Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Σάββατο 1 Μαρτίου 2008

Καλώς μας ήρθες Άνοιξη ¨Μάγεμα η φύσις".. Σολωμός


ζω πο νασταίνεται μ λες της τς χαρές, ναβρύζοντας λοθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη ες λα τ ντα· ζω κέραιη, π᾿ λα της φύσης τ μέρη, θέλει ν καταβάλ τν νθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γ, ορανός, συγχωνευμένα, πιφάνεια κα βάθος συγχωνευμένα, τ ποα πάλι πολιορκον τν νθρώπινη φύση στν πιφάνεια κα ες τ βάθος της






γνώριστη

Ποι εναι τούτη
Πο κατεβαίνει
σπροντυμένη
χ τ βουνό;

Τώρα πο τούτη
κόρη φαίνεται,
Τ χόρτο, γένεται
νθι παλό·

Κ᾿ εθς νοίγει
Τ ραα του κάλλα,
Κα τ κεφάλι
Συχνοκουνε·

Κ᾿ ρωτεμένο,
Ν μ τ φήσ,
Ν τ πατήσ,
Παρακαλε.

Κόκκινα κι᾿ μορφα
χει τ χελα,
σν τ φύλλα
Τς οδαρις,

ταν χαράζ,
Κα αγολα
Λεπτ βροχολα
Στέρνει δροσις.



Το αηδόνι και το γεράκι

«κουσε, γεράκι, είπε τ καημένο τ᾿ ηδόνι. ζωή μου εναι στν ξουσία σου, πως κα τ πέταγμά μας ατ μέσα στ σύννεφα, που δν εχα φτάσει ποτέ. λλ κουσέ με: π τς μυστικς πηγς τς φύσης ρχόταν μι πια πνο κα συναντοσε μιν λλη, ξίσου πια, μέσα στ στθος μου. Ατ πνο γινόταν τραγούδι, πως κα τ φύλλωμα το δέντρου πο μ φιλοξενοσε, πως τ στρα πο λαμπαν ψηλά. μορφι τν πραγμάτων πο ταν γύρω μου μ συγκινοσε κα μεταβαλλόταν σ μουσική. Εδα κι σένα ν ρχεσαι καταπάνω μου, κα φόβος μου νικήθηκε π τ θαμα τς γρήγορης κα μεγαλόπρεπης πτήσης σου, πο τ θαύμαζα σν δρο τν θεν. λλ τ στιγμ κείνη, π προσμέτρητο βάθος, τοιμάζονταν ν᾿ ναβρύσουν π μένα τραγούδια θλίψης γι να ρόδο πο τ μάδησε έρας. Τ ρχιζα, τ τραγούδια ατά, γ πού, ταν ξεσποσε κεραυνός, νιωθα ν μο τρέμει τ στθος, καθς μουν μαζεμένο μέσα στ νέο φύλλωμα. φησέ με ν ζήσω μι στιγμ μόνο, σο γι ν βγάλω στν αθέρα κα γι τ ατί σου τ θησαυρ πο ασθάνομαι μέσα μου. Μ σκοτώσεις ατ πο πρέπει ν γεννηθε!».



νθούλα

γάπησέ με, νθούλα μου, γλυκει χρυσή μου λπίδα
Καθς κ γ σ γάπησα τν ρα πο σ εδα
Εχες τ μάτια σου γυρτ ς τ πράσινα χορτάρια,
Κ λύπη σου τ στόλιζε μ δυ μαργαριτάρια.
Τ μάνα σου θυμούμενη δάκρυζες, νθούλα,
Γιατί ς τν κόσμο σ φησε μονάχη κι ρφανούλα

, ναί, φυλάξου, γάπη μου, το κόσμου π τν πλάνη,
που μ λόγια δολερ τόσα κοράσια χάνει.
Πο πς μονάχη κι ρημη, θώα περιστερούλα;
Βρόχια πολλά σου σταίνουνε λα μαζί μου, νθούλα.







ψυχούλα

σν γλυκόπνοο,
δροσάτο
εράκι
μέσα σ
νθότοπο,
κει
τ παιδάκι









φούσκωνε τ’ έρι
λευκότατα πανιά,
σν τ περιστέρι
πο
πλώνει τ φτερά.

Ξανθούλα{απόσπασμα}


Κι θάλασσα, πο σκίρτησε σν τ χοχλ πο βράζει,

σύχασε κα γινε λο συχία κα πάστρα,
σν περιβόλι εώδησε κι δέχτηκε λα τ᾿ στρα·
κάτι κρυφ μυστήριο στένεψε τ φύση
κάθε μορφι ν στολιστε κα τ θυμ ν᾿ φήσει.
Δν εν᾿ πνο στν ορανό, στ θάλασσα, φυσώντας
οτε σο κάνει στν νθ μέλισσα περνώντας,
μως κοντ στν κορασιά, πο μ᾿ σφιξε κι χάρη,
σειόνταν τ᾿ λοστρόγγυλο κα λαγαρ φεγγάρι·
κα ξετυλίζει γλήγορα κάτι πο κεθε βγαίνει,
κι μπρός μου δο πο βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
τρεμε τ δροσάτο φς στ θεϊκι θωριά της,
στ μάτια της τ λόμαυρα κα στ χρυσ μαλλιά της.

κοίταξε τ᾿ στέρια, κι κενα ναγαλλιάσαν,
κα τν χτινοβόλησαν κα δν τν σκεπάσαν·
κι π τ πέλαο, πο πατε χωρς ν τ σουφρώνει,
κυπαρισσένιο νάερα τ᾿ νάστημα σηκώνει,
κι νε τσ᾿ γκάλες μ᾿ ρωτα κα μ ταπεινοσύνη,
κι δειξε πάσαν μορφι κα πάσαν καλοσύνη.
Τότε π φς μεσημερν νύχτα πλημμυρίζει,
κι χτίσις γινε νας πο λοθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ᾿ μ πο βρίσκομουν μπρός της μς στ ρεθρα,
καταπς στέκει στ Βορι πετροκαλαμήθρα,
χι στν κόρη, λλ σ᾿ μ τν κεφαλ της κλίνει·
τν κοίταζα βαριόμοιρος, μ᾿ κοίταζε κι κείνη.
λεγα πς τν εχα δε πολν καιρν πίσω,
κν σ να ζωγραφιστ μ θαυμασμ περίσσο,
κάνε τν εχε ρωτικ ποιήσει λογισμός μου,
κν τ᾿ νειρο, ταν μ᾿ θρεφε τ γάλα τς μητρός μου·
τανε μνήμη παλαιή, γλυκει κι στοχισμένη,
πο μπρός μου τώρα μ᾿ λη της τ δύναμη προβαίνει.
Σν τ νερ πο τ θωρε τ μάτι ν᾿ ναβρύζει
ξάφνου χ τ βάθη το βουνο, κι λιος τ στολίζει.

Ο κρητικός {απόσπασμα}



Πές μου, θυμσαι, γάπη μου, κείνη τν παιδούλα,
ποχε στ ξανθ μαλλι νεοθέριστη μυρτούλα;
ποχε σν παρθενικ τραντάφυλλο τ στόμα,
Ποχε τ μάτια γαλαν σν τ᾿ ορανο τ χρμα;
Πο πρς τ βράδυ πάντοτε μονάχη περπατοσε,
Κι᾿ εχε κοντ της ν᾿ ρν πο τν κολουθοσε;
Πο καθισμένη βρίσκαμε στ ρμο περιγιάλι,
Κα λυπηρ τραγούδαε τς νοιξης τ κάλλη;












Ες Φραγκίσκα Φράϊζερ
Μικρς προφήτης ρριξε σ κορασι τ μάτια
κα στος κρυφούς του λογισμος χαρ γιομάτους επε:
«Κι
ν γι τ μάτια σου Καλή, κι ν γι τν κεφαλή σου,
κρίνους
λίθος βγανε, χρυσ στεφάνι λιος,
δ
ρο δν χουνε γι Σ κα γι τ μέσα πλοτος.
μορφος κόσμος, θικός, γγελικ πλασμένος









«Τ
χάραμα πρα
Το
λιου τ δρόμο,
Κρεμώντας τ
λύρα
Τ
δίκαιη ς τν μο,
Κι
᾿ π᾿ που χαράζει
ς που βυθ,

Τ μάτια μου δν εδαν τόπον νδοξότερον π τοτο τ λωνάκι.»













Μάγεμα φύσις κι᾿ νειρο στν μορφι κα χάρη











κε μέσα κατοικοσες

πικραμένη, ντροπαλή,
κι
να στόμα καρτεροσες,
«
λα πάλι», ν σο π.













ργειε νά λθη κείνη μέρα

κι ταν λα σιωπηλά,
γιατ τά σκιαζε φοβέρα
κα τ πλάκωνε σκλαβιά.













Μόλις εδε τν ρμή σου
ορανός, πο γι τ᾿ς χθρος
ες τ γ τ μητρική σου
τρεφ᾿ νθια κα καρπούς,













κα πηδον λες ο κόρες
μ τς γκάλες νοικτές,
τραγουδώντας, νθοφόρες,
μ τ τύμπανα κι κειές.










Φαίνετ᾿ πειτα γαλήνη
κα τ λάμψιμο το λιο,
κα τ χρώματα ναδίνει

το γλαυκότατου ορανο

8 σχόλια:

P. Kapodistrias είπε...

Θα ταίριαζε κι εδώ 100% το ποίημα που σού αφιέρωσα λίγο πιο κάτω, σε προ-προηγούμενη ανάρτησή σου. Αλλά ο λόγος του Σολωμού είναι καταλυτικός.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο ίδιος ο Ελύτης, απευθυνόμενος ποιητικότροπα στον Σολωμό, τού λέει, όλο ταπείνωση:

«Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός (…)
Που μόνο η σκέψη σου μού ‘καψε όλα τα χειρόγραφα
……………………………………………………………
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω».



Ωστόσο μεταφέρω εδώ ένα άλλο μου ποίημα περί του παμμέγιστου Συμπατριώτη μας, που νομίζω ταιριάζει στην δική σου παρουσίαση:

Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤΟ ΤΑΒΕΡΝΕΙΟ

Ο ενικός Απρίλης των Ζακυνθίων
ο αυτόγραφος των λουομένων πληθυντικός
άλλοθι νέο
ελληνάδικο
και γειτονεύεις

Βαγιώνε
κι εσπερίζω στο Ταβερνείο
με Σε Νυμφίο Πρώτο
με Διαλόγους
τη βουρλισμένη Μάνα
και τον Κουτούζη

μα πάνω που θολώνεις
κι αποκοιμιέσαι
στις φλέβες του χεριού σου
πάνω στην τάβλα
φιλήδονα χαϊδεύω θραύσματα στίχων
σε κειό το χέρι της Ελλάδας

ανήκουστα είδα

σμήνη με κατατρώνε σφήκες ονείρων
με τη σφεντόνα λέξεις με σημαδεύουν
ο Τύφος
κι ο Τυφώνας
σπλαχνίσου με άρα

Ριπές ξανά φωτός
άκου τα σμπάρα

χαράζει πρώτη Ανάσταση
κι ας αρτυθούμε.

mareld είπε...

Αγαπητέ μου φίλε!
Εγώ σου είπα να μου φέρνεις λίγες πευκοβελόνες και εσύ μου αφήνεις
φυλαχτά!
Θα τα αναρτήσω όλα στη συνέχεια!
Είσαι πολύ γλυκός άνθρωπος και μου δίνεις μεγάλη χαρά.
Μοσχομύρισε Ζάκυνθος!
Να μου είσαι καλά!

Διονύσης Μάνεσης είπε...

Ε, ναι, οι υπέροχες κοινοτοπίες: όποιος πεθαίνει σήμερα...
Κι αυτό να ισχύει για το κάθε σήμερα, για την κάθε άνοιξη, την κατακλύζουσα έξω, τη σφύζουσα μέσα, αυτήν που ο πόθος γιγαντώνει και που η ζωή με τη σοφία της περιορίζει στο 1/4 του σύνολου χρόνου.
Με συγχωρείτε, κυρία μου, για τις αμπελοφιλοσοφίες του κυριακάτικου πρωινού, αλλά τις προκαλέσατε με λόγο και εικόνες. Καλημέρα!

mareld είπε...

Καλημέρα! Alma mia!

Τέτοια! τέτοια λέγε μου να αντέχω..
Βρέχει διαρκώς! Ευτυχώς έξω από την Ψυχή μου! Η άνοιξη ήρθε σε σας και εδώ θα ρθει το Μάη..
Μου την στείλαν κβαντικά φίλοι από τη Χαβάη αν είδες αλλά..το άμεσο άγγιγμα..αυτό μετράει.
Κοντεύουμε να γίμουμε φετιχιστές..
Φιλάκια!

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Πάλλευκες εικόνες
με άνθια ζηλευτά
εικόνες κεντημένες
με λογια ...θεϊκά

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

mareld είπε...

Γλαρένια μου γλυκιά!

Σου αφιερώνω..
" Γιατί η Άνοιξη ξετύλιξε το ρούχο που είχε τυλίξει η νύχτα του χειμώνα.
Το φορούν οι δαμασκηνιές και οι μηλιές, στολισμένες σαν νύφες την Άγια Νύχτα. Τα δέντρα στους κήπους αποτίναξαν το λήθαργό τους. Τα κλαδιά τους αγκαλιάζονται σαν μια παρέα εραστών.Τα ποτάμια κυλούν χορεύοντας ανάμεσα στις πέτρες κι αντιλαλούν τραγούδια της χαράς. Τα λουλούδια πρόβαλαν απ' την καρδιά της φύσης όπως ο αφρός πάνω στην θάλασσα". Kahlil Gibran

Φιλάκια!

μαριάννα είπε...

Όταν σε βλέπω άνοιξη, φως στη ζωή μου μπαίνει
Κι ας είναι γύρω τα βουνά κι οι κάμποι χιονισμένοι

Καλημέρα! Φιλιά!

mareld είπε...

Υακινθάκι μου!

Ακριβώς ότι χρειαζόμουν.
Πως γίνεται και διαβάζεις τους καιρούς;
Εδώ χιονίζει. Έχω βάλει στόχο το "αγριολούλουδο" να αντέξει.

Φιλάκια!