Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Να η Αθήνα που είμαστε όλοι ερασταί της να η Αθήνα που δεν ξεχνιέται ποτέ της...










Ολγά μου, αγαπημένη φίλη, να ζήσεις!!!


Τι ωραία που είναι η Αθήνα!
του Άγγελου Ελεφάντη


Στην Κωνσταντινούπολη πριν από µερικές ηµέρες έγινε µια παγκόσµια συνδιάσκεψη για τα προβλήµατα των πόλεων του πλανήτη. Δεν ξέρω τι είπαν οι αντιπροσωπείες, θα το µάθουµε εν καιρώ. Είχε γίνει άλλωστε πριν από λίγα χρόνια µια ανάλογη συνδιάσκεψη στο Βανκούβερ, που έθεσε το θέµα. Και το θέµα είναι αυτό το τερατώδες φαινόµενο των «µεγαπόλεων» (γνωρίζω τη λέξη «µεγαλούπολη», αλλά καλύτερα να λέµε «µεγαπόλη», όπως λέµε µεγαβάτ, µεγκαµπάιτ, µεγκατσάνελ, κ.λπ., γι’ αυτές τις τεράστιες αποθήκες ή καταβόθρες ανθρώπινης σάρκας, των δέκα, δεκαπέντε και είκοσι πέντε εκατοµµυρίων κατοίκων, όπως το Λάγος, το Μεξικό, το Τόκιο, η Καλκούτα, η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες). Μεγαπόλεις µε τροµακτική εγκληµατικότητα (π.χ. στο Λος Άντζελες ζουν και δρουν 70.000 µέλη συµµοριών), µε τροµακτική φτώχεια, ανεργία, πορνεία, αποξένωση, πόλεις µε άθλια υποδοµή κι όλα τα κακά της µοίρας τους. Δεν είναι «προνόµοιο» τριτοκοσµικό: οι µεγαπόλεις φύονται και στον αναπτυγµένο Βορρά και αναπτύσσονται µε καταπληκτική ταχύτητα, τόσο που οι δηµοσιογράφοι προβλέπουν ότι σε καµιά εικοσαριά χρόνια ένας στους τέσσερις κατοίκους της Γης θα είναι στοιβαγµένος σε αυτά τα τέραστια πολεοδοµικά συγκροτήµατα.

Πρέπει να µαθαίνει κανείς τέτοια πράγµατα για να αισθάνεται τυχερός και, ίσως, λιγότερο µίζερος. Γιατί είµαστε στ’ αλήθεια τυχεροί που ζούµε στην Αθήνα, στο Λεκανοπέδιο, στην Αττική. Δεν παραδοξολογώ ούτε θεωρώ ότι όλα όσα σούρνονται από ειδικούς και ανθρώπους για το χάλι της Αθήνας είναι αβάσιµα. Αντίθετα, καλά κάνουµε και κατακρίνουµε τον δηµογραφικό, οικονοµικό, πολιτιστικό και διοικητικό υδροκεφαλισµό της πρωτεύεουσας, δίκαιη είναι η οργή µας (αν και µόνο στα λόγια, και δη στα «ευαίσθητα» γραπτά) για την τσιµεντούπολη που µας σκοτώνει, το πολεοδοµικό χάος, για το νέφος που µας πνίγει, για το κυκλοφοριακό, για τα σκουπίδια που δεν ξέρουµε τι να τα κάνουµε και πού να τα πάµε, για τις πληµµύρες που µας πνίγουν, τα ρέµατα που µπαζώθηκαν, δίκαια µεµψιµοιρούµε για το ελάχιστο πράσινο, την απρόσωπη πολυκατοικία, την καταστροφή της γειτονιάς, τη βρόµα του Σαρωνικού, την αφόρητη ηχορρύπανση, τις άθλιες συγκοινωνίες, τα αυθαίρετα και τα µη αυθαίρετα που σκέπασαν τον περιαστικό χώρο, για την καταστροφή των ιστορικών µνηµείων, την καταπάτηση των πεζοδροµίων από την αυτού µεγαλειότητα το αυτοκίνητο, δικαιολογηµένη η ανησυχία του κόσµου, γιατί όλο και πιο συχνά ακούει για διαρρήξεις, ληστείες και τσαντάκηδες και περιδεής αναµένει τη σειρά του. Έχουµε και µεις τον αναπτυγµένο, πολιτισµένο και άνετο «βορρά» της Κηφισιάς, του Χολαργού, της Αγίας Παρασκευής και τον υποβαθµισµένο «νότο» του Περιστερίου, του Κερατσινίου, της Αγίας Βαρβάρας. έχουµε και µεις τις πληκτικές περιοχές σαν το Παγκράτι και τους Αµπελόκηπους, τα τραύµατα στα πέριξ βουνά που άφησαν τα νταµάρια, έχουµε και µεις τις µεγάλες ταξικές διαφορές από τη µια άκρη της πόλης στην άλλη, κι αυτή την ανυπόφορη πύκνωση χρήσεων και πάσης φύσεως δραστηριοτήτων που αρµέγουν την περιφέρεια και νεκρώνουν το κέντρο. Γι’ αυτό ποτέ δεν θα έχουµε πει και δεν θα έχουµε πράξει αρκετά για τα όσα µύρια κακά της µοίρας σωριάστηκαν πάνω στην Αθήνα, το Λεκανοπέδιο και την αττική γη γενικότερα.

Τι ωραία, όµως, που είναι η Αθήνα! Είναι όµορφο το Λεκανοπέδιο, είναι πανέµορφη η Αττική. Παρά ταύτα (ή µαζί µε γκρίνια ή κριτική), οι προσπάθειες (δεν λέω οι αγώνες, θα πήγαινε πολύ) των ειδικών, των κατοίκων και των µικροκινηµάτων για την πόλη, που σποραδικά εκδηλώνονται εδώ κι εκεί, είναι ακριβώς για να µη χαθεί ολότελα αυτή η άνεση και η οµορφιά που ζούµε, για να µη γίνει η πόλη τριτοκοσµική µεγαπόλη, να µη γίνει η Αθήνα σαν το Λονδίνο ή το Σικάγο.

Και κατ’ αρχήν να µη χαθεί, δηλαδή να µην αλλοιωθεί, ο τόπος και το τοπίο. Σε τόπο ζούµε οι άνθρωποι, τόπο θέλουµε να ζήσουµε. Ετούτος ο τόπος, όµως, που κατοικούµε, είναι έτσι διαµορφωµένος ώστε µε το λεωφορείο ή το αυτοκίνητο σε µισή ώρα βρίσκεσαι στη θάλασσα, στα πέριξ βουνά ή στα πέριξ νησιά. Δεν είναι τίποτε να βρεθείς στην Αίγινα ή στη Σαλαµίνα, στο Πόρτο Γερµενό ή τον Κάλαµο, στην Πάρνηθα ή στη Λίµνη της Βουλιαγµένης (στο Λουτράκι), ακόµη και στην Καστέλα και το Φάληρο και τη Βούλα και το Σούνιο και το Χαλάνδρι και το Καπανδρίτι. Γιατί δηλαδή ο Παριζιάνος ή ο Λονδρέζος –ο υψηλών εισοδηµάτων Παριζιάνος– µπορεί να πιεί καφέ το βράδυ παρά θιν’ αλός και επιπλέον να βλέπει τις Καβοκολώνες; Μπορεί ο Βερολινέζος σε µια ώρα µε τη βαριά του Μερσεντές να ρίξει τη βουτιά του στη Βαλτική; Είναι αµελητέο που εµείς ζούµε σε κλίµα εύκρατο, χωρίς δεκαεφτά κασκόλ το χειµώνα και χωρίς τη χαύνωση του Καΐρου το καλοκαίρι; Ο τόπος και το κλίµα που µας δόθηκαν, παρ’ όλο που οι παλιότεροι και κυρίως οι σύγχρονοι προσπάθησαν να τους καταστρέψουν όσο το µπόρεσαν, αντέχουν ακόµη. Υπάρχει ακόµη η «αττική γραµµή», και δεν εννοώ εκείνη την αττική γραµµή του Περικλή Γιαννόπουλου, αλλά αυτή την καταπληκτική ποικιλία του χώρου που µας περιβάλλει, την ανοιχτότητα, την άνεση που µας χαρίζει. Παρ’ όλα όσα λέµε, ο ιστός της πόλης δεν είναι µονότονος, λόφοι και άλση βρίσκονται παντού, οι αιφνιδιαστικά όµορφες και ήµερες γωνιές βρίσκονται παντού (µαζί µε τις αθλιότητες). Χιλιάδες ταβέρνες, µπαρ, ξενυχτάδικα, υπέροχες πλατείες, κυρίως στα δυτικά προάστια, δέχονται τα καλοκαίρια χιλιάδες ανθρώπους που σουλατσάρουν, πίνουν τους φραπέδες τους, τρώνε τα σουβλάκια τους και τα προφιτερόλ τους, πολιτικολογούν, ποδοσφαιρολογούν, κουβεντιάζουν, ανταλλάσσουν σύµβολα, γυναίκες, άνδρες, ιδέες και εµπειρίες. Χιλιάδες παιδιά παίζουν ακόµη σε αλάνες. Κανείς δεν είναι κλεισµένος σε αυτή την εκ φύσεως και εξ ανθρώπων ανοιχτή πόλη πλην κι αν αυτοπολιορκηθεί. Σε αυτή την πόλη, όπου δυστυχώς µαζευτήκαµε πολλοί, περισσότεροι απ’ όσους αντέχει, είναι τεράστιο το ποσοστό εκείνων που διαθέτουν εξοχικό κάπου κοντά, στο Καπανδρίτι, στη Σαλαµίνα, στη Λούτσα, στην Εύβοια, στην Αίγινα, στο Χαλκούτσι. Τα σαββατοκύριακα ανοίγουν οι πύλες της πόλης, εύκολα ο κόσµος πετιέται απ’ έξω, το έξω και το µέσα δεν χωρίζονται µε σινικά τείχη, ούτε το έξω βρίσκεται στην άκρη του κόσµου. Δίπλα µας βρίσκεται. Όλοι είναι έξω, µπορείς σε αυτή τη δηµοκρατική πόλη να δεις ξαφνικά τον Κατσιφάρα να πίνει ούζο στο διπλανό τραπέζι. Γνωριζόµαστε, γνωρίζουµε πολλούς και µας γνωρίζουν πολλοί. Στη Γαλλία ένας στους έξι άνω των 70 χρόνων δεν δέχεται ούτε ένα τηλεφώνηµα το µήνα, δεν τρώει µε άλλον άνθρωπο ούτε µια φορά το µήνα.

Ο δηµόσιος χώρος της πόλης, της συνοικίας, της γειτονιάς υπάρχει ακόµη, όσο και αν προσπαθεί η νεωτερικότητα των φλούφληδων, των ΜΜΕ και των επιχειρηµατιών να τον ιδιωτικοποιήσουν, να γίνει άβατος ή προσπελάσιµος επί πληρωµή. Μπορείς να περάσεις τη µισή σου ζωή από µουσείο σε µουσείο, από τον Λυκαβηττό στην Πέτρα, από το Βεάκειο στην Πλακεντία. Τα πανεπιστήµια, τα πνευµατικά κέντρα, οι χώροι πολιτισµού, οι µεγάλες και οι µικρές αγορές, τα εργοστάσια, οι βιοτεχνίες, δεν είναι µόνο χώροι κοινωνικών προβληµάτων, είναι χώροι ζωής. Γεµάτη η Αθήνα.

Όλα τούτα που χωρίς καµιά διάθεση εξωραϊσµού –αντίθετα, µου περισσεύει η γκρίνια- µπορούν να πολλαπλασιαστούν, είναι σπουδαία δηµόσια αγαθά. Και το κλίµα και το τοπίο και οι εξοχές και τ’ ακρογιάλια και οι πλατείες και τα ξενυχτάδικα και τα πέριξ νησιά και τα γύρω βουνά, οι ανεµώνες, τα ρείκια, τ’ αµπέλια, οι ελιές, τα αρχαία, τα ανθοκοµεία, οι αδέσποτοι σκύλοι (που η ζωοφιλία του κ. δηµάρχου θέλει να εξοντώσει), οι κεραµιδόγατοι, οι λαϊκές, οι καφενέδες, τα µουσεία, τα θερινά σινεµά είναι πολύτιµα δηµόσια αγαθά –λίγες κοινωνίες τα διαθέτουν τόσο απλόχερα και τόσο ποικίλα. Αυτά τα δηµόσια αγαθά µας επιτρέπουν να ζούµε πολυεπίπεδα και πολυδιάστατα, να εκτείνουµε µέσα στην καθηµερινότητα το χώρο, να διαγράφουµε άπειρες τροχιές σε έναν ανοικτό ορίζοντα, σε επαφή µε τους ανθρώπους και τα πράγµατα.

Κι όµως, το βαρύ βήµα της πολυκατοικίας βροντά όλο και πιο βάναυσα στους δρόµους της Αθήνας, σαν την µπότα επί Κατοχής. Κι όµως, εµείς οι κάτοικοι αυτού του ευλογηµένου τόπου, που εξακολουθεί ακόµη να είναι ευλογηµένος, κάνουµε ό,τι µπορούµε να του αλλάξουµε τα φώτα. Κι όµως, οι ιθύνοντες, τα υπουργεία, οι δήµαρχοι (ευτυχώς τα τελευταία χρόνια υπάρχουν µερικοί της προκοπής), οι υπηρεσίες φροντίζουν να επιταχύνουν τις τάσεις της καταστροφής είτε εν ονόµατι του εκπολιτισµού (π.χ. εκείνες οι φοβερές διαµορφώσεις, όπως τα «εµπορικά κέντρα») είτε εν ονόµατι της αξιοποίησης, εν ονόµατι του κέρδους.
Η Αθήνα είναι µεγαλούπολη, δεν είναι, όµως, ακόµη µεγαπόλη. Πριν από δέκα, δεκαπέντε χρόνια µπορούσαν να γίνουν πάµπολλα. Σήµερα περιορίστηκαν οι δυνατότητες. Τις έφαγε η µπετονιέρα. Μπορούν όµως να γίνουν πολλά για να διατηρηθεί η ανοιχτότητα της πόλης, αυτό το υπέρτατο αγαθό. Ευλογηµένος τόπος ακόµη η Αθήνα, αλλά βιάζεται να γίνει κρανίου τόπος.

Κείµενο του Άγγελου Ελεφάντη από το βιβλίο «Διά γυµνού οφθαλµού» (εκδόσεις «Πόλις», 1998).






Άγγελος Ελεφαντης: Άφθαρτος ως το τέλος

Ο πολίτης Άγγελος Ελεφάντης υπερασπίστηκε την Αριστερά των ονείρων του, χωρίς εκπτώσεις, δίχως να συµβιβαστεί ποτέ.

Ο Αγγελος Ελεφάντης γεννήθηκε το 1936 στο Καρπενήσι και έφυγε 29 Μαΐου 2008. Σε νεαρή ηλικία, το 1948, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση στο γυμνάσιο Χαλανδρίου και το 1962 αποφοίτησε από τη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τη δεκαετία 1964-1974 έζησε στο Παρίσι, όπου σπούδασε κοινωνιολογία στη Σορβόννη και ιστορία στην Ecole Pratique des Hautes Etudes.

Από το 1976 είναι διευθυντής και εκδότης του περιοδικού «Ο Πολίτης». Το 2000 και το 2004 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το Συνασπισμό.

Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα και δοκίμια σχετικά με την πολιτική, την ιστορία, την εκπαίδευση και τις μειονότητες. Το 1976 εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο του με τίτλο: Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης-ΚΚΕ και αστισμός στον μεσοπόλεμο.

Έχει γράψει, επίσης, τα βιβλία: Στον αστερισμό του λαϊκισμού (1991), Ο ανεύρετος σοσιαλισμός (1982), Διά γυμνού οφθαλμού (1998), Minima Memoralia-Η ιστορία του παππού μου (2001), Μας πήραν την Αθήνα. Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία 1941-50 (2002).





Μη οργανικός διανοούµενος
Νίκου Προκόβα


Ο Άγγελος Ελεφάντης ήταν (παράξενα ηχεί ο παρατατικός) ένας µη οργανικός διανοούµενος, όπως θα έλεγε ο Gramsci, που σηµάδεψε τη γενιά του. Ίσως και τις επόµενες. Αν δεν ήταν διανοούµενος, θα µπορούσε να είναι οτιδήποτε, κι αγρότης και χτίστης και ψαράς και µάγειρας και τυπογράφος και ξυλουργός. Ακόµα ίσως και ληστής χρηµαταποστολών. Πιάναν τα χέρια του, απ’ όλα ήξερε να κάνει, εκτός από το να βάζει νερό στο κρασί του.
Αν ήταν δέντρο, θα ήταν καστανιά. Μεγάλη, µε γερό κορµό, να µη φοβάται ανέµους και θύελλες. Με πυκνή φυλλωσιά, να σκεπάζει όλο τον τόπο γύρω της και να προστατεύει από ήλιο και βροχή. Και να κάνουν τα πουλιά φωλιές στα κλαδιά της και να θρέφει µε τους καρπούς της ανθρώπους και ζωντανά. Απάνω στο βουνό, γιατί η καστανιά έχει ανάγκη από υψόµετρο. Και να περιστοιχίζεται κι απ’ άλλες καστανιές, γιατί καµιά καστανιά δεν φυτρώνει µόνη της. Τα ήξερε όλα αυτά, κι ο ίδιος εξάλλου κάτι ανάλογο έκανε µε τον τρόπο του, κι ας µην ήταν καστανιά.
Αν ήταν ζώο, θα ήταν σκύλος. Όχι µε τη µεταφορική έννοια του όρου, επειδή ήταν πιστός κι υποµονετικός, όχι. Αλλά γιατί από µικρός είχε σκύλο, είχε µάθει να ζει µ’ αυτά τα ζώα, ήξερε πώς να τους συµπεριφερθεί και τι να περιµένει σε αντάλλαγµα. Γιατί τα σκυλιά τα αγαπούσε ειλικρινά κι εκείνα τον αγαπούσαν επίσης. Και γιατί σχεδόν πάντα είχε σκύλο. Ο τελευταίος, ο Μάνθος, ήταν σαν το αφεντικό του: οξυδερκής, αγέρωχος κι ανεξάρτητος, αλλά και συνάµα κοινωνικός. Μαζί µένανε, µαζί τρώγανε στις ίδιες ταβέρνες, µαζί περνούσαν τη µέρα τους στον «Πολίτη», µαζί παίρνανε τον µεσηµεριανό τους ύπνο. Τους ίδιους φίλους είχανε. Μαζί βγαίνανε βόλτα τη νύχτα, στο Μετς, στους στύλους τού Ολυµπίου Διός. Κι εκεί που µαζευόντανε τα ντήλια, και βγαίνανε και µαχαίρια καµιά φορά, κανένας δεν τους πείραξε, ποτέ δεν τους την πέσανε για λεφτά. Άσε που δεν είχανε, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Το µόνο που κάνανε χώρια, ήταν που πηγαίνανε στον «Πολίτη». Γιατί ο Μάνθος αργούσε να ξυπνήσει το πρωί. Και, µεταξύ µας, δεν τον ένοιαζε και πολύ αν θα έβγαινε το περιοδικό στην ώρα του. Μαχµουρλίδικα σηκωνόταν και ροβολούσε προς την Πλάκα ακολουθώντας επακριβώς το δροµολόγιο του αφεντικού του, περίµενε υποµονετικά στα φανάρια της Βασιλέως Κωνσταντίνου και της Αµαλίας ν’ ανάψει πράσινο, κοιτούσε δεξιά-αριστερά για να βεβαιωθεί ότι δεν ερχόταν κανένας, και µόνο τότε διέσχιζε, βιαστικά και ρυθµικά, και χωνόταν χαρούµενος στα στενά τής Πλάκας όπου τα αυτοκίνητα ήταν πολύ λιγότερα. Και σ’ άλλο ένα πράγµα ξεχώριζαν: ο Μάνθος δεν κάπνιζε. Ούτε Άσσο σκέτο ούτε από ‘κείνα τα στριφτά που άρχισε να καπνίζει το αφεντικό του όταν έπαθαν τα πνευµόνια του. Αυτό όµως δεν τον εµπόδισε να πεθάνει πρώτος, κι ας γράφουν τα πακέτα πως το κάπνισµα σκοτώνει.
Αν ήταν ήρωας κόµικς (υπέρτατη ύβρις για κάποιον που χαρακτήριζε τα κόµικς «Μίκυ Μάους»), ο Bilal θα τον είχε συµπεριλάβει στα εντοιχισµένα κορµιά που παγιδεύτηκαν στο τείχος τού Βερολίνου και ο Tardi θα του είχε δώσει τον ρόλο τού Delescluze, στα µαύρα ντυµένο να ανεβαίνει µοναχός του στο οδόφραγµα της Republique, τη στιγµή που η Κοµµούνα τού Παρισιού ζούσε της τελευταίες της ώρες. Όσο για τον Reiser, θα είχε βρει άπειρες ατάκες στον «Πολίτη» για να εµπλουτίσει τους διαλόγους του.
Αν ήταν Άγγελος, θα µας είχε απαλλάξει από τον Θεό, γιατί θα είχε κάνει τον θεσµό αιρετό.
Ό,τι και να ‘κανε από όλα αυτά, πάλι κοντά µας θα τον θέλαµε.
www.galera.gr





ΝΑ Η ΑΘΗΝΑ 1955

Μεν. Θεοφανίδη
Ναπ. Ελευθερίου
Κώστα Νικολαίδη
Λυμπερόπουλου


Μεσ' τα χέρια σου γεννήθηκα
με τα χάδια σου κοιμήθηκα
και την πρώτη μου ηλιαχτίδα
κοντά σου την είδα

Είσαι συ χαρά και λύπη μου
και το πρώτο καρδιοχτύπι μου
κι όπου πάω έρωτά μου
σε βλέπω μπροστά μου

Να η Αθήνα
πρώτη μου αγάπη μεγάλη
να η Αθήνα
μεσ' τα γαλάζια προβάλλει

Τριγύρω στεφάνι τα κάλλη της
η Εκάλη της η Δροσιά της
Πιο κει η Φιλοθέη βελούδινη
και λουλούδινη η Κηφισιά της

Να η Αθήνα
που είμαστε όλοι ερασταί της
να η Αθήνα
που δεν ξεχνιέται ποτέ της...

Κάποιο δειλινό σαλπάρισα
γι' άλλα μέρη που λαχτάρισα
μα κανένα από κείνα
δεν ήταν Αθήνα

Τρία χρόνια ξενιτεύτηκα
χίλια βράδια σ' ονειρεύτηκα
και ταμπλό στα όνειρά μου
εσύ 'σουν χαρά μου

Να η Αθήνα
σαν ζωγραφιά ξεπροβάλλει
να η Αθήνα
στης Αττικής την αγκάλη

Ο δρόμος που πάει στο Φάληρο
μ' ένα τάλιρο η ρετσίνα
τα φώτα τα σπίτια η Μητρόπολη
η Ακρόπολη, γεια σου Αθήνα

Να η Αθήνα
που είμαστε όλοι ερασταί της
Να η Αθήνα
που δεν ξεχνιέται ποτέ της








ΑΘΗΝΑ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΘΕΟΙ

Τ.Μωράκη-Γ.Οικονομίδη
Εκτέλεση Κ. Μπελίντα και τα τρία Αστέρια
Α! βραβείο Φεστιβάλ Δήμου Αθηναίων 19
Δ/ση ορχήστρας Γιώργος Κατσαρός

Καλημέρα γράφει ο ήλιος με χρυσάφι
Στης Αθήνας μόλις βγει τον ουρανό
Που δεν μπόρεσαν της γης όλ' οι ζωγράφοι
Σαν το χρώμα του να φτιάξουν γαλανό

Που δεν μπόρεσαν της γης όλ' οι ζωγράφοι
Σαν το χρώμα του να φτιάξουν γαλανό

Αθήνα.... Αθήνα
Άσπρες μαρμαροκολόνες
Στης Ακρόπολης τα κρίνα
Αθήνα.... Αθήνα
Δεν τα μάραναν οι αιώνες
Δεν τα μάραν' η ζωή

Αθήνα.... Αθήνα
Τα παλιά τα χρόνια εκείνα -- άνθρωποι
Τους Παρθενώνες τους έχτισαν οι θεοί

Με χρυσάφι λούζει ο ήλιος την Αθήνα
Και τις νύχτες το φεγγάρι μόλις βγει
Το χρυσάφι της αλλάζει με πλατίνα
Με πλατίνα που δεν βρίσκεται στη γη

Το χρυσάφι της αλλάζει με πλατίνα
Με πλατίνα που δεν βρίσκεται στη γη

Αθήνα.... Αθήνα
Άσπρες μαρμαροκολόνες
Στης Ακρόπολης τα κρίνα
Αθήνα.... Αθήνα
Δεν τα μάραναν οι αιώνες
Δεν τα μάραν' η ζωή

Αθήνα.... Αθήνα
Τα παλιά τα χρόνια εκείνα -- άνθρωποι
Τους Παρθενώνες τους έχτισαν οι θεοί

Αθήνα.... Αθήνα..... Αθήνα.... Αθήνα








ΑΘΗΝΑ

Έχεις στολίδι σου τον Παρθενώνα
που το φεγγάρι για κορώνα
το έχει χρυσή
Πάλι, Αθήνα θα στο πω και πάλι
Καμιά δεν έχει τόσα κάλλη
Που έχεις εσύ
Αθήνα..
Με την παλιά σου την καντάδα
Είσαι στολίδι αληθινό εσύ για την Ελλάδα
Αθήνα..
Μοιάζει μ' ωραίο κεχριμπάρι
Μεσ'το γαλάζιο σ'ουρανό σαν βγαίνει το φεγγάρι
Με τα λουλούδια είμαστε πάντα αγκαλιά
Και με τραγούδια σε νανουρίζουν τα πουλιά
Αθήνα..
Που για χρυσάφι έχεις ρετσίνα
Κι' έχεις κορίτσια σαν τα κρίνα
Γλυκιά μου Αθήνα








ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Γιώργου Μουζάκη
Εκτ. Κ. Μπελίντα
Τρίο Γκρέκο
Ηλεκτρα Ζάκα

Το πιο όμορφο ταγκό
το ταγκό της Αθήνας
ταγκό ερωτικό
το ταγκό της Αθήνας

Με φώτα λιγοστά
η αγάπη μου πλέει
και τότε ερωτικά
η καρδιά μου χτυπάει

Έρωτα μεγάλο και δυνατό
νιώθει η καρδιά μας με το ταγκό
μες στην αγκαλιά μου θα σε κρατώ
και με τα φιλιά μου θα σε μεθώ

Το πιο όμορφο ταγκό
το ταγκό της Αθήνας
για σένα τραγουδώ
το ταγκό της Αθήνας

Το πιο όμορφο ταγκό
το ταγκό της Αθήνας
ταγκό ερωτικό
το ταγκό της Αθήνας

Έρωτα μεγάλο και δυνατό
νιώθει η καρδιά μας με το ταγκό
μες στην αγκαλιά μου θα σε κρατώ
και με τα φιλιά μου θα σε μεθώ

Το πιο όμορφο ταγκό
το ταγκό της Αθήνας
για σένα τραγουδώ
το ταγκό της Αθήνας












Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

..εσύ κι εγώ είμαστε το φως που συνεχίζει, το άθραυστο λεπτοκαμωμένο στάχυ.. PABLO NERUDA












ΑΦΗΣΕ ΛΕΥΤΕΡΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ

'Αφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
'Αφησε τα δάχτυλά μου να τρέξουν
στους δρόμους του κορμιού σου.
Το πάθος - αίμα, φωτιά, φιλιά -
με ανάβει με τρεμουλιαστές φλόγες.
Αλλά εσύ δεν ξέρεις τι είναι τούτο!

Είναι η καταιγίδα των αισθήσεών μου
που διπλώνει τον ευαίσθητο δρυμό των νεύρων μου.
Είναι η σάρκα που φωνάζει με τις διάπυρες γλώσσες της!
Είναι η πυρκαγιά!
Και συ είσαι εδώ, γυναίκα σαν άθικτο ξύλο
τώρα που η καμμένη μου ζωή πετάει
προς το γεμάτο με άστρα, σαν τη νύχτα, σώμα σου!

'Αφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
Δεν είναι έρωτας, είναι επιθυμία που ξεραίνεται και σβήνει,
είναι καταιγισμός από ορμές,
προσέγγιση του απίθανου,
αλλά υπάρχεις εσύ,
υπάρχεις εσύ για να μου δώσεις τα πάντα,
και για να μου δώσεις αυτό που κατέχεις ήρθες στη γη -
όπως εγώ ήρθα για να σε περιέχω
για να σε επιθυμώ,
για να σε δεχτώ!





Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ

'Ολη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
'Ησουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.

'Ισως πολύ αργά
ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.

'Ισως το όνειρό σου
χωρίστηκε από το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με έψαχνε
όπως πρώτα
όταν δεν υπήρχες ακόμα,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλάι σου,
και τα μάτια σου έψαχναν
αυτό που τώρα
- ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό -
σου δίνω με γεμάτα χέρια,
γιατί εσύ είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.

Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα, ενώ
η σκοτεινή γη γυρίζει
με ζωντανούς και νεκρούς,
και σαν ξύπνησα ξάφνου
καταμεσής στη σκιά
το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.

Κοιμήθηκα μαζί σου
και ξύπνησα με το στόμα σου
βγαλμένο από τον ύπνο
να μου δίνει τη γεύση από τη γη,
από τη θάλασσα, από τα φύκια,
από το βάθος της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να έφθανε
από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.





ΑΠΟΥΣΙΑ

Μόλις σε άφησα,
έρχεσαι μαζί μου, κρυστάλλινη
ή τρεμάμενη,
ή ανήσυχη, πληγωμένη από μένα
ή ξέχειλη από έρωτα,
καθώς τα μάτια σου
σφαλίζονται πάνω στο δώρο της ζωής
που αδιάκοπα σου αφήνω.

Αγάπη μου,
συναντηθήκαμε
διψασμένοι και
ήπιαμε όλο το νερό και το αίμα,
βρεθήκαμε
πεινασμένοι
και δαγκωθήκαμε
όπως δαγκώνει η φωτιά,
αφήνοντας πάνω μας πληγές.

Αλλά περίμενέ με,
φύλαξέ μου τη γλύκα σου.
Εγώ θα σου δώσω
κι ένα τριαντάφυλλο.





Η ΛΗΣΜΟΝΙΑ

Ολος ο έρωτας σε ένα κύπελλο
πλατύ σαν τη γη,
τον έρωτα με αστέρια και αγκάθια
σου έδωσα, αλλά περπάτησες
με μικρά πόδια, με βρώμικα τακούνια
στη φωτιά, σβήνοντάς τη.

Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!

Δεν σταμάτησα τον αγώνα.
Δε διέκοψα την πορεία μου για τη ζωή,
για την ειρήνη, για το ψωμί όλων,
αλλά σε σήκωσα στα μπράτσα μου
και σε καθήλωσα με τα φιλιά μου
και σε κοίταξα όπως ποτέ
ανθρώπινα μάτια δεν θα γυρίσουν να σε κοιτάξουν.

Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!

Τότε δε μέτρησες το ανάστημά μου,
και τον άντρα που για σε απομάκρυνε
το αίμα, το σιτάρι, το νερό
ταύτισες
με το μικρό έντομο που έπεσε στο φουστάνι σου.

Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!

Μην ελπίζεις να σε παρατηρώ από απόσταση
προς τα πισω μείνε
με αυτό που άφησα σε σένα, περπάτα
με την προδομένη φωτογραφία μου,
εγώ θα συνεχίσω να περπατώ,
ανοίγοντας πλατείς δρόμους αντίθετα στη σκιά, κάνοντας
γλυκιά τη ζωή, μοιράζοντας
το αστέρι σε όποιον έρχεται.

Μείνε στο δρόμο
Για σένα έφτασε η νύχτα.
ίσως την ανατολή
θα ιδωθούμε πάλι.

Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!





Η ΝΕΚΡΗ

Αν ξαφνικά δεν υπάρχεις
αν ξαφνικά δε ζεις,
εγώ θα συνεχίσω να ζω.

Δεν τολμώ,
δεν τολμώ να το γράψω,
αν πεθάνεις.

Εγώ θα συνεχίσω να ζω.

Γιατί όπου ένας άνθρωπος δεν έχει φωνή,
εκεί η φωνή μου.

'Οπου δέρνουν τους νέγρους,
εγώ δε μπορώ να είμαι νεκρός.
'Οταν τ' αδέρφια μου θα μπουν στη φυλακή
εγώ θα μπω μαζί τους.

'Οταν η νίκη,
όχι η νίκη μου,
αλλά η μεγάλη νίκη
θα φθάσει,
ακόμα και μουγγός θα πρέπει να μιλήσω:
θα τη δω ακόμα και τυφλός.

'Οχι, συγχώρα με.
Αν εσύ δε ζεις,
αν
εσύ, αγαπημένη, αγάπη μου,
αν εσύ
είσαι νεκρή
όλα τα φύλλα θα πέφτουν πάνω στο στήθος μου,
θα βρέχει στην ψυχή μου νύχτα μέρα
το χιόνι θα καίει την καρδιά μου,
θα περπατώ με κρύο και φωτιά και θάνατο και χιόνι,
τα πόδια μου θα θέλουν να πάνε όπου εσύ κοιμάσαι,
αλλά θα συνεχίζω να ζω,
γιατί εσύ με θέλησες πάνω απ' όλα τα πράγματα αδάμαστο,
και, αγάπη μου, γιατί εσύ ξέρεις ότι είμαι όχι μόνο ένας άνθρωπος
αλλά όλοι οι άνθρωποι.





ΙΣΩΣ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

'Ισως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
χωρίς εσύ να πας να κόψεις το μεσημέρι
σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,

χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
που ίσως άλλοι δεν θα δουν να χρυσίζει,
που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,

χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,

και από τότε είμαι γιατί εσύ είσαι,
και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.





ΠΟΙΟΙ ΑΓΑΠΗΘΗΚΑΝ ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΣ;

Ποιος αγαπήθηκε όπως εμείς; Να ψάξουμε
τις παλιές στάχτες της καμμένης καρδιάς
κι εκεί να πέσουν ένα-ένα τα φιλιά μας
μέχρι να αναστηθεί το ακατοίκητο λουλούδι.

Αγαπάμε τον έρωτα που ανάλωσε τον καρπό του
και κατέβηκε στη γη με πρόσωπο και εξουσία:
εσύ κι εγώ είμαστε το φως που συνεχίζει,
το άθραυστο λεπτοκαμωμένο στάχυ.

Στο θαμμένο έρωτα κρύο από πολύ καιρό,
από χιόνι και άνοιξη, από λήθη και φθινόπωρο,
πλησιάζουμε με το φως ενός νέου μήλου,

της ανοιχτής δροσιάς από μια νέα πληγή,
όπως ο παλιός έρωτας που περπατάει στη σιωπή
για μια αιωνιότητα από θαμμένα στόματα.





ΧΑΣΑΜΕ ΠΑΛΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΕΙΛΙ

Χάσαμε πάλι αυτό το δείλι.
Κανέις δε μας είδε απόψε με ενωμένα τα χέρια
ενώ η γαλάζια νύχτα έπεφτε πάνω στον κόσμο.

Από το παράθυρο μου είδα
τη γιορτή της δύσης πάνω στους μακρινούς λόφους.

Καμιά φορά σαν ένα νόμισμα
άναβε ένα κομμάτι ήλιου ανάμεσα στα χέρια μου.

Εγώ σε θυμόμουνα με την ψυχή σφιγμένη
από εκείνη τη θλίψη μου που εσύ ξέρεις.

Τότε πού ήσουνα;
Ανάμεσα σε ποιους ανθρώπους;
Λέγοντας ποια λόγια;
Γιατί θα έρθει σε σένα ξαφνικά όλος ο έρωτας
όταν νιώθω θλιμμένος, και σε νιώθω μακρινή;

Το βιβλίο που πάντα παίρνουμε το δείλι έπεσε,
και το παλτό μου κύλησε στα πόδια μου σαν λαβωμένος σκύλος.

Πάντα, πάντα απομακρύνεσαι τα βράδια
εκεί που τρέχει το δείλι σβήνοντας αγάλματα.





ΣΚΥΒΩ ΤΑ ΒΡΑΔΥΑ

Σκύβω στα βράδυα τραβώ τα περίλυπα δίχτυα μου
στους ωκεανούς των ματιών σου.

Εκεί ξαπλώνει και καίγεται στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που κουνάει τα μπράτσα σαν ναυαγός.

Κάνω κόκκινα σινιάλα στα απόντα μάτια σου
που κυματίζουν σαν τη θάλασσα στην όχθη ενός φάρου.

Φύλαγες μόνο σκότη, μακρινή και δική μου γυναίκα,
από το βλέμμα σου αναδύεται κάποτε η παραλία του τρόμου.

Σκύβω στα βράδυα ρίχνω τα περίλυπα δίχτυα μου
σε κείνη τη θάλασσα που πάλλει τους ωκεανούς των ματιών σου.

Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια
που σπινθηρίζουν σαν την ψυχή μου όταν σε αγαπώ.

Καλπάζει η νύχτα στη μαύρη φοράδα της
σκορπίζοντας γαλάζια στάχυα στο λιβάδι.





ΜΗ ΛΕΙΨΕΙΣ ΚΑΝ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΑΚΡΙΑ ΜΟΥ

Μη λείψεις καν μια μέρα μακριά μου, γιατί να,
πώς να το πω, μου 'ναι μεγάλη η μέρα,
και θα σε περιμένω σαν στους σταθμούς εκείνους
που σε κάποια γωνιά τους πήρ' ο ύπνος τα τρένα.

Μη φύγεις καν για μια ώρα γιατί τότε
σ' αυτήν την ώρα σμίγουν οι στάλες της αγρύπνιας
κι ο καπνός που γυρεύει να 'βρει σπίτι ίσως έρθει
να σκοτώσει ως και την καρδιά μου τη χαμένη.

Μην τσακιστεί η σιλουέτα σου στην άμμο,
στην απουσία τα βλέφαρά σου μην πετάξουν:
μη φύγεις καν για ένα λεπτό, ακριβή μου,

γιατί σ'εκείνο το λεπτό θα ξεμακρύνεις τόσο
που άνω κάτω τον κόσμο θα κάνω εγώ ρωτώντας
αν θα γυρίσεις ή αν θ' αφήσεις να πεθάνω.





Ο Πάμπλο Νερούδα θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Ο Νερούδα γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1904 στην πόλη Παράλ της Χιλής. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από μητέρα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νεφτάλι Ρικάρντο Ρέγες Μπασοάλτο. Σε ηλικία 16 χρόνων αποφάσισε να αλλάξει το όνομα του σε Πάμπλο Νερούδα για να τιμήσει την μνήμη του Τσεχοσλοβάκου ποιητή Ζαν Νερούδα. Το 1971 κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο έρωτας είναι το κεντρικό θέμα πολλών έργων του, για αυτό και το όνομά του έγινε συνώνυμο με την ρομαντική ποίηση. Συγγραφέας, διπλωμάτης, πολιτικός, η ακτινοβολία του Πάμπλο Νερούδα έφθασε σε όλο τον κόσμο.

Το ποιητικό του έργο

Από το ποιητικό του έργο ξεχωρίζουν οι εξής τίτλοι: «Crepusculario», «Veinte poemas de amor y una canciσn desesperada», «Residencia en la tierra», «Tercera residencia», «Canto general», «Los versos del capitαn», «Odas elementales», «Extravagario», «Memorial de Isla Negra» και «Confieso que he vivido».


Το «Κάντο Χενεράλ»

Ο Νερούδα έγραψε επίσης, ωδές για πιο απλά και στοιχειώδη πράγματα της καθημερινής ζωής. Ο γνωστός Έλληνας συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του Νερούδα, το «Κάντο Χενεράλ».

Ο πιο γνωστός συγγραφέας της Κολομβίας, Γκάμπριελ Γκαρθία Μαρκέζ, χαρακτηρίζει τον Νερούδα ως τον «μεγαλύτερο ποιητή του 20ου αιώνα». Ο Νερούδα καθιερώθηκε από τα πρώτα κιόλας έργα του. Η συλλογή του, τα «20 ερωτικά τραγούδια και ένα τραγούδι της απόγνωσης», πουλήθηκε σε εκατομμύρια αντίτυπα.

Η πολιτική του δράση

Παρόλα αυτά, η ποίησή του δεν περιορίζεται μόνο στο θέμα της αγάπης. Όταν βρέθηκε στη Βιρμανία, έγραψε το Κατοικία στη Γη (Residence on Earth), για τον χρόνο, τη μεταφυσική, καθώς και για τη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως συνέβη σε πολλούς πνευματικούς ανθρώπους, ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος είχε μεγάλη επίδραση στην ποίησή του.

Το 1943 επέστρεψε στη Χιλή, αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε στόχος του καθεστώτος του προέδρου Κονζάλεζ Βιντέλα, επειδή είχε διαμαρτυρηθεί για τον τρόπο αντιμετώπισης των ανθρακωρύχων που απεργούσαν.Το 1949 κατάφερε να φύγει από τη Χιλή και κατευθύνθηκε- εξόριστος πλέον- προς την Ευρώπη.

Ανάμεσα στα μέρη που έζησε ήταν και το νησί Κάπρι της νότιας Ιταλίας. Στη ζωή του στο Κάπρι στηρίζεται η ταινία «Ο ταχυδρόμος».

Ο θάνατος του Νερούδα

Ο Πάμπλο Νερούδα προσχώρησε στο κόμμα του Σαλβαδόρ Αλιέντε και τον στήριξε στον προεκλογικό του αγώνα.
Πέθανε το 1973 λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Πινοσέτ που ανέτρεψε την κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αγιέντε.

Η κηδεία του ήταν η πρώτη εκδήλωση λαϊκής αντίθεσης στο στρατιωτικό καθεστώς που απαγόρευσε τα έργα του ποιητή. Η απαγόρευση ίσχυε ως το 1990.








«Εχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ο,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Οσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι' αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ισως απ' αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές "Ποιητικές Πραμάτειες" που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης»




















Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009

Φιλώ το δέντρο γινομαι δέντρο. Φιλώ το χώμα γίνομαι γη. Φιλώ τα χείλη σου γίνομαι βρύση. Σκύψε και πιες με ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΣΟΛΑΣ






ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ(ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΛΕΣΜΑ)

Έλα κοντά μου δεν είμαι η φωτιά
τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια
τις πνίγουν οι νεροποντές
τις κυνηγούν οι βοριάδες

Δεν είμαι δεν είμαι η φωτιά

Έλα κοντά μου δεν είμαι ο άνεμος
τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά
τους βουβαίνουν τα λιοπύρια
τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί

Δεν είμαι δεν είμαι ο άνεμος

Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης
ένας αποσταμένος κατακτητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν΄ακούσει το τραγούδι των γρύλων
κι αν θέλεις έλα να τ' ακούσουμε μαζί





ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ(Η ΑΓΑΠΗ)

Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα

θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.

Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.





ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ(ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ)

Τα σώματα έχουν τη δική τους γλώσσα Χαρίζουν μαγεία αφής μυρωδιάς και σπάνιας έντασης Τραγουδούν όποτε θέλουν Δεν τα φθείρει η επανάληψη Τα σώματα έχουν μοναδική ομορφιά εναλλασσόμενη και διαρκή που φωνάζει ότι τα σώματα έχουν δικές τους αξίες και θέλει δύναμη για να τις δεις Το δικό μου σώμα είναι διαφορετικό σαν τα άλλα όσο το δικό σου Είναι φορτωμένο κύτταρα πολλών άλλων σωμάτων Φέρει μνήμες στιγμών αιώνων ανάλαφρες προγονικές και άλλες Τα σώματα υπηρέτησαν πάθη πολλά κι εντάσεις ηρεμίες απόλυτες και εξεγέρσεις αισθήματα και συλλογισμούς Αχ τα σώματα και η δική τους σοφία τις ατέλειωτες νύχτες





ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Το κρεβάτι περήφανο.
Ειδε την ενωση μας
ως το βαθυ αρκουδοδασος
με το μεγαλο ποταμι
και τους πεντε αητους.

Δεν ειχα να προσθέσω
άλλο στίχο
άλλη λέξη
στο σώμα σου βίωνα
όλη την ποίηση.

Το αμέτρητο βάθος το μέτρησα
μ’ενα πουπουλο δεμενο σε κλωστή
δεν κατεβαινε, ανεβαινε.
Τα χειλη σου.

Σε σήκωσα στα χέρια μου
και πεταξα.





ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ(ΑΓΑΠΗ)

Ν’ αγαπάς

σημαίνει να σπαρταράς

στα σεντόνια

ξεσκισμένα απ’ την αϋπνία…

Γιατί αγάπη

δεν ειν’ ένας τρυφερός παράδεισος

μα η βίαιη επίθεση

της λαίλαπας

νερού

και φωτιάς.





ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ(ΙΔΙΩΝΥΜΟ)

12
…τραλαλάμ… τραλαλάμ τι ώρα να ’ναι
όλη τη νύχτα χτύπαγα το κουδούνι σου
μα δεν ήσουνα πάνω.
Μη σε νοιάζει… όταν ο κόσμος περνούσε
έκανα πως ψάχνω την τσάντα μου. Ξέρω ’γώ…
έτσι έκανα πάντα
Δεν ήτανε τίποτα σοβαρό δεν ήθελα να σε τρομάξω πάλι
ήθελα μονάχα να σου πω να πάμε να παίξουμε.
Από την άλλη μεριά δεν περνάν αυτοκίνητα
αλήθεια σου λέω
μονάχα καρότσια την πρωτομαγιά κι ακόμα
είναι Νοέμβρης
πάρε αν θες και τ’ άλλα παιδιά μην τους αφήσουμε γέρους
πίσω απ’ το ταχυδρομείο – σκύψε να σου πω –
είναι μια ξύλινη γέφυρα που ενώνει τ’ αστέρια
άμα με πάρεις καβάλα στους ώμους σου
θα κατεβάσω μερικά.
Αν έχεις δουλειά αυτό τον καιρό δεν πειράζει.
Πάμε μια άλλη φορά.
Μόνο μη βγεις, να κοιμηθείς νωρίς
να ξεκινήσουμε πρωί
πριν βγει ο ήλιος
Πριν, πιο πριν, τότε που βγαίνουνε οι αθλητικές
εφημερίδες
Αν θες είναι καλύτερα – καλύτερο –
να κοιμηθούμε αγκαλιά
δε θα βήχω τη νύχτα
δε θα τραβάω τα σεντόνια
θα λουστώ
θα ’μια φρόνιμη
ακούνητη
θα ’μαι σαν πεθαμένη
μη με ξεχάσεις όμως το πρωί
γιατί έχω ακούσει πολλούς ανθρώπους έτσι
που το ’καναν για να μην ενοχλούν τους δίπλα
ή κι έτσι γι’ αστείο
και δεν ξαναξυπνήσανε
κι ούτε που παίξανε
ποτέ.





ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ(ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ)

Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως.
Πριν απ΄ τον Έρωτα έρωτας.
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.





ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ(ΚΙΒΩΤΟΣ-ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΟ)

Όλα δείχναν πως είχε τελειώσει η αγάπη μας.
Τα χάδια μας ξυπνούσαν τώρα πιότερο την ανάμνηση
παρά το ίδιο μας το κορμί. Κι όμως δε θέλαμε να το
πιστέψουμε,
επιμέναμε. Σκεπάζοντας τις ρωγμές του χρόνου
με όρκους, δάκρυα, ασέλγειες, κι άλλες τέτοιες υπέροχες
και μάταιες υπερβολές.

Μα όταν εκείνο το βράδι σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε σιωπηλά
κι έφυγες χωρίς να σε σταματήσω ή να σε καλέσω πίσω
και το κρεβάτι έμεινε βουλιαγμένο κι αδειανό, σαν ένας τάφος
που ζητάει τον νεκρό του,
και βρέθηκες μονάχη στη μέση του δρόμου, κι εγώ
καταμόναχος στην άδεια παγωμένη κάμαρα,
έκλαψα, έκλαψα τότε ατέλειωτα,
καθώς είδα με τρόμο ξαφνικά, πόσο είχαμε σταθεί για πάντα
ξένοι.





ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΣΟΛΑΣ(ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ)

Φιλώ το δέντρο
γινομαι δέντρο.
Φιλώ το χώμα
γίνομαι γη.
Φιλώ τα χείλη σου
γίνομαι βρύση.
Σκύψε και πιες με.


ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ-ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Kirkh70





Habanera - Carmen, Saura



Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

(Eλύτης)


Antonio Gades: Flamenco / Carmen