτα.
Το ξερουμε.

Ευλογημενη ας ειναι η πικρα μας.
Ευλογημενη η αδελφοσυνη μας.
Ευλογημενος ο κοσμος που γεννιεται.

Καποτες, ειμαστε πολυ περηφανοι αδελφε μου,
γιατι δεν ειμαστε καθολου σιγουροι.
Μεγαλα λογια λεγαμε,
πολλα χρυσα γαλονια βαζαμε στα μπρατσα του στιχου μας,
ενα ψηλο λοφιο ανεμιζε στο μετωπο του τραγουδιου μας,
καναμε θορυβο-φοβομαστε, γι αυτο καναμε θορυβο,
σκεπαζαμε το φοβο μας με τη φωνη μας,
χτυπουσαμε τα τακουνια μας στο πεζοδρομιο,
ανοιχτες δρασκελιες, καμπανιστες,
οπως εκεινες οι παρελασεις, με τα αδεια κανονια,
που τις κοιταν οι ανθρωποι απ' τα πορτοπαραθυρα,
και που κανεις δεν τις χειροκροταει.

Τοτες βγαζαν λογους στις ξυλινες εξεδρες, στα μπαλκονια,
φωναζαν τα ραδιοφωνα, ξαναλεγαν τους λογους,
πισω απ' τις σημαιες κρυβοταν ο φοβος,
μεσα στα τυμπανα αγρυπνουσαν οι σκοτωμενοι,
κανεις δεν καταλαβαινε τι γινοταν,
οι σαλπιγγες μπορει να διναν το ρυθμο στα βηματα,
δε διναν το ρυθμο στην καρδια. Ψαχναμε το ρυθμο.

Οι αντιφεγγιες απ' τα οπλα, και τα τζαμια, κατι διναν στα ματια,
μια στιγμη - τιποτα αλλο,
υστερα κανενας δεν θυμοταν λεξη, δεν θυμοταν προσωπο και ηχο.

Το βραδι, οταν σβηναν τα φωτα, κι εσερνε ο αγερας στους δρομους τις χαρτινες σημαιουλες,
κι η βαρεια σκια ενος οδοστρωτηρα εμενε στην πορτα,
εμεις αγρυπνουσαμε,
μαζευαμε τη σκορπια βουη των δρομων,
μαζευαμε τα σκορπια βηματα,
βρισκαμε το ρυθμο, την καρδια, τη σημαια.

Και να αδελφε μου, που μαθαμε να κουβεντιαζουμε,
ησυχα-ησυχα κι απλα.
Καταλαβαινομαστε τωρα-δε χρειαζονται περισσοτερα.
Κι αυριο λεω θα γινουμε ακομα πιο απλοι,
θα βρουμε αυτα τα λογια, που παιρνουν το ιδιο βαρος,
σ' ολες τις καρδιες, σ' ολα τα χειλη,
ετσι να λεμε πια τα συκα: συκα, και τη σκαφη: σκαφη,
κι ετσι που να χαμογελανε οι αλλοι και να λενε:"τετοια ποιηματα,
σου φτιαχνουμε εκατο την ωρα".
Αυτο θελουμε και εμεις.
Γιατι εμεις,δεν τραγουδαμε για να ξεχωρισουμε, αδελφε μου απ' τον κοσμο.
Εμεις τραγουδαμε, για να σμιξουμε τον κοσμο.

Λοιπον, δεν ειναι αναγκη να φωναξω για να με πιστεψουν,
να πουν:"οποιος φωναζει εχει δικιο".
Εμεις το δικιο τοχουμε μαζι μας, και το ξερουμε,
κι οσο σιγα κι αν σου μιλησω, ξερω πως θα με πιστεψεις-
συνηθισαμε στη σιγανη κουβεντα στα κρατητηρια, στις συνεδριασεις,
στη συνωμοτικη δουλεια της κατοχης,
συνηθισαμε στα μικρα σταρατα λογια, πανου απ' το φοβο,
και πανου απ' τον πονο,
ημερα, ωρα, συνθημα στις τρομερες μουγγες γωνιες της νυχτας,
στις διασταυρωσεις του χρονου, που μια στιγμη τις φωτιζε
ο προβολεας του μελλοντος-
βιαστικα λογια, μια μικρη περιληψη της ζωης, τα κυρια σημεια μοναχα,
γραμμενα στο κουτι των τσιγαρων, η σ' ενα τοσο δα χαρτι,
κρυμμενο στο παπουτσι, η στο στριφωμα του σακκακιου μας,
ενα μικρο χαρτι, σαν ενα μεγαλο γεφυρι, πανου απ' το θανατο.

Α βεβαια, ολα τουτα θα πουν, δεν ειναι τιποτα.
Ομως εσυ αδελφε μου, ξερεις πως απο τουτα τα απλα λογια,
απο τουτες τις απλες πραξεις, απο τουτα τα απλα τραγουδια,
μεγαλωνει το μποι της ζωης, μεγαλωνει ο κοσμος,
μεγαλωνουμε.

Κι οχι να πειτε πουκανα και τιποτα σπουδαιο,
μονο που περασα και ακουμπησα στον ιδιο τοιχο,
που ακουμπησατε συντροφια μου,
μονο που διαβασα στα τμηματα μεταγωγων,
τα ονοματα των ηρωων και των μαρτυρων μας,
μονο που φορεσα τις ιδιες χειροπεδες που φορεσατε,
μονο που πονεσα μαζι σας, κι ονειρευτηκα μαζι σας,
μονο που σε βρηκα και βρηκες, συντροφε.

Ο Μπαρμπα-Χριστος, εχτισε το φουρνο του στρατοπεδου.
Ειχα σταθει και κοιταζα τα σιγουρα γεροντικα του χερια,
τουτα τα απλα, σοφα, συντροφικα του χερια-
ωρα την ωρα ο φουρνος ψηλωνε,
ψηλωνε ο κοσμος,
ψηλωνε η αγαπη,
κι οταν γευτηκα το πρωτο κομματι απ' το ζεστο καρβελι μας,
μ' αυτη τη γευση πηρα μεσα μου
κατι απ' τα σοφα χερια του γερο - χτιστη,
κατι απ' τα χερια ολων των συντροφων που ζυμωνουν το ψωμι του κοσμου,
εκεινη τη γαληνια σιγουρια του ανθρωπου
που φτιαχνει ωφελιμα κι απαραιτητα πραματα.

Υστερα μαθαμε πολυ περισσοτερα, μα αν θα καθομουν
να σας τα ιστορησω ολα,
δε θα τελειωνε ποτε το τραγουδι μου,
οπως ποτε δεν τελειωνει η αγαπη μας, η ζωη, ο ηλιος.

Κι ερχομαι μοναχα να σ' αγκαλιασω και να κλαψω αδελφε μου,
οπως ο ερωτευμενος που γυρναει απο χρονια στην καλη του,
και μ' ενα του φιλι, της λεει ολα τα χρονια που περιμενε,
κι ολα τα χρονια που τους περιμενουν, περα απ' το φιλι τους.

Εμεις, ωρες πολλες κοιταζαμε το ιδιο σημαδι,
πολλες ζωες το ψαξαμε τουτο το σημαδι,
ως να του εμπιστευτουμε την καρδια μας, και τα χερια μας.

Κι απ' αυτο που το κοιταξανε χιλιαδες πονεμενοι ανθρωποι,
παιρνει κατι απ' τα ματια μας, κι απ' το σμιξιμο των ματιων μας,
και μεγαλωνει, μεγαλωνει, μεγαλωνει,
οπως το ζυμαρι στη σκαφη, το δντρο στον ηλιο,
η ελπιδα στην καρδια μας.

Και τ' αλλα παλι, τα πολυ μεγαλα, τ' απιαστα κι αθωρητα,
απ' το πολυ που τα κοιταξαμε μαζι και τ' αγαπησαμε μαζι,
εγιναν πια δικα μας, ενα με μας, ταχουμε διπλα μας,
σαν την αλατιερα, σαν το πηρουνι, σαν το πιατο,
και τωρα το ιδιο απλα και γκαρδιακα, κοιταζουμε ενα φυλλο η ενα αστερι,
την πετρα οπου καθομαστε, η τα ψηλα φουγαρα του μελλοντος.

Η Καρδια μου σημερα, δε μοιαζει με κανενα συγνεφο,
χρυσο που λαμπαδιαζει στο λιογερμα,
μητε με κανεναν αγγελο που στρωνει το τραπεζι μες στα δεντρα του παραδεισου,
τιναζοντας με τ' ασπρα του φτερα τα ψιχουλα των αστρων
απ' τις γενειαδες των παλιων Αγιων.

Τιποτα τετοιο.
Η Καρδια μου ειναι τωρα ενα φαρδυ χωματενιο τσουκαλι,
που μπηκε πολλες φορες στη φωτια.
που μαγειρεψε χιλιαδες φορες για τους φτωχους
για τους ξωμαχους, για τους περαταρηδες
για τους εργατες και για τις πικρες μαναδες τους,
για τον πεινασμενο ηλιο, για τον κοσμο-ναι για ολο τον κοσμο-
ενα φτωχο, καπνισμενο μαυρισμενο τσουκαλι,
που κανει καλα τη δουλεια του,
που βραζει αγρια ραδικια του βουνου, κι αρια και που,
κανα κοψιδι κρεας,
κι απο κατου συδαυλιζουν τη φωτια τα πεινασμενα αδελφια μου,
καθενας βαζει και το ξυλο του,
καθενας καρτεραει το μερτικο του.

Καθονται γυρω-γυρω, μαζι με τ' αρνια και τα γελαδια,
οπως καθοσαστε τωρα εσεις τριγυρω μου,
μιλανε για τη βροχη, για τον ηλιο, για την ειρηνη,
μιλανε για τον καιρο, για τη σπορα, για τη σοδεια,
για κεινο το σημαδι που ολο και περισσοτερα ματια το κοιταζουν,
για κεινο το αστρο που δε σβηνει με κανεναν ανεμο,
κι οι πεθαμενοι μαζευονται γυρω απο την ταβλα μας,
και περιμενουν κι αυτοι το μερτικο τους.
Και τουτο το τσουκαλι βραζει, βραζει τραγουδωντας.

Τουτες τις μερες, ο ανεμος μας κυνηγαει.
Γυρω σε καθε βλεμμα το συρματοπλεγμα,
γυρω στην καρδια μας το συρματοπλεγμα,
γυρω στην ελπιδα το συρματοπλεγμα. Πολυ κρυο εφετος.

Ποιο κοντα. Ποιο κοντα. Μουσκεμενα χιιομετρα μαζευονται γυρω τους.
Μεσα στις τσεπες του παλιου παντελονιου τουε,
εχουν μικρα τζακια να ζεσταινουν τα παιδια.

ΚΑθονται στον παγκο κι αχνιζουν, απ' την βροχη και την αποσταση.
Η ανασα τους ειναι ο καπνος ενος τραινου, που παει μακρια,πολυ μακρια.
Κουβεντιαζουν, και τοτε η ξεβαμμενη πορτα της καμαρας,
γινεται σαν μητερα, που σταυρωνει τα χερια της κι ακουει.

Κι ακουω και γω, και παιρνω κι αυγαταινω-ριχνω και γω καμμια κουβεντα
που και που,
οπως ριχνουμε ενα ξυλο στη φωτια-
φουντωνει η φλογα, γινεται πιοτερο το φως -ξυλο το ξυλο-
κοκκινιζουν οι τοιχοι, αποτραβιεται ο ανεμος,
τριζει το παραθυροφυλλο,
ακουγεται εξω καποιο γαιδουρακι που βοσκαει ακομα στο γρασιδι,
και το σκυλι καθεται ησυχο μπροστα στα ποδια των πεθαμενων.
Ολοι περιμενουμε να ξημερωσει.

Επεσε ο ανεμος, Σιωπη. Στη γωνια της καμαρας,
ενα αλετρι συλλογισμενο, περιμενει τ' οργωμα.
Ακουγεται πιο καθαρα, το νερο που κοχλαζει στο τσουκαλι.

Αυτοι που περιμενουν στον ξυλινο παγκο,
ειναι οι φτωχοι, οι δικοι μας οι δυνατοι,
ειναι οι ξωμαχοι, οι σπουδαστες, κι οι προλεταριοι-
καθε τους λεξη ειναι ενα ποτηρι κρασι
μια γωνια μαυρο ψωμι
ενα δεντρο πλαι στο βραχο
ενα παραθυρο ανοιχτο στη λιακαδα.

Ειναι οι δικοι μας Χριστοι, οι δικοι μας Αγιοι.
Τα χοντρα τους παπουτσια ειναι σαν βαγονια με καρβουνο
τα χερια τους ειναι η σιγουρια-
αργασμενα χερια, σκληρα χερια, ροζιασμενα
με φαγωμενα νυχια, με αγριες τριχες
με το μεγαλο δαχτυλο φαρδυ οσο η ιστορια του ανθρωπου
με τη φαρδεια σπιθαμη σα γιοφυρι πανω απο το γκρεμο.

Τα δαχτυλικα τους αποτυπωματα, δεν ειναι μοναχα στα μητρωα των φυλακων,
φυλαγονται στα αρχεια της ιστοριας,
τα δαχτυλικα τους αποτυπωματα, ειναι οι πυκνες σιδηροδρομικες γραμμες,
που διασχιζουν το μελλον.
Κι η καρδια μου εμενα, τιποτα πιοτερο συντροφια μου, ενα πηλινο μαυρισμενο τσουκαλι,
που κανει καλα τη δουλεια του- τιποτ' αλλο.
Γεια σας συντροφοι.

Λοιπομν παιδια μου, συλλογιεμαι τωρα σαν τον παππου που λεει παραμυθια
(και μη θυμωσετε που σας λεω παιδια μου,
μονο στα χρονια μπορει ναμαι πιο μεγαλος σε τιποτα αλλο
κι αυριο θα με πειτε εσεις: παιδι μου, και γω δε θα θυμωσω,
γιατι οσο θαναι νιοτη μες στον κοσμο θαμαι νεος
και να με λετε :παιδι μου παιδια μου),
λοιπον παιδια μου, συλλογιεμαι τωρα
να βρω μια λεξη να ταιριαζει στο μποι της λευτεριας
μητε πιο ψηλη, μητε πιο κοντη-
το περισσιο ειναι ψευτικο,
το λιγοστο ειναι ντροπαλο,
και γω δεν τοχω σκοπο να καμαρωσω
για τιποτα πιοτερο, για τιποτα λιγοτερο απο ανθρωπος.

Θα βρουμε το τραγουδι μας. Καλα παμε. Τι λες και συ συντροφε;
Καλα, καλα.
Βρασανε τα ραδικια. Λιγοστο το λαδι. Δεν πειραζει.
Περσευει η ορεξη κι η καρδια. Ειναι ωρα.

Εδω ειναι ενα φως αδελφικο-απλα τα χερια και τα ματια.
Εδω δεν ειναι ναμαι εγω πανω απο σενα, η εσυ πανω απο μενα.
Εδω ειναι ναναι ο καθενας μας πανω απο τον εαυτο του.

Εδω ειναι ενα φως αδελφικο, που τρεχει σαν ποταμι διπλα στον μεγαλο τοιχο.
Αυτο το ποταμι το ακουμε ως και μεσα στον υπνο μας.
Κι οταν κοιμομαστε, τονα μας χερι κρεμασμενο απ' οξω απ την κουβερτα,
βρεχεται μεσα σε τουτο το ποταμι.

Φτανει με δυο σταγονες μονο, απο τουτο το νερο να ραντισεις το προσωπο του εφιαλτη, και χανεται καπνος πισω απ' τα δεντρα.
Κι ο θανατος, δεν ειναι παρα ενα φυλλα που επεσε, για να θρεψει ενα φυλλο που ανεβαινει.
Τωρα το δεντρο σε κοιταει καταματα, μες τα φυλλα του, η ριζα σου δειχνει ολο το δρομο της,
κι εσυ κοιτας καταματα τον κοσμο-δεν εχεις τιποτα να κρυψεις.
Τα χερια σου ειναι καθαρα, πλυμενα με το χοντρο σαπουνι του ηλιου,
τα χερια σου τ' αφηνεις στο συντροφικο τραπεζι ξεσκεπα,
τα εμπιστευεσαι στα χερια των συντροφων σου.
Η κινηση τους ειναι απλη, γεματη ακριβεια.
Κι οταν ακομη βγαζεις μια τριχα απ το σακακι του φιλου σου,
ειναι σαν να βγαζεις ενα φυλλο απ' το ημερολογιο
επιταχυνοντας το ρυθμο του κοσμου.
Μ' ολο που το ξερεις πως εχεις ακομη να κλαψεις πολυ
ωσπου να μαθεις τον κοσμο να γελαει.

Ενα τσουκαλι λοιπον. Τιποτ' αλλο.
Πηλινο μαυρισμενο τσουκαλι,
βραζοντας, βραζοντας και τραγουδωντας,
βραζοντας πανω στου ηλιου τη φωτια, και τραγουδωντας.


ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ
ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΙ ΛΗΜΝΟΥ 1948-1949




«Όταν ζωγραφίζει ο Σαγκάλ δεν ξέρεις αν είναι ξύπνιος ή αν κοιμάται. Πρέπει να υπάρχει κάποιος άγγελος στο κεφάλι του» Πάμπλο Πικάσο




«Θέλω οι πίνακες μου να προκαλούν σοκ. Σοκ, όμως, που να έχει εικαστική λογική, κάτι σαν τέταρτη διάσταση»
Σαγκάλ




Το καπνισμένο τσουκάλι - TO KAPNISMENO TSOUKALI






«Όλοι ξέρουμε ότι ο καλός άνθρωπος δεν είναι απαραίτητα και καλός καλλιτέχνης. Κανείς, όμως, δεν θα γίνει γνήσιος καλλιτέχνης, αν δεν είναι σπουδαίος άνθρωπος, και επομένως καλός» Ο Μαρκ Σαγκάλ (ρωσικά: Марк Шага́л, 7 Ιουλίου 1887 – 28 Μαρτίου 1985) ήταν Ρώσος ζωγράφος





«Ο Σαγκάλ είναι εξαιρετικά ταλαντούχος κολορίστας. Καταπιάνεται με πάθος με όλα όσα του υπαγορεύει η μυστικιστική ειδωλολατρική φαντασία του. Η τέχνη του είναι εξαιρετικά αισθησιακή» Γκιγιώμ Απολιναίρ





Ολοι εδω περα εχουμε εναν ουρανο και το ιδιο χαμογελο.

Αυριο μπορει να μας σκοτωσουν. Αυτο το χαμογελο,
κι αυτον τον ουρανο, δεν μπορουν να μας τα παρουν.


20 σχόλια:

mareld είπε...

Ολοι εδω περα εχουμε εναν ουρανο και το ιδιο χαμογελο.

Αυριο μπορει να μας σκοτωσουν. Αυτο το χαμογελο,
κι αυτον τον ουρανο, δεν μπορουν να μας τα παρουν.

mareld είπε...

Λοιπον, δεν ειναι αναγκη να φωναξω για να με πιστεψουν,
να πουν:"οποιος φωναζει εχει δικιο".
Εμεις το δικιο τοχουμε μαζι μας, και το ξερουμε,
κι οσο σιγα κι αν σου μιλησω, ξερω πως θα με πιστεψεις-
συνηθισαμε στη σιγανη κουβεντα στα κρατητηρια, στις συνεδριασεις,
στη συνωμοτικη δουλεια της κατοχης,
συνηθισαμε στα μικρα σταρατα λογια, πανου απ' το φοβο,
και πανου απ' τον πονο..

mareld είπε...

Αγαπημένοι μου φίλοι!

Ήρθε η ώρα να τιμήσουμε τον λατρεμένο Γιάννη Ρίτσο!!!!

Η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στην αγαπημένη μου Πόλυ!


Πολάκι!

Πιστεύω ότι αυτή η ανάρτηση σου πάει για πολλούς λόγους και ελπίζω μόνο να χαρείς!

Σας αγαπώ!

Με πολύ νοσταλγία!
Φιλιά!

mareld

"ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ" είπε...

Ἀδέλφι
ἐδῶ βαθειά μου ἀνθίζει
ἕνας κῆπος γιὰ σένα.
Καθὼς ἔπεφτε ἡ βροχὴ
καὶ δὲν ἦταν ἕνα πράσινο φύλλο
γιὰ νὰ μὲ μάθει πῶς χαμογελοῦνε
ἐσὺ χτύπησες τὸ τζάμι μου
καὶ μοὔβαλες κρυφὰ καὶ σιωπηλὰ
στὴν ἔρημη παλάμη
τοὺς σπόρους τῆς ἀγάπης.
Εἶναι δικός σου ὁ κῆπος μου.
Πόσο κρύωνα τότε!
Σὰ χελιδόνι
μουσκεμένο ἀπ᾿ τὴ βροχή,
ποὺ δὲν πρόφτασε νὰ φύγει
κρυμμένο κάτω ἀπ᾿ τὴ γαλάζια ὀμπρέλλα
τῆς Ἄνοιξης,
δίπλωνα τὰ φτερά μου
καὶ σώπαινα.
Ὦ, μήτε τὸ τραγούδι
δὲ μποροῦσε νὰ ντύσει
τὴ γύμνια μου.
Ἄναψες τὴ λάμπα
μὲ τὸ τριανταφυλλὶ ἀμπαζοὺρ
καὶ μὲ τάϊσες τρυφερὰ
μέσα στὴ φούχτα σου.
Τὸ φῶς ἐμύριζε λουλούδια
καὶ νοτισμένη χλόη ἀγροῦ.
Τὰ φοβισμένα μάτια μου
πίναν τὸν οὐρανὸ
μέσα στὰ μάτια σου.
Μ᾿ ἔμαθες νὰ χαμογελῶ.
Μὲ τὸ χαμόγελό μας
φέραμε πάλι τὴν Ἄνοιξη
κι᾿ ἀπ᾿ τὰ χρυσὰ μαλλιά της
πλέκουμε δαχτυλίδια
γιὰ τὰ λεπτά μας δάχτυλα.
Ἀθῶοι, ἀθῶοι σὰν παιδιὰ
παίζουμε μὲ τὰ κρόσια τοῦ φωτός.
Ὁδεύουμε
κάτω ἀπ᾿ τὸ λυκαυγὲς
τῶν ματιῶν μας
κρατώντας φιλικὰ
ὁ ἕνας τοῦ ἀλλου τὴν παλάμη.
Ἀνάμεσα
στὰ σφιγμένα μας χέρια
ἀκοῦμε νὰ κελαϊδάει
ζεστὸ πουλάκι
ὁ παλμὸς ὅλου τοῦ κόσμου.
Οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς
ποὺ μούσκεψαν τὰ μαλλιὰ
καὶ τοὺς ὤμους μου
ἀνάβουν μὲς τὴ ζέστα τῆς ἀγάπης
καθὼς ἀνάβουν ἕνα-ἕνα τ᾿ ἄστρα
στὸ βραδυνὸ οὐρανὸ τοῦ θέρους.
Ἀκούω τὴν ἀκτινοβολία
τῆς φωνῆς μου
μέσα στὸ βλέμμα σου.
Γι᾿ αὐτὸ τραγουδῶ.
Ἡ ὀμορφιά μου ποὺ ἔδυε
ἄγονη, ἐρημική, φυλακισμένη
στὸ ῥόδινο ἴσκιο τοῦ Ναρκίσσου,
κυττάχθηκε μὲς τὴν καρδιά σου
κ᾿ ἔλαμψε φῶς, τραγούδι κ᾿ αἷμα.
Ντυμένος τὴν ἀγάπη σου
ἀγάπησα τὴν πλάση.
Τὶς νύχτες
πάνω στὸ σοβαρό σου μέτωπο
κυττάζω νὰ περνοῦνε
τ᾿ ἀστέρια, οἱ πολιτεῖες, οἱ ἄνθρωποι
κ᾿ οἱ θεοί.
Κουρντίζω τότε μαγεμένος
τὴν κουρασμένη μου ἅρπα
καὶ τραγουδῶ γιὰ σένα
καὶ γιὰ τὰ πλήθη ποὺ περνοῦνε
στὸ σοβαρό σου μέτωπο.
Τὰ ματωμένα δάχτυλά μου ἀνθίζουν
στὶς χόρδες τῆς ἀκοῆς σου
σὰ φωτεινὰ κυανὰ λουλούδια
στὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου.
Μαζὺ ἀκκουμπᾶμε
στὸ μικρὸ ξύλινο τραπέζι
μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ βιβλία.
ΠΡΟΣΦΟΡΑ Γ.ΡΙΤΣΟΣ
Τυχεροί οι άνθρωποι που σε γνώρισαν
ευλογημένη mareld!
Με πολύ εκτίμηση,αγάπη και σεβασμό!
ΟΛΓΑ

Saime είπε...

Αγαπημένη μας Mareld,
Ποιος άλλος θα μπορούσε ποτέ να παντρέψει την ποίηση του Ρίτσου με την ζωγραφική του Chagal?? Πανέμορφη ανάρτηση!! Εξαιρετική σύλληψη!! Η μητέρα μου θα ενθουσιαστεί από τη χαρά της!! Λόγω κακοκαιρίας έχει κοπεί το ίντερνετ και έχει αποκλειστεί προσωρινά από τον κυβερνοχώρο!! Εγώ δεν της αποκάλυψα τίποτε όπως συμφωνήσαμε!!
Πολλά φιλάκια και πολλές αγκαλίτσες και ευχές στον Χαρούλη σου που σήμερα γιοτάζει!!

Unknown είπε...

'Οταν ήμουν μικρή λάτρευα ένα παιγνίδι που είχαν τα άλλα παιδιά - το VIEW MASTER - Ήταν για μένα μαγικό, έτσι όπως έβλεπα τα χρώματα και τις εικόνες τοθ Ντίσνευ, χανόμουν, ταυτιζόμουν μέσα στην ομορφιά κι ένοιωθα να φεύγω μαζί τους...
Σήμερα η ανάρτηση σου, Χρυσή μου Κυρά! μου έφερε πίσω λίγη ευτυχία των παιδικών μου χρόνων...
Κυρά των αμπελιών!
Πούπουλο απαλό που χαϊδεύεις τα μαγουλα των παιδιών όταν κοιμούνται,
Ευωδιά της βανίλιας και της φράουλας!
Σε ευχαριστώ !!
Θα είσαι πάντα για μένα το κρυμμένο βάζο με το γλυκό της μαμάς, στο πιο ψηλό ράφι της καρδιάς μου!
Χρόνια Πολλά του μικρού κι αγαπημένου Χάρη!
Καλημέρα, σας αγαπώ!
Πόλυ

Unknown είπε...

εκείνη η γαλήνια σιγουριά
του ανθρώπου
που φτιάχνει ωφέλιμα κι απαραίτητα πράγματα

ποτέ δεν τελειώνει η αγάπη μας, η ζωή, ο ήλιος

εμείς ώρες πολλές κοιτάζαμε
το ίδιο σημάδι,
πολλές ζωές το ψάξαμε τουτο το σημάδι,
ως να του εμπιστευτούμε την καρδιά μας και τα χέρια μας

πολύ κρύο και φέτος..

Κι εσύ κοιτάς κατάματα τον κόσμο-
δεν έχεις τίποτε να κρύψεις !

Γιάννης Ρίτσος (αγαπημένος)

Ένα μικρό μπουκετάκι γιασεμιά αφήνω στο κατώφλι σου,
χτυπώ την πόρτα σου,
και χάνομαι,
ντρέπομαι μη δεις το πρόσωπο μου.

Μια ζεστή αγκαλίτσα σου κάνω, και πίνω ένα καθαρό ποτήρι νερό.

Αγαπώ την ποίηση, αγαπώ σε Μάρελντ, αγαπώ τους ανθρώπους !

καλή σας μέρα !

Πόλυ

Unknown είπε...

Επιστολή πρός Ιατρόν κ. Μάρελντ
Γιατρέ μου! Γιατρέ μου! Μικροχειρουργέ μου!
Πως αλλιώς να σε αποκαλέσω! 'οταν έρχεσαι αθόρυβα και με λεπτές κινήσεις μικροχειρουργού μας ανοίγεις κατ' ευθείαν την καρδιά?
Κι έτσι αφήνεις να κυλήσουν ότι μπορεί κανείς να έχει φυλαγμένο μεσ΄την ψυχή του... ένα παιγνίδι δικό μου, ένα χαρταετό της ΄Ολγας, μια ελπίδα του Δουατζή, 'ενα παιγνίδισμα της πεταλούδας πανω σε ανοιξιάτικα λουλούδια της Ιππολύτης...... κι άλλες τόσες μικροεπεμβάσεις που έχεις κάνει!

Κι αμοιβή σου ?
Μιά αγκαλιά, ένας καλός λόγος, ένα γειά σας!

Με αγάπη
Πόλυ

Διονύσης Μάνεσης είπε...

Ετοιμάζοντας με τους μαθητές μας μιαν εκδήλωση για το Γιάννη Ρίτσο, αυτό τον καιρό κατακλύζομαι από το λόγο και τη σκέψη του ποιητή.
Ευτυχώς. Γιατί το πείσμα του για το χαμόγελο μπορούν να νικήσουν τη χειρότερη κατάθλιψη. Υποδειγματικός αγωνιστής της ζωής, ποιητής του κάθετί της, δάσκαλος για τις εξόριστες μέρες μας.
Χαίρομαι που τον θυμάσαι ( "να με θυμάστε"...), που βρίσκεται τόσο ζεστός, τόσο παρών σε τόσες καρδιές.

Καταλαβαινόμαστε τώρα. Δε χρειάζονται περσότερα.

ΙΠΠΟΛΥΤΗ είπε...

Γιατι εμεις,δεν τραγουδαμε για να ξεχωρισουμε, αδελφε μου απ' τον κοσμο.
Εμεις τραγουδαμε, για να σμιξουμε τον κοσμο.

Ακριβώς γι'αυτό.
Να είσαι καλά καρδιά μου.

mareld είπε...

Γλυκιά μου Όλγα!

Από τα πιο αγαπημένα μου!

Έφερες την Άνοιξη στην αυλή μου!


Χτὲς βράδυ δὲν κοιμήθηκαν καθόλου τὰ παιδιά. Εἴχανε κλείσει ἕνα σωρὸ τζιτζίκια στὸ κουτὶ τῶν μολυβιῶν, καὶ τὰ τζιτζίκια τραγουδοῦσαν κάτου ἀπ' τὸ προσκεφάλι τους ἕνα τραγούδι ποὺ τὸ ξέραν τὰ παιδιὰ ἀπὸ πάντα καὶ τὸ ξεχνοῦσαν μὲ τὸν ἥλιο.

Χρυσὰ βατράχια κάθονταν στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν χωρὶς νὰ βλέπουν στὰ νερὰ τὴ σκιά τους. κι ἤτανε σὰν ἀγάλματα μικρὰ τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς γαλήνης.

Τότε τὸ φεγγάρι σκόνταψε στὶς ἰτιὲς κι ἔπεσε στὸ πυκνὸ χορτάρι.

Μεγάλο σούσουρο ἔγινε στὰ φύλλα.

Τρέξανε τὰ παιδιά, πῆραν στὰ παχουλά τους χέρια τὸ φεγγάρι κι ὅλη τη νύχτα παίζανε στὸν κάμπο.

Τώρα τὰ χέρια τους εἶναι χρυσά, τὰ πόδια τους χρυσά, κι ὅπου πατοῦν ἀφήνουνε κάτι μικρὰ φεγγάρια στὸ νοτισμένο χῶμα. Μά, εὐτυχῶς, οἱ μεγάλοι ποὺ ξέρουν πολλά, δὲν καλοβλέπουν. Μονάχα οἱ μάνες κάτι ὑποψιάστηκαν.

Γι᾿ αὐτὸ τὰ παιδιὰ κρύβουνε τὰ χρυσωμένα χέρια τους στὶς ἄδειες τσέπες, μὴν τὰ μαλώσει ἡ μάνα τους ποὺ ὅλη τη νύχτα παίζανε κρυφὰ μὲ τὸ φεγγάρι.

Ὄνειρο καλοκαιρινοῦ μεσημεριοῦ (ἀπόσπασμα)

Φιλιά, φιλιά, φιλιά!

mareld είπε...

Αγαπημένο μου κεφαλονιτάκι!

Η μαμά χάρηκε και εμείς έχουμε το Ρίτσο μας εδώ..στο σπίτι μας..μαζί με το Σαγκάλ..

Εἶναι ὁρισμένοι στίχοι-κάποτε ὁλόκληρα ποιήματα-
ποὺ μήτε ἐγὼ δὲν ξέρω τί σημαίνουν. Αὐτὸ ποὺ δὲν ξέρω
ἀκόμη μὲ κρατάει. Κι ἐσὺ ἔχεις δίκιο νὰ ρωτᾷς.
Μὴ μὲ ρωτᾷς.
Δὲν ξέρω σοῦ λέω.
Δυὸ παράλληλα φῶτα ἀπ᾿ τὸ ἴδιο κέντρο. Ὁ ἦχος τοῦ νεροῦ
ποὺ πέφτει τὸν χειμῶνα, ἀπ᾿ τὸ ξεχειλισμένο λοῦκι
ἢ ὁ ἦχος μιᾶς σταγόνας καθὼς πέφτει
ἀπό ῾να τριαντάφυλλο στὸν ποτισμένο κῆπο
ἀργὰ-ἀργὰ ἕνα ἀνοιξιάτικο ἀπόβραδο
σὰν τὸν λυγμὸ ἑνὸς πουλιοῦ. Δὲν ξέρω
τί σημαίνει αὐτὸς ὁ ἦχος-ὡστόσο ἐγὼ τὸν παραδέχομαι.
Τ᾿ ἄλλα ποὺ ξέρω στὰ ἐξηγῶ. Δὲν τὸ ἀμελῶ.
Ρίτσος

Γλυκά φιλάκια!

mareld είπε...

Πολάκι!

Ήταν δύσκολο να σου αφιερώσω μια ανάρτηση γιατί κάθε φορά που το σκεφτόμουν..νόμιζα ότι θα χτυπήσεις τη πόρτα και θα έρθεις με μια φουχτίτσα γαζίες..λίγα γλυκά..

-Βάλε ένα καφέ θα πεις..και αν ακούω το poeta θα καταλάβεις.. ότι οι κουβέντες περιττεύουν..θα πέσει σιωπή..
μπορεί όμως να υπάρχει και αυγολέμονο ζακυνθινό που με τόση χαρά το απολαμβάνεις και μανουσάκια..
Τι να πω..σας έχω πει πολλά και ελπίζω στο μέλλον να γλεντάμε πολύ στο σπίτι της Κατερίνας..


Έτσι μικρό ήταν τ' όνειρό μας.
Μα τούτο τ' όνειρο ήταν τ' όνειρο
όλων των πεινασμένων και των αδικημένων.

Κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί
κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί
και τ' όνειρο μεγάλωνε σιγά-σιγά.

Μεγάλωνε πάντοτε
το ίδιο στρογγυλό σαν το ψωμί
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τον ήλιο
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τη γη
και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ορίζοντα.

Ετούτο τ' όνειρο των πεινασμένων,
τ' όνειρο των αδικημένων
όλου του κόσμου.
Ρίτσος

Πολλά φιλάκια!

mareld είπε...

Ζακυνθινάκι μου!

Δεν θυμάμαι το Ρίτσο..
μέσα στις φλέβες μου ρέει..

Το Ρίτσο δυστυχώς δεν τον έχω δει..

Πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή, άμεση με τη ποίησή του είναι το Μάη του 74.
Στο σπίτι του Λαού στη Στοκχόλμη, έχει έρθει η Ασπασία Παπαθανασίου να παίξει τον Επιτάφιο

"Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε"..

Έτσι μπήκε ο Ρίτσος στις φλέβες μου..από τη παράσταση δεν θυμάμαι τίποτε άλλο παρά μονάχα ότι έκλαιγα απαρηγόρητα.. οι Σουηδοί τα είχαν χάσει.. και καταλάβαινα με τα λίγα σουηδικά τότε που ήξερα..να λένε δεν είναι παράξενο που η τραγωδία γεννήθηκε στην Ελλάδα..


"Δεν αντέχω- είπε-
τόση ομορφιά και τόση αμαρτωλή αγιότητα. Θα βγω στον άσπρο εξώστη
να καπνίσω συνέχεια δεκαπέντε τσιγάρα, αποθαυμάζοντας από ψηλά
τη θέα της Ρώμης, βλέποντας κάτω μεγάλα λεωφορεία
ν’ αδειάζουνε τσαμπιά τουρίστες στα προπύλαια του Μουσείου,
σπάζοντας με τα δυο μου δάχτυλα μέσα στην τσέπη του
παντελονιού μου
ένα σωρό κλεμμένες οδοντογλυφίδες, σαν να σπάζω
όλους τους ξύλινους σταυρούς όπου σταυρώθηκαν οι ανθρώπινες
επιθυμίες".

Ρώμη, 18. IX. 78

Χαίρομαι για σένα και τους μαθητές σου..

Γλυκά φιλάκια!

mareld είπε...

Αμαζόνα της καρδιάς μας!

Ιππολύτη μου!

Περίπου

Παράταιρα πράγματα παίρνει στα χέρια του- μια πέτρα,
ένα σπασμένο κεραμίδι, δυο καμένα σπίρτα,
το σκουριασμένο καρφί στον απέναντι τοίχο,
το φύλλο που μπήκε απ’ το παράθυρο, τις στάλες
που πέφτουν απ’ τις ποτισμένες γλάστρες, τ’ άχυρο εκείνο
που ‘φερε χτες ο αέρας στα μαλλιά σου,- τα παίρνει
κι εκεί στην αυλή του χτίζει περίπου ένα δέντρο.
Σ’ αυτό το «περίπου» κάθεται η ποίηση. Τη βλέπεις;

(«Μαρτυρίες, Β’» 1964- 1965)
Ρίτσος

Εσύ ξέρω ότι τη βλέπεις..

Φιλάκια!

mareld είπε...

..Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια

για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι...

..μονάχος κι αβοήθητος, της λευτεριάς ταμένος..
Ρίτσος

mareld είπε...

Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,

να 'ρχονται οι Ανοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις..

Να λείπεις - δεν είναι τίποτα να λείπεις.

Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,

θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά έχεις λείψει,

θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο.
Ρίτσος

Unknown είπε...

Aυτές οι καρδιές δεν βολεβονται παρα μόνο στο δίκιο

Δέν υπάρχει νερό μονάχα φως

κι έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια του σαν ένα αστερι σε μια γούβα αλάτι

Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού, πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις πάλι τα άρματα

Κάθε κοπέλα έχει μια χούφτα αλατισμένο φώς κάτω απο την φούστα της

Και τα παιδιά έχουν πεντε-έξι
σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην καρδιά τους

Σαν τα χνάρια απ' το βήμα των
γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα

Τράβηξαν ολοίσια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει

Στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι

Θα χρειαστεί καιρος, και πρέπει
να μιλήσουμε

Και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του, γιατι αυτός έχει γνωρίσει το θάνατο
κι έχει γνωρίσει τη ζωή πρίν απ΄τη ζωή και πάνου απο το θάνατο και τους γνωρίζει.

Δεν πικρένεται. Αύριο, λέει. Κι είναι σίγουρος πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του θεού.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Unknown είπε...

Είχα την τύχη να δω τον Ρίτσο απο κοντά και να τον ακούσω να απαγγέλει ο ιδιος τα ποιήματα του.
Η φωνή του ακούγεται μέσα μου σαν ένας γνώριμος ήχος ακορτεόν που έρχεται απο την γωνία..
Νοιώθω τυχερή.

Φιλάκια
Καληνύχτα
Πόλυ

Αστοριανή είπε...

Μάγισσα είσαι και δεν παραβγαίνει καμμία μαζί σου.
Μάγισσα στην όραση και στην καρδιά μας.
Να είσαι καλά, γλυκιά μας.
Υιώτα,ΝΥ