Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Η ζωή είναι γλυκιά, γλυκιά, γλυκιά... Adrián González da Costa









Η ζωή είναι γλυκιά, γλυκιά, γλυκιά
Adrián González da Costa


I

Ο δρόμος είναι φαρδύς σαν θλιμμένη μέρα.
Ανδρες με βαμβακιένιο χαμόγελο
και φανταστικές γυναίκες διασταυρώνονται
-έρχονται από μακριά, πάνε οπουδήποτε-
μαζί μου! Οχι. Μην με ρωτάτε τίποτα.
Με κοιτάζουν όλοι σαν να έφερνα
νέα από τον Κύριο στις πόρνες.
Και δεν βλέπουν ότι στο στήθος έχω ένα δάκρυ,
ένα δάκρυ που διασχίζει, εδώ, το στήθος.

Χθες ήμουν ευτυχής, όμως όχι πια.
Η ευτυχία σαν ένα χρυσό δαχτυλίδι
με συναντά στο δρόμο μόνο μου.
Ηρθε ο κάτοχός του να ρωτήσει γι' αυτό.
Ηρθε ο κάτοχός του να ρωτήσει γι' αυτό.



La calle es larga como un día triste.
Hombres con la sonrisa de algodón
y mujeres fantásticas se cruzan
- viene de lejos, van a donde van -
conmigo. No. No me pregunten nada.
Me miran todos como si llevase
noticias del Señor en las pupilas.
Y no ven que en el pecho traigo un llanto,
un llanto atravesado, aquí, en el pecho.

Ayer era feliz, pero acabo.
Felicidad como un anillo de oro
que me encontrara por la calle a solas.
Vino su dueño a preguntar por él.
Vino su dueño a preguntar por él.


II

Κάθε νύχτα ονειρεύομαι ότι είμαι άλλος.
Και κάθε μέρα ξυπνώ ο ίδιος.
Oσο μακριά κι αν εισέλθουν τα πλοία μου
χαμένα απ' το όνειρό μου στη νυχτερινή
αναζήτηση εθνών και κέντρων,
κάθε πρωί είμαι ο ίδιος άνθρωπος.

Τ' αρώματα, τ' αποκτηθέντα μετάξια,
πιθαμή προς πιθαμή, στα μαγαζιά, και τ΄αγοραστά
κοσμήματα που φόρτωσα ξημερώματα,
πού είναι; Πού είναι αυτός ο πλούτος
όταν ξυπνώ; Πού είναι αυτός ο έρωτας;

Ονειρεύομαι; Oχι. Δε θέλω να ονειρεύομαι άλλο πια.
Θα καούν τα πλοία μου ως το τελευταίο.
Θυμός που δεν είναι όνειρο, όπως όλα.



Todas las noches sueño que soy otro.
Y todos los días amanezco igual.
Por lejos que se adentren mis navíos
perdidos de mi sueño en la procura
nocturna de naciones y de emporios,
cada mañana soy el mismo hombre.

¿Los perfumes, las sedas que adquirí,
palmo a palmo, en las tiendas, y las joyas
pagadas que embarque amaneciendo,
en dónde están? ¿En dónde esa riqueza
al despertarme? ¿Dónde esta ese amor?

¿Soñar? No. Ya no quiero soñar más.
Ardieran mis navíos hasta el último.
Rabia de no ser sueño, como todo.


III

Eκλεισα την πόρτα και, αβίαστα,
κατέβηκα ένα ένα τα σκαλιά
της ίδιας σκάλας προς τοn δρόμο,
προς τον ίδιο δρόμο, με την ίδια
πορτοκαλιά στο χoλ, σάπια κι άτυχη.

Ζω στο ίδιο διαμέρισμα πάντα.
Πάντα κατεβαίνω να πιω στο ίδιο μπαρ.
Και δεν πειράζει τι αλλάζει, συνεχίζει έτσι.
Αν άλλαζα διαμέρισμα, σκάλα,
θα 'χα αλλάξει μόνο σκάλα,
διαμέρισμα. Το υπόλοιπο ποτέ δεν αλλάζει,
συνεχίζει μες το κεφάλι μου, όπως πριν.

Δεν ξέρω τι να κάνω, πού να πάω, ούτε πώς.
Περνώ τις μέρες με έμμονες σκέψεις.


He cerrado la puerta y he, sin prisas,
bajado uno a uno los peldaños
de la misma calle, con el mismo
naranjo ante el portal, podrido y pobre.

Vivo en el mismo cuarto desde siempre.
Siempre bajo a beber al mismo bar.
Y no importa qué mude, sigue así.
Si cambiara de cuarto, de escalera,
sólo habría cambiado de escalera,
de cuarto. El resto nunca muda, sigue
dentro de mi cabeza, como antes.

No sé qué hacer, adónde ir, ni cómo.
Llevo días pensando obsesionado.


IV

Εχω μάτια γεμάτα αναμνήσεις.
Οπου κι αν στραφεί το βλέμμα,
σαν κάποιον που κοιτά μέσα από γυαλιά
μ' έναν λεκέ στο κρύσταλλο, ο κόσμος
εμφανίζει ένα μόνιμο γνώρισμα:
την εικόνα του προσώπου σου να μου χαμογελά.

Ετσι ζω έχοντας εμμονές
με το πρόσωπό σου, αφού κάθε πρόσωπο είναι δικό σου,
παρόμοιο σχεδόν, όμοιο
ως τη σύγχυση και τη συναφή έκφραση.

Χαιρετώ με έκπληξη τον διαβάτη
που δεν γνωρίζω, και μιλώ μόνος
στον δρόμο, ενώ βυθίζομαι σε μια θάλασσα
προσώπων που είναι ένα κι είναι το δικό σου.



Tengo los ojos llenos de recuerdos.
Adondequiera que la vista vuelva,
como quien mira a través de gafas
con una mancha en el cristal, el mundo
presenta inconfundible un sello fijo:
la imagen de tu rostro sonriéndome.

De tal manera vivo obsesionado
con tu cara, que toda cara es tuya,
similar más o menos, parecida
hasta la confusión y el gesto idéntico.

Saludo con sorpresa al transeúnte
que no conozco, y voy hablando a solas
por la calle, hundiéndome en un mar
de rostros que son uno y es el tuyo.


V

Αυτός ο τρόπος να πράττω, να είμαι,
συνεχώς, ξαναδιαβάζοντας σελίδες,
ανακινώντας στάχτες, και γκρινιάζοντας.
Αυτός ο τρόπος να ζω πεθαίνοντας
δίχως τελικά να φθάνω στο θάνατο
αλλά αρχικά, να θυμάμαι.
Αυτός ο μάταιος, σιωπηλός τρόπος
να εξετάζω τα γεγονότα της ζωής μου
και να γελοιοποιούμαι για όλα.
Γελοίος όταν ήμουν γελοίος.
Γελοίος όταν δεν ήμουν.
Και θα έπρεπε, ίσως, να ήμουν.

Σαν αυτόν που κοιτά μια ξένη ατυχία
και συγκινείται, κοιτώ σήμερα τη ζωή μου
και με συγκινεί, έκπληκτος και τραγικός.
Θεατής με όρεξη να φύγει
δεμένος στην καρέκλα, καλεσμένος
προσκεκλημένος να δειπνήσω τον εμετό του.



Esta manera de actuar, de estar,
continuamente, repasando paginas,
removiendo cenizas, y quejándome.
Esta manera de vivir muriendo
sin llegar a la muerte por el fin
sino por el principio, recordando.
Esta manera inútil, silenciosa,
de examinar los hechos de mi vida,
y encontrarme ridículo por todo.
Ridículo por cuando fui ridículo.
Ridículo por cuando no lo fui.
Y tendría, tal vez, que haberlo sido.

Como quien mira una desgracia ajena
y se conmueve, miro hoy mi vida
y me conmueve, asombrado y trágico.
Espectador con ganas de marcharse
al que amarraron a la silla, huésped
invitado a cenar su propio vómito.


VI

Με αγρυπνούν τα πιο οικεία σεντόνια,
τα πιο όμορφα στήθη με το πορφυρό τους,
οι απίστευτες καμπύλες κάποιων μηρών.
Με σημαδεύουν οι φωνές κάποιων χειλιών,
το σκούρο εμπόδιο της αϋπνίας.
Με καταδιώκουν οι μέρες κι οι νύχτες
που πέρασα δίπλα σου
μέσα από τις ώρες και τις νύχτες.

Στις άδειες σάλες των ονείρων μου,
τα τακούνια σου ηχούν καθαρά.



Me vigilan las sabanas más hondas.
los senos más hermosos con su púrpura,
las curvas imposibles de unos muslos.
Me señalan las voces de unos labios,
el salitre moreno del insomnio,
el aroma que rompe los sentidos.
Me persiguen las horas y las noches
que he pasado a tu vera
a través de las horas y las noches.

En las salas vacías de mis sueños,
tus tacones resuenan claramente.


VII

Υπάρχει ένα σαφές σούσουρο στην απουσία σου.
Πιάνεται απ' το άρωμά σου, στα πράγματα,
και σιγά σιγά μεγαλώνει, αργά,
ώσπου να γεμίσει σπίθες ο αέρας
ώσπου να καεί ο αέρας στους πνεύμονες.

Τίποτα δεν επιζεί στα αποχαιρετιστήρια
λόγια σου, στο ξαφνικό κλείσιμο
της πόρτας, στο βρόντο των αντίων σου.

Δε ξέρω τι φοράς -αν το φοράς-
ή τι σ'ακολουθεί -αν σ' ακολουθεί κάτι-,
μα καθώς οι ώμοι σου απομακρύνονται, ιδρώνω.
Και τα κρίνα μουρμουρίζουν ενώ μαραίνονται.



Hay un murmullo nítido en tu ausencia.
Prende de tu perfume, entre las cosas,
y poco a poco va creciendo, lento,
hasta cubrir de crepitar el aire,
hasta quemar el aire en los pulmones.

Nada le sobrevive a tu palabra
de despedida, al cierre repentino
de la puerta, al portazo de tus adiós.

No sé lo que te llevas - si lo llevas -
o qué te sigue - si te sigue algo -,
pero al verse alejar tus hombros, sudo.
Y los lirios murmuran marchitándose.


VIII

Ηδη ξέρεις πως εγώ, αφού δεν διαβάζω
εφημερίδες ούτε ακούω άγρυπνες
ομιλίες στο ράδιο, συνηθίζω
να πιστεύω ακριβώς όσα
αφηγούνται τα μάτια σου στο μπαρ Indias.
Ο καφές σ' αυτό το μπαρ δεν είναι καφές,
είναι άλλη εντολή -δική σου και δική μου-.
Μια πράξη στην οποία ο Θεός μερικές φορές
ντύνεται παιδικά και μας ρωτά
αν θα θέλαμε κάτι, οτιδήποτε,
ζάχαρι, για παράδειγμα.
Ερώτημα αυτό
στο οποίο μαζί, γελώντας, απαντάμε
πως δε θέλουμε τίποτα προς το παρόν,
πως η ζωή μας είναι γλυκιά, γλυκιά, γλυκιά.



Tú ya sabes que yo, como no leo
periódicos ni escucho las tertulias
insomnes de la radio, acostumbro
a creer religiosamente cuanto
cuentan tus ojos en el bar de Indias.
El café de ese bar no es un café,
es otro mandamiento - tuyo y mío -.
Un acto en el que Dios a veces viene
vestido de muchacho y nos pregunta
se querríamos algo, alguna cosa,
azúcar, por ejemplo.
Cuestión esta
a la que juntos, riendo, respondemos
que no queremos nada por ahora,
que nuestra vida es dulce, dulce, dulce.








Ο Adrián González da Costa είναι γιος ενός Ισπανού και μιας Πορτογαλίδας, και μέσα από αυτά τα οκτώ ποιήματα τα οποία περιλαμβάνονται στην ποιητική συλλογή του Rua dos douradores, προσπαθεί να ενώσει την ισπανική με την πορτογαλική λογοτεχνία. Είναι γραμμένα σε εντεκασύλλαβους χωρίς ομοιοκαταληξία.

Στα πρώτα τέσσερα ποιήματα ο ποιητής επικεντρώνεται στο λυρικό εγώ και κυριαρχεί ο συλλογισμός του. Κατά κάποιον τρόπο λειτουργούν ωσάν ένας εσωτερικός μονόλογος μέσα από τον οποίο γίνονται ορατά κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητάς του: ρομαντισμός, αίσθημα φυγής, αμφιβολία. Ο υλικός κόσμος δεν οδηγεί στην ευτυχία που κάποτε ένιωθε ο ποιητής˙ ευκαιρίες που δεν άδραξε και χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Η ευτυχία παρομοιάζεται με χρυσό δαχτυλίδι, το σύμβολο του κύκλου, του αέναου, των επαναλαμβανόμενων καταστάσεων της ζωής. Μιας ζωής, μερικές φορές μονότονης, δίχως έρωτα, όπου είναι και το θέμα στο οποίο επικεντρώνεται με τα τέσσερα τελευταία ποιήματα. Ποιήματα ερωτικά, με επίκεντρο το θηλυκό εσύ. Εμμονές, απογοήτευση από τις καταστάσεις που βιώνει, απουσία αλλαγών, καταδίωξη, απουσία -του ερωτικού αντικειμένου- διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Εντούτοις, η ζωή δεν σταματά, και είναι γλυκιά...
μτφρ.: Βιργινία Χορμοβίτη