Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Την ποθούν, μα τους περιφρονεί τους δήθεν εραστές του απολύτου το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή για ένα πικρό φιλί του Γ. Παυλόπουλος













ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
(Τα αντικλείδια)





ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι
γέρος πια φοράει μαύρα.
Ποιος είναι και πού πηγαίνει
κανείς δεν ξέρει.
Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα
που ποτέ δεν θα γράψει.
Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του.
Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του
υπάρχει ένα φίδι χρυσό.
Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό της
σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο
θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη
χλωμός ο άλλος εαυτός του.
Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα
καλπάζοντας τώρα στο πλάι του
και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει
απ’ το σκοτάδι και τη λάσπη.
(Τα αντικλείδια)




Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

Στη μνήμη του Φρανσουά, του Κάρολου και του Αρθούρου

Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.
Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.
Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.
Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.
Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τ’ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.
Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.
Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.
(Που είναι τα πουλιά;)




ΣΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ

Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας ν’ ανεβαίνει τη σκάλα
μέσ’ στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.
Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.
Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τάσκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους σύντροφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.
(Το κατώγι)




ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ

Κάπου ξεκαρφώνουν απ’ το πρωί.
Απ’ τ’ ανοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ο ήλιος μέσ’ στη συννεφιά
σα Λάζαρος με σάβανο.
Έπειτα λάμπουν οι στολές των πεθαμένων
το μετάξι, τα χρυσαφικά, τα λεμονάνθια
όλα τ’ ανώφελα των ενταφιασμών
και τα μικρά σκεύη του κάτω κόσμου.
Τώρα τους βλέπω.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στα κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
το σχήμα που τους έδωσε ο θάνατος
απλώνοντας τ’ αδύναμα χέρια τους
ν’ αγγίξουν λίγο φως ή τον αγέρα
αυτόν που ανασαίνουμε.
Φτωχά σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δεν ξέρουνε πώς να φερθούν·
γυρίζουν αφηρημένοι εκεί
κατά το μέρος που ολοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμούνται.
*
Δεν είναι πόνος, μήτε ξεκούραση καν
μονάχα σα να σε κατεβάζουν προσεχτικά απ’ το πρωί
χωρίς να τους δίνεις φρίκη
μέσα σ’ ένα άσπιλο σεντόνι και το νιώθεις
καθώς μετατοπίζουν τις σκάλες από καρφί σε καρφί
ώσπου μένουν τα τέσσερα σημεία στον άνεμο
γυμνά, ματωμένα.
(Το κατώγι)




ΤΟ ΣΑΚΙ

Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τόνα μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
(Το σακί)




ΚΑΤΑΒΑΣΗ

Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.
Το ποτάμι να φεύγει όπως ο πεθαμένος
γύρω γονατισμένα τα βουνά
εκείνο το κουρέλι
μαύρο ανεμίζοντας στα σύρματα
και κοντά στα βούρλα μια λιωμένη αρβύλα.
Κι ανάμεσα σε τούτες τις εικόνες
πάλι τα πολυβόλα στην καταχνιά
πάλι ο θάνατος η ακρίδα
πηδώντας από κορμί σε κορμί
πάλι να χάνω τον τόπο
να μην ξέρω πού βρίσκομαι
εδώ ή εκεί
στο άλλο ποτάμι σε τούτα τα βουνά
σε τούτο το χαντάκι σε κείνα τα πλατάνια
εδώ ή εκεί
ακούγοντας κάποιον να μου φωνάζει
απ’ την αντικρινή όχθη
χωρίς να ξεχωρίζω
μήτε τη φωνή μήτε τον άνθρωπο.
Ποια φωνή και ποιος άνθρωπος;
Αυτός που τον σκοτώνουν;
αυτός που μας σκοτώνει;
Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.
Κατεβαίνοντας τώρα
εκεί που δεν ήταν τίποτε
να κοιτάξουμε.
(Το σακί)




ΑΣΚΗΣΗ

Άρχισε τότε να βγάζει προσεχτικά τα φτιασίδια
Η μορφή του σαν του πνιγμένου
κάτω από το νερό
κυμάτιζε περνώντας ολοένα
μέσα στον καθρέφτη
χωρίς να βουλιάζει
Σιγά-σιγά φανερωνόταν
πιο καθαρά το πρόσωπό του
Ξαφνικά το είδε
να πλησιάζει γρήγορα μικραίνοντας
και πάλι γρήγορα να μεγαλώνει
καθώς χανότανε σβησμένο
σε μια καταχνιά
Έκλεισε τα μάτια και στα τυφλά
πήγε ν’ αγγίξει το κρύσταλλο
μα δεν ήταν εκεί κανένας καθρέφτης
Τρομαγμένος ψηλάφισε τον αέρα
ψάχνοντας για το πρόσωπό του
φώναξε δυνατά ν’ ακούσει τη φωνή του
και η φωνή δεν έβγαινε από πουθενά.
Τότε κατάλαβε πως βρισκότανε πάλι
σε μιαν αόρατη σκηνή
χωρίς να τους βλέπει και χωρίς να τον βλέπουν
έτοιμος ν’ αρχίσει
υπολογίζοντας τώρα στην τέλεια παράσταση.
(Το σακί)




ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ

Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μα τίποτε δεν φαινόταν
τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.
Ύστερα ένας Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας, άρχισε να βγάζει νερό.
Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.
Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.
Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
τι απογίναν οι μαστόροι.
(Τα αντικλείδια)




ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

Στην Ισμήνη και στον Στέλιο Τριάντη

Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά-σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
(Τα αντικλείδια)




Η ΣΙΩΠΗ

Στην Αυγή - Άννα Μάγγελ

Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς ν’ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
(Λίγος άμμος)




ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ

Στην Ανθή

Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω
Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;
Αυτό κι’ αν το μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;
Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω
Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.
(Λίγος άμμος)




13

Να θέλω κι άλλο
κι άλλο ακόμη. Κι εσύ
να μη μου δίνεις.
(Τριαντατρία Χαϊκού)

24

Ουρά παγονιού
σε πισινό μαϊμούς
τούτος ο κόσμος.
(Τριαντατρία Χαϊκού)

33

Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ’ ένα ποίημα.
(Τριαντατρία Χαϊκού)




Γιώργης Παυλόπουλος - Τι είναι ποίηση...

Ομιλία του ποιητή Γιώργη Παυλόπουλου στήν εκδήλωση του περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες» που εγινε προς τιμήν του στο «Σπίτι της Κύπρου»στις 8-12-1997. Αναδημοσιεύεται διασκευασμένη σε πολυτονικὸ απὸ το τεύχος 83 του περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες» (Φεβρουάριος - Μάρτιος 1998)

«Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δεν θα τραγούδαγε».

Κυρίες και Κύριοι,
Φίλες και Φίλοι,

Παραλλάζοντας αυτή τη σημείωση του Πὼλ
Βαλερύ, η οποία παραπέμπει αμέσως στον Ποιητή και στην Ποίηση, θὰ λέγαμε: «Αν ένας ποιητής μπορούσε νὰ πει με ακρίβεια τι γράφει, γιατί γράφει και τι είναι αυτό που τον κάνει να γράφει, δεν θα έγραφε».

Κι εγώ τώρα δὲν ξέρω να σας πω τι είναι Ποίηση και γιατί γράφω ποιήματα. Πολύ περισσότερο δεν ξέρω να σας πω σε τι μας βοηθάει ἡ Ποίηση και ποιος είναι ο σκοπός της.

Το μόνο που ξέρω είναι πως ὁ Ποιητής ήταν πάντα ένας ἀφοσιωμένος της Ζωής. Είτε τον γεμίζει χαρά, είτε τον θλίβει Η Ζωή, είτε τον πάει στον Οὐρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός μένει πάντα ο ἀφοσιωμένος της.

Τη μυστήρια αγάπη του για τη Ζωή δεν έχει άλλο τρόπο να την εκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ότι προσπαθεί να ἐκφράσει κυρίως αυτό ποὺ κρύβει η ζωή. Όπως ο έρωτας κρύβει αυτό που μας κάνει ερωτευμένους.

Η Ποίηση λοιπόν είναι πράξη ἐρωτική; Ή μήπως πράξη ἀπόγνωσης; Ή μήπως καὶ τὰ δυο; Πράξη ερωτική καὶ συνάμα πράξη ἀπόγνωσης.

Για την ποιητική πράξη έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα. Και από τους ίδιους τους τεχνίτες και από τους θεωρητικούς. Πολλές φορές οι Ποιητές προσπάθησαν να διατυπώσουν τον ανύπαρκτο ορισμό της Ποίησης, σαν να κοίταζαν σ᾿ έναν καθρέφτη όπου δεν έβλεπαν το πρόσωπό τους, αλλά το ἀπόλυτο κενό.




Ο Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος, 1924) εμφανίστηκε στα Γράμματα το 1943 με τη δημοσίευση του ποιήματός του «Ο νεκρός Γ. Π.» στο τεύχος 4 του περιοδικού ‘Οδυσσέας’, που εξέδιδε ο ίδιος με φίλους του στον Πύργο. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα τις ποιητικές συλλογές: , Ερμής 1971, , Κέδρος 1980, , Στιγμή 1988, , Στιγμή 1990, , Νεφέλη 1997, , Κέδρος 2004. Με έξι μόλις βιβλία σε μια ποιητική διαδρομή 60 χρόνων γίνεται αντιληπτό ότι ο ποιητής είναι ολιγογράφος, αν και χαρακτηριστικός και σημαντικός εκπρόσωπος της γενιάς του, της Α΄ Μεταπολεμικής.
Στο σύνολό της σχεδόν η ποίηση του Παυλόπουλου χαρακτηρίζεται από μια ήπια και κατασταλαγμένη δραματικότητα. Μια δραματικότητα που πηγάζει εν γένει από την απώλεια: συντρόφων, φίλων και συναγωνιστών, αγαπημένων γυναικών, της νεότητας αλλά και της ζωής γενικά που μεταβάλλεται και φεύγει, του έρωτα που αμβλύνεται και παρέρχεται.
Η γραφή του είναι αισθαντική και διάχυτα μελαγχολική, εκφραστική και λιτή, ευανάγνωστη και διαυγής στην επιφάνεια, ωστόσο πολυσήμαντη και ενίοτε σκοτεινή στο βάθος της, βιωματική, αφηγηματική και με διάθεση φιλοσοφική, με εικόνες εναργείς που κινούνται διαλεκτικά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.
Στη θεματογραφία του εξέχουσα θέση κατέχουν η μνήμη για όσα οδυνηρά βίωσε τόσο σε σχέση με τη δύστροπη εποχή στην οποία ανδρώθηκε (Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, ψυχροπολεμική μετεμφυλιακή περίοδος) όσο και σε σχέση με την προσωπική του ζωή, ένας διαβρωτικός –άλλοτε ορατός και άλλοτε αδιόρατος– φόβος, η διάψευση των οραμάτων και των ελπίδων, ο θάνατος, οι εν Άδη καταβάσεις και οι νεκροί, οι αλλεπάλληλες και διαρκείς μεταμορφώσεις, μια εναγώνια μέχρις οδύνης επιθυμία αυτοπροσδιορισμού, τα όνειρα, ο έρωτας –ως αντιστάθμισμα, εκτός των άλλων, στα επαχθή της ζωής του γεγονότα– και, κυρίως, η αγάπη η αναλλοίωτη. Εμφανή στην ποίησή του είναι ακόμη η ερωτοτροπία με θέματα και πρόσωπα από την αρχαιοελληνική λογοτεχνική παράδοση, η υιοθέτηση ορισμένες φορές τρόπων του δημοτικού τραγουδιού, καθώς και μια έντονη αυτοαναφορικότητα, ένας αγωνιώδης προβληματισμός για την ποίηση και την ποιητική –κυρίως στις συλλογές και τα ποιήματα ποιητικής αφθονούν.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση η σχέση του Παυλόπουλου με την ποίηση είναι αναμφισβήτητα ερωτική.
Περιοδικό ΟΡΟΠΕΔΙΟ #1, Αύγουστος 2006




Ήταν πνευματικό παιδί του Σεφέρη, ο οποίος θεωρούσε την ποίησή του «αποτελεσματική, χωρίς ψιμύθια». Είχε «σημαντική συμβολή στη μεταπολεμική ποίηση», έλεγε επίσης γι΄ αυτόν ο Σπύρος Τσακνιάς. Ο Γιώργης Παυλόπουλος, ένας ποιητής που πάντα θεωρήθηκε σημαντικός αλλά φαίνεται με τον χρόνο να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο βάρος. Ο ίδιος είχε λύσει τους λογαριασμούς του με τον θάνατο.

Ο Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1924 και ενώ έγραφε από νωρίς, άρχισε να δημοσιεύει αργά, δημοσιεύοντας περί τις επτά ποιητικές συλλογές ανάμεσά τους: «Το Κατώγι», «Το Σακί», «Τα Αντικλείδια», «Τριαντατρία Χαϊκού», «Λίγος Άμμος». Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία, Ρωσία, ΗΠΑ και Καναδά.

Συνεργάστηκε με τον φίλο του ποιητή Τάκη Σινόπουλο, σε μια πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων.

«Εννοώ πως η ποιητική φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να διηγείται: ξέρει δηλαδή να παίρνει τις σωστές ανάσες της, να μην πνίγεται όταν ψηλώνει, να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει... Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, την τρυφερότητα και τη φυσικότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου», έγραφε ο Δ. Ν. Μαρωνίτης.










Λοιπόν, ιδού ο Άγγελος, το πηγάδι και η βάρκα.
Ο ποιητής και, φυσικά, το φεγγάρι.
Το όνειρο και ο έρωτας.


Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009

Γράφεις; Όχι.. διαβάζω ένα ποίημα στα μάτια της... Γιώργος Δουατζής














Ηλέκτρα...

Και μην ξεχνάς αγαπημένη
Οσο θα αποδέχεσαι τις αλήθειες ως μη μοναδικές, ως πάντα αυτοαναιρούμενες .
Οσο θα απέχεις από ιδεολογικά κατασκευάσματα που φυλακίζουν τη σκέψη.
Οσο θα νιώθεις ότι παίρνεις και δίνεις γνώση.
Οσο θα κοιτάζεις τον άλλο στα μάτια και κάτι θα συμβαίνει μέσα σου.
Οσο θα μπορείς να εκφράζεσαι.
Οσο θα αγαπάς και θα το νιώθουν οι διπλανοί σου.
Οσο θα επιβεβαιώνεις την ύπαρξή σου μέσα από το δώσιμο
Οσο η αγκαλιά σου θα αισθάνεται τη ζεστασιά ενός άλλου ανθρώπου.
Οσο θα επιζητούν οι άνθρωποι τη συντροφιά σου.
Οσο τα εκφραστικά σου μάτια θα ιστορούν ότι πραγματικά έζησες
Οσο η εύθραυστη εικόνα σου θα αποπνέει γαλήνια δύναμη
Τόσο θα έχεις δικαιολογία ύπαρξης και θα παραμένεις επί της ουσίας και ισόβια νέα.























































ΝΕΦΕΛΗ

«Εσύ το ξέρεις, ότι υπάρχουν άνθρωποι με βαθύ ενσυνείδητο σχίσμα εαυτού.
Αυτό του ποιητή και του άλλου, του καθημερινού ανθρώπου της επιβίωσης.
Εσύ το ξέρεις ότι Ποίηση δεν είναι απλά γραφή.
Είναι το μεγαλύτερο. Το πιο βαθύ. Το μέγα.
Είναι στάση ζωής. Αξίες, αρχές, ανάλωση στην ένταση, στο πάθος.
Οικοδόμημα με το πρώτο πετραδάκι στα θεμέλια πριν την εφηβεία.
Και κτίσιμο συνεχές. Έως θανάτου.»







Ο Γιώργος Δουατζής είναι Έλληνας ποιητής και δημοσιογράφος.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948. Σπούδασε Οικονομία - Κοινωνιολογία.

Μέλος της ΕΣΗΕΑ. Από το 1974 μέχρι σήμερα έχει εργαστεί:

* σε εφημερίδες ( ΤΑ ΝΕΑ – ΕΘΝΟΣ – ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ – ΑΘΗΝΑΪΚΗ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
* σε περιοδικά ( «Κ» - ΕΨΙΛΟΝ - ΕΙΚΟΝΕΣ - ΧΡΟΝΟΣ )
* σε τηλεοπτικούς σταθμούς ( ΕΡΤ – ΑΝΤΕΝΝΑ – ΣΤΑΡ ) και
* σε ραδιοφωνικούς σταθμούς ( ΔΙΑΥΛΟΣ 10 – ΕΡΑ 2 – ΑΘΗΝΑ 984 )
* Στην έντυπη δημοσιογραφία ως ελεύθερος ρεπόρτερ, αρθρογράφος, πολιτικός αναλυτής, διευθυντής σύνταξης.
* Στην τηλεόραση, ντοκιμαντέρ, έρευνες, πολιτικές συζητήσεις, πορτραίτα προσωπικοτήτων. διευθυντής ειδήσεων - ενημέρωσης ( ΕΡΤ).

Διδάσκει σε Σχολές Δημοσιογραφίας, εισηγητής σε συνέδρια
για θέματα Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.

Γράφει ποίηση συστηματικά από την εφηβεία του. Πρώτη του εμφάνιση το 1971, στην Ποιητική Ανθολογία της Νέας Ελληνικής Γενιάς των εκδόσεων Άγκυρα.






ΒΙΒΛΙΑ

* Γραφτά- 1976,
* Τοπική Αυτοδιοίκηση – 1986,
* Τα Μικρά – 1996,
* Απάνθισμα Τάσου Λειβαδίτη – 1997,
* Προς Δέκα Επιστολή – 2001,
* Προς Δέκα Επιστολή – Τα Ανεπίδοτα – 2003 - Εξάντας,
* Σπονδές – 2004 - Εξάντας,
* Τα Μικρά Β’ - Εξάντας,
* Το Κουμπί - Εξάντας,
* Τα κόκκινα παπούτσια - Εξάντας,
* Μη φεύγετε κύριε Ευχέτη - Λιβάνης - 2008






«Προς δέκα επιστολή - Τα ανεπίδοτα»


Το βιβλίο «Προς δέκα επιστολή - Τα ανεπίδοτα», του Γιώργου Δουατζή και του Μιχάλη Αμάραντου είναι ένα πολύ σημαντικό έργο. Πολύ σημαντικό ως ενέργεια, πολύ τολμηρό για την ίδια του τη φύση.
Οι επιστολές (που απευθύνονται στα πρόσωπα που εικονίζονται στα πορτρέτα)
μας μεταφέρουν τη ματιά του συγγραφέα σε πράγματα καθημερινά, ανθρώπινα,
έτσι που ο αναγνώστης να βρει κομμάτια από τον εαυτό του.
Κομμάτια ερωτικά, κοινωνικά, με μια στάση φιλοσοφική, αισιόδοξη στο βάθος, με στοιχεία που καταδεικνύουν το δράμα του σύγχρονου ανθρώπου,
στην προσπάθειά του να αντισταθεί στην ευτέλεια της εποχής.

«Αξίζει καθένας να μελετήσει αυτό το βιβλίο. Για να διαπιστώσει μια πραγματικά σημαντική συνουσία. Τη γνώση. Το σμίγειν της ποιητικής γραφής με την εικαστική μορφή. Τα πάθη. Την προσωπική περιπέτεια», επισημαίνει προλογίζοντας
ο Κώστας Γεωργουσόπουλος.






«Σπονδές»
εκδόσεις «Εξάντας»

Ερωτική Ποίηση, με φωτογραφίες του Τάσου Βρεττού. Ενα σπάνιο εικαστικό αποτέλεσμα. Ενας πρωτότυπος διάλογος δύο δημιουργών, δύο μορφών τέχνης, ποίησης και φωτογραφίας.

Η νέα ποιητική συλλογή του Γ. Δουατζή, αποτελείται από εικοσιεπτά ποιήματα. Οι φωτογραφίες του Τ. Βρεττού, σπουδή στο ανθρώπινο σώμα, αποτελούν το υπόβαθρο, όπου πάνω τους ακουμπούν οι λέξεις.

Στο προλογικό σημείωμα μεταξύ άλλων γράφει ο Γ. Δουατζής:
«Το αποτέλεσμα της συνεργασία μας προέκυψε μέσα από απόλυτες συμφωνίες, απόλυτες διαφωνίες, συγκαταβάσεις, δημιουργική ένταση. Μία έκδοση που αποτελεί έναν πολυσήμαντο διάλογο. Κάτι σαν «έντυπο δρώμενο» με συνυπάρχουσες την ποιητική και την εικαστική - φωτογραφική γραφή.
’Αλλοτε συνυπάρχουμε αρμονικά, άλλοτε κοιτάζουμε τον ίδιο στόχο με άλλη ματιά, άλλοτε γυρίζουμε την πλάτη. Το μόνο βέβαιο είναι ότι πορευόμαστε σε αυτόν το μοναχικό δρόμο της δημιουργίας, που μας δίνει δικαιολογία ύπαρξης



ΕΙΔΑ
* * *
Με ανακαλύπτουν - λες - πρώτη φορά
Εννοιες που σμίλευα χρόνια πήραν υπόσταση
Το φανταστικό πραγματικότητα
Αιωρούμαι ανάμεσα σε αλήθεια ουτοπία πάθος και όνειρα πολλά
Τώρα μόνη πραγματικότητα αυτά
Και με έκανες να δω όσο κανείς ότι η ζωή μοναδικά όμορφη
και πάντα όχι αρκετή για να χωρέσει τις διαστάσεις σου Αγάπη




Μικρά

1. Oταν φτάσεις στη σιωπή θα ξέρεις.

2. Hταν τόσο λευκά τα σεντόνια, σαν τις μεγάλες αλήθειες.

3. Tραγούδα το χειμώνα, που σε έκανε να νιώσεις την Aνοιξη.

4. Mην βουτάς στα δάκρυα. Eίναι κρυστάλλινα και δεν μπορείς να κινηθείς.

5. Nα στοχάζεσαι μόνο είναι εγωϊσμός. Nα στοχάζεσαι και να δίνεις, είναι καθήκον.

6. Eίναι απο τα ωραιότερα δάκρυα, αυτά της υπομονής και της αποφασιστικότητας.

7. Eνας σκοπός, δεν είναι δα και μικρή υπόθεση.

8. H επανάληψη. Mιά απάτη σε βάρος της ομορφιάς.

9. Eίναι χρέος να αφήνεις πάντα μεγαλύτερους διαδόχους.

10. H παραδοχή δεν είναι ήττα.

11. Δέχομαι τον ολοκληρωτισμό, μόνο στο δώσιμο.

12. Nα διψάς και να βυθίζεσαι στη μοναξιά. Nα η δύναμή σου...














«Τα κόκκινα παπούτσια»


Ταξιδεύοντας πριν από λίγα χρόνια στη χώρα του Θερβάντες περιηγήθηκε σε υπόγειους ναούς του φλαμένκο και απαθανάτισε με το φακό του εικόνες που στη συνέχεια τού ενέπνευσαν το ποίημα «Τα κόκκινα παπούτσια». «Μια ωδή στην ομορφιά της κίνησης», όπως σημειώνει ο συγγραφέας Γιώργος Ικαρος Μπαμπασάκης, «μια σθεναρή πρόταση για το πώς ίσως οφείλουμε να ξαναγράφουμε ποιήματα: με καρδιά φλεγόμενη αλλά με το νου εστιασμένο στη δωρεά, τη χαριστικότητα».










"ΜΗ ΦΕΥΓΕΤΕ, ΚΥΡΙΕ ΕΥΧΕΤΗ"

"Κι έτσι παντοδύναμος, γονάτισα μπροστά σου,
για να δω να ορθώνεται
το μεγαλείο της ταπεινότητάς σου.
Και είπα, ποιος αλήθεια, ποιός θα δει τα δάκρυά σου.
Και ποιος να κουβεντιάζει τώρα
με τα υπέροχα φαντάσματα
του παρελθόντος σου.
Βέβαια, εκείνοι νόμισαν
πως σκότωσαν το παιδί μέσα μου
και ότι ήσουν τόσο όμορφη,
που δεν χωρούσες στην ψυχή μου.
Γελάστηκαν.
Κι εσύ, πανέμορφη,
κατέκτησες τη χώρα της σιωπής μου."


"Αυτή η λαχτάρα για συνομιλία κρύβει
τη μεγάλη έλλειψη,
τη δίψα κρύβει των ηττημένων, που τραγουδούν
για να καλύψουν το κλάμα τους,
όπως φωνάζαμε παιδιά τις νύχτες στα σοκάκια
για να νικήσουμε τον φόβο μας,
εκείνο το φόβο των σκιών
που ξέραμε ότι είναι χαμένες στο σκοτάδι,
γνωρίζαμε πως υπήρχαν απειλητικές
και θα το διαπιστώναμε με γκρίζα μαλλιά πια,
ότι οι σκιές δεν χάνονται ποτέ,
μας συνοδεύουν μέρα και νύχτα,
στο φως και στο σκοτάδι μας συνοδεύουν,
άλλωστε χωρίς εμάς πώς να υπάρξουν,
κι εμείς συνεχίζουμε αυτά τα τραγούδια
και την προσπάθεια αυτής της καταραμένης
και ιερής συνομιλίας, που φωνάζει
ότι υπάρχουμε και ως ποιητές
υποχθόνιοι και υστερόβουλοι,
μεγάθυμοι και πάντοτε ωραίοι,
ξέρουμε πως και μετά θάνατον
θα προκαλούμε συνομιλίες μονοσήμαντες,
γιατί θα τους μιλούν οι στίχοι μας,
αλλά ποτέ η φωνή μας."

"..'Ισως δεν το πιστέψεις, αλλά για λογαριασμό
των άλλων αγανακτώ.
Για λογαριασμό του πολιτισμού μας.
Αγανακτώ με τη βαρβαρότητα, ως μέσου υποβολής.
Αγανακτώ και μόνο με την πρόθεση επιβολής.
Τη θεωρώ κτηνώδη, ευτελή, ανάξια ανθρώπων.
Και είναι από τις στιγμές που πικραίνομαι.
Κι αναλογίζομαι, τόσο έργο,
τόσος αγώνας πήγαν χαμένα?
Δεν βλέπω να αντιδρούν όσοι πνευματικοί άνθρωποι
τάχτηκαν ιστορικά να "φυλάγουν Θερμοπύλες".
Να υπερασπίζονται τα στοιχειώδη
ανθρώπινα δικαιώματα.
Λύπη βαθιά..."

"..Τρομάζω. Τώρα πια τρομάζω.
Βλέπω την υποκατάσταση θεσμών,
που στηρίζουν δημοκρατία και δικαιώματα,
από ανθρωπάρια της τηλεχαύνωσης,τα οποία κρίνουν,
εκθέτουν, δικάζουν, αποφασίζουν, καταδικάζουν,
μέμφονται, λοιδορούν,
αφανίζουν κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας
και προστασίας στοιχειωδών δικαιωμάτων.
Βλέπω πρωτοσέλιδα, να διασύρουν ανθρώπους,
να τραυματίζουν αξιοπρέπειες,
με φήμες σερβιρισμένες σαν είδηση.
Και πιο πολύ τρομάζω για την ατομική
και συλλογική απάθεια,
για την έλλειψη κάθε αντίδρασης.
Τρομάζω, αλλά δε θα το δεις.
Τώρα πια τρομάζω που, που ...τρομάζω.."

"..Λιποτάκτης είναι αυτός που αρνείται να δεχτεί
πως έχουν νόημα οι αγώνες των συγχρόνων.
Που αρνείται να δει το τραγικό μεγαλείο στις σφαγές.
Που απεχθάνεται την ιδέα να συμμετέχει
σαν γελωτοποιός στην κωμωδία της ιστορίας...."

"-Αγαπάς, Τέρπανδρε ?
-Τι εννοείτε?
-Αυτό που ακούς εννοώ. Αγαπάς?
-Ναι. Πολύ. Αγαπάω. Μοιράζομαι...
-Με ό,τι συνεπάγεται αυτό?
-Α, λέτε την ευθύνη, την αγωνία...το τίμημα..το..
-Να αγαπάς. Είναι το σημαντικότερο που θα μπορούσες.
Είναι πάνω από τη δημοσιογραφία σου.
Κι από την Ποίηση και τη δημιουργία. Πολύ πιο πάνω.
Να αγαπάς, Τέρπανδρε.
-Κύριε Ευχέτη...
-....
-Μη φεύγετε, κύριε Ευχέτη. Μη....





















"Τη θρησκεία μου ονόμασαν ποίηση
εκεί δεν έχει θεούς, μόνο πίστη.
Κάθε πρωί τον φυλάκιζαν,
εκείνος έφτιαχνε σκάλες πανύψηλες με στίχους
-ως τον ουρανό πανύψηλες-
και κάθε σούρουπο τον έβρισκαν ανάμεσά τους
να μοιράζει φωτοστέφανα στους αδύναμους.

Ποίηση σκληρή, ανελέητη, αγαπημένη,
πόσες σπονδές χωράνε ακόμα τα ιερά σου;
Ποίηση σκυτάλη που δε φθάρηκε ποτέ
νοτισμένη από χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές.
Κι η ποίηση το μεγαλύτερο, το πιο βαθύ, το μέγα,
έως θανάτου πάθος...
Ευλογία να μπορείς να πετάξεις μ' ένα μολύβι κι ένα χαρτί.

Δεν βρήκα πιο μοναχική πορεία.
Είχαν τόση μουσική αυτοί οι στίχοι που κάλυψαν την οικουμένη του.
...ως κι οι ποιητές πεθαίνουν!
Εύθραυστα μολύβια μεταγγίζουν το βάρος της καρδιάς σε λευκά χαρτιά,
βαθύ ενσυνείδητο σχίσμα εαυτού,
του ποιητή και του ανθρώπου της επιβίωσης.
Ρώτα τις νύχτες!

Πήρε τα χαρτιά μου ο άνεμος και πάγωσα έτσι γυμνός
...τι μεθύσια υπέροχα χωρίς αλκοόλ...
Η ποίηση ήταν το δεκανίκι να περάσει απέναντι.
Δεν άφησα παρά χάρτινους απογόνους.
-"Γράφεις;"
-" Όχι...διαβάζω ένα ποιήμα στα μάτια της"







Ποίηση σκληρή, ανελέητη, αγαπημένη,
πόσες σπονδές χωράνε ακόμα τα ιερά σου;
Ποίηση σκυτάλη που δε φθάρηκε ποτέ
νοτισμένη από χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές.
Κι η ποίηση το μεγαλύτερο, το πιο βαθύ, το μέγα,
έως θανάτου πάθος...





Eγώ κι ένα λουλούδι, νικήσαμε το χρόνο..