Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Την ποθούν, μα τους περιφρονεί τους δήθεν εραστές του απολύτου το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή για ένα πικρό φιλί του Γ. Παυλόπουλος













ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
(Τα αντικλείδια)





ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι
γέρος πια φοράει μαύρα.
Ποιος είναι και πού πηγαίνει
κανείς δεν ξέρει.
Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα
που ποτέ δεν θα γράψει.
Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του.
Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του
υπάρχει ένα φίδι χρυσό.
Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό της
σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο
θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη
χλωμός ο άλλος εαυτός του.
Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα
καλπάζοντας τώρα στο πλάι του
και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει
απ’ το σκοτάδι και τη λάσπη.
(Τα αντικλείδια)




Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

Στη μνήμη του Φρανσουά, του Κάρολου και του Αρθούρου

Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.
Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.
Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.
Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.
Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τ’ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.
Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.
Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.
(Που είναι τα πουλιά;)




ΣΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ

Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας ν’ ανεβαίνει τη σκάλα
μέσ’ στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.
Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.
Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τάσκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους σύντροφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.
(Το κατώγι)




ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ

Κάπου ξεκαρφώνουν απ’ το πρωί.
Απ’ τ’ ανοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ο ήλιος μέσ’ στη συννεφιά
σα Λάζαρος με σάβανο.
Έπειτα λάμπουν οι στολές των πεθαμένων
το μετάξι, τα χρυσαφικά, τα λεμονάνθια
όλα τ’ ανώφελα των ενταφιασμών
και τα μικρά σκεύη του κάτω κόσμου.
Τώρα τους βλέπω.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στα κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
το σχήμα που τους έδωσε ο θάνατος
απλώνοντας τ’ αδύναμα χέρια τους
ν’ αγγίξουν λίγο φως ή τον αγέρα
αυτόν που ανασαίνουμε.
Φτωχά σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δεν ξέρουνε πώς να φερθούν·
γυρίζουν αφηρημένοι εκεί
κατά το μέρος που ολοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμούνται.
*
Δεν είναι πόνος, μήτε ξεκούραση καν
μονάχα σα να σε κατεβάζουν προσεχτικά απ’ το πρωί
χωρίς να τους δίνεις φρίκη
μέσα σ’ ένα άσπιλο σεντόνι και το νιώθεις
καθώς μετατοπίζουν τις σκάλες από καρφί σε καρφί
ώσπου μένουν τα τέσσερα σημεία στον άνεμο
γυμνά, ματωμένα.
(Το κατώγι)




ΤΟ ΣΑΚΙ

Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τόνα μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
(Το σακί)




ΚΑΤΑΒΑΣΗ

Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.
Το ποτάμι να φεύγει όπως ο πεθαμένος
γύρω γονατισμένα τα βουνά
εκείνο το κουρέλι
μαύρο ανεμίζοντας στα σύρματα
και κοντά στα βούρλα μια λιωμένη αρβύλα.
Κι ανάμεσα σε τούτες τις εικόνες
πάλι τα πολυβόλα στην καταχνιά
πάλι ο θάνατος η ακρίδα
πηδώντας από κορμί σε κορμί
πάλι να χάνω τον τόπο
να μην ξέρω πού βρίσκομαι
εδώ ή εκεί
στο άλλο ποτάμι σε τούτα τα βουνά
σε τούτο το χαντάκι σε κείνα τα πλατάνια
εδώ ή εκεί
ακούγοντας κάποιον να μου φωνάζει
απ’ την αντικρινή όχθη
χωρίς να ξεχωρίζω
μήτε τη φωνή μήτε τον άνθρωπο.
Ποια φωνή και ποιος άνθρωπος;
Αυτός που τον σκοτώνουν;
αυτός που μας σκοτώνει;
Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.
Κατεβαίνοντας τώρα
εκεί που δεν ήταν τίποτε
να κοιτάξουμε.
(Το σακί)




ΑΣΚΗΣΗ

Άρχισε τότε να βγάζει προσεχτικά τα φτιασίδια
Η μορφή του σαν του πνιγμένου
κάτω από το νερό
κυμάτιζε περνώντας ολοένα
μέσα στον καθρέφτη
χωρίς να βουλιάζει
Σιγά-σιγά φανερωνόταν
πιο καθαρά το πρόσωπό του
Ξαφνικά το είδε
να πλησιάζει γρήγορα μικραίνοντας
και πάλι γρήγορα να μεγαλώνει
καθώς χανότανε σβησμένο
σε μια καταχνιά
Έκλεισε τα μάτια και στα τυφλά
πήγε ν’ αγγίξει το κρύσταλλο
μα δεν ήταν εκεί κανένας καθρέφτης
Τρομαγμένος ψηλάφισε τον αέρα
ψάχνοντας για το πρόσωπό του
φώναξε δυνατά ν’ ακούσει τη φωνή του
και η φωνή δεν έβγαινε από πουθενά.
Τότε κατάλαβε πως βρισκότανε πάλι
σε μιαν αόρατη σκηνή
χωρίς να τους βλέπει και χωρίς να τον βλέπουν
έτοιμος ν’ αρχίσει
υπολογίζοντας τώρα στην τέλεια παράσταση.
(Το σακί)




ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ

Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μα τίποτε δεν φαινόταν
τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.
Ύστερα ένας Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας, άρχισε να βγάζει νερό.
Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.
Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.
Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
τι απογίναν οι μαστόροι.
(Τα αντικλείδια)




ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

Στην Ισμήνη και στον Στέλιο Τριάντη

Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά-σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
(Τα αντικλείδια)




Η ΣΙΩΠΗ

Στην Αυγή - Άννα Μάγγελ

Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς ν’ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
(Λίγος άμμος)




ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ

Στην Ανθή

Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω
Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;
Αυτό κι’ αν το μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;
Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω
Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.
(Λίγος άμμος)




13

Να θέλω κι άλλο
κι άλλο ακόμη. Κι εσύ
να μη μου δίνεις.
(Τριαντατρία Χαϊκού)

24

Ουρά παγονιού
σε πισινό μαϊμούς
τούτος ο κόσμος.
(Τριαντατρία Χαϊκού)

33

Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ’ ένα ποίημα.
(Τριαντατρία Χαϊκού)




Γιώργης Παυλόπουλος - Τι είναι ποίηση...

Ομιλία του ποιητή Γιώργη Παυλόπουλου στήν εκδήλωση του περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες» που εγινε προς τιμήν του στο «Σπίτι της Κύπρου»στις 8-12-1997. Αναδημοσιεύεται διασκευασμένη σε πολυτονικὸ απὸ το τεύχος 83 του περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες» (Φεβρουάριος - Μάρτιος 1998)

«Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δεν θα τραγούδαγε».

Κυρίες και Κύριοι,
Φίλες και Φίλοι,

Παραλλάζοντας αυτή τη σημείωση του Πὼλ
Βαλερύ, η οποία παραπέμπει αμέσως στον Ποιητή και στην Ποίηση, θὰ λέγαμε: «Αν ένας ποιητής μπορούσε νὰ πει με ακρίβεια τι γράφει, γιατί γράφει και τι είναι αυτό που τον κάνει να γράφει, δεν θα έγραφε».

Κι εγώ τώρα δὲν ξέρω να σας πω τι είναι Ποίηση και γιατί γράφω ποιήματα. Πολύ περισσότερο δεν ξέρω να σας πω σε τι μας βοηθάει ἡ Ποίηση και ποιος είναι ο σκοπός της.

Το μόνο που ξέρω είναι πως ὁ Ποιητής ήταν πάντα ένας ἀφοσιωμένος της Ζωής. Είτε τον γεμίζει χαρά, είτε τον θλίβει Η Ζωή, είτε τον πάει στον Οὐρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός μένει πάντα ο ἀφοσιωμένος της.

Τη μυστήρια αγάπη του για τη Ζωή δεν έχει άλλο τρόπο να την εκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ότι προσπαθεί να ἐκφράσει κυρίως αυτό ποὺ κρύβει η ζωή. Όπως ο έρωτας κρύβει αυτό που μας κάνει ερωτευμένους.

Η Ποίηση λοιπόν είναι πράξη ἐρωτική; Ή μήπως πράξη ἀπόγνωσης; Ή μήπως καὶ τὰ δυο; Πράξη ερωτική καὶ συνάμα πράξη ἀπόγνωσης.

Για την ποιητική πράξη έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα. Και από τους ίδιους τους τεχνίτες και από τους θεωρητικούς. Πολλές φορές οι Ποιητές προσπάθησαν να διατυπώσουν τον ανύπαρκτο ορισμό της Ποίησης, σαν να κοίταζαν σ᾿ έναν καθρέφτη όπου δεν έβλεπαν το πρόσωπό τους, αλλά το ἀπόλυτο κενό.




Ο Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος, 1924) εμφανίστηκε στα Γράμματα το 1943 με τη δημοσίευση του ποιήματός του «Ο νεκρός Γ. Π.» στο τεύχος 4 του περιοδικού ‘Οδυσσέας’, που εξέδιδε ο ίδιος με φίλους του στον Πύργο. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα τις ποιητικές συλλογές: , Ερμής 1971, , Κέδρος 1980, , Στιγμή 1988, , Στιγμή 1990, , Νεφέλη 1997, , Κέδρος 2004. Με έξι μόλις βιβλία σε μια ποιητική διαδρομή 60 χρόνων γίνεται αντιληπτό ότι ο ποιητής είναι ολιγογράφος, αν και χαρακτηριστικός και σημαντικός εκπρόσωπος της γενιάς του, της Α΄ Μεταπολεμικής.
Στο σύνολό της σχεδόν η ποίηση του Παυλόπουλου χαρακτηρίζεται από μια ήπια και κατασταλαγμένη δραματικότητα. Μια δραματικότητα που πηγάζει εν γένει από την απώλεια: συντρόφων, φίλων και συναγωνιστών, αγαπημένων γυναικών, της νεότητας αλλά και της ζωής γενικά που μεταβάλλεται και φεύγει, του έρωτα που αμβλύνεται και παρέρχεται.
Η γραφή του είναι αισθαντική και διάχυτα μελαγχολική, εκφραστική και λιτή, ευανάγνωστη και διαυγής στην επιφάνεια, ωστόσο πολυσήμαντη και ενίοτε σκοτεινή στο βάθος της, βιωματική, αφηγηματική και με διάθεση φιλοσοφική, με εικόνες εναργείς που κινούνται διαλεκτικά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.
Στη θεματογραφία του εξέχουσα θέση κατέχουν η μνήμη για όσα οδυνηρά βίωσε τόσο σε σχέση με τη δύστροπη εποχή στην οποία ανδρώθηκε (Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, ψυχροπολεμική μετεμφυλιακή περίοδος) όσο και σε σχέση με την προσωπική του ζωή, ένας διαβρωτικός –άλλοτε ορατός και άλλοτε αδιόρατος– φόβος, η διάψευση των οραμάτων και των ελπίδων, ο θάνατος, οι εν Άδη καταβάσεις και οι νεκροί, οι αλλεπάλληλες και διαρκείς μεταμορφώσεις, μια εναγώνια μέχρις οδύνης επιθυμία αυτοπροσδιορισμού, τα όνειρα, ο έρωτας –ως αντιστάθμισμα, εκτός των άλλων, στα επαχθή της ζωής του γεγονότα– και, κυρίως, η αγάπη η αναλλοίωτη. Εμφανή στην ποίησή του είναι ακόμη η ερωτοτροπία με θέματα και πρόσωπα από την αρχαιοελληνική λογοτεχνική παράδοση, η υιοθέτηση ορισμένες φορές τρόπων του δημοτικού τραγουδιού, καθώς και μια έντονη αυτοαναφορικότητα, ένας αγωνιώδης προβληματισμός για την ποίηση και την ποιητική –κυρίως στις συλλογές και τα ποιήματα ποιητικής αφθονούν.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση η σχέση του Παυλόπουλου με την ποίηση είναι αναμφισβήτητα ερωτική.
Περιοδικό ΟΡΟΠΕΔΙΟ #1, Αύγουστος 2006




Ήταν πνευματικό παιδί του Σεφέρη, ο οποίος θεωρούσε την ποίησή του «αποτελεσματική, χωρίς ψιμύθια». Είχε «σημαντική συμβολή στη μεταπολεμική ποίηση», έλεγε επίσης γι΄ αυτόν ο Σπύρος Τσακνιάς. Ο Γιώργης Παυλόπουλος, ένας ποιητής που πάντα θεωρήθηκε σημαντικός αλλά φαίνεται με τον χρόνο να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο βάρος. Ο ίδιος είχε λύσει τους λογαριασμούς του με τον θάνατο.

Ο Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1924 και ενώ έγραφε από νωρίς, άρχισε να δημοσιεύει αργά, δημοσιεύοντας περί τις επτά ποιητικές συλλογές ανάμεσά τους: «Το Κατώγι», «Το Σακί», «Τα Αντικλείδια», «Τριαντατρία Χαϊκού», «Λίγος Άμμος». Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία, Ρωσία, ΗΠΑ και Καναδά.

Συνεργάστηκε με τον φίλο του ποιητή Τάκη Σινόπουλο, σε μια πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων.

«Εννοώ πως η ποιητική φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να διηγείται: ξέρει δηλαδή να παίρνει τις σωστές ανάσες της, να μην πνίγεται όταν ψηλώνει, να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει... Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, την τρυφερότητα και τη φυσικότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου», έγραφε ο Δ. Ν. Μαρωνίτης.










Λοιπόν, ιδού ο Άγγελος, το πηγάδι και η βάρκα.
Ο ποιητής και, φυσικά, το φεγγάρι.
Το όνειρο και ο έρωτας.


22 σχόλια:

mareld είπε...

Αγαπημένοι μου φίλοι
με νοσταλγικά φιλιά Σας καλωσορίζω!!!



… Η ποίηση του Παυλόπουλου δεν είναι με κανένα τρόπο παρελθοντολογική, μνημείο δηλαδή που περιμένει τους θεατές να το θαυμάσουν και να ησυχάσουν στη συνέχεια, ευτυχείς θνητοί κλεισμένοι στον περίγυρο του εαυτού τους. Αντίθετα το παρελθόν συμπλέκεται σε αδιάσπαστη ενότητα με το παρόν…
Και τα τριαντατρία ποιήματα της συλλογής αποτελούν, μία και μόνη σκάλα με τριαντατρείς αναβαθμούς, είναι τα κομμάτια δηλαδή ενός και του αυτού ποιήματος, αποτελούν μ' άλλα λόγια μια ενότητα που λίγοι ποιητές καταφέρνουν να επιτύχουν και επειδή αποτελούν συγχρόνως μια τραγική μαρτυρία του μεταπολεμικού κόσμου με τα τραγικά και δραματικά γεγονότα, ατομικά ή ομαδικά, ο ποιητής αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει και θεατρικά στοιχεία στην ποίησή του. Τα περισσότερα τουλάχιστον ποιήματα είναι σκηνικά διαρθρωμένα με εικόνες στιλπνές, σύντομες και αυτοαναιρουμένες πολλές φορές…
Ο Παυλόπουλος είναι ποιητής, απ' τους λίγους που κατορθώνει να κρατήσει ακόμη η εποχή μας.
Το μήνυμα του Γιώργη Παυλόπουλου, διαιώνιο και πανανθρώπινο μαζί, είναι η φωνή του βασανισμένου, του καταπιεσμένου, του δολοφονημένου σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης…

Αντρέας Φουσκαρίνης
Περιοδ. ΔΙΑΛΟΓΟΣ, Νο 12-13, Ιούνιος 1981

mareld είπε...

Ποιήματα του Γιώργη Παυλόπουλου

Die Diebeshaken

Die Dichrung ist eine offene. Tur.
Viele werfen einen Blick hinein sehen
nichts und gehen vorbei. Aber manche
sehen erwas, ihr Auge fangt etwas auf
und verzaubert versuchen sie hinein zu gehen.
Die Tur schlieβt sich dann. Sie klofpen aber niemand
offnet ihnen. Sie suchen nach dem Schlussel.
Niemand weiβ wer ihn hat. Sogar
ihr Leben zerstoren sie manchmal vergebens
auf der Suche nach dem Gehaimnis sie zu offnen.
Sie machen sich Diebeshaken. Sie strengen sich an.
Die Tur offnet sich nicht mehr. Sie offnete sich nie
fur die, die in die Tiefe sehen konnten.
Vielleicht sind die Gedichte die geschrieben wurden
seit es die Welt gibt
ein unendlicher Bund von Diebeshaken
um die Tur der Dichtung zu offnen.

Aber die Dichtung ist eine offene Tur.

Από τη ποιητική συλλογή Τα αντικλείδια

Der Staub
fur Mitsa

Der Wind wehte
hob ihren Staub
brachte ih;n zum Himmel
Angst hatte sie Angst
oh wh Angsthase rief er ihr zu

Ach du Narr sagte sie ihm
wir sind nicht mehr auf der Erde
wir haben keine Haut
wir haben keine Haare
wir haben nicht einmal Augen

Wir sind zu Stau geworden sagte er ihr
dennoch siehst du mich und ich sehe dich
und es bleibt noch die Liebe
sie kann nicht zu Staub werden
und es bleibt noch die Liebe

Ich bin dein Staub sagte sie ihm
und du bist mein Staub
aber wohin steigen wir wohin gehen wir
und es wht immerfort und immerfort verliere ich dich
oh weh Angsthase rief er ihr zu

Ach du Narr sagte sie ihm.

Από την ποιητική συλλογή Τα αντικλείδια

Διονύσης Μάνεσης είπε...

Μαρελντ,
Καλημέρα - και πώς να μην είναι, βουτηγμένη στα χρώματα, στους ήχους και στις λέξεις της ανάρτησής σου;

Στο έχω ξαναπεί, μονότονα το επαναλαμβάνω: Τράπεζες ευαισθησίας οι αναρτήσεις σου, θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν οποιαδήποτε εισαγωγή θα επιχειρούσα στην τάξη για κάποιον ποιητή - εδώ για τον Παυλόπουλο.
Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω παραπέμψει τους μαθητές μου στα ιστολόγιά σου.
Ένα ευχαριστώ μπορεί να φαίνεται λειψό.
Δεν είναι.

mareld είπε...

Διονύση, ψυχή μου!

O Γιώργης Παυλόπουλος, στενός φίλος του Σεφέρη και του Σινόπουλου, έγινε φίλος της καρδιάς μου πριν πολλά χρόνια όταν κυκλοφορούσα με τη "λέξη" και την έπαιρνα και στο εργαστήριο, εκεί που καλλιεργούσα κύτταρα με μουσική υπόκρουση, κλασσική αλλά και νησιώτικα, φλαμένκο..θυμάμαι με ρωτούσαν οι Σουηδοί..τι είναι αυτό το βιβλίο που δεν το αφήνω από τα χέρια μου..ναι..το είχα ανάγκη..αλλιώς θα με έπνιγε και η ίδια η έρευνα αν και με έβγαζε στη φαντασμαγορία του κρυφού κόσμου της ύπαρξης και όχι μόνο..ψάχνοντας κάποια αλήθεια..

-Στην εισήγηση σας κατά την έναρξη της προς τιμήν σας ποιητικής βραδιάς, αναφερθήκατε μεταξύ άλλων και σε ορισμένα λόγια -εν είδη αποφθέγματος- μεγάλων ποιητών, όπως στο "η Ποίηση είναι ταυτόσημη με την Αλήθεια ". Είπατε πως η Αλήθεια είναι το ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση. Αυτό λοιπόν ψάχνει κανείς να βρει; την κρυμμένη αλήθεια;
—Σίγουρα, πέρα απ' τη γοητεία της ποίησης, είναι η Αλήθεια -δηλαδή δεν τελειώνει η ποίηση με το να μας μαγέψει απλώς.

-Να μας μαγέψει σαν λεκτικό κατασκεύασμα, σαν εικόνα;
—Σαν αισθητική έκφραση. Πέρα απ' αυτό η Ποίηση αναζητά την Αλήθεια. Αυτό κυρίως θέλει να εκφράσει...


-..Εν πάση περιπτώσει να χρησιμοποιήσω πάλι τη λέξη αντικλείδι. Να πω ότι η ποίηση είναι το "αντικλείδι" -για να αναφερθώ στο ποίημα σας- για την κατανόηση του κόσμου;
—Έχω ξαναπεί πως μέσα στην ποίηση υπάρχει η αυθεντική ιστορία του κόσμου, η μη παραχαραγμένη ιστορία, διότι η αυθεντική ιστορία δεν έχει γραφτεί ακόμα -αν εξαιρέσουμε τον Θουκυδίδη. Αλλά η ποίηση τα λέει όλα και οι εποχές έχουν σωθεί μέσα απ' την ποίηση, αλλά και η ουσία των πραγμάτων, και η μνήμη των πραγμάτων, και τα πάντα υπάρχουν μέσα στην παγκόσμια ποίηση που έχει γραφτεί...

Τη λατρεία μου για τους τσιγγάνους τη γνωρίζεις..

—Μιλάτε για τον Τεχνίτη του αγάλματος, για την Τσιγγάνα που λέει "μπορείς να πιεις τη στάχτη μου;" Είναι βιωματικά αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιούν σαν εκφραστικό μέσο την αλληγορία, χρησιμοποιούν μια ιστορία...
—Κάνετε λάθος. Αυτό που γράφω το έχω ζήσει. Όλη η ποίηση είναι βιωματική.

-Εννοείτε πως σας είπε αυτή τη φράση; να πιεις τη στάχτη μου...
—Του λέει να ξεπεράσει τα αισθήματα του γι αυτήν, να μπορεί να την ξεχνάει. Του λέει "Μπορείς να με ξεχάσεις;" μπορεί και να σου φύγω, μπορεί και να πεθάνω, μπορείς να με ξεχάσεις, να γίνεις τόσο ελεύθερος δηλ. -(οι τσιγγάνοι είναι ένα σύμβολο ελευθερίας) Να ξεπεράσεις τα συναισθήματα σου, να μπορείς να με ξεχνάς. Της λέει πως αυτό δεν το μπορεί. Τότε του λέει, δεν θα γίνεις ποτέ ελεύθερος, δεν θα γίνεις ποτέ γύφτος...
Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

Κάθε ευαίσθητος άνθρωπος πονάει γαι την αδικία..το αδικοχαμένο αίμα..πόσο μάλλον το αίμα των αδελφών μας..

Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου βγαίνει κατευθείαν από τον ζόφο του μεταπολέμου. Εγραψε ποιήματα, τα οποία συντονίζονται κυρίως με αλγεινά βιώματα από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο της Αντίστασης και τον Εμφύλιο του αδελφοκτόνου αίματος. Τα θέματά του είναι μικρά πένθη για τους νεκρούς αντάρτες και μεγάλες ελεγείες για το αδικαίωτο όραμα της Αριστεράς. Μας είχε πει ο ίδιος: «Περιμέναμε μια δικαίωση των αγώνων της Αντίστασης στο γενικό σκοτάδι που ερχόταν και το βλέπαμε εκείνα τα χρόνια. Πάντα απειλεί ένα σκοτάδι τον κόσμο. Σήμερα δεν βλέπω από πουθενά φως».

Ας ανοίξουμε εμείς μια πόρτα στο Φως!!!

"Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης"
αλλά και της καρδιάς μας!!!

Σε ευχαριστώ για τη τρυφερή σου ζακυνθινή ψυχή και όχι μόνο..
Πολλά γλυκά φιλιά!

mareld είπε...

-Στην εισήγηση σας κατά την έναρξη της προς τιμήν σας ποιητικής βραδιάς, αναφερθήκατε μεταξύ άλλων και σε ορισμένα λόγια -εν είδη αποφθέγματος- μεγάλων ποιητών, όπως στο "η Ποίηση είναι ταυτόσημη με την Αλήθεια ". Είπατε πως η Αλήθεια είναι το ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση. Αυτό λοιπόν ψάχνει κανείς να βρει; την κρυμμένη αλήθεια;
—Σίγουρα, πέρα απ' τη γοητεία της ποίησης, είναι η Αλήθεια -δηλαδή δεν τελειώνει η ποίηση με το να μας μαγέψει απλώς.

-Να μας μαγέψει σαν λεκτικό κατασκεύασμα, σαν εικόνα;
—Σαν αισθητική έκφραση. Πέρα απ' αυτό η Ποίηση αναζητά την Αλήθεια. Αυτό κυρίως θέλει να εκφράσει.

-Φαίνεται καθαρά στο ποίημα σας "τα Αντικλείδια". Εκεί λοιπόν λέτε -απ' ό,τι καταλαβαίνω- ότι δεν υπάρχουν αντικλείδια, οι πόρτες είναι ανοιχτές. Όμως υπαινίσσεσθε στο ποίημα, ότι ο ποιητής λειτουργεί σαν ένα αντικλείδι, διότι βλέπει την κρυμμένη αλήθεια στα πράγματα.
—Είναι κι αυτό μια εκδοχή για την πρόσληψη του ποιήματος. Το ποίημα αυτό προσφέρεται για πολλές εκδοχές και όσες περισσότερες είναι αυτές, τόσο πιο καλό είναι το ποίημα. Εγώ ποτέ δεν αναλύω. Αφήνω την περαιτέρω έρευνα για τον αναγνώστη.

-Επιδέχονται περαιτέρω έρευνα;
—Πρέπει να φτάσεις σ' ένα σημείο και να σταματήσεις γιατί από κει και πέρα μπορεί και να το χαλάσεις,. οι δυνατότητες σου δεν πάνε πιο πέρα, Αλλά έχεις την αίσθηση ότι δεν τέλειωσε ποτέ κι ούτε τελειώνει ποτέ. Εσύ όμως δεν μπορείς να πας παραπέρα.
Το παραδίδεις όμως στον αναγνώστη σκοπεύοντας ότι θα βρει περισσότερα νοήματα.
Οι εκδοχές αφορούν στον αναγνώστη. Κάθε ένας, μπορεί να έχει τη δική του εκδοχή, να το προσεγγίσει με τη δική του συγκίνηση, γι αυτό οι αναλύσεις των ποιημάτων δεν ευστοχούν πάντοτε, δεν μπορείς να πεις, αυτό λέει αυτό το ποίημα.

Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

mareld είπε...

-Στο ποίημα Το άγαλμα και ο τεχνίτης, παίρνουμε μια παράσταση σ' ένα αέτωμα, προβάλλει το αρχέτυπο του έρωτα μπαίνοντας ο ποιητής στη θέση του Τεχνίτη. Παίρνουμε μια παράσταση. Είναι προφανές ότι ο τεχνίτης ταυτίζεται με το δημιούργημα του κάποια στιγμή.
—Κάνετε και σεις μια δική σας προσέγγιση. Κατ' αρχήν εγώ δεν μπορώ να κάνω μια ανάλυση πάντως εδώ είναι προφανές ότι ο τεχνίτης ταυτίζεται με το δημιούργημα του κάποια στιγμή δηλαδή ερωτεύεται αυτό που κάνει διότι η τέχνη είναι πράξη ερωτική επομένως με το δημιούργημα του... Το ίδιο το δημιούργημα -το άγαλμα- γίνεται ερωτικό αντικείμενο. Αυτό λέει το ποίημα.

-Το οποίο είναι το μοντέλο... και μια ερωτική σχέση μ' αυτό.
—Πέρα απ' αυτό είναι αυτό που κάνει το ίδιο το άγαλμα -γίνεται ερωτικό αντικείμενο το ίδιο το ποίημα του.

-Αυτό το αέτωμα υπάρχει στην Ολυμπία...
—Σας παρακαλώ, ένα από τα κορυφαία αγάλματα της παγκόσμιας τέχνης βρίσκεται εκεί. Τα δύο αετώματα που υπάρχουν εκεί, είναι από τα κορυφαίες γλυπτικές συνθέσεις της παγκόσμιας τέχνης. Πρόκειται για το δυτικό αέτωμα που αναπαριστά την αρπαγή της Νύμφης Δηιδάμειας από τον Ευρυπίωνα τον βασιλιά των Κενταύρων. Η ιστορία είναι πως όταν ο βασιλιάς της Θεσσαλίας πάντρευε την κόρη του Δηιδάμεια, οι Κένταυροι Λάπηθες μεθυσμένοι, πρωτοστατούντος του Ευρυπίωνα, αρπάξανε τη νύμφη Δηιδάμεια. Οι αναλυτές λένε πως εκεί συμβολίζεται ο αγώνας μεταξύ φωτός και σκοταδιού, πολιτισμού και βαρβαρότητας.

-Η μάχη του πνεύματος με τα ζωώδη πάθη λοιπόν. Εκεί στο ναό του Ολυμπίου Διός, στην Ολυμπία...
—Θα 'χω πάει 2000, 3000, μπορεί και 10000 φορές. Στο Μουσείο... από μικρό παιδί πηγαίνω. Όλοι μου οι περίπατοι έχουν γίνει εκεί πέρα. Ασύλληπτο είναι. Ασύλληπτο είναι να μη πάει κάποιος να δει αυτά τα δυο κορυφαία δημιουργήματα...

-Η ίδια σκηνή;
—Το άλλο περιγράφει την αρματοδρομία.

-Στην υποσημείωση λέτε για τους φίλους σας. Τους το αφιερώνετε. Έχει ενδιαφέρον, ποιοι είναι αυτοί οι φίλοι σας;
—Ο Τριάντης από τους πιο αγαπημένους μου φίλους, ήταν έφορος Αρχαιοτήτων του Μουσείου. Από τους διαπρεπέστερους συντηρητές αρχαίων μνημείων, γλύπτης ο ίδιος. Πολύ στενοί φίλοι μου κι αυτός και η γυναίκα του που είναι καθηγήτρια στο Παν. Ιωαννίνων, διευθύντρια του Μουσείου της Ακροπόλεως. Έζησα κοντά τους. Ο Τριάντης αναστήλωσε τα δυο αετώματα πετώντας τους παλιούς γύψους όταν μεταφέρθηκαν απ' το παλιό μουσείο στο καινούργιο. Τα είδα, ήταν 2.500 κομμάτια κι αυτός ο μαγικός για μένα τεχνίτης αναστηλώνοντας τα, προσπάθησε να βρει την τέλεια αναστήλωση -πράγμα που σημαίνει ότι έβγαλε όλα τα πρόσθετα. Αν π.χ. είχαν αντικαταστήσει μια κνήμη με γύψινη, την πέταξε τελείως. Δυστυχώς τώρα δεν ζει πια.

Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

mareld είπε...

-Το γράψατε το 1988. Βλέπουμε πως εκδίδετε περίπου ανά 10ετία. Διαφαίνεται πως δεν είναι απλό πράγμα να βγάλεις μια συλλογή. Πρέπει να περάσει ένα μεγάλο διάστημα...
—Ο καθένας δουλεύει όπως μπορεί. Δεν ισχύει για όλους τους ποιητές. Μπορεί άλλοι να είναι πολυγραφότατοι. Άλλοι δεν έχουν αυτό τον ρυθμό. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ποιότητα κρίνεται από τον χρόνο εκδόσεως μιας Συλλογής. Μπορεί σε μια νύχτα να φτιάξεις ένα αριστούργημα. Μπορεί να περάσουν και δέκα χρόνια. Γιατί κοιτάτε, τα ποιήματα δεν πέφτουν απ' τον ουρανό! Δουλεύονται μέσα μας χρόνια και χρόνια... Κι έρχεται κάποια στιγμή που νιώθεις την ανάγκη να εκφράσεις αυτό που σε βασανίζει και θέλει να βγει από μέσα σου. Ο τρόπος κι ο ρυθμός που θα το γράψεις ποικίλει από δημιουργό σε δημιουργό αλλά δεν σημαίνει ότι για να γράψεις σε μια βδομάδα ή σ' ένα μήνα μέσα, πως σου ήρθε Θεία Φώτιση. Τα ποιήματα δουλεύονται μέσα μας χρόνια και χρόνια.

-Χωρίς να το ξέρουμε.
—Μπορεί να μη το ξέρουμε αλλά το υποψιαζόμαστε, το καταλαβαίνουμε, πως κάτι πάει κι έρχεται συνεχώς μέσα μας. Ακόμη κι απ' τα παιδικά μας χρόνια. Ένα ποίημα μπορεί να έχει την καταγωγή του, την αρχή του στα παιδικά μας χρόνια... Κι εκεί τείνουμε όλοι οι ποιητάδες: Να ξαναζήσουμε την πρώτη μας αθωότητα. Να γράψουμε κάτι με όση μπορούμε καθαρότητα -όπως θα το συλλάμβανε μια αθώα ύπαρξη.

-Εννοείτε πως το ποίημα προϋπήρχε από την παιδική ηλικία;
—Οι παιδικές μας εντυπώσεις ακόμα μπορεί να δουλεύονται μέσα μας χρόνια και χρόνια και να καταλήξουν σ' ένα ποίημα.

-Για έναν άνθρωπο που ασχολείται με το γράψιμο...
—Η ποίηση είναι βιωματική, δεν μπορούμε να γράψουμε με αοριστίες. Η ουσιαστική ποίηση είναι βίωμα. Είναι κάτι που θα το ζήσεις και μετά θα το μεταπλάσεις σε ποιητική έκφραση.

-Στην περίπτωση του "Αγάλματος", Θέλατε να πείτε πράγματα που τα είχατε μέσα σας εξ αφορμής αυτού του αετώματος. Κάποιος που δεν είναι ποιητής ή καλός ποιητής, θα τα πει διαφορετικά χωρίς να αναπλάσει τη δική σας οπτική.
—Δεν κάνουμε καμιά συγκριτική μεταξύ καλού και κακού ποιήματος. Είναι ένα ποίημα Ποιητικής κι αυτό θέλω να πω. ότι τελικά ταυτίζεσαι με το δημιούργημα, ότι ταυτίζεσαι με το ίδιο το ποίημα.

-Κάτι που το' χεις μέσα σου σαν ιδέα. Δεν έρχεται εξ αποκαλύψεως.
—Το 'παμε αυτό -τα ποιήματα δεν πέφτουν απ' τον ουρανό.
Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

mareld είπε...

-Προσωπικά διαβάζοντας κάποια απ' τα ποιήματα σας δεν είχα τον χρόνο χρειάζεται καιρός για να εμβαθύνεις, έχω την αίσθηση πως μιλάνε για πράγματα που σας απασχολούν, σας έχουν σημαδέψει αλλά ταυτόχρονα το κάνετε μέσω μιας αναγωγής -κάτι σαν παρομοίωση ή αλληγορία. Μιλάτε για τον Τεχνίτη του αγάλματος, για την Τσιγγάνα που λέει "μπορείς να πιεις τη στάχτη μου;" Είναι βιωματικά αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιούν σαν εκφραστικό μέσο την αλληγορία, χρησιμοποιούν μια ιστορία...
—Κάνετε λάθος. Αυτό που γράφω το έχω ζήσει. Όλη η ποίηση είναι βιωματική.

-Εννοείτε πως σας είπε αυτή τη φράση; να πιεις τη στάχτη μου...
—Του λέει να ξεπεράσει τα αισθήματα του γι αυτήν, να μπορεί να την ξεχνάει. Του λέει "Μπορείς να με ξεχάσεις;" μπορεί και να σου φύγω, μπορεί και να πεθάνω, μπορείς να με ξεχάσεις, να γίνεις τόσο ελεύθερος δηλ. -(οι τσιγγάνοι είναι ένα σύμβολο ελευθερίας) Να ξεπεράσεις τα συναισθήματα σου, να μπορείς να με ξεχνάς. Της λέει πως αυτό δεν το μπορεί. Τότε του λέει, δεν θα γίνεις ποτέ ελεύθερος, δεν θα γίνεις ποτέ γύφτος.

-Πολύ ωραίο ποίημα. Πράγματι, οι τσιγγάνοι είναι ελεύθεροι άνθρωποι.
Όπως είπε και η εισηγήτρια στην Ποιητική Βραδιά, η Κα Παπαλεωνίδα, στην ποίηση σας είναι οι μνήμες του πολέμου, τα άλογα, οι οπλές. Σουρεαλιστική -είναι λίγο- η ποίηση σας;
—Καθόλου! (με αγανάκτηση)

-Δεν εννοώ πως είσθε ακαταλαβίστικος. Όμως παίρνετε κάποιες λέξεις και τις κάνετε σύμβολα-κλειδιά όπως: σακί, άλογο, οπλή, οστά -που σημαίνουν σίγουρα κάτι -και για σας και για όλους.
—Ακούστε, κάθε ποιητής, κάθε δημιουργός ζει την εποχή του. Η ποίηση λέει τα ίδια πράγματα απ 'τον καιρό που στήθηκε ο κόσμος. Απ' τον καιρό που άρχισε να γράφεται η ποίηση, οι ποιητές λένε τα ίδια πράγματα.
Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

mareld είπε...

-Εξ ου και στα "αντικλείδια" . Τα πράγματα είναι ίδια, δεν αλλάζουν.
—Μιλάμε για τον έρωτα, για τον θάνατο, την αδικία ή το δίκιο, για όλα τα πράγματα. με τη μόνη διαφορά πως σε κάθε εποχή ανανεώνονται τα εκφραστικά μέσα ανάλογα με τον ρυθμό της εποχής -πάει πακέτο, είναι σύμφυτο με την αιώνια αναζήτηση μέσω της έκφρασης, των πραγμάτων. Εμείς εζήσαμε μια πικρή εποχή. πολύ πικρή -Τον πόλεμο...
Η εποχή του πολέμου, της κατοχής ήταν στη δική μου γενιά.

-Ήσασταν τότε στην Αθήνα;
—Στην κατοχή ήμουν στον Πύργο .Στην απελευθέρωση ήρθα στην Αθήνα. Ζήσαμε πείνα τέσσερα χρόνια. Όσοι επέζησαν απ' αυτή τη λαίλαπα δεν μπορούν να ξεχάσουν με τίποτα. Ξέρετε η δική μου γενιά δεν χαμογελάει εύκολα. Ούτε μπορεί να την κοροϊδέψουν εύκολα. Δεν είναι δυνατόν να μας κοροϊδέψει κανείς.

-Ποιος να κοροϊδέψει;
—Οι πολιτικές, οι πολιτικοί, οι, οι, οι... έχουμε ζήσει την κόλαση.

-Όμως εκ παραλλήλου λένε πως παλιά οι άνθρωποι διασκέδαζαν, είχαν αισθήματα...
—Μα τι λέτε τώρα, Κάθε μέρα πεθαίναμε...

-Εννοώ σ' ένα γενικό πλαίσιο της παλιάς εποχής...
—Άλλη η προπολεμική εποχή... και πάλι όμως ήταν η δικτατορία Μεταξά. Εμείς βιώσαμε πολύ σκοτεινές περιόδους της νεώτερης ιστορίας μας, τις οποίες νιώσαμε στο πετσί μας. Ο πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος, η μετεμφυλιακή εποχή και τελικά, ύστερα από την προσδοκία για ένα καλύτερο κόσμο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια απαίσια δικτατορία ηλιθίων ανθρώπων. Η χώρα μας ευτελίστηκε παγκοσμίως, έγινε κι ένα μέγα έγκλημα -ο διαμελισμός της Κύπρου. Κι όλα αυτά εμείς τα ζήσαμε όπως σας είπα στο πετσί μας, μας έχουν σφραγίσει. Και θέλω να καταλήξω πως τα βιώματα περνάνε και στην ποίηση. Δεν μπορείς να μείνεις αδιάφορος, γιατί όλα αυτά είναι μέσα σου και σε βασανίζουν και κάπου θέλεις να τα εκφράσεις.

Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

mareld είπε...

-Άρα για να δημιουργήσεις, όλη αυτή η φοβερή απογοήτευση, η δυστυχία, γίνεται κινητήρια δύναμη;
—Στην ποίηση δεν υπάρχει θεματογραφία. Για να γράψει ο Ντοστογιέφσκι το «Έγκλημα και Τιμωρία», δεν πήγε να σκοτώσει. Αλλά βίωσε κάποια ιστορία. Και σεις αν πείτε κάποια ιστορία που να με αγγίξει, μπορεί να γίνει βίωμα μου. Με ρώτησαν κάποτε για ένα ποίημα μου που υπάρχει στη δεύτερη συλλογή μου το "Σακί" -που μιλάει για τον Εμφύλιο, για ένα παιδί που κράτησε το άλογο ενός αντάρτη την ώρα που έπινε νερό και σαν το παιδί κατέβηκε στην πολιτεία και πούλαγε τσιγάρα στους δρόμους και πλατείες, σε μια πλατεία είδε το κεφάλι του αντάρτη που του κράτησε το άλογο, κομμένο να το κοιτάζει. Μου είπανε -επειδή είναι σε α΄ πρόσωπο γραμμένο το ποίημα, πως πράγματι, εσείς ήσασταν το παιδί; Και είπα όχι, δεν είμαι αυτό το παιδί. Δεν υπήρξα ποτέ αυτό. Όμως είμαι και το παιδί, και το άλογο, και ο αντάρτης και το κομμένο κεφάλι. Όλα αυτά μαζί -δηλαδή, είμαι η εποχή μου. Αφού έζησα αυτή την εποχή, την έχω μέσα μου. Μιλάμε για τα βιώματα μας -είτε πικρά είναι, είτε χαρούμενα, θα περάσουν μέσα στα ποιήματα μας όταν νιώσουμε την ανάγκη να τα εκφράσουμε.

-Σε ό,τι σας αφορά, πάντα λέτε ιστορίες. Πολύ ενδιαφέρουσες...
—Είναι ένας τρόπος αφηγηματικός. Ο καθένας διαλέγει τον τρόπο του. Αφηγείσαι κάτι χωρίς να το σχολιάζεις κι απ' την ίδια την αφήγηση προκύπτει η συγκίνηση -αν προκύπτει- αν είσαι ισχυρός ποιητής και το μπορείς.

-Δηλαδή να ταυτισθεί ο αναγνώστης με το ποίημα, να έρθει στη θέση του δρώντος μεσ' στο ποίημα που είναι ο ίδιος ο ποιητής-γράφων και αφηγητής;
—Ο αναγνώστης είναι αποδέκτης του ποιήματος, από κει και πέρα αν ταυτίζεται ή όχι...
Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

mareld είπε...

-Εσείς το θεωρείτε επιτυχία σαν γράφων, αν ταυτισθεί ο αναγνώστης και ζήσει την ίδια συγκίνηση που ζήσατε και σεις; Toυ το εύχεστε;
—Ξέρετε στην τέχνη προσπαθούμε να αποσβήσουμε τον εαυτό μας, το πρόσωπο μας, δεν πρέπει καν να φαίνεται. Να σας πω κάτι απλό. Αν καθίσω και γράψω μια προσωπική μου ιστορία -ας πούμε μια ερωτική απογοήτευση- εκατομμύρια ερωτικές απογοητεύσεις, ποιον ενδιαφέρει αυτό; Όμως αν γράψω μ' έναν τέτοιο τρόπο που ο αναγνώστης να πει: "σα να το 'χω ζήσει αυτό, σα να είναι δική μου υπόθεση..." το καταλάβατε; Πρέπει να σβήσουμε το πρόσωπο μας μεσ' στο έργο μας. Μόνο τότε μπορούμε να φτιάξουμε κάτι. Αν καθίσουμε και χτυπιόμαστε και κλαίμε με τα προσωπικά μας συναισθήματα δεν πρόκειται να φτιάξουμε τίποτα.

-Ποιες είναι οι παράμετροι; Τι πρέπει να έχει ένα ποίημα για να πάψει να λέγεται προσωπικό; Πως να είναι;
—Δεν μπορώ να διδάξω την ποίηση. Δεν ξέρω τι είναι η ποίηση, κι αυτό εκφράζω με "Τα αντικλείδια" κλπ. Δεν υπάρχει ορισμός της ποίησης.

-Όμως είστε έτσι φτιαγμένος. Δεν το κάνετε επίτηδες. Αυτό είναι. Όταν εσείς μιλάτε για πράγματα... ας πούμε για το αέτωμα... Τι είναι, τι μπορεί να είναι αυτό που ανυψώνει σε ποίηση την απλά βιωματική εξιστόρηση;
—Σας είπα πως δεν ξέρουμε τι είναι η Ποίηση. Δεν υπάρχει ορισμός. Όμως όλοι συμφωνούμε π.χ. όταν διαβάζουμε την Ιλιάδα, ότι αυτό είναι μια μεγάλη ποίηση., Όλοι το καταλαβαίνουμε. Δεν υπάρχει τρόπος να διδάξουμε την ποίηση. Δεν διδάσκεται. Η ποίηση είναι ελεύθερη έκφραση κι ο καθένας ανάλογα με την καλλιέργεια του, με τα βιώματα του εκφράζεται όπως μπορεί. Οι αναγνώστες είναι οι αποδέκτες. Νομίζω γίνομαι σαφής μ' αυτά που λέω.
Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

mareld είπε...

-Εν πάση περιπτώσει να χρησιμοποιήσω πάλι τη λέξη αντικλείδι. Να πω ότι η ποίηση είναι το "αντικλείδι" -για να αναφερθώ στο ποίημα σας- για την κατανόηση του κόσμου;
—Έχω ξαναπεί πως μέσα στην ποίηση υπάρχει η αυθεντική ιστορία του κόσμου, η μη παραχαραγμένη ιστορία, διότι η αυθεντική ιστορία δεν έχει γραφτεί ακόμα -αν εξαιρέσουμε τον Θουκυδίδη. Αλλά η ποίηση τα λέει όλα και οι εποχές έχουν σωθεί μέσα απ' την ποίηση, αλλά και η ουσία των πραγμάτων, και η μνήμη των πραγμάτων, και τα πάντα υπάρχουν μέσα στην παγκόσμια ποίηση που έχει γραφτεί.

-Δυστυχώς όμως η ποίηση δεν έχει την ανάλογη υποδοχή, Ιδίως στους νέους. Είναι κάπως παραγνωρισμένη, αρκετά θα έλεγα, ή πάρα πολύ θα λέγανε κάποιοι...
—Σ' αυτό δεν φταίει η ποίηση. Φταίει το επίπεδο Είναι ζήτημα παιδείας, και σε καιρούς παρακμιακούς η ποίηση δεν έχει προσβάσεις στο αναγνωστικό κοινό. Και η εποχή μας είναι μια εποχή παρακμής...

-Είναι μήπως το αποκορύφωμα λέτε της άσχημης εποχής που λέγατε πρωτύτερα; -της διάψευσης, της απελπισίας, της απογοήτευσης, του άνισου αγώνα... Διανύουμε μήπως τώρα, αυτό το αποκορύφωμα;.
—΄Όχι επί Μεταξά, είναι για τον Χίτλερ εδώ Πριν από 40 χρόνια καίγαμε ανθρώπους στους φούρνους. Τώρα είναι μια παρακμή. Το μέγα πολιτικό πρόβλημα, για μένα είναι η καταστροφή του περιβάλλοντος, η καταστροφή της μάνας γης. Αν δεν σταματήσει αυτό -κι εγώ λέω πως δεν θα σταματήσει- οραματίζομαι πως θα 'ρθουν εποχές που θα καίμε τα αυτοκίνητα, θα τα πετάμε, θα καίμε τις τηλεοράσεις, όλες αυτές τις αηδίες, τις πλασματικές ανάγκες και θα περιορισθούμε στις ουσιαστικές μας ανάγκες. Έχουμε φορτώσει τη ζωή μας, την έχουμε κάνει κόλαση. Απ' το Μαρούσι για να πας στο κέντρο της Αθήνας θέλεις 1 με 1 1/2 ώρες. Έφαγες τη μέρα σου, για να πας να κάνεις μια δουλειά σου! Λοιπόν, αυτοί οι ρυθμοί είναι ας πούμε βίος αβίωτος.
Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

mareld είπε...

-Και ποιος είναι τώρα ο ρόλος του ποιητή; Ο ποιητής πρέπει να έχει πράγματα να εμπνέεται. Σε μια τέτοια κοινωνία που δεν είναι ωραία;
—O ποιητής δεν μπορεί ν' ανατρέψει τίποτα. Απλώς γράφει τα ποιήματα του. Δεν μπορεί να ανατρέψει τα πράγματα του κόσμου. Αυτό έχει φανεί μέσα στους αιώνες. Εάν ανέτρεπε η ποίηση αυτά που δεν είναι καλά για τον άνθρωπο, δηλ. ο πόλεμος, μετά την Ιλιάδα δεν έπρεπε να γίνεται πόλεμος. Ο Όμηρος μας είπε τη φρίκη του πολέμου, τα πάθη των ανθρώπων μέσ' στον πόλεμο, όλα αυτά μας τα είπε, αλλά ο άνθρωπος δεν έβαλε μυαλό. -Επίσης χρειάζεται πίστη. Αν δεν πιστεύεις στον κόσμο, στο αύριο, γιατί ν' ασχολείσαι; -O ποιητής είναι αφοσιωμένος στη ζωή. Είτε η ζωή είναι έτσι ή αλλιώς, είναι αφοσιωμένος. Διότι είναι πλάσμα αγάπης ο ποιητής. Δεν μπορεί να γράψει αν δεν αγαπήσει τη Φύση, τους Συνανθρώπους του, τη Ζωή την ίδια. Τα ποιήματα δεν γράφονται με μίσος. Μπορεί να εκφράσουν το μίσος πολλές φορές, αλλά δεν γράφονται με μίσος αλλά με αγάπη και με πίστη στον άνθρωπο.

-Η οποία γίνεται εντονότερη γιατί βλέπεις μια κατάσταση που δεν είναι ωραία, και η αγάπη σε κάνει να γράψεις το ποίημα για ν' αλλάξεις αυτήν την κατάσταση, να σώσεις;
—Δεν σώζεις τίποτα. Απλώς λες ότι αν δεν γράψω μπορεί και να πεθάνω. Είναι ανάγκη να εκφραστείς. Η ποίηση είπε κάποιος μεγάλος μας ποιητής είναι κοντά στην ανάσα του ανθρώπου. Είναι μια δεύτερη ανάσα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει αν δεν εκφραστεί. Ο Χριστός είπε δεν μπορούμε να ζήσουμε μόνο με ψωμί.
Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

mareld είπε...

-Εν αρχή ην ο λόγος...
—Αυτό πάει βαθύτερα. Τι είναι το άλλο που πρέπει να έχουμε για να ζήσουμε; Είναι νομίζω η Έκφραση και η Έκφραση είναι μια αναζήτηση, για το πως θα ζήσουμε πιο μονιασμένοι, πιο αγαπημένοι, πιο κοντά ο ένας στον άλλο...

-Και πως θ' αλλάξουμε τα πράγματα προς το καλλίτερο; -Λέτε "εμείς, η γενιά που πέρασε πολλά". Θα ήθελα να ρωτήσω, επειδή έχει ακουσθεί πως γνωρίσατε τον Τάκη Σινόπουλο, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Τίτο Πατρίκιο, τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο και για τον Άγγελο Σικελιανό έχετε διηγηθεί πως τον συναντήσατε στο Ζάππειο ντυμένο με την χλαμύδα του να απαγγέλλει..
—Πέρναγε ο άνθρωπος, δεν τον γνώρισα προσωπικά...

-Κάποιους απ' αυτούς τους είχατε φίλους... με το Σεφέρη... δείχνει ο Σεφέρης να 'ταν κλειστός άνθρωπος, μέσα σ' έναν κόσμο που μέσω της ποίησης του δημιουργούσε ο ίδιος... (Για τον απλό αναγνώστη της ποίησης του εννοώ) -σ' έναν ερμητικό κόσμο...
—Καθόλου, δεν είναι ερμητική ποίηση, κάθε άλλο. Είχα την τιμή να τον γνωρίσω. Έζησα αρκετά χρόνια κοντά του. -Είναι δύσκολη η ποίηση του, δεν διηγείται απλώς μια ιστορία. -Κοιτάχτε, ο Σεφέρης είναι πολύ μεγάλος ποιητής... τι άλλο να σας πω... -Ήταν εκείνος που σας παρότρυνε να γράψετε; -Γνώρισα το '62, στην Αθήνα τον Σεφέρη, αλλά έγραφα απ' το '41 -από πολύ νέος, από 19 χρονών παιδί. Ήταν απ' τους ευγενέστερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Μια βαθιά συνείδηση.

-Mπορεί η Ποίηση να γίνει ο καταλύτης που θα οδηγήσει και τον γράφοντα αλλά και τον αναγνώστη, στη Λύτρωση απ' τις αγωνίες και τα ερωτήματα;
—Δεν ξέρω αν οι αναγνώστες μπορούν να λυτρωθούν, αλλά μπορούν να συγκινηθούν και να μαγευτούν και να προσεγγίσουν μια Αλήθεια μέσα από έναν ποιητή. Οι ποιητές είναι δυστυχισμένα πλάσματα που παλεύουν μέρα νύχτα να εκφράσουν το ανέκφραστο και το πιο δύσκολο.
Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

mareld είπε...

-Που είναι η Απογοήτευση;
—Όχι, κάθε άλλο... μπορείς να γράψεις για μια μύγα, ή για ένα λουλούδι. Την ίδια σημασία έχει με το να γράψεις ένα έπος για τον πόλεμο. Το ζήτημα είναι πως εκφράζεσαι, πως προσεγγίζεις ποιητικά το μυστήριο των πραγμάτων, της ζωής, του κόσμου. Αυτό έχει σημασία. Δεν υπάρχει θεματική στην ποίηση. δηλαδή δεν ξεχωρίζει την ποίηση ένα σπουδαίο θέμα. Έπειτα δεν γράφεις με ιδέες. Μπορεί να έχετε σπουδαίες ιδέες, αλλά μόλις τις ρίξετε στο χαρτί, μπορεί να γράψετε αηδίες... γιατί άλλο τι σκεπτόμαστε... Γίνεται -πως να το πω, ουσία ας πούμε, κάθε μας σκέψη και κάθε μας ιδέα μέσα από την Έκφραση. Αν γράψουμε ποιητικά, όλα τα θέματα το ίδιο είναι.

-Να σας ρωτήσω κάτι πιο καθημερινό. Πως περνάτε τη μέρα του ένας ποιητής;
—Γράφοντας. Κοιτάχτε, επειδή όλη μου τη ζωή δούλευα σ' ένα γραφείο για να επιβιώσω -οι ώρες που μου έμεναν κι είχα κάποια ηρεμία, ήταν μετά τις 10 το βράδυ και τα περισσότερα πράγματα που έχω γράψει ήταν μέσ' τη νύχτα γιατί δεν είχα ώρες. Όταν συνταξιοδοτήθηκα και είχα ελεύθερο χρόνο, μπορούσα να κάθομαι και πέντε ώρες, κι επτά ώρες, στο γραφείο μου, και να παλεύω να γράψω όλα αυτά, όχι για να γίνω σπουδαίος, ούτε για να γίνω γνωστός, αλλά γιατί ένιωθα απλώς την ανάγκη να τα γράψω αυτά τα πράγματα. Ένιωθα την ανάγκη να εκφραστώ. και καθόμουν να γράψω... Σε συγκινεί κάποια αναγνώριση στον καιρό σου. Σε συγκινεί να δεχθείς κάποια τιμή η απ' τους συγκαιρινούς σου, όμως πρέπει να μένεις εντελώς αδιάφορος για οποιαδήποτε προβολή σου.

-Αυτό φαίνεται σε σας. Είστε πολύ σεμνός και μετρημένος.
—Να μην επιδιώκεις καμία προβολή, διότι όσο και να προβληθείς, όση φασαρία κι αν γίνει στον καιρό σου, δεν έχει σημασία αυτό. Ο χρόνος μόνο μας καθορίζει. Αν αξίζει κάτι απ' αυτό που έφτιαξες, όση φασαρία κι αν γίνεται αν όλα αυτά έφτιαξες είναι κίβδηλα και άνευ ουσίας θα χαθούν. Αν όμως έφτιαξες κάτι και αξίζει, αυτό θα μείνει. -Βέβαια, υπάρχουν ποιητές που ήταν άγνωστοι ή παραγνωρισμένοι π.χ. ο Καρυωτάκης. Ποιος τον ήξερε στον καιρός του; -Aυτό σας είπα... Ο χρόνος θα δείξει...
Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

mareld είπε...

-Επίσης ασχοληθήκατε και με τη μετάφραση...
—Κάποιες νεανικές προσπάθειες αυτές, αλλά γρήγορα κατάλαβα πως πρέπει να είσαι πολύ επαρκής στη γλώσσα, να ξέρεις πολύ καλά τη γλώσσα απ' την οποία θα μεταφράσεις για να μπορέσεις να φέρεις στη δική σου γλώσσα και μάλιστα να δοκιμαστείς, να δοκιμάσεις πόση δυνατότητα έχεις να φέρνεις στη γλώσσα σου ένα άλλο κείμενο.

-Πιστεύετε στην απλή μετάφραση ή στην ελεύθερη;
—Τι πάει να πει ελεύθερη; -Να δημιουργήσεις ένα νέο ποίημα. -Πολλοί λένε και διατείνονται πως η Ποίηση είναι αυτό που δεν μεταφράζεται. Δεν μπορείς να μεταφέρεις απολύτως στη γλώσσα σου αυτό που υπάρχει στη γλώσσα που γράφτηκε αλλά είναι μια δοκιμή, μια δοκιμασία, να δεις τις δυνατότητες σου -όσο μπορείς να αποδώσεις αυτό που γράφτηκε σε μια άλλη γλώσσα. -στην ποίηση είναι πολύ δύσκολο πράγμα. και γρήγορα κατάλαβα πως δεν ήμουν επαρκής.

-Απ' τον Έλιοτ τι έχετε μεταφράσει;
—Ένα ποίημα του, επίσης ένα του Πάουντ, δέκα της Ήντιθ Σίγκουελ όταν ήμουν 23-24 χρόνων.

-Όμως έχουν μεταφραστεί δικά σας -σε ανθολογίες, περιοδικά. Στα Αγγλικά, Γαλλικά, Πολωνικά, Ρωσικά... Είστε ευχαριστημένος;
—Δεν μπορώ να εκτιμήσω απόλυτα τα πράγματα γιατί δεν ξέρω και πολύ καλά Αγγλικά.
Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

mareld είπε...

-Τι γνώμη έχετε για τον Μπωντλέρ; έχει μιλήσει για πολλά πράγματα, για πολύ σπουδαία πράγματα. Όπως για τον ποιητή "που τα μεγάλα του φτερά τον εμποδίζουν να περπατήσει στη γη". Βλέπει την πραγματικότητα πολύ πιο έντονη, ανάγλυφη, με όλα της τα προβλήματα. Αυτή η πραγματικότητα του ρίχνει τα φτερά βαριά στους ώμους. Είναι πολύ πελώρια φτερά που τον εμποδίζουν να περπατήσει...
—Τι να λέμε τώρα, είναι πολύ μεγάλος ποιητής.

-Στα δικά σας ποιήματα δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία, όμως υπάρχει ρυθμός.
—Είναι πιο δύσκολο να γράψεις ελεύθερη παρά ομοιοκατάληκτη ποίηση. Όλα αυτά είναι σχετικά. Ο Μπωντλέρ που έγραψε με τον τρόπο που έγραψε ή τόσοι δικοί μας έχουν γράψει σπουδαία ποιήματα. Ο Όμηρος δεν έγραψε σε ομοιοκαταληξία, όμως έγραψε μ' ένα ρυθμό.

Γύρω στους τοίχους υπάρχουν ορισμένοι πίνακες. Ο Γιώργης Παυλόπουλος μας λέει πως είναι δικοί του. Ανάμεσα τους και μια λιθογραφία του Φερνάν Λεζέ.

—Επειδή τα έργα του ήταν πανάκριβα, για τους επισκέπτες της έκθεσης του έκανε μια μεταξοτυπία σε χίλια αντίτυπα.
Γύρω πολλοί άλλοι πίνακες

-Είναι δικά σας;
Απαντά καταφατικά επιβεβαιώνοντας πως οι πνευματικοί άνθρωποι επιδίδονται και σε άλλες τέχνες, συχνά στη ζωγραφική.
-Με ποιες ύλες είναι φτιαγμένα; με ποια τεχνική;
—Σαν πρώτη ύλη είναι το απλό πλαστικό αναμεμειγμένο με τέρες. Απλό πλαστικό σαν αυτό που βάζουμε στους τοίχους. Πολύ ελαφρύ και φθηνό υλικό
Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

mareld είπε...

-Δική σας επινοήσεως;
—Όχι, ο Σικελιώτης έχει έτσι δουλέψει, με απλό πλαστικό. (Έναν πίνακα του τον ονομάζει "Πουλιά μεσ' τη νύχτα" -μια ποιητική εντελώς εικόνα...)
Δεν έχω κάνει ξέρετε ατομική έκθεση, όμως κάποιοι φίλοι που τους είχα χαρίσει έργα μου, τα πήγαν σε μια "Πανελλήνια" στο Ζάππειο. Η επιτροπή τα ενέκρινε, έτσι όταν πήγα στην έκθεση είδα και τα έργα μου.

-Πολλές γυναικείες γυμνές φιγούρες. Πολύ ωραία χρώματα... γήινα.
— (χαμογελώντας) Κοιτάχτε, η όμορφη γυναίκα είναι απ' τα πιο μεγάλα δώρα....

(Και για μας, η συνάντηση μαζί σας, ήταν απ' τα πιο μεγάλα δώρα!...)

-Όλοι λέμε ποιητές φοβούμενοι πως ένας ποιητής θα 'ναι αλαζών, υπεροπτικός, λιγομίλητος...
—Τους θεωρούνε σαν κάποια όντα απόκοσμα, η και ηλιθίους στον καιρό μας κυρίως -ότι δεν ασχολούνται με πρακτικά πράγματα, με τη ζωή, ότι είναι κάποια ψώνια... να το πω έτσι...

-Ιδίως όταν δεν βγάζεις νόημα... δεν καταλαβαίνεις...
—Δεν σημαίνει ότι όσοι γράφουν στίχους, όχι ποιήματα -έχει διαφορά- είσαι ποιητής. Έχω πει πως για να πεις ότι είσαι ποιητής θα καεί το στόμα σου. Ποτέ μην πεις ή να διατείνεσαι ό,τι «Ξέρεις εγώ είμαι ποιητής». Αυτό ως ένα βαθμό είναι ύβρις. Το μόνο που πρέπει να υπάρχει μέσα σου είναι η πίστη στο έργο σου. Ποτέ μη πεις με αλαζονεία: ξέρετε εγώ είμαι ποιητής.

-Αυτή η πίστη προϋπάρχει:
—Όταν αρχίζει να γίνεται Συνείδηση, τρόπος ζωής και το καταλαβαίνεις αυτό. Όταν γράφεις χωρίς να πιστεύεις σ' αυτό που κάνεις δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ ποιητής.

-Από νέος πιστεύατε πως αυτό που γράφατε ήταν αξιόλογο;
—Όταν εσείς κοιμόσαστε τη νύχτα ωραία, εγώ αγρυπνούσα. Όταν οι άλλοι κοιμόνται στο κρεβατάκι τους, ή κάνουν τη ζωή τους, οι ποιητές αγρυπνούν και χτυπιόνται να εκφράσουν κάτι που υπάρχει μέσα τους και αφορά όλους μας.

-Για λογαριασμό λοιπόν της ανθρωπότητας, του κόσμου;
—Δεν υπάρχει αυτοσκοπός στην ποίηση. Δε λες ότι δουλεύω για να σώσω την ανθρωπότητα κλπ. Αλλά, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να εκφραστώ. Τώρα άλλο πράγμα είναι, αν έχεις τη δύναμη, αν είσαι ισχυρός να εκφράσεις αυτά τα πράγματα.
Συνέντευξη στη Λ. Σ. Αρμυριώτη

Demeter είπε...

Χρώματα, χρώματα & τόσα αρώματα όλο ποίηση από την καρδιά σου κατευθείαν στην καρδιά μας με τόση αγάπη.

Να'σαι πάντα καλά γλυκιά μου!

Αστοριανή είπε...

Μαρέλντ μου, Αγαπημένη...
Ξενυχτώ, διαβάζοντας Παυλόπουλο... είναι από τα ...νερά μας (περίπου)
Μικρή, είχα γνωρίσει και το Γιώργο τον Δανιήλ ( είχε έλθει στη Ν.Υ κι έμενε στου Νίκου Σπάνια...έχουν φύγει χρόνια...)

και... φτάνοντας στο τέλος αυτής της συνέντευξης του... θα σου θυμίσω ότι
έτυχε να γνωρίσω στην Αθήνα ποιήτριες ενός ή δυο "κακόμοιρων βιβλίων..." που μοίραζαν κάρτε με την δήλωση "ποιήτρια!!!"
λες κι ήταν επάγγελμα!

Πόσο αληθινά τά λέει!

Καλη νύχτα, για τώρα,
Υιώτα
αστοριανή,
ΝΥ

LIA είπε...

Δε χορταίνει το μάτι και η ψυχή, να "περπατά" στα μεγευτικά μονοπάτια και αυτής της ανάρτησής σου. Η ποίηση του Παυλόπουλου, μιλάει στην καρδιά μας τόσο "δυνατά" που όσες φορές κι αν διβάσεις, δε φτάνουν.

Σου στέλνω μεγάλη αγκαλιά και εύχομαι, ο Οκτώβρης σου να είναι όμορφος και γλυκός.

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Κι' εσύ ΠΟΙΕΙΣ καλή μου mareld...

Πανέμορφα τα χρώματα που με ταξίδεψες και σήμερα

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές