'Αφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
'Αφησε τα δάχτυλά μου να τρέξουν
στους δρόμους του κορμιού σου.
Το πάθος - αίμα, φωτιά, φιλιά -
με ανάβει με τρεμουλιαστές φλόγες.
Αλλά εσύ δεν ξέρεις τι είναι τούτο!
Είναι η καταιγίδα των αισθήσεών μου
που διπλώνει τον ευαίσθητο δρυμό των νεύρων μου.
Είναι η σάρκα που φωνάζει με τις διάπυρες γλώσσες της!
Είναι η πυρκαγιά!
Και συ είσαι εδώ, γυναίκα σαν άθικτο ξύλο
τώρα που η καμμένη μου ζωή πετάει
προς το γεμάτο με άστρα, σαν τη νύχτα, σώμα σου!
'Αφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
Δεν είναι έρωτας, είναι επιθυμία που ξεραίνεται και σβήνει,
είναι καταιγισμός από ορμές,
προσέγγιση του απίθανου,
αλλά υπάρχεις εσύ,
υπάρχεις εσύ για να μου δώσεις τα πάντα,
και για να μου δώσεις αυτό που κατέχεις ήρθες στη γη -
όπως εγώ ήρθα για να σε περιέχω
για να σε επιθυμώ,
για να σε δεχτώ!
Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ
'Ολη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
'Ησουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
'Ισως πολύ αργά
ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.
'Ισως το όνειρό σου
χωρίστηκε από το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με έψαχνε
όπως πρώτα
όταν δεν υπήρχες ακόμα,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλάι σου,
και τα μάτια σου έψαχναν
αυτό που τώρα
- ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό -
σου δίνω με γεμάτα χέρια,
γιατί εσύ είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα, ενώ
η σκοτεινή γη γυρίζει
με ζωντανούς και νεκρούς,
και σαν ξύπνησα ξάφνου
καταμεσής στη σκιά
το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.
Κοιμήθηκα μαζί σου
και ξύπνησα με το στόμα σου
βγαλμένο από τον ύπνο
να μου δίνει τη γεύση από τη γη,
από τη θάλασσα, από τα φύκια,
από το βάθος της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να έφθανε
από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.
ΑΠΟΥΣΙΑ
Μόλις σε άφησα,
έρχεσαι μαζί μου, κρυστάλλινη
ή τρεμάμενη,
ή ανήσυχη, πληγωμένη από μένα
ή ξέχειλη από έρωτα,
καθώς τα μάτια σου
σφαλίζονται πάνω στο δώρο της ζωής
που αδιάκοπα σου αφήνω.
Αγάπη μου,
συναντηθήκαμε
διψασμένοι και
ήπιαμε όλο το νερό και το αίμα,
βρεθήκαμε
πεινασμένοι
και δαγκωθήκαμε
όπως δαγκώνει η φωτιά,
αφήνοντας πάνω μας πληγές.
Αλλά περίμενέ με,
φύλαξέ μου τη γλύκα σου.
Εγώ θα σου δώσω
κι ένα τριαντάφυλλο.
Η ΛΗΣΜΟΝΙΑ
Ολος ο έρωτας σε ένα κύπελλο
πλατύ σαν τη γη,
τον έρωτα με αστέρια και αγκάθια
σου έδωσα, αλλά περπάτησες
με μικρά πόδια, με βρώμικα τακούνια
στη φωτιά, σβήνοντάς τη.
Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!
Δεν σταμάτησα τον αγώνα.
Δε διέκοψα την πορεία μου για τη ζωή,
για την ειρήνη, για το ψωμί όλων,
αλλά σε σήκωσα στα μπράτσα μου
και σε καθήλωσα με τα φιλιά μου
και σε κοίταξα όπως ποτέ
ανθρώπινα μάτια δεν θα γυρίσουν να σε κοιτάξουν.
Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!
Τότε δε μέτρησες το ανάστημά μου,
και τον άντρα που για σε απομάκρυνε
το αίμα, το σιτάρι, το νερό
ταύτισες
με το μικρό έντομο που έπεσε στο φουστάνι σου.
Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!
Μην ελπίζεις να σε παρατηρώ από απόσταση
προς τα πισω μείνε
με αυτό που άφησα σε σένα, περπάτα
με την προδομένη φωτογραφία μου,
εγώ θα συνεχίσω να περπατώ,
ανοίγοντας πλατείς δρόμους αντίθετα στη σκιά, κάνοντας
γλυκιά τη ζωή, μοιράζοντας
το αστέρι σε όποιον έρχεται.
Μείνε στο δρόμο
Για σένα έφτασε η νύχτα.
ίσως την ανατολή
θα ιδωθούμε πάλι.
Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!
Η ΝΕΚΡΗ
Αν ξαφνικά δεν υπάρχεις
αν ξαφνικά δε ζεις,
εγώ θα συνεχίσω να ζω.
Δεν τολμώ,
δεν τολμώ να το γράψω,
αν πεθάνεις.
Εγώ θα συνεχίσω να ζω.
Γιατί όπου ένας άνθρωπος δεν έχει φωνή,
εκεί η φωνή μου.
'Οπου δέρνουν τους νέγρους,
εγώ δε μπορώ να είμαι νεκρός.
'Οταν τ' αδέρφια μου θα μπουν στη φυλακή
εγώ θα μπω μαζί τους.
'Οταν η νίκη,
όχι η νίκη μου,
αλλά η μεγάλη νίκη
θα φθάσει,
ακόμα και μουγγός θα πρέπει να μιλήσω:
θα τη δω ακόμα και τυφλός.
'Οχι, συγχώρα με.
Αν εσύ δε ζεις,
αν
εσύ, αγαπημένη, αγάπη μου,
αν εσύ
είσαι νεκρή
όλα τα φύλλα θα πέφτουν πάνω στο στήθος μου,
θα βρέχει στην ψυχή μου νύχτα μέρα
το χιόνι θα καίει την καρδιά μου,
θα περπατώ με κρύο και φωτιά και θάνατο και χιόνι,
τα πόδια μου θα θέλουν να πάνε όπου εσύ κοιμάσαι,
αλλά θα συνεχίζω να ζω,
γιατί εσύ με θέλησες πάνω απ' όλα τα πράγματα αδάμαστο,
και, αγάπη μου, γιατί εσύ ξέρεις ότι είμαι όχι μόνο ένας άνθρωπος
αλλά όλοι οι άνθρωποι.
ΙΣΩΣ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
'Ισως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
χωρίς εσύ να πας να κόψεις το μεσημέρι
σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,
χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
που ίσως άλλοι δεν θα δουν να χρυσίζει,
που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,
χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,
και από τότε είμαι γιατί εσύ είσαι,
και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.
ΠΟΙΟΙ ΑΓΑΠΗΘΗΚΑΝ ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΣ;
Ποιος αγαπήθηκε όπως εμείς; Να ψάξουμε
τις παλιές στάχτες της καμμένης καρδιάς
κι εκεί να πέσουν ένα-ένα τα φιλιά μας
μέχρι να αναστηθεί το ακατοίκητο λουλούδι.
Αγαπάμε τον έρωτα που ανάλωσε τον καρπό του
και κατέβηκε στη γη με πρόσωπο και εξουσία:
εσύ κι εγώ είμαστε το φως που συνεχίζει,
το άθραυστο λεπτοκαμωμένο στάχυ.
Στο θαμμένο έρωτα κρύο από πολύ καιρό,
από χιόνι και άνοιξη, από λήθη και φθινόπωρο,
πλησιάζουμε με το φως ενός νέου μήλου,
της ανοιχτής δροσιάς από μια νέα πληγή,
όπως ο παλιός έρωτας που περπατάει στη σιωπή
για μια αιωνιότητα από θαμμένα στόματα.
ΧΑΣΑΜΕ ΠΑΛΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΕΙΛΙ
Χάσαμε πάλι αυτό το δείλι.
Κανέις δε μας είδε απόψε με ενωμένα τα χέρια
ενώ η γαλάζια νύχτα έπεφτε πάνω στον κόσμο.
Από το παράθυρο μου είδα
τη γιορτή της δύσης πάνω στους μακρινούς λόφους.
Καμιά φορά σαν ένα νόμισμα
άναβε ένα κομμάτι ήλιου ανάμεσα στα χέρια μου.
Εγώ σε θυμόμουνα με την ψυχή σφιγμένη
από εκείνη τη θλίψη μου που εσύ ξέρεις.
Τότε πού ήσουνα;
Ανάμεσα σε ποιους ανθρώπους;
Λέγοντας ποια λόγια;
Γιατί θα έρθει σε σένα ξαφνικά όλος ο έρωτας
όταν νιώθω θλιμμένος, και σε νιώθω μακρινή;
Το βιβλίο που πάντα παίρνουμε το δείλι έπεσε,
και το παλτό μου κύλησε στα πόδια μου σαν λαβωμένος σκύλος.
Πάντα, πάντα απομακρύνεσαι τα βράδια
εκεί που τρέχει το δείλι σβήνοντας αγάλματα.
ΣΚΥΒΩ ΤΑ ΒΡΑΔΥΑ
Σκύβω στα βράδυα τραβώ τα περίλυπα δίχτυα μου
στους ωκεανούς των ματιών σου.
Εκεί ξαπλώνει και καίγεται στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που κουνάει τα μπράτσα σαν ναυαγός.
Κάνω κόκκινα σινιάλα στα απόντα μάτια σου
που κυματίζουν σαν τη θάλασσα στην όχθη ενός φάρου.
Φύλαγες μόνο σκότη, μακρινή και δική μου γυναίκα,
από το βλέμμα σου αναδύεται κάποτε η παραλία του τρόμου.
Σκύβω στα βράδυα ρίχνω τα περίλυπα δίχτυα μου
σε κείνη τη θάλασσα που πάλλει τους ωκεανούς των ματιών σου.
Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια
που σπινθηρίζουν σαν την ψυχή μου όταν σε αγαπώ.
Καλπάζει η νύχτα στη μαύρη φοράδα της
σκορπίζοντας γαλάζια στάχυα στο λιβάδι.
ΜΗ ΛΕΙΨΕΙΣ ΚΑΝ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΑΚΡΙΑ ΜΟΥ
Μη λείψεις καν μια μέρα μακριά μου, γιατί να,
πώς να το πω, μου 'ναι μεγάλη η μέρα,
και θα σε περιμένω σαν στους σταθμούς εκείνους
που σε κάποια γωνιά τους πήρ' ο ύπνος τα τρένα.
Μη φύγεις καν για μια ώρα γιατί τότε
σ' αυτήν την ώρα σμίγουν οι στάλες της αγρύπνιας
κι ο καπνός που γυρεύει να 'βρει σπίτι ίσως έρθει
να σκοτώσει ως και την καρδιά μου τη χαμένη.
Μην τσακιστεί η σιλουέτα σου στην άμμο,
στην απουσία τα βλέφαρά σου μην πετάξουν:
μη φύγεις καν για ένα λεπτό, ακριβή μου,
γιατί σ'εκείνο το λεπτό θα ξεμακρύνεις τόσο
που άνω κάτω τον κόσμο θα κάνω εγώ ρωτώντας
αν θα γυρίσεις ή αν θ' αφήσεις να πεθάνω.
Ο Πάμπλο Νερούδα θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Ο Νερούδα γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1904 στην πόλη Παράλ της Χιλής. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από μητέρα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νεφτάλι Ρικάρντο Ρέγες Μπασοάλτο. Σε ηλικία 16 χρόνων αποφάσισε να αλλάξει το όνομα του σε Πάμπλο Νερούδα για να τιμήσει την μνήμη του Τσεχοσλοβάκου ποιητή Ζαν Νερούδα. Το 1971 κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο έρωτας είναι το κεντρικό θέμα πολλών έργων του, για αυτό και το όνομά του έγινε συνώνυμο με την ρομαντική ποίηση. Συγγραφέας, διπλωμάτης, πολιτικός, η ακτινοβολία του Πάμπλο Νερούδα έφθασε σε όλο τον κόσμο.
Το ποιητικό του έργο
Από το ποιητικό του έργο ξεχωρίζουν οι εξής τίτλοι: «Crepusculario», «Veinte poemas de amor y una canciσn desesperada», «Residencia en la tierra», «Tercera residencia», «Canto general», «Los versos del capitαn», «Odas elementales», «Extravagario», «Memorial de Isla Negra» και «Confieso que he vivido».
Το «Κάντο Χενεράλ»
Ο Νερούδα έγραψε επίσης, ωδές για πιο απλά και στοιχειώδη πράγματα της καθημερινής ζωής. Ο γνωστός Έλληνας συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του Νερούδα, το «Κάντο Χενεράλ».
Ο πιο γνωστός συγγραφέας της Κολομβίας, Γκάμπριελ Γκαρθία Μαρκέζ, χαρακτηρίζει τον Νερούδα ως τον «μεγαλύτερο ποιητή του 20ου αιώνα». Ο Νερούδα καθιερώθηκε από τα πρώτα κιόλας έργα του. Η συλλογή του, τα «20 ερωτικά τραγούδια και ένα τραγούδι της απόγνωσης», πουλήθηκε σε εκατομμύρια αντίτυπα.
Η πολιτική του δράση
Παρόλα αυτά, η ποίησή του δεν περιορίζεται μόνο στο θέμα της αγάπης. Όταν βρέθηκε στη Βιρμανία, έγραψε το Κατοικία στη Γη (Residence on Earth), για τον χρόνο, τη μεταφυσική, καθώς και για τη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως συνέβη σε πολλούς πνευματικούς ανθρώπους, ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος είχε μεγάλη επίδραση στην ποίησή του.
Το 1943 επέστρεψε στη Χιλή, αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε στόχος του καθεστώτος του προέδρου Κονζάλεζ Βιντέλα, επειδή είχε διαμαρτυρηθεί για τον τρόπο αντιμετώπισης των ανθρακωρύχων που απεργούσαν.Το 1949 κατάφερε να φύγει από τη Χιλή και κατευθύνθηκε- εξόριστος πλέον- προς την Ευρώπη.
Ανάμεσα στα μέρη που έζησε ήταν και το νησί Κάπρι της νότιας Ιταλίας. Στη ζωή του στο Κάπρι στηρίζεται η ταινία «Ο ταχυδρόμος».
Ο θάνατος του Νερούδα
Ο Πάμπλο Νερούδα προσχώρησε στο κόμμα του Σαλβαδόρ Αλιέντε και τον στήριξε στον προεκλογικό του αγώνα.
Πέθανε το 1973 λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Πινοσέτ που ανέτρεψε την κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αγιέντε.
Η κηδεία του ήταν η πρώτη εκδήλωση λαϊκής αντίθεσης στο στρατιωτικό καθεστώς που απαγόρευσε τα έργα του ποιητή. Η απαγόρευση ίσχυε ως το 1990.
«Εχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ο,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Οσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι' αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ισως απ' αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές "Ποιητικές Πραμάτειες" που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης»
8 σχόλια:
Τζιβαέρια μου!
Φιλιά, φιλιά, φιλιά με ατέλειωτη νοσταλγία!
Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.
P N
Αργοπεθαίνει όποιος δεν αγωνίζεται για όλα αυτά, αλλά μην μου μιλήσεις για ....διαλυτικά διότι επιμένω ακόμη.
Είναι βλέπεις που έτσι μάθαμε και θεωρώ τις λέξεις άνευ διαλυτικών, σπίτι δίχως παράθυρα
:-)
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές
Γλαρενάκι μου!
Να τα κρατήσεις τα διαλυτικά..αφού σε ευχαριστεί..είναι σαν δυο ματάκια..
Σε σένα και στο γλάρο σου αφιερώνω..
Εδώ σε αγαπάω. Στα σκοτεινόχρωμα πεύκα χτενίζει τα μαλλιά σου ο άνεμος.
Φωσφορίζει η σελήνη πάνω στ' αλήτικα νερά της θάλασσας.
Περνάνε μέρες, μέρες απαράλλαχτες,
αποπέμποντας η μια την άλλη.
Τα τούλια της ομίχλης σκίζονται
σε φιγούρες λεπτές ορχουμένων.
Ασημόχρυσος γλάρος πετιέται
μες απ' το δίσκο του ήλιου που βασιλεύει.
Εδώ κι εκεί ένα άλμπουρο. Και πάνω, στα ύψη, αστέρια.
Ω εκείνο εκεί το μαύρο σταυρωτό τουρκέτο της βαρκούλας!
Κατάμονο.
Πετιέμαι κάπου - κάπου από το λήθαργο
κι είμαι μούσκεμα ως το μεδούλι.
Βουίζει κι αντιβουίζει το πέλαγος.
Κι εδώ είν' το λιμάνι.
Εδώ σ' αγαπάω.
Εδώ σ' αγαπάω εγώ!
Δεν πα' να σε κρύβει όσο θέλει ο ορίζοντας - ματαιοπονεί!
Εσένα σ' αγαπάω εγώ· επιμένω·
ακόμα και μέσα στην ψύχρα των γύρω πραγμάτων.
Κάθε τόσο φεύγουν τα φιλιά μου
και πάνε μαζί με τα καράβια εκείνα,
τα ποντοπόρα, και φτάνουν πέρ' απ' το τέρμα, στα εκείθε..
Το 18ο από τα 20 ερωτικά ποιήματα του Πάμπλο Νερούντα
Πολλά φιλάκια!
Βρε βορειοπολάκι,
Τι ωραία που μου μπλέκεις τις παλιές μου αγάπες ( ισπανικά, Νeruda, μουσική ) με την ποίηση..
Άλλο ωραίο, επίσης, είναι πως στο ιστολόγιό σου πρέπει κανείς να βραδύνει την ανάγνωση, τους ρυθμούς του. Βρίσκεται, δηλαδή, στην αντίπερα των αναρτήσεων όχθη.
Μπορεί, λοιπόν, το Canto General του να μας εξέθρεψε, αλλά αυτά τα ερωτοαγωνιστικά του είναι εντελώς ιδιαίτερα.
Ταξινομώ, λοιπόν, την ανάρτηση δίπλα στις έξοχες άλλες σου και πλουτίζω τη συλλογή μου!
Δες: Υψώνω το ποτήρι με το κόκκινο κρασί και εύχομαι!
Θαλασσινάκι!
Αρκεί όταν φεύγεις από εδώ να είσαι ανάλαφρος.. να έχεις την αίσθηση ότι έχασες βάρος..
Salud!
Salu..salu..στην Ανδαλουσία..
Skål!
Γλυκά φιλάκια!
Μοναξιά
Αυτό που δεν εγινε σταθηκε τοσο ξαφνικο
που με καθηλωσε εδώ για παντα,
διχως να ξερω χωρις να μαθουν την παρουσια μου,
σαν ναμουν κρυμενος κατω από πολυθρονα
η χαμενος μεσα στη νυχτα:
Τετοιο υπηρξε αυτό που δεν υπηρξε
κι ετσι με καθηλωσε για παντα.
Ρωτησα αργοτερα τους αλλους,
τις γυναικες,τους αντρες,
τι εκαναν με τοση βεβαιοτητα
και πως εβλεπαν τη ζωη:
Ακομα περιμενω την απαντηση τους,
συνεχισαν να ζουν,να χορευουν.
Είναι αυτό που δεν συμβαινει σ'έναν
που καθοριζει τη σιωπη,
δεν θελω να συνεχισω να μιλω
γιατι εμεινα εδώ περιμενοντας:
Σ'αυτή την περιοχη, εκεινη την μερα,
δεν ξερω τι μου συνεβη
μα δεν ειμαι ο ιδιος.
Π Νερούντα
Για τη καρδιά μου αρκεί το στήθος σου,
για την ελευθερία σου αρκούν τα φτερά μου.
Απ' το δικό σου στόμα φτάνουν ως τον ουρανό
όσα κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
Μέσα σου στέκει το ξεγέλασμα της κάθε μέρας
Έρχεσαι σαν τη δροσιά πάνω στα στόματα των λουλουδιών.
Στέλνει στα καταχθόνια τους ορίζοντες η απουσία σου.
Στους αιώνες των αιώνων αλαργεύοντας
σαν της θάλασσας τα κύματα.
Και είπα τότε πως τραγούδαγες στον άνεμο
ωσάν τα πεύκα και ωσάν τα κατάρτια των πλοίων.
Σαν πεύκο είσαι εσύ και σαν κατάρτι πανύψηλη και αμίλητη.
Και ξαφνικά μελαγχολείς, σαν επιβάτης σε μπάρκο.
Φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη σα δρόμος παλιός.
Σε κατοικούν φωνές και αντίλαλοι της νοσταλγίας.
Ξυπνάω εγώ, και τότε, κάπου, κάπου, αποδημούνε
τα πουλιά που κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
Π Νερούντα
Poema 20
Puedo escribir los versos mαs tristes esta noche.
Escribir, por ejemplo : 'La noche estα estrellada,
y tiritan, azules, los astros, a lo lejos'.
El viento de la noche gira en el cielo y canta.
Puedo escribir los versos mαs tristes esta noche.
Yo la quise, y a veces ella tambiιn me quiso.
En las noches como ιsta la tuve entre mis brazos.
La besι tantas veces bajo el cielo infinito.
Ella me quiso, a veces yo tambiιn la querνa.
Cσmo no haber amado sus grandes ojos fijos.
Puedo escribir los versos mαs tristes esta noche.
Pensar que no la tengo. Sentir que la he perdido.
Oir la noche immensa, mαs inmensa sin ella.
Y el verso cae al alma como al pasto el rocνo.
Quι importa que mi amor no pudiera guardarla.
La noche estα estrellada y ella no estα conmigo.
Eso es todo. A lo lejos alguien canta. A lo lejos.
Mi alma no se contenta con haberla perdido.
Como para acercarla mi mirada la busca.
Mi corazσn la busca, y ella no estα conmigo.
La misma noche que hace blanquear los mismos arboles.
Nosotros, los de entonces, ya no somos los mismos.
Ya no la quiero, es cierto pero cuαnto la quise.
Mi voz buscaba el viento para tocar su oνdo.
De otro. Serα de otro. Como antes de mis besos.
Su voz, su cuerpo claro. Sus ojos infinitos.
Ya no la quiero, es cierto, pero tal vez la quiero.
Es tan corto al amor, y es tan largo el olvido.
Porque en noches como ιsta la tuve entre mis brazos,
mi alma no se contenta con haberla perdido.
Aunque ιsta sea el ϊltimo dolor que ella me causa,
y ιstos sean los ϊltimos versos que yo le escribo.
Ποίημα 20
Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Να γράψω για παράδειγμα: "Η νύχτα είναι αστροφώτιστη,
και τρεμοπαίζουν, γαλάζια, τ' αστέρια, στα μάκρη".
Ο άνεμος της νύχτας περιστρέφεται στον ουρανό και τραγουδάει.
Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Την αγάπησα, κι ήταν φορές που κι εκείνη μ' αγάπησε.
Σε νύχτες σαν κι αυτή την είχα στην αγκαλιά μου.
Τη φίλησα τόσες φορές κάτω απ' τον άπειρο ουρανό.
Εκείνη με αγάπησε, κι ήταν φορές που και εγώ την αγαπούσα.
Πώς να μην αγαπήσω τα μεγάλα ορθάνοιχτα μάτια της.
Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Να σκεφτώ πως δεν την έχω. Να αισθανθώ πως την έχασα.
Ν' ακούσω την απέραντη νύχτα, πιο απέραντη δίχως εκείνη.
Κι ο στόχος πέφτει στην ψυχή σαν τη δροσιά στα χόρτα.
Τι σημασία έχει που η αγάπη μου δεν μπόρεσε να την κρατήσει.
Η νύχτα είναι αστροφώτιστη κι εκείνη δεν είναι μαζί μου.
Αυτό είναι όλο. Μακριά κάποιος τραγουδάει. Μακριά.
Η ψυχή μου λυπάται που την έχει χάσει.
Σαν για να την πλησιάσω η ματιά μου την ψάχνει.
Η καρδιά μου την ψάχνει, κι εκείνη δεν είναι μαζί μου.
Η ίδια η νύχτα που κάνει ν' ασπρίζουν τα ίδια δέντρα.
Εμείς, εκείνοι του τότε, δεν είμαστε πια οι ίδιοι.
Δεν την αγαπώ πια, είναι βέβαιο, αλλά πόσο την αγάπησα.
Η φωνή έψαχνε τον άνεμο για ν' αγγίξει την ακοή της.
Σε άλλον. Θα ανήκει σε άλλον. Όπως και πριν από τα φιλιά μου.
Η φωνή της, το φωτεινό σώμα της. Τα άπειρα μάτια της.
Δεν την αγαπώ πια, είναι βέβαιο, αλλά μπορεί και να την αγαπώ.
Πόσο διαρκεί η αγάπη, πόσο διαρκεί η λησμονιά.
Επειδή σε νύχτες σαν κι αυτή που την είχα στην αγκαλιά μου,
η ψυχή μου λυπάται που την έχει χάσει.
Ακόμα κι αν αυτός είναι ο τελευταίος μου πόνος που μου δίνει,
κι αυτοί είναι οι τελευταίοι στίχοι που γράφω.
Δημοσίευση σχολίου