Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

God Jul, Feliz Navidad, Merry Christmas,Buon Natale, Καλά Χριστούγεννα!!!!





























Βοσκο-Χριστούγεννα

Λαογραφική μαρτυρία από το λεσβιακό χωριό Αντισσα, πατρίδα του αρχαίου μουσικού και ποιητή Τέρπανδρου

Στο νερόμυλο της κυρά Παναγιωτούδας διάβαινα κάθε τόσο, κι' άλεθα το στάρι μας. Φόρτωνα τη γαϊδάρα με δυο μισογεμισμένα τσουβάλια καρπό, καθόμουνα απανωσάμαρα, και μ' ένα κομμάτι τουλουμοτύρι και πίτα στο στόμα, κατέβαινα στην Τσίθρα για ν' αλέσω.

Ο μύλος ήτανε πλάι στον ποταμό και το νερό το μάζευε απ' τ' αψηλώματα του Αητού, του βουνού που απάνω στα ράχτα του είναι σκαλωμένα τα καλύβια των Χυδηριωτώνε. Καθώς ήτανε χωμένος μέσα στα πλατάνια και στους κισσούς, δεν τονέ ξεδιάλυνες, παρά μοναχά σαν κόντευες κι άκουγες το βουητό του νερού καταπώς έπεφτε από τη δεξαμενή μεσ' τη χώνα και κινούσε τις μυλόπετρες, κομμάτια σιδερόπετρας ασήκωτης, ένοιωθές τόνε.

Την κυρά Παναγιωτούδα, τη μυλωνού, την ήξερα χρόνια, όπως τηνέ πρωτογνώρισα, και ποτέ δεν άλλαξε σουσούμι. Μια ψηλόκορμη γριά με αντρίκεια κορμοστασιά, παρ' όλα τα εβδομήντα της χρόνια. Στα νιάτα της, φαντάζουμε, θα ήτανε μια πολύ όμορφη κοπελούδα. Τα μακριά χέρια της, σαν φτυάρια, με τις χοντροπετσιασμένες απαλάμες γιομάτες ρόζους και τις φουσκωμένες φλέβες που πεταγότανε απάνου στα μπράτσα, αρπάζανε τα τσουβάλια και τα πετούσανε σαν να ήτανε καρπούζια. Στο κεφάλι της φορούσε πάντα μαντήλι μαύρο, για να μην πέφτουνε τρίχες απ' τα μαλλιά της μέσα στ' αλεύρι και για να μην αλευρώνουνται με την πάχνη που σηκωνότανε. Το μαύρο μαντήλι, όμως, άσπριζε πάνω στη δούλεψη, σαν να τόχανε σκεπάσει μπαμπούσκλες από χιόνι.

Κάθε φορά που πήγαινα στο μύλο για ν' αλέσω, καθόμουνα σταυροπόδι στα γιομάτα τσουβάλια και μου διηγότανε παλιές ιστορίες και περιστατικά απ' τη ζωή της, κι' όσες είχε ακούσει απ' τους παππούδες της.

Οι χωριανοί τηνέ σεβότανε σαν αγιασμένη γυναίκα, αλλά κάμποσοι την ονοματίζανε και παλαβή, επειδή, πάντα, το χριστουγεννιάτικο σαραντάμερο σφαλνούσε το μύλο και δεν άλεθε για κανένα πελάτη της.


Σαραντάμερο χριστουγεννιάτικο της κατοχής έλαχε να πάγω φορτωμένη τη γαϊδάρα κριθάρι, ανακατεμένο με νταρί και βαλάνια για να ζυμώσουμε τα χριστόψωμα και τα κουλίτσια, καταπώς τόχουμε στα εθίματα του τόπου μας.

Απ' αλαργινά δεν άκουσα το βουητό του νερού και παραξενεύτηκα, σκέφτηκα πως κάτι θάπαθε η γριά και σταμάτησε ο μύλος. Αμόλυσα τη γαϊδάρα μπροστά στη σφαλιστή χαμηλόπορτα, κι' έψαξα στα γύρω μήπως βρω την κυρά Παναγιωτούδα. Πουθενά όμως δε φαινότανε. Το τραγούδισμα του νερού είχε σωπάσει, κι' η ιδέα πως δε θα πήγαινα αλεύρι στη μάνα μου, ακόμα και νοθεμένο, για να πλάσει τα κουλίτσια κείνης της δυστυχισμένης χρονιάς του πολέμου, μ' έβαλε σε θλίψη που βούρκωσα από παράπονο.

Η γαϊδάρα σούφρωσε με τα πλατειά της χείλια μερικά κισσοκλώναρα γιομάτα τρυφερά φύλλα που κρεμότανε πάνω από την πόρτα του μύλου, κι' άρχισε να τρώγει λαίμαργα, που τα σάλια της, όλο πρασινίλα, παίφτανε κατάμεσα στο πορτοσάνιδο. Μου ήρθε τότες η σκέψη να χτυπήσω τα κρίτσιαλα της ξώπορτας. Κριτσιάλισα δυνατά, όμως άχνα δεν άκουσα.

- Κυρά Παναγιωτούδα, κυρά μυλωνού, άρχισα να φωνάζω και να χτυπώ κλαίγοντας.

Καμιάν απόκριση δεν ελάβαινα.

- Θα πόθανε, παραμίλησα, πάνω στην απελπισιά μου και τράβηξα το καπίστρι της γαϊδάρας για να φύγω άπραγος.

- Δάγκασε τη γλώσσα σου, βρε, όποιος και νάσαι, που θα μου πεις πως απόθανα!

Ξαφνιάστηκα με τούτη την απόκριση. Γύρισα ξοπίσω κι άρχισα να φωνάζω πιότερο μέσ' στην πόρτα του μύλου.

- Κυρά Παναγιωτούδα, κυρά μυλωνού, εσύ είσαι; Ανοιξέ μου νάχεις καλή ώρα και να ζήσεις χίλια χρόνια!..

Ορμητικά ορθάνοιξε το θυρόφυλλο και φανερώθηκε μπροστά μου η γριά μ' ένα κλαδευτήρι στο χέρι. Στ' αντίκρυσμά της αγριεύτηκα και πισωδρόμησα.

- Βρε, συ, τι θέλεις; Δεν ξέρεις πώς ο μύλος δεν αλέθει το σαραντάμερο; Από πού σε φέρανε, ε; Και κούναγε νευριασμένα το χέρι της με το κλαδευτήρι.


Ο φόβος με κυρίεψε πιότερο και δεν αποκότησα να βγάλω μιλιά. Τράβηξα τη γαϊδάρα απ' το καπίστρι, και σαν έκανε δυο περπατηξιές, με πιάσανε τα κλάματα. «Τα Χριστούγεννα χωρίς κουλίτσια», μουρμούρισα.

- Τι μου ψέλνεις, βρε; Ελα, πού είσαι, την αφεντιά σου λέγω. Ασε τα καμώματα και κόπιασε. Νάχεις χάρη που σ' αγαπώ!

Γύρισα ξοπίσω. Ξεφόρτωσα τη γαϊδάρα και μπήκα στο μύλο. Η κυρά Παναγιωτούδα άνοιξε το φράγμα και ξεμπουκάρισε απ' τη χώνα το νερό ορμητικά. Πήρανε μπρος οι μυλόπετρες κι άρχισε τ' άλεσμα.

Η γριά αποτραβήχτηκε σε μια μεριά του μύλου κοντά στο τζάκι τ' αναμμένο, κάτω απ' τον φεγγίτη και με το κλαδευτήρι που βαστούσε, έπιασε να πελεκά έναν άτσαλο δαυλό που, φαίνεται, πως πολεμούσε μ' αυτόνε μέρες.

Κάθισα αντίκρυ της και δε μιλούσα, παρά λόγιαζα πότε τις μυλόπετρες και πότε τα χοντροπετσιασμένα χέρια της που πελεκούσανε κείνον τον άτσαλο δαυλό με το κλαδευτήρι. Το βουητό του νερού καθώς έπεφτε απ' τ' αψήλωμα, έκανε το μύλο να μοιάζει σαν θεριό που βογκούσε. Λογιάριαζα να τη ρωτήσω τι πελεκούσε, αλλά δεν έβγαζα μιλιά, γιατί φοβόμουνα, μέσα σε κείνο το σαραβαλιασμένο στοιχειό που καθότανε ανακούρκουδη, την αγριομάρα της. Καμιά φορά γύρισε, και καθώς με είδε που την παρατηρούσα, μου μίλησε.

- Με ονοματίζεις βρε και συ παλαβή;


Δε μίλησα ο κακόμοιρος. Γνοιαζόμουνα πως μια κουβέντα να της έλεγα που δε θα της άρεσε, θάπαιρνε φωτιά το αίμα της, και ποιος θα με γλύτωνε απ' τη συμφορά μου.

- Απάντεχε να σταματήσω το μύλο και θα σου τα πω. Ελα, πάρε και τούτο το κυδώνι να περάσεις την ώρα σου.

Σταμάτησε τις μυλόπετρες και κάθισε πλάι μου. Δάγκωσα το κυδώνι και τηνέ κοίταζα τώρα στα μάτια με συμπάθεια.

- Που λες, άρχισε να μου διηγάται, χίλια χρόνια να ζήσεις γιε μου, μην ανοίξεις το στόμα σου και πεις σε κανένα τίποτα απ' όσα θα σου διηγηθώ, γιατί είσαι ο πρώτος που τα μαθαίνεις. Επειδή είσαι νόρφανος, γι' αυτό σου τα λέγω, ειδεμή... Σαν αποθάνω όμως να τα πεις σ' όλους, για να μάθουνε την παλαβομάρα μου που γι' αυτήνε με κατακρίνουνε και με γλωσσοτρώνε...

Και σφούγγιξε με τον αγκώνα τη μύτη της, που έσταζε από την καταρροή.

- Εμένα που με γλέπεις τώρα μιαν αρμαθιά κόκαλα, συνέχισε, είμουνα στα νιάτα μου η μορφότερη κοπελιά του χωριού και τούτο γιατί γεννήθηκα με τις ανεραγίδες, κι είχα στο πρόσωπό μου τον ήλιο. Χριστουγεννιάτικο μεσονύχτι κοιλοπόνισε η μάνα μου, κ' ίσαμε τα χαράματα με πέταξε. Τρανή συφορά για ένα σπιτικό, γιατί όποιος γεννηθεί με το Χριστό είναι βρουκόλακας, δαιμονισμένος απ' τα γεννοφάσκια του. Θα μου πεις, είν' αλήθεια; Ετσι το βρήκαμε απ' τους παλιούς, που ό,τι λέγανε ήτανε σωστό. Τι να με καν' η μάνα μου. Να με πετάξει; Τράνεψα, το λοιπό, σε τούτον έδωνά το μύλο κι' ανατράφηκα με τις ανεραγίδες, που ολόγυμνες χορεύανε πάνω στο νερόμυλο καθώς τραγούδαγε. Τις ξεσήκωνε, γλέπεις, ο σκοπός του. Στα δεκαφτά μου παντρεύτηκα. Γυναικάρα με τα ούλα μου. Ολοι λέγανε με το ξεσηκωμό που είχα, πως θα γιόμιζα τον κόσμο μωρά. Μα, πού να γεννοβολήσω. Η Μεγαλάχαρη δε μ' αξίωσε να γευτώ τέτοια χαρά. Το λέγανε οι παλιοί ανθρώποι, πως ήτανε μεγάλη προσβολή που γεννήθηκα ανήμερα με τον Υιγιό της. Ε, να μη στα πολυλογώ, μαράζωσα απ' τα κακό που μ' εύρηκε. Κι έταξα... Να το τάμα μου! Δε θυμάμαι πόσα χρόνια το κάνω.


- Το χριστουγεννιάτικο σαραντάμερο σα θα μπει, σφαλνώ το μύλο και μέρα νύχτα πελεκώ τούτο το δαυλό με ψαλμουδιές και δέησες. Λιβανίζω και νηστεύω πελεκώντας ίσαμε που να μ' αξιώσει η τρανή της χάρη να ξαναγεννηθεί ένας Χριστούλης μέσα στις καρδιές όλων μας. Από την ίδια γεννιέται, και γω κάνω την καλομάνα, τη μαμή μ' άλλα λόγια. Ποιος θα το πιστέψει πως γνοιάζουμε για τους άλλους; Μωρά δεν έχω και παιδιά μου είναι όλ' οι χωριανοί μου. Μοναχά κείνοι, που τούτες τις αγιασμένες μέρες έχουνε βαθιά την πίστη μέσα τους, στοχάζουνται πως θα γεννηθεί ξανά ένας Χριστός στον κόσμο για τη σωτηρία μας.

- Με λένε παλαβή, αλλά κανένας δεν έμαθε τόσα χρόνια τούτα που θα σου διηγηθώ. Γι' αυτό σφαλνώ το μύλο. Μοναχά η νύχτα ξέρει τα μυστικά μου. Ανήμερα της μεγάλης γέννας, τις μικρές ώρες, παίρνω το Χριστό και τονέ πηγαίνω στο παλιό μοναστήρι του Κουρούκλου. Στερνά από κάμποση ώρα, κατεβαίνει με το κοπάδι του τα πρόβατα και τα νιογέννητα αρνιά ο παπάς των Χυδηριωτών, ο γεροβοσκός Κουδουνάς. Ξοπίσω του οι βοσκοί του Αητού με τις φαμελιές τους τον ακλουθάνε για να γιορτάσουνε τα Χριστούγεννα στο μοναστήρι. Μεσ' το προσκυνητάρι τοποθετώ τούτο το Χριστούλη κι' από πάνω του το κόνισμα της γέννησης. Στα πόδια του οι βοσκοί απιθώνουνε τ' αρνιά τους. Προτού χαράξει η αυγή, βγαίνουν οι βοσκοί με τον παπά Κουδουνά στον αυλόγυρο της εκκλησιάς και ψέλνουνε όλοι μαζί το «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει». Λογιάζουνε τα μεσούρανα. Αφουγκράζουνται. Κείνη τη στιγμή γεννιέται το «θείον βρέφος». Οποιος προκάνει και δει απ' τ' άνοιγμα τ' ουρανού τη γέννα, κι' ακούσει το πανηγύρι που γιορτάζεται, απάνου, γίνεται ο βοσκός που θα παρασταθεί γύρω από τη φάτνη. Οπως τότε στη Βηθλεέμ. Αυτός που θα λάχει να είναι ο καλοδεχούμενος στην ουράνια γιορτή, βγαίνει από τους βοσκούς τους γονατισμένους και διαβαίνει κοντά στο Χριστούλη που σκάλιξα. Μια άγνωστη δύναμη τονέ σπρώχνει και βαδίζει χωρίς να το καταλαβαίνει. Ασπάζεται το νιογέννητο και το παίρνει στην αγκαλιά του. Πόση χαρά!..

Ετούτος ο βοσκός γίνεται ο πιότερο ευτυχισμένος της χρονιάς. Πλούσια τα καλά στο σπίτι, στα γεννήματα και στα ζωντανά του.

- Ο πρώτος που αξιώθηκε τη μεγάλη ευτυχία, θυμάμαι, στάθηκε ένας φονιάς. Ναι, μα τον αγιασμένο δαυλό που πελεκώ, σκότωσε! Ο Αχλιόπτας ήτανε. Ησυχος, καλός και συσταζούμενος αθρωπος, δεν πείραξε ούτε μέρμηγκα... Να σου πω με δυο λόγια την ιστορία του; Είχε ένα κοπάδι γίδια και τάβοσκε στα κατατόπια του Κορατσώνα. Ζα ήτανε, φάγανε πέντ' έξη μπολάδες. Με ταχιά, πήρε ο αγροφύλακας και τούκανε μήνυση. Εχασε δεκαπέντε κεφάλια για τη ζημιά που έκανε. Στερνά από κάμποσο καιρό τα ζωντανά ξαναχαλάσανε κάμποσες ελιές σ' ένα χτήμα. Σάν τόμαθε ο αγροφύλακας, πήγε στην πηγάδα κι' έριξε μεσ' στ' αυλάκι που πίνανε τα γίδια φαρμάκι και τα ψάκωσε ούλα. Πενήντα κεφάλια ζα ξεπαστρευτήκανε στο άψε σβύσε. Χτυπιότανε ο κακόμοιρος ο Αχλιόπτας, κ' η φαμελιά του άρχισε να τηνέ κόφτει η πείνα. Μια μέρα παραφύλαξε τον αγροφύλακα, και σαν πέρασε απ' την πηγάδα, τον άρπαξε και τονέ πέταξε μέσα. Δεν μπορέσανε να τονέ δικάσουνε, αλλά όλοι ξέρανε πως ήταν ο Αχλιόπτας. Εκειός πρωτοπήρε το Χριστούλη και πιστέψαμε πως ήταν αθώος και μετανοιωμένος φονιάς.

- Από τότενες αλλάξανε οι άνθρωποι μέσα στα Χύδηρα. Η καλωσύνη κ' η αγάπη τους ξεχωρίζει σ' ό,τι κάνουνε. Αμα τύχει και δεν προκάνει κανένας ν' αντικρίσει το άνοιγμα τ' ουρανού, ο ξυλένιος Χριστός μεταφέρεται με λιτανεία τρανή στα κατσάβραχα του Αητού σε μια σπηλιά, για να προστατεύει τους βοσκούς και τα ζα τους απ' τα κακά και τα δεινά. Οι χωριανοί, και γω, κι ο πιο κακός του χωριού γινόμαστε άλλοι αθρώποι. Αμονιάζουμε, αγαπιόμαστε, γλεντοκοπάμε σαν αδρέφια, τους αγαπώ κι ατή μου, κι ας με λένε παλαβή. Αλλωστε, τούτη την παλαβομάρα απαντέχουνε όλοι, κι ας μην το ξέρουνε πως η αφεντιά μου είναι η καλομάνα της Παναγιάς, για να χαρούνε τη χρονιάρα μέρα.

- Αχ!.. θα μου πεις πως είναι παραμύθια τούτα που σου ιστορώ. Μ' αν έχεις το κουράγιο κι' ανεβείς το χριστουγεννιάτικο μεσονύχτι στο μοναστήρι του Κουρούκλου κι' αντικρύσεις την πίστη που είναι ζουγραφισμένη στα μάτια των βοσκών, πως θα ξαναγεννηθεί κείνη την αγιασμένη νύχτα ο Χριστός για να φέρει τη χαρά και την αγάπη στις καρδιές όλων μας, τότες θα με πιστέψεις. Αντε τώρα, διάβαινε στη μάνα σου να πλάσει τα κουλίτσια, σ' απαντέχει.

Η κυρά Παναγιωτούδα έσκυψε και με φίλησε στο μέτωπο, ενώ δυο δάκρυα κυλήσανε στα μαγουλά της. Της ασπάστηκα το χέρι και γιομάτος συγκίνηση πήρα το φόρτωμα και βγήκα από το μύλο. Η γριά με παρέβγαλε ίσαμε την εξώπορτα, κρατώντας το δαυλό στην αγκαλιά και τα κλαδευτήρι στόνα χέρι της.

- Ναι, θάρθω κυρά Παναγιωτούδα. Τα Χριστούγεννα θα είμαι στο μοναστήρι του Κουρούκλου.

Και τράβηξα το μονοπάτι για το γειτονικό χωριό της Βηθλεέμ που ήτανε το σπιτικό μας.

Του
Βασίλη ΠΛΑΤΑΝΟΥ
Από το βιβλίο του «Ελληνικά λαϊκά πανηγύρια»



Silent Night By Beyonce


Mariah Carey- Silent Night


Mariah Carey- O Holy Night


Mariah Carey- Hark The Herald Angels Sing/ Gloria


Mariah Carey- Santa Claus Is Comin' To Town


Mariah Carey- All I Want For Christmas Is You










Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

..Κι ένα παιδί σα δάκρυ ωραίο, αγγελούδι..





Αλέξη! Το γέλιο σου ο δρόμος μας..


"Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις, χτύπα με αλλού, μη σημαδέψεις την καρδιά μου. Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο. Δε θάθελα να το λαβώσεις".
Στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη


vlefaro mou ahdonidhs xronhs





Ενα ποίημα για τον Αλέξη, με αγάπη και τρυφερότητα

Kirkh70

ΣΤΟΝ ΑΛΕΞΗ


Kirkh70

Τρία ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη που είναι σα να γράφτηκαν για το σήμερα.Θα ήθελα αυτό το βίντεο,να το αφιερώσω στον Αλέξη Γρηγορόπουλο

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ-ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ


Ένα τραγούδι απο το Νίκο Κυριακάκη αφιερωμένο στον άδικο χαμό του μικρού Αλέξη

Νίκος Κυριακάκης - Όλα σου τα όνειρα


ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ - GIA TON ALEXI



ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Αλκίνοος Ιωαννίδης

Μια μέρα ήρθε στο χωριό γυναίκα-ταραντούλα
Κι όλοι ετρέξαν να τη δουν.
Άλλος της πέταξε ψωμί κι άλλοι της ρίξαν πέτρα,
Απ' την ασχήμια να σωθούν.

Κι ένα παιδί της χάρισε ένα κόκκινο λουλούδι
Ένα παιδί --
Ένα παιδί της ζήτησε να πει ένα τραγούδι.
Είπε --

Κι είπε - "Ποτέ σου μη τους πεις τι άσχημοι που μοιάζουν
Αυτοί που σε σιχαίνονται μα στέκουν και κοιτάζουν.
Κι είπε - "Ποτέ σου μην κοιτάς τον άλλονε στα μάτια
Γιατί καθρέφτης γίνεσαι κι όλοι σε σπαν κομμάτια."

Μια μέρα ήρθε στο χωριό άγγελος πληγωμένος
Τον φέραν σ' ένα κλουβί,
Και κόβαν εισιτήριο ο κόσμος αγριεμένος.
Την ομορφιά του για να δουν.

Κι ένα παιδί σα δάκρυ ωραίο, αγγελούδι
Ένα παιδί --
Ένα παιδί του ζήτησε να πει ένα τραγούδι.
Ένα παιδί --

Κι είπε - "Αν θέλεις να σωθείς από την ομορφιά σου
Πάρε τσεκούρι και σπαθί και κόψε τα φτερά σου.
Κι είπε - "Ποτέ σου μην κοιτάς τον άλλονε στα μάτια
Γιατί καθρέφτης γίνεσαι κι όλοι σε σπαν κομμάτια."


MIRROR

One day a tarantula-woman came to the village.
And everyone rushed to see her.
Someone threw bread at her, others threw stones
To save themselves form her ugliness.

And a child gave her a red flower as a present
A child,
Asked her to sing a song,
And she said:

She said: "Never tell them how ugly they are
Those who think you are revolting, but who keep on looking at you, anyway.
She said: "Never look at others in the eye
Because you'll turn into a mirror and they'll shatter you."


One day a wounded angel came to the village,
Carried there locked in a cage.
And the wild crowds bought tickets
To glimpse his beauty.

And a child as beautiful as a tear, a cherub,
A child,
Asked him to sing a song,
And he said:

He said: "If you wish to be saved from your beauty,
Take an axe and a sword and sever your wings."
He said: "Never look at others in the eye
Because you'll turn into a mirror and they'll shatter you."


Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, Madnifesto By mathitikiprotovoulia




Madnifesto
By mathitikiprotovoulia

Εμείς σαν νέοι, μαθητές, φοιτητές,
μελλοντικοί πολίτες αυτού του μπάχαλου
που ονομάζεται Ελλάδα,
ελπίζουμε να ζούμε την Πρεμιέρα.
Την Πρεμιέρα του πεσίματος αυτής της Βαβυλώνας,
αυτής της ψεύτικης Βαβυλώνας.
Θέλουμε επιτέλους να καταλάβετε ότι δεν είμαστε
τα προβατά σας. Δεν είμαστε κανενός τα πρόβατα.
Θέλουμε επιτέλους να ζήσουμε,
να ζήσουμε τη ζωή που μας κρύβετε,
τη ζωή που μας κουκουλώνετε,
τη ζωή που χάνουμε,
τη ζωή που επιθυμούμε.
Θέλουμε να μπορούμε να ζήσουμε
λεύτεροι, χωρίς φόβο εάν είμαστε
μουσουλμάνοι, χριστιανοί, ινδουϊστές,
χωρίς φόβο εάν είμαστε
λευκοί, μαύροι, κίτρινοι
χωρίς φόβο εάν είμαστε
αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι,
χωρίς φόβο εάν δεν έχουμε λεφτά
χωρίς φόβο εάν δεν έχουμε δικό μας σπίτι
χωρίς φόβο εάν δεν έχουμε το πιο ακριβό αμάξι
χωρίς φόβο εάν δεν έχουμε κάτι να δείξουμε
χωρίς φόβο για το τι θα πουν οι γύρω μας
ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ,
κάτι που έχετε ξεχάσει εσείς οι “μεγάλοι”
οι “σοφοί” και εσείς που έχετε “εμπειρίες”.
Εσείς που είσαστε η γενιά του Πολυτεχνείου
σκουριάσατε. Οι δήθεν εξεγερμένοι που
τώρα δε θέλετε να σηκωθείτε από τον καναπέ
του σπιτιού σας, από την TV σας, από αυτή
την άθλια “βολεμένη” ζωούλα σας.
Εσείς που δεν αγαπάτε πια, που δεν νοιάζεστε,
που δεν έχετε τύψεις, που δεν αντιδράτε,
που μόνο πουλάτε και αγοράζετε, που μόνο μολύνετε,
που μόνο γιορτάζετε, που μόνο δείχνετε.
Εσείς που λέτε πρέπει να υπάρξει αυτή η αλλαγή
αλλά τίποτα δεν κάνετε;

Και εσείς που λέτε ότι δεν έχουν νόημα αυτά,
και εσείς που λέτε ότι τους ίδιους αγώνες κάνατε,
και εσείς που λέτε ότι θα μας φάει το σύστημα,
ΕΜΕΙΣ απαντάμε ότι όσοι είναι να λακήσουν ας λακήσουν.
Και όσοι κρατηθούμε. Και όσοι αντέξουμε.
Και όσοι έρθουν, συνεχιστές.

Νομίζαμε ότι είσασταν δίπλα μας.
Γονείς. Νομίζαμε. Μην ανυσηχήτε όμως.
Δεν θα σας ξαναενοχλήσουμε. Θα σας αφήσουμε
μονάχους στη πίκρα σας. Στο μικρό σας φαίνεσθαι
ενώ εμείς θα παλεύουμε για το μεγάλο μας είναι.
Ένα είναι που δε βλέπει λεφτά, πλούτο, καταγωγή,
δέρμα ή πιστεύω. Ένα είναι που βλέπει στην αξιοπρέπεια
ενός ανθρώπου, στον άνθρωπο.

Όσα ΜΑΤ και να μας στέλνετε για καταστολή
των πορειών μας, όσους τρομονόμους και να ψηφίζετε,
όσα, όσους, όσο… εμείς θα αντιστεκόμαστε.
Θα αντιστεκόμαστε στο πεθαμένο μέλλον μας.
Θα αντιστεκόμαστε για πάντα.

Αυτό που έγινε δεν θα ξεχαστεί, ούτε θα περάσει
με το γιάτρεμα του χρόνου που εσείς πολύ καλά ξέρετε,
ούτε με το να το κλείσουμε για τον εαυτούλη μας.

Θα έρθει η ώρα που θα υψώσουμε τις αδυναμίες μας,
τις ανασφάλειές μας, της ήττες μας, της νίκες μας,
της στενοχώριες μας, της χαρές μας, τις πίκρες μας,
τις τύψεις μας, τη ζωή που θέλαμε να ζήσουμε,
την αντίληψη που κουβαλάμε, την αντίληψη που κουβαλάγαμε.
Και τότε ο χρόνος δε θα έχει σημασία, γιατί ο χρόνος
μας περιμένει να ξαναβγούμε στους δρόμους,
και ας γυρνάει προς τα πίσω, πιο πολύ κουράγιο βρίσκουμε,
πιο μεγάλο ζήλο, και θα ξαναβγούμε στους δρόμους,
με τρελούς, με μικρούς, με μεγάλους, με ανήμπορους και δυνατούς,
και δε θα μας χωράτε, ούτε εσείς ούτε οι δρόμοι
και δε θα μας χωράνε οι πόλεις, και θα ‘μαστε πιο δυνατοί,
πιο πολλοί ακόμα και απ’ τους ίδιους μας τους εαυτούς.

Γι’ αυτό αδέρφια μη σκύβετε κεφάλι,
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ πάλι και πάλι και πάλη.

Και αν αργήσει ο χρόνος, θα περιμένουμε,
και αν αργήσει ο χρόνος δε θα κουραστούμε.
Και αν πέσουμε, δεν θα πέσουμε στα γόνατα,
και αν πέσουμε θα ξανασηκωθούμε.
Γιατί όσο παίρνουμε τη ζωή στα χέρια μας,
τόσο ο θάνατος έχει λιγότερη αξία.

Και θα λέμε, έφτασε ο καιρός,
Και θα λέμε, ήρθε η ώρα.

Δεν υπογράφουμε σαν Μαθητική Πρωτοβουλία,
δεν υπογράφουμε για μικρό-αναγνώριση και συμφέροντα
υπογράφουμε σαν ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ, σαν ΕΦΗΒΟΙ, σαν ΝΕΟΙ,
σαν ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ, σαν ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΣ,
σαν ΑΝΘΡΩΠΟΙ πάνω απ’ όλα.






Αλέξη! Το γέλιο σου ο δρόμος μας..



vlefaro mou ahdonidhs xronhs




Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

..Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σε εποχές υγιείς το Κάλλος ταυτίσθηκε με το Αγαθόν και το Αγαθόν με τον Ήλιο..Ελύτης














ODYSSEAS ELYTIS


Λόγος στην Ακαδημία της Στοκχόλμης

"Λόγος στην Ακαδημία της Στοκχόλμης" του Οδυσσέα Ελύτη, κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας στις 8/12/1979 (εκφωνήθηκε στα γαλλικά - μετάφραση Νεοκλή Κουτούζη) .

Κύριοι ακαδημαϊκοί
Κυρίες και κύριοι

Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας. Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά - σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ. Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του. Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα. Δεν μιλώ για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τ' αντικείμενα σ' όλες τους τις λεπτομέρειες αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα την μεταφυσική τους σημασιολογία. 0 τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκαν την ύλη οι γλύπτες της Κυκλαδικής περιόδου, που έφτασαν ίσια-ίσια να ξεπεράσουν τηv ύλη, το δείχνει καθαρά. Όπως επίσης, ο τρόπος που οι εικονογράφοι του Βυζαντίου επέτυχαν από το καθαρό χρώμα να υποβάλλουν το "θείο".

Μια τέτοια, διεισδυτική και συνάμα μεταμορφωτική επέμβαση μέσα στην πραγματικότητα επεχείρησε πιστεύω
ανέκαθεν και κάθε υψηλή ποίηση. Όχι να αρκεστεί στο "νυν έχον" αλλά να επεκταθεί στο "δυνατόν γενέσθαι" . Κάτι που, είναι η αλήθεια, δεν εκτιμήθηκε πάντοτε. Ίσως γιατί οι ομαδικές νευρώσεις δεν το επέτρεψαν. Ίσως γιατί ο ωφελιμισμός δεν άφησε τα μάτια των ανθρώπων ανοιχτά όσο χρειάζεται. Η ομορφιά και το φως συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή ανώδυνα. Και όμως. Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω, πολύ πιο επώδυνη από την άλλη που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαίμονες.
Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε Ομορφιά. Την Ομορφιά που είναι μια οδός - η μόνη ίσως οδός προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει.

Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια.

Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατάλυτος και αιώνιος; Είναι φρόνιμο να αποφεύγουμε τις μεγαλεπήβολες εκφράσεις, το ξέρω. Οι κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τις χρησιμοποίησαv, ήρθαν σε σύγκρουση, ακμάσανε, πέρασαν. Η ουσία όμως έμεινε, μένει. Και η Ποίηση, που εγείρεται στο σημείο όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του για να τ' αναλάβει εκείνη και να
προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, ελέγχεται να είναι ίσια-ίσια εκείνη που προσβάλλεται λιγότερο από τη φθορά. Διασώζει σε καθαρή μορφή τα μόνιμα, τα βιώσιμα στοιχεία που καταντούν δυσδιάκριτα μέσα στο σκότος της συνείδησης όπως τα φύκια μέσα στους βυθούς των Θαλασσών. Να γιατί μας χρειάζεται η διαφάνεια. Για να διακρίνουμε τους κόμπους στο νήμα που μες από τους αιώνες τεντώνεται και μας βοηθεί να σταθούμε όρθιοι πάνω σ' αυτή τη γη.

Από τον Ηράκλειτο έως τον Πλάτωνα και από τον Πλάτωνα έως τον lησού διακρίνουμε αυτό το "δέσιμο" που φτάνει κάτω από διάφορες μορφές ως τις ημέρες μας και που μας λέει περίπου το ίδιο: ότι εντός του κόσμου τούτου εμπεριέχεται και με τα στοιχεία του κόσμου τούτου ανασυντίθεται ο άλλος κόσμος, ο "πέραν", η δεύτερη πραγματικότητα, η υπερτοποθετημένη επάνω σ' αυτήν όπου παρά φύσιν ζούμε. Είναι μια πραγματικότητα που τη δικαιούμαστε και που από δική μας ανικανότητα δεν αξιωνόμαστε.

Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σε εποχές υγιείς το Κάλλος ταυτίσθηκε με το Αγαθόν και το Αγαθόν με τον Ήλιο. Κατά το μέτρο που η συνείδηση καθάρεται και πληρούται με φως, τα μελανά σημεία υποχωρούν και σβήνουν αφήνοντας κενά που - όπως ακριβώς στους φυσικούς νόμους - τα αντίθετά τους έρχονται να πληρώσουν τη Θέση τους. Κι αυτό, με τέτοιον τρόπο που τελικά το δημιουργημένο αποτέλεσμα να στηρίζεται και στις δύο πλευρές, Θέλω να πω στο "εδώ" και στο "επέκεινα". Ο Ηράκλειτος δεν είχε ήδη μιλήσει για μιαν "εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην";

Εάν είναι ο Απόλλων ή η Αφροδίτη, ο Χριστός ή η Παναγία, που ενσαρκώνουν και προσωποποιούν την ανάγκη να δούμε υλοποιημένο εκείνο που σε ορισμένες στιγμές διαισθανόμαστε, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η αναπνοή της αθανασίας που μας επιτρέπουν. Η Ποίηση οφείλει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πέραν από συγκεκριμένα δόγματα, να επιτρέπει αυτή την αναπνοή .

Πώς να μην αναφερθώ εδώ στον Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, τον μεγάλο ποιητή που με το ίδιο πνεύμα εστράφηκε προς τους Θεούς του Ολύμπου και προς τον Ιησού; Η σταθερότητα που έδωσε σ' ένα είδος οράματος είναι ανεκτίμητη. Και η έκταση που μας αποκάλυψε μεγάλη. Θα έλεγα τρομακτική. Αυτή άλλωστε είναι που τον έκανε, όταν μόλις ακόμη άρχιζε το κακό που σήμερα μας πλήττει, ν' ανακράξει: Wozu Dichter in durftiger Zeit!

Oι καιροί, φευ, εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο durftiger. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε. Δύο φαινόμενα προορισμένα να συνοδεύουν την επίγεια μοίρα μας και που το ένα τους αντισταθμίζει το άλλο. Πώς αλλιώς. Αφού και η νύχτα και τ' άστρα μας γίνονται αντιληπτά χάρη στον ήλιο. Με τη διαφορά ότι ο ήλιος, κατά τη ρήση του αρχαίου σοφού, εάν υπερβεί τα μέτρα καταντά "ύβρις". Χρειάζεται να βρισκόμαστε στη σωστή απόσταση από τον ηθικόv ήλιο, όπως ο πλανήτης μας από τον φυσικόν ήλιο, για να γίνεται η ζωή επιτρεπτή. Mας έφταιγε άλλοτε η αμάθεια. Σήμερα μας φταίει η μεγάλη γνώση. Δεν έρχομαι μ' αυτά που λέω να προστεθώ στην μακρά σειρά των επικριτών του τεχνικού μας πολιτισμού. Μια σοφία παλαιή όσο και η χώρα που μ' εξέθρεψε, μ' εδίδαξε να δέχομαι την εξέλιξη, να χωνεύω την πρόοδο μαζί με όλα της τα παρεπόμενα, όσο δυσάρεστα και αν μπορεί να είναι αυτά.

Τότε όμως η Ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετεινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.

Είναι, το ξέρω, άτοπο ν' αναφέρεται κανείς σε προσωπικές περιπτώσεις. Και ακόμη πιο άτοπο να επαινεί το σπίτι του. Είναι όμως κάποτε απαραίτητο, στον βαθμό που αυτά βοηθούν να δούμε πιο καθαρά μιαν ορισμένη κατάσταση πραγμάτων. Και είναι σήμερα η περίπτωση. Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλ' αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στη υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μια Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. - χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρισμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας. Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Nα τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση.

Η σφαίρα που σχηματίζει η νέα ελληνική ποίηση έχει, θα μπορούσε να πει κανείς, όπως κάθε σφαίρα δύο πόλους: τον βόρειο και τον νότιο. Στον ένα τοποθετείται ο Διονύσιος Σολωμός που από την άποψη της εκφραστικής επέτυχε - προτού υπάρξει ο Mallarmé στα ευρωπαϊκά γράμματα - να χαράξει με άκρα συνέπεια και αυστηρότητα την αντίληψη της καθαρής ποίησης με όλα της τα παρεπόμενα: να υποτάξει το αίσθημα στη διάνοια, να εξευγενίσει την έκφραση και να δραστηριοποιήσει όλες τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου προς την κατεύθυνση του Θαύματος. Στον άλλο πόλο, τοποθετείται ο K. Π. Καβάφης, αυτός που παράλληλα με τον T. S. Eliot έφτασε στην άκρα λιτότητα, στη μεγαλύτερη δυνατή εκφραστική ακρίβεια, εξουδετερώνοντας τον πληθωρισμό στην διατύπωση των προσωπικών του βιωμάτων.

Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους κινήθηκαν οι μεγάλοι μας άλλοι ποιητές, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γιώργος Σεφέρης, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο προς το ένα ή το άλλο από τα δύο άκρα. Αυτή είναι μια πρόχειρη και όσο γίνεται πιο σχηματική χαρτογράφηση του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Το πρόβλημα για μας που ακολουθήσαμε, ήτανε να επωμιστούμε τα υψηλά διδάγματα που μας κληροδότησαν και, ο καθένας με τον τρόπο του, να τ' αρμόσουμε πάνω στη σύγχρονη ευαισθησία. Πέραν από τα όρια της τεχνικής, οφείλαμε να φτάσουμε σε μια σύνθεση που από το ένα μέρος ν' αναχωνεύει τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης και από το άλλο να εκφράζει τα κοινωνικά και ψυχολογικά αιτήματα της εποχής μας. Με άλλα λόγια, να φτάσουμε να προβάλλουμε τον τύπο του "Ευρωπαίου - Έλληνα". Δεν μιλώ για επιτυχίες, μιλώ για προσπάθειες. Οι κατευθύνσεις είναι που έχουν σημασία για τον μελετητή της Λογοτεχνίας.

Πώς όμως ν' αναπτυχθούν οι κατευθύνσεις αυτές ελεύθερα όταν οι συνθήκες της ζωής είναι στις ημέρες μας εξοντωτικές για τον δημιουργό; Και πώς να διαμορφωθεί η πνευματική κοινότητα, όταν οι φραγμοί των γλωσσών ορθώνονται αξεπέραστοι; Σας γνωρίζουμε και μας γνωρίζετε από το 20 ή έστω το 30 % που απομένει ύστερα από την μεταγλώττιση. Ειδικά εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μια συγκεκριμένη παράδοση και μένουμε βουβοί, αμετάδοτοι πάσχουμε από την έλλειψη μιας κοινής γλώσσας. Και ο αντίκτυπος απ' αυτή την έλλειψη - αν ανεβούμε την κλίμακα - σημειώνεται ακόμη και στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της κοινής μας πατρίδας, της Ευρώπης.

Λέμε και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ' ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θα έλεγα τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο. Η αντίφαση είναι διδακτική. Όταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή.

Για τον ποιητή - μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές - η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμία σύγκρουση όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια. Όμως όταν μιλώ για αισθήσεις δεν εννοώ το προσιτό, πρώτο ή δεύτερο, επίπεδό τους. Εννοώ το απώτατο. Εννοώ τις "αναλογίες των αισθήσεων" στο πνεύμα. Όλες οι τέχνες μιλούν με ανάλογα. Μια οσμή μπορεί να είναι ο βούρκος ή η αγνότητα. Η ευθεία γραμμή ή η καμπύλη, ο οξύς ή ο βαθύς ήχος, αποτελούν μεταφράσεις κάποιας οπτικής ή ακουστικής επαφής. Όλοι μας γράφουμε καλά ή κακά ποιήματα κατά το μέτρο που ζούμε και διανοούμαστε με την καλή ή την κακή σημασία του όρου. Μια εικόνα πελάγους από τον Όμηρο φτάνει άθικτη ως τις ημέρες μας. Ο Rimbaud την αναφέρει σαν mer melee au soleil και την ταυτίζει με την αιωνιότητα. Ένα κορίτσι που κρατάει έναν κλώνο μυρτιάς από τον Αρχίλοχο επιβιώνει σ' έναν πίνακα του Matisse και μας καθιστά πιο απτή την αίσθηση, τη μεσογειακή, της καθαρότητας.

Εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και μια παρθένος της βυζαντινής εικονογραφίας, δεν διαφέρει πολύ. Παρά ένα κάτι ελάχιστο, συχνά, το εγκόσμιο φως γίνεται υπερκόσμιο και τανάπαλιν. Μια αίσθηση που μας δόθηκε από τους Αρχαίους και μια άλλη από τους Μεσαιωνικούς έρχονται να γεννήσουν μια τρίτη που τους μοιάζει όπως το παιδί στους γεννήτορές του.

Μπορεί η ποίηση ν' ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο; Οι αισθήσεις μες απ' τον αδιάκοπο καθαρμό τους να φτάσουν στην αγιότητα; Τότε η αναλογία τους θα επαναστραφεί επάνω στον υλικό κόσμο και θα τον επηρεάσει.

Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ' όλ' αυτά βρίσκεται στα χέρια μας.





Odysseas Elytis - Sta xtimata vadisame olh mera




"To kohili" Elytis-Tranoudakis-Gisdakis




ΤΟ ΜΑΓΙΣΣΑΚΙ - Νένα Βενετσάνου




Ελύτης Οδυσσέας