Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

Ο χρόνος διαλύεται μέσα στη στιγμή, το ελάχιστο γίνεται ο μέγιστος τύραννος, βασανίζει ανθισμένες πληγές γεμάτες χαμόγελα και υποσχέσεις,..Μίκης




Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ "Le Soleil et le Temps" Ποίηση και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Ενορχήστρωση και διεύθυνση του Γιώργου Θεοδωράκη. Τραγουδούν: Πέτρος Πανδής, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Σοφία Μιχαηλίδου, Νίκος Μητσοβολέας. Ζωντανή ηχογράφηση από συναυλία στο Palladium Theatre της Σουηδίας το 1977 που κυκλοφόρησε το 1978 σε δίσκο βινυλίου στο Παρίσι από την εταιρία Galata.



I
Γειά σου Ακρόπολη,
Τουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου,
ο Πολικός σημαδεύει με φως
το σταθερό σημείο του κόσμου.
Αθήνα η πρώτη,
στο βυθό των αιώνων με το γυαλί
σε βλέπουν οι ψαροντουφεκάδες.

Γαλέρες, γιωταχί, πορνεία κρυφά,
η Γενική κέντρο του κόσμου.
Ο Πολικός γυρίζει σταθερά
το φουγάρο του μαγειρείου σημαδεύει με καπνό
το σταθερό σημείο του Στερεώματος.

Η Πούλια, η Αφροδίτη,
η Ντίνα, η Σούλα, η Εύη, η Ρηνιώ
πέντε εκατομμύρια έτη φωτός
σταθερή γραμμή διασχίζει
πέντε δισεκατομμύρια γαλαξίες
σε πέντε μέτρα, σε πέντε μέτρα
σε πέντε μόνο μέτρα από το κελί μου.

Greetings Acropolis
Tourkolimeno and you Voukourestiou
The polar star
Sends the beams
Of its light
Towards the central
Nub of the cosmos.
O Athens, the foremost
In the depths
Of the Ages,
The fishermen
Peer at you
Through their
Underwater glasses,
The galleys
And the limousines
And the brothels
The secret service
In the centre,
The polar star
Spins around
Eternally
And the stack
From the kitchen chimney flue
Sends a blackened
Cloud of smoke
Towards the central core
Of all the universe.
O Pleiades, O Aphrodite
O Dina, O Soula, O Eva, O Irene
Fifty million years go by
At the speed of light
And a constant line
Threads its way through
Fifty thousand million galaxies
Time eternal.
Just five small metres
Just five small metres
Five hundred centimetres
From my prison cell.




ΙΙ

Ο χρόνος διαλύεται μέσα στη στιγμή,
το ελάχιστο γίνεται ο μέγιστος τύραννος,
βασανίζει ανθισμένες πληγές
γεμάτες χαμόγελα και υποσχέσεις,
για κάτι άλλο, αυτό το άλλο,
είναι που ζούμε κάθε στιγμή
νομίζοντας ότι ζούμε το άλλο,

όμως το άλλο δεν υπάρχει
είμαστε εμείς η Μοίρα μας
που μας λοξοκοιτάζει.
Σφίγγα που ξέχασε το αίνιγμα,
δεν έχουμε τίποτα να λύσουμε,
τίποτα, δεν υπάρχει αίνιγμα,
δεν υπάρχει διαφυγή
από τον πύρινο κύκλο
του Ήλιου και του Θανάτου.

And time evaporates
Within a moment
The smallest thing will become
The greatest tyrant of them all
The greatest tyrant of them all
It is torture for the unfolding wounds
They smile as they smother us with empty promise
Of something else - this something else
For which we live every hour of the day
Believing that we're living another
Believing that we're living another
However there is not any other life
We are, we are, our own destiny
That looks at us obliquely - Sphinx
Oblivious of the mystery
We do not have anything
To understand anything
To understand of mystery
There is no way
For us to run away
From the burning fire
The circle
Of the sun and of the ring of death
Of the sun and of the ring of death
Of fhe sun and of the ring of death



III
Ήλιε θα σε κοιτάξω στα μάτια
έως ότου ξεραθεί η όρασή μου
να γεμίσει κρατήρες με σκόνη
να γίνει Σελήνη δίχως διάστημα,
κίνηση, ρυθμό, χαμένος διάττων,
εσβεσμένος από αιώνες,
καταδικασμένος ν' ακούει κραυγές ανθρώπων,
να ανασαίνει πτωμαΐνη λουλουδιών,
ο Ανθρωπος πέθανε!
Ζήτω ο Ανθρωπος!

O sun, I will stare into your eyes
Till the time comes when my vision
Is all dried up, is all dried up
Till my eyes are filled like craters
Full of ashes, just like craters
On the moon, beyond the universe,
Energy and time
Lost and lonely shooting star
Shooting star all extinguished
Since time eternal, since time eternal
Sentenced and condemned
To listen to the voices
Of the people
To inhale the putrescence
Of dead flowers
Man is dead! Long live Man!
Man is dead! Long live Man!



IV
Επάνω στο ξερό χώμα της καρδιάς μου
ξεφύτρωσε ένας κάκτος

πέρασαν πάνω από είκοσι αιώνες
που ονειρεύομαι γιασεμί
τα μαλλιά μου μύρισαν γιασεμί
η φωνή μου είχε πάρει κάτι
από το λεπτό άρωμα του
τα ρούχα μου μύρισαν γιασεμί
η ζωή μου είχε πάρει κάτι
από το λεπτό άρωμα του

όμως ο κάκτος δεν είναι κακός
μονάχα δεν το ξέρει και φοβάται

κοιτάζω τον κάκτο μελαγχολικά
πότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνες

θα ζήσω άλλους τόσους
ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν
μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.



V
Ανάμεσα σε μένα και τον ήλιο δεν υπάρχει
παρά μόνο η διαφορά του χρόνου
ανατέλω και δύω,
υπάρχω και δεν υπάρχω,
με βλέπουν
χωρίς να μπορώ να δω τον εαυτό μου.

Between me and the sun,
there is nothing but the time difference,
I rise and I set,
I exist and I don't exist,
they see me
but I can't see myself.



VI

Όταν σταματήσει ο Χρόνος
το κελί μου γεμίζει μήνες,
μήνες, μέρες, ώρες, στιγμές,
δέκατα δευτερολέπτων,
δέκατα δευτερολέπτων,
δέκατα δευτερολέπτων,
ένα βήμα πριν από το Χάος
υπάρχει Χάος,
ένα βήμα μετά το Χάος
υπάρχει Χάος,
εγώ υπάρχω λίγο πριν, λίγο μετά,
υπάρχω μέσα στο Χάος
δεν υπάρχω, δεν υπάρχω.



VII
Τα κελιά ανασαίνουν
τα κελιά που βρίσκονται ψηλά
τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά
η βροχή μας ενώνει
ο ήλιος ντράπηκε να φανεί, Νίκο
Γιώργο, κρατιέμαι από ένα λουλούδι.



XVII
Ποτέ ποτέ ποτέ
δεν θα μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίες
πράσινες κόκκινες κίτρινες μπλε μωβ θαλασσιές

ποτέ ποτέ ποτέ
δεν θα μπορέσω να μυρίσω όλα τα αρώματα
πράσινες κόκκινες κίτρινες μπλε μωβ θαλασσιές

ποτέ ποτέ ποτέ
δεν θα μπορέσω ν' αγγίξω όλες τις καρδιές
όλες τις θάλασσες να ταξιδέψω

ποτέ ποτέ ποτέ
δεν θα γνωρίσω τη μία σημαία
τη μοναδική
εσένα Τάνια



XX
Μέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μου
κίτρινος Ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνου

ακολουθούν πουλιά με ξύλινα φτερά
προπορεύονται άγγελοι με τζετ

μεγαλόπρεπη πορεία πάνω από μπανανιές
ευκάλυπτους και πεύκα που καλύπτουν
την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μου

στη δεξιά νύμφες και ουράνιες πόρνες
σκεπασμένες γιασεμιά, κόκκινες σαύρες
ακούν τους καταρράχτες που χάνονται
στις καταβόθρες του νωτιαίου μυελού μου
εκεί αρχίζει η Γη και τελιώνει το Συμπάν

Αιφνιδίως η μεγαλόπρεπη πομπή ακινητοποιείται
ώρα έξι το απούεγμα
ώρα έξι ακριβώς
σταματά η πομπή, ο χρόνος, ο Ήλιος

μονάχα τα πουλιά ταξιδεύουν
χτυπούν τα ξύλινα φτερά
και τα τζετ
θρηνούν κι αυτά αγγελικά




XXIII
Επουράνιοι ποταμοί
υπόγειοι χείμαρροι
κατεβαίνουν παφλάζοντας
οδός oνείρων Ομόνοια

Σίλβα
[σίγμα γιώτα λάμδα
βήτα άλφα
Φιλοθέη Χαϊδάρι]

τα νερά τους ξανθά,
δυο στρώματα ξανθά
δυο στρώματα πράσινα
στη μέση εγώ, κόκκινη ακρίδα

φτερά φυσαρμόνικες
ήχοι από νερό,
σαύρες φεγγάρια,
βουτούν βυθίζονται πνίγονται
κάγκελα
κάγκελα
κάγκελα.
Σίλβα.



XXIV
Όταν εσύ φωνάζεις
εγώ κοιμάμαι
όταν εσύ πονάς
εγώ χασμουριέμαι
όταν εσύ σφαδάζεις
εγώ ξύνομαι
Σεπτέμβριος
ημέρα δεκάτη έκτη
της Δημιουργίας
Διονύση!



XXV
Στο τέταρτο πάτωμα
η μαμά σου κοιμάται
Έλενα
μουσική θεία τα όνειρά της
τα όνειρά της Πεπίνο ντι Κάπρι
πέρα από τη θάλασσα
μην την ξυπνήσεις.



XXVI
Η οδοντοστοιχία του Ήλιου
με απειλεί
το κάγκελο του χρόνου
με προστατεύει

ο Γιάννης ο Ιάσων
ο Βύρων ο Τάκης ο Αλέκος

στα κατάρτια ψηλά υψώστε
τα λεμόνια τα πορτοκάλια υψώστε
τα πέδιλα στην άμμο,

φωνές κρέμα νιβέα
ιππόκαμπος πασιέντσες νεσκαφέ

σημαίες ακριβές από φτηνό ύφασμα κρατούν.



XXVII
Έκτη Σεπτεμβρίου
ώρα έντεκα πρωινή

τωρα λούζονται τα πουλιά
στα ποτάμια
στα έλατα τρίβονται
οι Βοριάδες.

Σε χτύπησε ο Τούρκος
στο Μπιζάνι.

Τώρα κάθεσαι και με κοιτάς
πίνεις καφέ
στάζεις φαρμάκι
αγάπη αγάπη
ο Ήλιος ψήνει
ώρα έντεκα πρωινή.




XXVIII
Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής
Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος

πάψε πια να φωνάζεις
λαθέμπορος λωποδύτης νταβατζής

φωνιτικές χορδές.
Ο Αντρέας ο Ηλίας η Ανθή
λαρύγγι ζώου λαρύγγι ανθρώπου

Άγια Σοφιά στίφη βαρβαρικά
το υγρόν πυρ
ο Γέρος του Μοριά σκουλίκι.

Σε κάθε βήμα μου σκοντάφτω
ζερβά θηριά του Βόρνεο
δεξιά φλογες στο Ναγκασάκι
μπροστά φουγάρα στο Μπούχενβαλντ
και πίσω το κελί του Μακρυγιάννη



Πάνω κάτω ανατολικά δυτικά
μαχαίρια, μαστίγια ακόντια, ορδές
ορδές αγίων
ορδες δαιμόνων
ορδές αγίων
ορδές στρατηγών
είμαι ραδίκι σπαρμένο στον κρατήρα
αντίο Ήλιε
αντίο φως
καληνύχτα.






Τα 32 αυτά ποιήματα γράφτηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη στην απομόνωση της Γενικής Ασφάλειας (Μπουμπουλίνας), κελί αρ. 4,τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1967, όταν είχε συλληφθεί από τις δυνάμεις ασφαλείας της χούντας και δεν ήξερε αν η κάθε ερχόμενη μέρα, του επεφύλασσε τα βασανιστήρια ή ακόμα και την εκτέλεση. Τα 15 από αυτά μελοποιήθηκαν την ίδια εποχή. Η πρώτη τους ηχογράφηση έγινε ζωντανά, στη συναυλία στο Palais de Chaillot του Παρισιού με εκτελεστές τους: Μαρία Φαραντούρη, Πέτρο Πανδή, Μαρία Δημητριάδη, Αντώνη Καλογιάννη, George Willson (απαγγελία).
Ο δίσκος κυκλοφόρησε από την Polydor και περιελάμβανε τα τραγούδια με την ενδιάμεση απαγγελία-μετάφραση για το γαλλικό κοινό. Επειδή ίσως ξενίζει λίγο η ακρόαση των τραγουδιών μαζί με την απαγγελία των στίχων, απομονώθηκε-κατά το δυνατόν-μόνο το μουσικό μέρος.
To 1999 o Γερμανός συνθέτης και τραγουδιστής Rainer Kirchmann έκανε μια πιο σύγχρονη ενορχήστρωση στο έργο, ενώ μελοποίησε και μερικά ακόμη από τα ποιήματα που δεν είχαν μελοποιηθεί στην αρχική έκδοση του έργου. Ο δίσκος κυκλοφόρησε από τη Lyra με ερμηνευτές την Μαρία Φαραντούρη και τον ίδιο τον Kirchmann.




Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι άνθρωποι, δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέται η ομορφιά Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.


ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ (1960)

Στην Τζίνα Πολίτη


Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ


Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ
απ' τα βουνά μιαν αλαφράδα, μόλο που η μέρα ήταν σκληρή και
η αύριο άγνωστη.

Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το χέρι πάνω από
το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη

Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια -το φύσημα
της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του καπνού από τα καμίνια-
στης θαλάσσης την έμπαση αγρυπνούσε

Αλλιώς ωραία!

Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ' ένα θρόισμα, κι άλλα
που μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπα-
ρίσσια, σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κε-
φαλή της άναβαν. Και μία

Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό το-
πίο να φανεί

Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι άνθρωποι,
δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέται η ομορφιά

Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.

Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που
έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς
Ιεροδούλου, ζυγωματικά

Τεντωμένα στ' ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός και της Παρ-
θένου.

«Μακριά απ' τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της
μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο
φως να 'ναι από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρ-
χοντα.

»Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν' αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμε-
να, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των
άστρων

»Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα
στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι

»Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μονα-
ξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»




Η ΑΥΤΟΨΙΑ


Λοιπόν, εβρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να 'χει σταλάξει στα φύλλα
της καρδίας του.

Κι από τις τόσες φορές οπού ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο, καρ-
τερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη του 'χε αρπάξει τα
σωθικά.

Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή του ορίζοντα έντονα
χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα.

Οι φωνές των πουλιών, που 'χε σ' ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθί-
σει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που δεν εστάθη βο-
λετό να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό

Που τ' αντίκρισε -είναι φανερό- στη στάση την τρομαχτική του
αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σα-
λεύει ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.

Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη.

Και μονάχα στην κόγχη από τ' αριστερό του αυτί, λίγη, λεπτή, ψι-
λούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα. Οπού σημαίνει ότι
πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα, κατάμονος, με το
μαράζι του έρωτα και τη βοή του άνεμου.

Όσο γι' αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη, δείχνουν ότι στ' α-
λήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά, κάθε φορά οπού έσμιγε
γυναίκα.

Θα 'χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.




Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ


Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.

Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα' φτανε
να πικράνει τον αέρα του Άδη

(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν'αρπαχτεί απ' το μέλλον,
τ' άλλο κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι

Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κά-
λυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες
στο διάστημα.

Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα

Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
μέσα στη μελανάδα τ' ουρανού

Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη

Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
έρεβος...

Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί

Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και ανα-
στραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέ-
σα τους τον Δήμιο

Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!

Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πό-
λου κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματα τους.

Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ' ανοιχτά για πάντα, κει
που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον
πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ

(Παραλλαγή)

Μυρίζουν ακόμη λιβάνια, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.

Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα 'φτανε
να πικράνει τον αέρα του Άδη

(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν' αρπαχτεί απ' το μέλλον,
τ' άλλο κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι

Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κά-
λυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες
στο διάστημα

Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα

Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
μέσα στη μελανάδα τ' ουρανού

Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη

Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
έρεβος...

Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί

Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη κι ανα-
στραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέ-
σα τους τον Δήμιο

Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!

Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με το μάτι εγύ-
ριζαν τις εποχές, ν' αποδώσουν στα πράγματα το αληθινό τους
όνομα

Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μία ηχώ, μοναχά
το μένος της αθωότητας που ολοένα δυνάμωνε τους καταρ-
ράχτες...

Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα, την
είπανε Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό αγορίστικο σώμα.

Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται σκληρά στα
μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι είχαν οι άνθρωποι
ανεξήγητα μελανουργήσει

Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκαλιά του
Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του Αντρός.

Και η άχνα που ανεβαίνει απ' τις κοιλάδες, έχουν να κάνουν πως δεν
είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαρα-
μάδες του ύπνου των Γενναίων.




ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ


Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέ-
στρεψε στον ήλιο.

Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του
αιθέρος

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.

Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο

Χειμώνα ελάχιστε

Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει
πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.




ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ

ή

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ

Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών
της: Μεσημέρι.

Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος, πάνω απ' τον
ωμό της Κόρης του Ευθυδίκου, χάραξε τα πτερύγια των ζεφύρων.

Το φως δουλεύοντας τη σάρκα μου, φάνηκε μια στιγμή στο στήθος το
μενεξεδί αποτύπωμα, κει που η τύψη μ' άγγιξε κι έτρεχα σαν
τρελός. Ύστερα, μες στα πλάγια φύλλα ο ύπνος μ' αποστέγνω-
σε, κι έμεινα μόνος. Μόνος.

Ζήλεψα τη σταλαγματιά που απαρατήρητη δόξαζε τα σκίνα. Όμοια
να 'μουν στο έκπαγλο μάτι που αξιώθηκε να δει το τέλος του
Ελέους!

Ή μήνα κι ήμουν; Στην τραχύτη του βράχου, ανάρραγου από την κορ-
φή ως τα βάραθρα, γνώρισα τα πεισματικά σαγόνια μου. Που
σπάραζαν το κτήνος μέσα στον άλλον αιώνα.

Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη από την ευφροσύνη που μου 'δω-
κεν η θάλασσα, κάποτε, σαν βλαστήμησαν οι άνθρωποι κι άνοι-
γα τις οργιές με βιάση να ξεδώσω μέσα της· να 'ταν αυτό που γύ-
ρευα; η αγνότητα;

Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα στο νόημα της μυρσίνης
όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι. Άκουσα ξανά το μετάξι που
έψαυε τα τριχωτά μου στήθη ασθμαίνοντας. Και η φωνή «χρυσέ
μου», νύχτα, μέσα στη ρεματιά, που έκοβα το στερνό πρυμνήσιο
των άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιο τ' αηδόνι.

Τι λαχτάρες αλήθεια και τι χλευασμούς εδέησε να περάσω, με το λί-
γο του όρκου στα δυο μάτια και τα δάχτυλα έξω απ' τη φθορά.
Τέτοιες χρονιές -α ναι- θα 'ταν που εργαζόμουν να γίνει τόσο
τρυφερό το απέραντο γαλάζιο!

Είπα. Και στρέφοντας το πρόσωπο, μες στο φως ξανά το αντίκριζα να
με ατενίζει. Δίχως έλεος.

Κι ήταν αυτό η αγνότητα.

Όμορφη, κι απ' των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη, κάτω απ' τον
σημαφόρο του ήλιου, η Κόρη του Ευθυδίκου δάκρυζε

Που μ' έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμο αυτόν, χωρίς
θεούς, αλλά βαρύς απ' ό,τι, ζώντας, αφαιρούσα του θανάτου.

Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών
της: Μεσημέρι.




Ο ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ


Έριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη, και με χέρι αργό αλλά σί-
γουρο πήρα να χρίσω τους τέσσερις τοίχους του μέλλοντος μου.

Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν' αρχίσει τώρα το ιερατικό της στά-
διο, και σε μια Μονή Φωτός ν' ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή
που ο άνεμος έξυσε λίγο συννεφάκι πάνω από τ' ακρότατο δέν-
τρο της γης.

Κείνα που μόνος μόχθησα να βρω, για να κρατήσω το ύφος μου μέσα
στην καταφρόνια, θα 'ρθουν -από το δυνατό του ευκαλύπτου
οξύ ως το θρόισμα της γυναίκας- να σωθούν στης ασκητείας
μου την Κιβωτό.

Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι, κι απ' τα πουλιά το
μόνο που μ' αφήκαν, το σπουργίτι, κι από το πενιχρό της πίκρας
λεξιλόγιο, δύο, καν τρία, λόγια: ψωμί, καημός, αγάπη...

(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο, κι απ' το ραμφί του
σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο, και δεν αφήσατε μήτε μια
τόση δα φωνούλα καθαρού νερού να συλλαβίσει στη χλόη την
αγάπη μου

Εγώ, που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης, ω Καιροί, δε
συγχωρώ.)

Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγοντας τα σπλάχνα, λιγοστέψει ο άν-
θρωπος, κι από τη μια στην άλλη

Γενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μες στο παντερειπωτικό ου-
ράνιο

Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω από τη σκουριά του χαλα-
σμένου κόσμου στροβιλίζοντας, θα παν να δικαιώσουν τη μικρή
μου σύνεση

Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ' ανοίξουν, ένα ένα στα
χείλη του νερού να τρίξουν τα λόγια τα πικρά

Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνοντας

Ωσάν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου, η αγία των ηδονών
ημέρα να μυρίσει

Και γυμνή ν' ανέβει το ρεύμα του Καιρού η γυναίκα η Χλοοφόρος

Που μ' αργότη ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα, μια για πάντα θα
στείλει το πουλί

Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, από κει που έσφαλε ο Θεός, να
στάξει

Τρίλια της Παράδεισος!




ΕΦΤΑ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ


ΚΥΡΙΑΚΗ-Πρωί, στο Ναό του Μοσχοφόρου. Λέω: να γίνει αληθινή
σαν δέντρο η ωραία Μυρτώ· και τ' αρνάκι της, κοιτάζοντας ίσια
στα μάτια το δολοφόνο μου, για μια στιγμή, να τιμωρήσει το πι-
κρότατο μέλλον.

ΔΕΥΤΕΡΑ-Παρουσία χλόης και νερού στα πόδια μου. Που θα πει
πως υπάρχω. Πριν ή μετά το βλέμμα που θα μ' απολιθώσει, το
δεξί χέρι ψηλά κρατώντας έναν πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Για να
ιδρύσω τα Νέα Ζώδια.

ΤΡΙΤΗ-Έξοδος των αριθμών. Πάλη του 1 με το 9 σε μια παραλία πα-
νέρημη, γεμάτη μαύρα βότσαλα, φύκια σωρούς, μεγάλες ραχο-
κοκαλιές θηρίων στα βράχια.

Τα δυο παλιά κι αγαπημένα μου άλογα, χρεμετίζοντας όρθια πά-
νω από τους ατμούς που ανεβάζει το θειάφι της θαλάσσης.

ΤΕΤΑΡΤΗ-Από την άλλη μεριά του Κεραυνού. Το καμένο χέρι που
θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσει τις πτυχές του κόσμου.

ΠΕΜΠΤΗ-Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα, κεφαλές από γερά-
νια, και πιο πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί, τρίμματα χοχλι-
διών στον ήλιο. Ένας τράγος μηρυκάζει αργά τους αιώνες, κι ο
καπνός, γαλήνιος, ανεβαίνει μέσ' από τα κέρατα.
Την ώρα που κρυφά, στην πίσω αυλή, φιλιέται η κόρη του περι-
βολάρη, κι από την πολλή αγαλλίαση μια γλάστρα πέφτει και
τσακίζεται.
Α, να σώσω αυτόν τον ήχο!

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ- «Της Μεταμορφώσεως» των γυναικών που αγάπησα
χωρίς ελπίδα: Ηχώ: Μα-ρί-νααα! Ε-λέ-νηηη! Κάθε χτύπος καμ-
πάνας, κι από μια πασχαλιά στην αγκαλιά μου. Ύστερα φως πα-
ράξενο, και δύο ανόμοια περιστέρια που με τραβούν ψηλά σ' έ-
να μεγάλο κισσοστολισμένο σπίτι.
ΣΑΒΒΑΤΟ-Κυπαρίσσι από το σόι μου, που το κόβουν άντρες βλοσυ-
ροί και αμίλητοι: γι' αρρεβώνα ή θάνατο. Σκάβουν το χώμα γύ-
ρω και το ραντίζουν με γαριφαλόνερο.

Έχοντας εγώ κιόλας απαγγείλει τα λόγια που απομαγνητίζουν
το άπειρο!







Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.

Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο

Χειμώνα ελάχιστε

Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς