Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Γι’ αυτό κι οι πιο λαμπροί μου στίχοι είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα γιατί έλειπες απ’ την καρδιά μου, αγάπη. Ρίτσος
















Κι όμως μια παιδική φωνή
επίμονα έκλαιγε βαθιά μου
γιατί δεν είχες έλθει, αγάπη.



Αυτός που διέκρινε το σκοτάδι πρωτοείδε τον ήλιο Πρωτομαγιά του 1909, στη Μονεμβασιά της Λακωνίας. Ήταν ο Βενιαμίν μιας τετραμελούς οικογένειας, ενώ πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Ο μεγαλοκτηματίας πατέρας του Ελευθέριος Ρίτσος, με έντονο το πάθος της χαρτοπαιξίας, κατέρρευσε οικονομικά. Ο μεγαλύτερος αδελφός του πέθανε το 1921 από φυματίωση στην Αθήνα και μετά τρεις μήνες η μητέρα του από την ίδια αρρώστια. Το 1932 ο πατέρας του κλείστηκε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Δαφνιού.

«Στο κατώφλι πρόβαινε σα χάρος, σα λοιμός, ψηλός, ωραίος κι αλαζών ο δύστροπος πατέρας τις μέρες του στα καπηλειά, τα βράδια στο χαρτί, βρωμούσε πάντοτε κρασί και ξέρναγε βλαστήμιες, τη ξένη σάρκα αγόραζε κι ανάδινε γιορτή κι ό,τι το χέρι του άγγιζε ξεφύλλιζε συντρίμμια…»

Στη Μονεμβασιά πήγε δημοτικό σχολείο και Σχολαρχείο. Το 1925 αποφοίτησε από το εξατάξιο Γυμνάσιο Γυθείου. Έφτασε στην Αθήνα. Βρήκε δουλειά ως δακτυλογράφος στην Εθνική Τράπεζα και ύστερα αντιγραφέας σε συμβολαιογραφείο. Το χειμώνα του 1926 προσβλήθηκε από την οικογενειακή αρρώστια. Επέστρεψε στη Μονεμβασιά. Άρχισε να γράφει ποίηση, να ζωγραφίζει και να μαθαίνει μουσική.

Το 1927 υποτροπίασε και νοσηλεύτηκε στην Αθήνα στην κλινική Παπαδημητρίου στα Μελίσσια και στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου έμεινε τρία χρόνια. Μέσα στο νοσοκομείο, ζώντας στο περίπτερο των φτωχών, γνωρίστηκε με νοσηλευόμενους μαρξιστές που τον μύησαν στην κομμουνιστική θεωρία. Στο λογοτεχνικό περιοδικό της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» άρχισε να δημοσιεύει ομοιοκατάληκτα ποιήματα νοσταλγίας με το ψευδώνυμο «ΡΙΤ…ΣΟΣ»…

«Η μέρα αργά βασίλεψε!.. Ψηλά βαθύ ένα φως στου έρημου κάστρου τους γκρεμούς σιγοσβηνόταν, σαν κάποιες δόξες μακρινές…καιρούς παλιούς…να ονειρευόταν…(…) Κι’ οι γλάροι απ’ τη χαρά τρελοί κι ακράτητοι…στο φως πετούσαν, γέρναν, φτερουγίζαν, χαμήλωναν και χάιδευαν τη θάλασσα, και τη λευκή τους χάρη καθρεφτίζαν. Ψυχή πικρή…και συ, ως οι γλάροι χάρηκες έτσι αλαφριά, κι έτσι τρελή, ως εκείνοι, δίχως μια σκέψη ανήσυχη, αξεδιάλυτη, το φως…την ξαστεριά…και τη γαλήνη»

Η αρρώστια δεν έλεγε να τον εγκαταλείψει. Πήγε στο άσυλο φυματικών Καψαλώνας Κρήτης, όπου οι νοσηλευόμενοι ζούσαν σε απαράδεκτες συνθήκες. Διαμαρτυρήθηκε με επιστολή του σε εφημερίδα των Χανίων και οι ασθενείς μεταφέρθηκαν σε άλλο σανατόριο του νομού. Τον Οκτώβριο του 1931 επέστρεψε στην Αθήνα καθώς η κατάσταση της υγείας του είχε βελτιωθεί. Ζούσε δύσκολα. Τον ενίσχυε οικονομικά η αδελφή του Λούλα που είχε παντρευτεί στην Αμερική.

Εργάσθηκε ως χορευτής και ως ηθοποιός δεύτερων ρόλων στο «Θέατρο Κυψέλης». Διηύθυνε τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις «Εργατικής Εστίας» που λειτουργούσε με τη στήριξη της αριστερής οργάνωσης «Πρωτοπόροι». Το 1934 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Τρακτέρ» από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Εκεί δούλευε ως διορθωτής κειμένων. Στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» άρχισε να δημοσιεύει με το ψευδώνυμο «Ι. Σοστίρ» (αντιστροφή του ονόματός του) ποιήματα που τα εξέδωσε το 1932 με τον τίτλο «Πυραμίδες».

Μια απεργία-διαδήλωση των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη το Μάιο του 1936, που χτυπήθηκε από τη αστυνομία με αποτέλεσμα να υπάρξουν δεκάδες νεκροί, του ενέπνευσε τον «Επιτάφιο». Μια μάνα γονατισμένη στο δρόμο μπροστά στο σκοτωμένο γιο της μοιρολογάει. Αυτή η φωτογραφία στις εφημερίδες τον συγκλόνισε…

«Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της χρυσής αυγής, ανθέ της ερημιάς μου, που πέταξε τ’ αγόρι μου, που πάει που μ ’αφήνει…»

Το έργο κυκλοφόρησε σε 10.00 αντίτυπα. Η δικτατορία του Μεταξά βρήκε 250 αντίτυπα στο «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» και τα έκαψε στις στήλες του Ολυμπίου Διός μαζί με απαγορευμένα βιβλία του Μαρξ. Δεν έφθανε ο πολιτικός διωγμός ήρθε και ο καημός από τον νευρικό κλονισμό που υπέστη η αγαπημένη του αδελφή Λούλα, η οποία κλείστηκε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο. Το 1937 κυκλοφόρησε σε ελεύθερο στίχο «Το τραγούδι της αδελφής μου»…

«Το λιγνό σου σώμα περιτυλίγεται, τον τεφρό μανδύα της αλλοφροσύνης(…) Αδελφή μου πως μ’ εγκατέλειψες τα μεσάνυχτανα ψάχνω δίχως λύχνο, ν’ ανακαλύψω τα ίχνη των απωλεσμένων βημάτων σου;»

Τον ξαναχτύπησε η αρρώστια και έμεινε έξι μήνες στο σανατόριο της Πάρνηθας. Απάλυνε τον πόνο του με την ποίηση. Στο κρεβάτι του νοσοκομείου έγραψε την «Εαρινή συμφωνία». Ένα ερωτικό υμνολόγιο…

«Θ’ αφήσω τη λευκή χιονισμένη κορυφή που ζέσταινε μ’ ένα χαμόγελο την απέραντη μόνωσή μου. Θα τινάξω απ’ τους ώμους μου τη χρυσή τέφρα των άστρων(…) Θα περάσω κάτω απ’ τις ανθισμένες ακακίες των χαδιών σου(…) τυλιγμένος εγώ το κορμί σου γυμνός, δίχως άνθος φωνή και τραγούδι. Κανένα φως άλλο να μην ισκιώνει το φως που ανατέλλει απ’ τη σάρκα σου(…) Αγάπη, αγάπη, δεν μου’ χες φέρει εμένα μητ’ ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω. Ζητώντας το Θεό ζητούσα εσένα»

Βελτιώθηκε η υγεία του και το 1938 συνέχισε τη δουλειά του ηθοποιού στο Εθνικό Θέατρο και στη Λυρική Σκηνή. Εκείνη τη χρονιά ο πατέρας του πέθανε στο Δαφνί. Στην Κατοχή φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός ζευγαριού χορευτών που γνώρισε στη Λυρική. Πέρασε δύσκολα. Εκτός από την πείνα, αντιμετώπιζε και τον υποτροπιασμό της φυματίωσης.

Είχε γραφτεί στη Νομική αλλά δεν τον γοήτευαν τα νομικά. Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ακρόπολις» Αλέκος Λιδωρίκης δημοσιοποίησε το πρόβλημα του Ρίτσου και συγκέντρωσε ένα χρηματικό ποσό για τη σωτηρία του. Αρνήθηκε ευγενικά. Ζήτησε να μοιρασθεί σε όλους τους καλλιτέχνες που είχαν ανάγκη.

Στη δεκαετία του 40 έγραφε συνεχώς: «Δοκιμασία», «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής». «Τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία», «Πανηγύρι του ήλιου» «Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα», «Στους πρόποδες της σιωπής».

Η εμφύλια σύγκρουση το Δεκέμβρη του 1944 τον οδήγησε στην Κοζάνη όπου με άλλους διωκόμενους κομμουνιστές καλλιτέχνες εντάθηκε στο «Λαϊκό Θέατρο Μακεδονίας» και ανέβασε το έργο που έγραψε με τίτλο «Η Αθήνα στ’ άρματα». Μετά την συμφωνία της Βάρκιζας, τον Φεβρουάριο του 1945, επέστρεψε στην Αθήνα. Η ταλαιπωρία του συνεχίσθηκε γιατί διώχθηκε από το Εθνικό Θέατρο.

Άρχισε να γράφει τη «Ρωμιοσύνη» και τη «Κυρά των αμπελιών», ενώ συνεργάσθηκε με το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» δημοσιεύοντας ποιήματα, μεταφράσεις, πεζά, χρονογραφήματα και κριτική χορού. Τον Ιούλιο του 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο στρατόπεδο της Λήμνου, όπου έγραψε τα δύο «Ημερολόγια εξορίας» και το «Καπνισμένο τσουκάλι».Πίκρα για τα βάσανα, αλλά και χαρά για το όραμα ενός δίκαιου κόσμου…

«Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ, πολύ μακρύς, αδελφέ μου. Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας πέρασε η ώρα εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα, σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους των φυλακών σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων»

Τον Μάιο του 1949, ενώ ο εμφύλιος πόλεμος έβαινε προς το τέλος με νίκη του κυβερνητικού στρατού, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο της Μακρονήσου. Μέσα σε κακουχίες έγραψε τον «Πέτρινο χρόνο» και το «Τρίτο ημερολόγιο». Τον Ιούλιο του 1950 επιδεινώθηκε η υγεία και απολύθηκε. Όταν σε ένα μήνα έγινε καλά συνελήφθη και… ξανά στη Μακρόνησο και από κει στον Άη Στράτη. Εκεί έγραψε το «Οι γειτονιές του κόσμου», «Το γράμμα στο Ζολιό Κιουρί», «Το ποτάμι κι εμείς», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο».

Το όνομα του Ρίτσου είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό στο διεθνές αριστερό κίνημα. Διανοούμενοι της αριστεράς, όπως ο Αραγκόν, ο Νερούντα, ο Πικάσο, ύψωσαν τη φωνή τους για να απελευθερωθεί ο ποιητής. Τον Αύγουστο του 1952 αφέθηκε ελεύθερος και έγινε μέλος της διοικούσας επιτροπής της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) αφού, εν τω μεταξύ, το ΚΚΕ είχε τεθεί στην παρανομία. Το 1954 παντρεύτηκε τη γιατρό Φαλίτσα (Γαρυφαλιά) Γεωργιάδη, από το Καρλόβασι της Σάμου, που την είχε γνωρίσει από την Κατοχή. Απέκτησαν μια κόρη, την Έρη, (από το Ελευθερία) που τόσο υπεραγάπησε…

«Κοριτσάκι μου, μες το βουβό πηγάδι του φεγγαριού σου’ πεσε απόψε το πρώτο δαχτυλίδι σου. Δεν πειράζει. Αργότερα θα φτιάξεις άλλο να παντρευτείς τον κόσμο μες στον ήλιο(…) Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω τα φαναράκια των κρίνων να σου φέγγουν τον ύπνο σου. Κοιμήσου κοριτσάκι μου… Είναι μακρύς δρόμος»

Ατέλειωτο το χρονολόγιο της ζωής και του έργου του. Μερικές βασικές πινελιές:

1956

Ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση. Τριάντα τρεις συνέχειες στην εφημερίδα «Αυγή». «Η σονάτα του σεληνόφωτος», Ά Κρατικό Βραβείο Ποίησης.

1957-1958

«Υδρία», «Πέτρινος χρόνος», «Οι γειτονιές του κόσμου», «Όταν έρχεται ο χρόνος».

1958-1959

Επίσκεψη στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία για την επιμέλεια ρουμανικής ανθολογίας ποίησης.

1960

Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί τον «Επιτάφιο». Κυκλοφορούν τα «Ποιήματα 1930-1940».

1962

Ταξίδι στην Ανατολική Γερμανία. Ταξίδι στη Ρουμανία. Συνάντηση με τον Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ. Ταξίδι στην Τσεχοσλοβακία για την επιμέλεια ανθολογίας ποίησης. Νοσηλεία στο τσεχοσλοβάκικο νοσοκομείο της Οστράβας.

1963

«Μαρτυρίες Α΄», «Θρήνος του Μάη».

1964

Υποψήφιος βουλευτής της ΕΔΑ στην Α΄ Περιφέρεια Αθηνών. «Ποιήματα του Μαγιακόφσκι» (Μετάφραση).

1966

Ταξίδι στην Κούβα. «Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ» (Μετάφραση), «Μαρτυρίες Β΄», «Ρωμιοσύνη».

1967

Συλλογή «Οστράβα».Σύλληψη τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου από τους δικτάτορες, μεταφορά του στον Ιππόδρομο Φαλήρου με άλλους αριστερούς, εξορία στη Γυάρο και μετά στο Παρθένι της Λέρου. Απαγόρευση των βιβλίων του.

1968

Επιδείνωση της υγείας του. Μεταφορά υπό φρούρηση στο νοσοκομείο «Άγιος Σάββας» και μετά από ολιγοήμερη επιστροφή στη Λέρο απομόνωση στο σπίτι της γυναίκας του στο Καρλόβασι Σάμου. Πρόταση 75 Γάλλων, ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, για το βραβείο Νόμπελ.

1970

Άρση του περιορισμού. Στην Αθήνα για εγχείρηση. Ανακήρυξή του σε μέλος της Ακαδημίας Λογοτεχνίας του Μέϊνζ Δυτικής Γερμανίας.

1971

Περιορισμός της λογοκρισίας. Έργα του στα «Νέα κείμενα», «Ο αφανισμός της Μήλος».

1972

Απονομή του Μεγάλου Βραβείου Ποίησης της Μπιενάλλε του Κνοκ Λε Ζου.

1974

Πτώση της δικτατορίας. Συνεχείς επανεκδόσεις των έργων. Βραβεύσεις και τιμές από πολλές χώρες του κόσμου. «Τα λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας»-μελοποίηση από το Μίκη Θεοδωράκη. Βραβείο Δημητρώφ.

1975

Νέα πρόταση από Έλληνες λογοτέχνες αλλά και βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας για να του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ. Επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

1976

Διεθνές βραβείο Αίτνα-Ταορμίνα.

1977

Βραβείο Λένιν. Mέχρι το θάνατό του ο Ρίτσος συνέχιζε να γράφει στίχους, θεατρικά και πεζόμορφα ποιήματα, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ. Υπολογίζεται ότι εκτός από εκτός από 127 τόμους και συλλογές που έχουν εκδοθεί από το 1934 έως το 1990 ο ποιητής άφησε πάνω από 40 ανέκδοτες συλλογές, επιλεγμένες από τον ίδιο, για δημοσίευση.

Βέβαια για την υπερβολική έκταση του έργου του είχε επικριθεί από τους κριτικούς, ακόμη και από τα πρώτα χρόνια της ποιητικής του παρουσίας. Γι αυτόν τον ποιητικό κυκεώνα στο «Τερατώδες αριστούργημα», το 1977, απάντησε ποιητικά: «…και μ’ ακονίζανε οι νωθροί τις κατηγορίες του κομπογιαννίτη και του πολυγράφου κι από κοντά τους σεγκοντάριζαν γαβγίζοντας τα σκαλιά της Ασφάλειας όμως εγώ χαμογελούσα κι έκρυβα κάτω απ’ το κρεββάτι μου τις εννιά μου χιλιάδες περιστέρια (…) γονάτιζα στο χώμα κ’ έπλενα στοργικά τα πόδια των εκτελεσμένων και τους έβγαζα βόλτα με το φεγγαράκι για να ακούσουν τα τριζόνια και τις σημαίες…»

Από την άλλη πλευρά πάντως, μέσα στο ωκεανό των στίχων του, δεν παρέλειψε να σχολιάσει, στο παραπάνω πεζόμορφο ποίημα, κάποιους ψιθύρους κομματικών για έργα του που… λοξοδρόμησαν από την γραμμή…

«…και εκείνη η δαχτυλογραφημένη απόφαση της παράνομης κομματικής συνεδρίασης όπου με αδελφική φροντίδα διατύπωναν το παράπονο οι σύντροφοι ότι τα νέα ποιήματά μου διανθιζόταν από κάποιες τάσεις μεταφυσικής κι εγώ απαντούσα με πολύ μεταφυσικότερα ποιήματα ενός βαθύτερου ρεαλισμού σαν εκείνα του Ζντάνωφ αλλά μαζί και με τις καταδικασμένες γάτες της Αχμάτοβα…»

Στο «Εικονοστάσιο ανωνύμων Αγίων», σε μια ενότητα από εννέα πεζογραφήματα και ιδιαίτερα στο «Ίσως να είναι κι έτσι», που κυκλοφόρησε το 1985, ο ποιητής, διαισθανόμενος ότι διανύει τα τελευταία χρόνια του, αφήνεται σε μια σειρά εξομολογητικές αποκαλύψεις των εφηβικών χρόνων μιλώντας παράλληλα για την αθανασία…

«…κι αυτό το άγνωστο που σε περιβάλλει και που περιέχεις, σπίθες, σιωπηλές εκρήξεις, αστραπιαίες λάμψεις, πλαταίνει τα όριά σου ως την έσχατη κι άτρωτη απάθεια κι ευαισθησία, ως την ευδαιμονία του όλα και του τίποτα, κάτι σαν πρόγευση η και κατάκτηση αθανασίας, μια ταυτόχρονη σμίκρυνση και μεγέθυνση, ο τροχός του παλιού ποδηλάτου, οι καμένοι γλόμποι, οι ατμοί του τσαγιού, το σαμιαμίδι στον τοίχο της θείας Ουρανίας, το πουκάμισο που κλαίει…»

Ο Γιάννης Ρίτσος, αυτός ο υμνητής της κομμουνιστικής ορθοδοξίας έγινε, μέσω του λυρισμού του, καθολικός ποιητής της Ελλάδας. Καθώς μετά την Μεταπολίτευση τα ιδεολογικά πάθη κόπασαν, η μορφή του καταύγαζε. Στις επετειακές εκδηλώσεις (του ΚΚΕ και πολιτιστικών φορέων) έδινε πάντα το παρόν.

Αξέχαστη θα μας μείνει η «ιερατική» του μορφή: Εκείνο το ευθυτενές παρουσιαστικό του, εκείνο το ενορατικό βλέμμα με το κεφάλι υψωμένο, η γενειάδα, τα καστανά του μαλλιά που θύμιζαν Χριστό, το αψεγάδιαστο κοστούμι του, οι μεγαλόπρεπες και μαζί σεμνές κινήσεις του, η αδρή άρθρωση στην απαγγελία της «Ρωμιοσύνης» …

«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα, αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο αυτές οι καρδιές δεν βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο»

Ο θάνατος τον βρήκε στις 11 Νοεμβρίου του 1990. Ζούσε χρόνια σε ένα μικρό διαμέρισμα στα Κάτω Πατήσια (οδός Κόρακα). Ένα σαλονάκι ζωσμένο με ζωγραφισμένες απ’ τον ίδιο πέτρες, κόκαλα και ξύλα- έργα από τις εξορίες- και βιβλία τακτοποιημένα. Και στα συρτάρια του χιλιάδες κείμενα σε πείσμα των επικριτών… Τάφηκε στη Μονεμβασιά, σύμφωνα με την επιθυμία του. Στη Μονεμβασιά των παιδικών του χρόνων. Εκεί όπου στέκεται ακόμη το πατρικό σπίτι. Με την προτομή του να αγναντεύει το πέλαγος. Μνημείο της αθάνατης ποίησής του.

Μιας ποίησης στολισμένης όχι μόνο με «πρωτοζωγράφιστες εικόνες», αλλά και διαποτισμένη με την αύρα μιας οραματικής ενατένισης. Μιας ποίησης με στοχασμό, στωικότητα, πόνο, σύμβολα, πέτρες, αίμα, σημαίες, αγώνες, εργάτες, σώματα, καθρέφτες, άλογα, τρακτέρ…θάνατο και ζωή. Με λόγο άλλοτε κουβεντιαστό και άλλοτε επικό. Με δόξα και ματαιότητα. Με επαναστατικό ρεαλισμό και μεταφυσική αγωνία. Με αρχοντιά και λαϊκότητα. Με μύθο και ιστορία. Με πίστη και πλάνη…

Μπορεί να του προσάπτουν την κατηγορία της υπερογκώδους εργογραφίας, μπορεί να θυσίασε την ποιητική γραφή προς χάριν της κομματικής επικαιρικότητας (υμνολογία για τον Στάλιν), μπορεί…, μπορεί… Όμως ο Γιάννης Ρίτσος, και μόνο με τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» και τη «Ρωμιοσύνη», ποιητής της χαρμολύπης και του ονείρου μιας αταξικής κοινωνίας, τραγικός και τρυφερός συνάμα, στέκεται ως ένας από τους μεγάλους Έλληνες ποιητές. Και ίσως ο μεγαλύτερος, από τους σύγχρονούς του στον κόσμο, κατά δήλωση του Γάλλου ομοτέχνου του Λουίς Αραγκόν. «Είσαι- του έγραψε σε επιστολή- ο μεγαλύτερος ποιητής απ’ όλους μας τους εν ζωή ποιητές!».

Πηγή:Α.Π.Ε.














Τις νύχτες του έαρος
που η γύρη των άστρων
και των λουλουδιών
αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια
σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
γιατί αργούσες νά ‘ρθεις, αγάπη.






5 σχόλια:

mareld είπε...

...όμως εγώ χαμογελούσα κι έκρυβα κάτω απ’ το κρεββάτι μου τις εννιά μου χιλιάδες περιστέρια (…) γονάτιζα στο χώμα κ’ έπλενα στοργικά τα πόδια των εκτελεσμένων και τους έβγαζα βόλτα με το φεγγαράκι για να ακούσουν τα τριζόνια και τις σημαίες…


Μια γλυκιά αγκαλιά
στα τζιβαέρια μου!

Διονύσης Μάνεσης είπε...

Δεν είναι περίεργο: Κι εγώ, όταν διδάσκω Ρίτσο, από το βιογραφικό του ξεκινάω. Όχι τυπικά. Για να φανεί η διαφορά του σκότους από το φως. Για να αξιολογηθεί η ανθρώπινη δύναμη που μπορεί μέσα από τα πιο σκοτεινά δωμάτια να σε οδηγήσει στους δρόμους του ήλιου και μάλιστα όχι για να τους απολαμβάνεις, αλλά για να τους χαρίζεις στους άλλους ( "Α, να 'σαι ήλιος, να χαρίζεις φως!".
Σ΄αυτό του το στίχο, άλλωστε, στηρίχτηκε και η φετινή μας σχολική εκδήλωση στο Μπενάκη.

Γίνεται έτσι η ποίηση οδηγός ζωής, δασκάλα αξιών που σε αίρουν πάνω από όποια δυσκολία, παντιέρα
επ-ανάστασης.

( Μη μου παραπονιέσαι, βορινάκι. Πάω, έρχομαι, έτσι κι αλλιώς στην καρδιά μου σε φέρω!! :-) )

mareld είπε...

Ζακυνθινάκι μου!

Ένιωσα την ανάσα σου στο τζιβαέρι να μοσχοβολάει πασχαλιά από τη πατρίδα..
Ε.. είσαι και χαϊδεμένος της ψυχής μου..

Ο Ρίτσος μας με κάνει αστερόσκονη..πριν την ώρα μου
όσο κανένας άλλος..

"Α, να 'σαι ήλιος, να χαρίζεις φως!"

TQM

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Εκπληκτική η ανάρτηση αφιέρωμα στο "...ευθυτενές παρουσιαστικό του, εκείνο το ενορατικό βλέμμα με το κεφάλι υψωμένο.. τη γενειάδα, τα καστανά του μαλλιά που θύμιζαν Χριστό..."

Καλή σου εβδομάδα,

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

mareld είπε...

Γλυκό μου Γλαρενάκι!

Ο Ρίτσος μας κοιτάει βαθιά μέσα στη καρδιά του μέλλοντος..

φιλιά ψυχή μου!