Ἡ ζωὴ ποὺ ἀνασταίνεται μὲ ὅλες της τὲς χαρές, ἀναβρύζοντας ὁλοῦθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εἰς ὅλα τὰ ὄντα· ἡ ζωὴ ἀκέραιη, ἀπ᾿ ὅλα της φύσης τὰ μέρη, θέλει νὰ καταβάλῃ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γῆ, οὐρανός, συγχωνευμένα, ἐπιφάνεια καὶ βάθος συγχωνευμένα, τὰ ὁποῖα πάλι πολιορκοῦν τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ἐπιφάνεια καὶ εἰς τὸ βάθος της
Ἡ Ἀγνώριστη
Ποιὰ εἶναι τούτη
Ποὺ κατεβαίνει
Ἀσπροντυμένη
Ὀχ τὸ βουνό;
Τώρα ποὺ τούτη
Ἡ κόρη φαίνεται,
Τὸ χόρτο, γένεται
Ἄνθι ἁπαλό·
Κ᾿ εὐθὺς ἀνοίγει
Τὰ ὡραῖα του κάλλα,
Καὶ τὸ κεφάλι
Συχνοκουνεῖ·
Κ᾿ ἐρωτεμένο,
Νὰ μὴ τὸ ἀφήσῃ,
Νὰ τὸ πατήσῃ,
Παρακαλεῖ.
Κόκκινα κι᾿ ὄμορφα
Ἔχει τὰ χεῖλα,
Ὡσὰν τὰ φύλλα
Τῆς ῥοδαριᾶς,
Ὅταν χαράζῃ,
Καὶ ἡ αὐγοῦλα
Λεπτὴ βροχοῦλα
Στέρνει δροσιᾶς.
Το αηδόνι και το γεράκι
«Ἄκουσε, γεράκι, είπε τὸ καημένο τ᾿ ἀηδόνι. Ἡ ζωή μου εἶναι στὴν ἐξουσία σου, ὅπως καὶ τὸ πέταγμά μας αὐτὸ μέσα στὰ σύννεφα, ὅπου δὲν εἶχα φτάσει ποτέ. Ἀλλὰ ἄκουσέ με: Ἀπὸ τὶς μυστικὲς πηγὲς τῆς φύσης ἐρχόταν μιὰ ἤπια πνοὴ καὶ συναντοῦσε μιὰν ἄλλη, ἐξίσου ἤπια, μέσα στὸ στῆθος μου. Αὐτὴ ἡ πνοὴ γινόταν τραγούδι, ὅπως καὶ τὸ φύλλωμα τοῦ δέντρου ποὺ μὲ φιλοξενοῦσε, ὅπως τὰ ἄστρα ποὺ ἔλαμπαν ψηλά. Ἡ ὀμορφιὰ τῶν πραγμάτων ποὺ ἦταν γύρω μου μὲ συγκινοῦσε καὶ μεταβαλλόταν σὲ μουσική. Εἶδα κι ἐσένα νὰ ἔρχεσαι καταπάνω μου, καὶ ὁ φόβος μου νικήθηκε ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς γρήγορης καὶ μεγαλόπρεπης πτήσης σου, ποὺ τὴ θαύμαζα σὰν δῶρο τῶν θεῶν. Ἀλλὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ἀπὸ ἀπροσμέτρητο βάθος, ἑτοιμάζονταν ν᾿ ἀναβρύσουν ἀπὸ μένα τραγούδια θλίψης γιὰ ἕνα ρόδο ποὺ τὸ μάδησε ὁ ἀέρας. Τὰ ἄρχιζα, τὰ τραγούδια αὐτά, ἐγὼ πού, ὅταν ξεσποῦσε ὁ κεραυνός, ἔνιωθα νὰ μοῦ τρέμει τὸ στῆθος, καθὼς ἤμουν μαζεμένο μέσα στὸ νέο φύλλωμα. Ἄφησέ με νὰ ζήσω μιὰ στιγμὴ μόνο, ὅσο γιὰ νὰ βγάλω στὸν αἰθέρα καὶ γιὰ τὸ αὐτί σου τὸ θησαυρὸ ποὺ αἰσθάνομαι μέσα μου. Μὴ σκοτώσεις αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γεννηθεῖ!».
Ἀνθούλα
Ἀγάπησέ με, Ἀνθούλα μου, γλυκειὰ χρυσή μου ἐλπίδα
|
Ὅπου μὲ λόγια δολερὰ τόσα κοράσια χάνει.
Ποῦ πᾶς μονάχη κι ἔρημη, ἀθώα περιστερούλα;
Βρόχια πολλά σου σταίνουνε´ ἔλα μαζί μου, Ἀνθούλα.
Ἡ ψυχούλα
Ὡσὰν γλυκόπνοο,
δροσάτο ἀεράκι
μέσα σὲ ἀνθότοπο,
κειὸ τὸ παιδάκι
Ἐφούσκωνε τ’ ἀέρι
λευκότατα πανιά,
ὡσὰν τὸ περιστέρι
ποὺ ἁπλώνει τὰ φτερά.
Ξανθούλα{απόσπασμα}
Κι ἡ θάλασσα, ποὺ σκίρτησε σὰν τὸ χοχλὸ ποὺ βράζει,
ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα,
σὰν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ᾿ ἄστρα·
κάτι κρυφὸ μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση
κάθε ὀμορφιὰ νὰ στολιστεῖ καὶ τὸ θυμὸ ν᾿ ἀφήσει.
Δὲν εἶν᾿ πνοὴ στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα, φυσώντας
οὔτε ὅσο κάνει στὸν ἀνθὸ ἡ μέλισσα περνώντας,
ὅμως κοντὰ στὴν κορασιά, ποὺ μ᾿ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
ἐσειόνταν τ᾿ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι·
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της,
στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της.
Ἐκοίταξε τ᾿ ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δὲν τὴν ἐσκεπάσαν·
κι ἀπὸ τὸ πέλαο, ποὺ πατεῖ χωρὶς νὰ τὸ σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ἀνάερα τ᾿ ἀνάστημα σηκώνει,
κι ἀνεῖ τσ᾿ ἀγκάλες μ᾿ ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιὰ καὶ πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
κι ἡ χτίσις ἔγινε ναὸς ποὺ ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ᾿ ἐμὲ ποὺ βρίσκομουν ὀμπρός της μὲς στὰ ρεῖθρα,
καταπὼς στέκει στὸ Βοριὰ ἡ πετροκαλαμήθρα,
ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ᾿ ἐμὲ τὴν κεφαλὴ της κλίνει·
τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ᾿ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδεῖ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
κὰν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
κάνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου,
κὰν τ᾿ ὄνειρο, ὅταν μ᾿ ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρός μου·
ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειὰ κι ἀστοχισμένη,
ποὺ ὀμπρός μου τώρα μ᾿ ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει.
Σὰν τὸ νερὸ ποὺ τὸ θωρεῖ τὸ μάτι ν᾿ ἀναβρύζει
ξάφνου ὀχ τὰ βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τὸ στολίζει.
Πές μου, θυμᾶσαι, ἀγάπη μου, ἐκείνη τὴν παιδούλα,
Ὁποὖχε στὰ ξανθὰ μαλλιὰ νεοθέριστη μυρτούλα;
Ὁποὖχε σὰν παρθενικὸ τραντάφυλλο τὸ στόμα,
Ποὖχε τὰ μάτια γαλανὰ σὰν τ᾿ οὐρανοῦ τὸ χρῶμα;
Ποὺ πρὸς τὸ βράδυ πάντοτε μονάχη ἐπερπατοῦσε,
Κι᾿ εἶχε κοντὰ της ἕν᾿ ἀρνὶ ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσε;
Ποὺ καθισμένη ἐβρίσκαμε στὸ ἔρμο περιγιάλι,
Καὶ λυπηρὰ ἐτραγούδαε τῆς ἄνοιξης τὰ κάλλη;
Εἰς Φραγκίσκα Φράϊζερ
Μικρὸς προφήτης ἔρριξε σὲ κορασιὰ τὰ μάτια
καὶ στοὺς κρυφούς του λογισμοὺς χαρὰ γιομάτους εἶπε:
«Κι ἂν γιὰ τὰ μάτια σου Καλή, κι ἂν γιὰ τὴν κεφαλή σου,
κρίνους ὁ λίθος ἔβγανε, χρυσὸ στεφάνι ὁ ἥλιος,
δῶρο δὲν ἔχουνε γιὰ Σὲ καὶ γιὰ τὸ μέσα πλοῦτος.
Ὄμορφος κόσμος, ἠθικός, ἀγγελικὰ πλασμένος
«Τὸ χάραμα ἐπῆρα
Τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο,
Κρεμώντας τὴ λύρα
Τὴ δίκαιη ῾ς τὸν ὦμο,
Κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου χαράζει
Ὡς ὅπου βυθᾶ,
Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι.»
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι», νὰ σοῦ πῇ.
Ἄργειε νά ῾λθη ἐκείνη ἡ μέρα
8 σχόλια:
Θα ταίριαζε κι εδώ 100% το ποίημα που σού αφιέρωσα λίγο πιο κάτω, σε προ-προηγούμενη ανάρτησή σου. Αλλά ο λόγος του Σολωμού είναι καταλυτικός.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο ίδιος ο Ελύτης, απευθυνόμενος ποιητικότροπα στον Σολωμό, τού λέει, όλο ταπείνωση:
«Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός (…)
Που μόνο η σκέψη σου μού ‘καψε όλα τα χειρόγραφα
……………………………………………………………
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω».
Ωστόσο μεταφέρω εδώ ένα άλλο μου ποίημα περί του παμμέγιστου Συμπατριώτη μας, που νομίζω ταιριάζει στην δική σου παρουσίαση:
Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤΟ ΤΑΒΕΡΝΕΙΟ
Ο ενικός Απρίλης των Ζακυνθίων
ο αυτόγραφος των λουομένων πληθυντικός
άλλοθι νέο
ελληνάδικο
και γειτονεύεις
Βαγιώνε
κι εσπερίζω στο Ταβερνείο
με Σε Νυμφίο Πρώτο
με Διαλόγους
τη βουρλισμένη Μάνα
και τον Κουτούζη
μα πάνω που θολώνεις
κι αποκοιμιέσαι
στις φλέβες του χεριού σου
πάνω στην τάβλα
φιλήδονα χαϊδεύω θραύσματα στίχων
σε κειό το χέρι της Ελλάδας
ανήκουστα είδα
σμήνη με κατατρώνε σφήκες ονείρων
με τη σφεντόνα λέξεις με σημαδεύουν
ο Τύφος
κι ο Τυφώνας
σπλαχνίσου με άρα
Ριπές ξανά φωτός
άκου τα σμπάρα
χαράζει πρώτη Ανάσταση
κι ας αρτυθούμε.
Αγαπητέ μου φίλε!
Εγώ σου είπα να μου φέρνεις λίγες πευκοβελόνες και εσύ μου αφήνεις
φυλαχτά!
Θα τα αναρτήσω όλα στη συνέχεια!
Είσαι πολύ γλυκός άνθρωπος και μου δίνεις μεγάλη χαρά.
Μοσχομύρισε Ζάκυνθος!
Να μου είσαι καλά!
Ε, ναι, οι υπέροχες κοινοτοπίες: όποιος πεθαίνει σήμερα...
Κι αυτό να ισχύει για το κάθε σήμερα, για την κάθε άνοιξη, την κατακλύζουσα έξω, τη σφύζουσα μέσα, αυτήν που ο πόθος γιγαντώνει και που η ζωή με τη σοφία της περιορίζει στο 1/4 του σύνολου χρόνου.
Με συγχωρείτε, κυρία μου, για τις αμπελοφιλοσοφίες του κυριακάτικου πρωινού, αλλά τις προκαλέσατε με λόγο και εικόνες. Καλημέρα!
Καλημέρα! Alma mia!
Τέτοια! τέτοια λέγε μου να αντέχω..
Βρέχει διαρκώς! Ευτυχώς έξω από την Ψυχή μου! Η άνοιξη ήρθε σε σας και εδώ θα ρθει το Μάη..
Μου την στείλαν κβαντικά φίλοι από τη Χαβάη αν είδες αλλά..το άμεσο άγγιγμα..αυτό μετράει.
Κοντεύουμε να γίμουμε φετιχιστές..
Φιλάκια!
Πάλλευκες εικόνες
με άνθια ζηλευτά
εικόνες κεντημένες
με λογια ...θεϊκά
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές
Γλαρένια μου γλυκιά!
Σου αφιερώνω..
" Γιατί η Άνοιξη ξετύλιξε το ρούχο που είχε τυλίξει η νύχτα του χειμώνα.
Το φορούν οι δαμασκηνιές και οι μηλιές, στολισμένες σαν νύφες την Άγια Νύχτα. Τα δέντρα στους κήπους αποτίναξαν το λήθαργό τους. Τα κλαδιά τους αγκαλιάζονται σαν μια παρέα εραστών.Τα ποτάμια κυλούν χορεύοντας ανάμεσα στις πέτρες κι αντιλαλούν τραγούδια της χαράς. Τα λουλούδια πρόβαλαν απ' την καρδιά της φύσης όπως ο αφρός πάνω στην θάλασσα". Kahlil Gibran
Φιλάκια!
Όταν σε βλέπω άνοιξη, φως στη ζωή μου μπαίνει
Κι ας είναι γύρω τα βουνά κι οι κάμποι χιονισμένοι
Καλημέρα! Φιλιά!
Υακινθάκι μου!
Ακριβώς ότι χρειαζόμουν.
Πως γίνεται και διαβάζεις τους καιρούς;
Εδώ χιονίζει. Έχω βάλει στόχο το "αγριολούλουδο" να αντέξει.
Φιλάκια!
Δημοσίευση σχολίου