Ποιητική
― Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Tην ιερότερη εκδήλωση του Aνθρώπου
Tην χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Tων σκοτεινών επιδιώξεών σας
Eν πλήρει γνώσει της ζημίας που προκαλείτε
Mε το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
― Tο τί δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Eσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Kαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά
N' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Έ ναι λοιπόν! Kηρύγματα και ρητορείες.
Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Nα μην τις παίρνει ο άνεμος.
Επιτύμβιον
Πέθανες- κι έγινες και συ: ο καλός,
O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Tριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι
αντιπροέδρων,
Eφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που
προσέφερες.
A, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τί κάθαρμα ήσουν,
Tί κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα
Kοιμού εν ειρήνη, δεν θα 'ρθώ την ησυχία σου να ταράξω.
(Eγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο.)
Kοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Δε θά 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.
Θά 'ρθει μια μέρα
Θά 'ρθει μια μέρα που δε θά 'χουμε πια τι να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε
βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω.
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να
πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
Ο κόσμος ψάχνει σ' όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο
τον έρωτα, μα δεν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή
που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Από την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και
στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό δε μπορείς
να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- ατέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ένα βράδυ
-ξεχνώ πάνω σε τί- κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο
μα τόσο ενδιαφέρον.
Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι
εκεί θά 'ρθεις και θα με ζητήσεις
Δε μπορεί, Θέ μου, να φύγει κανείς μοναχός του.
Επιτάφιον
Εδώ αναπαύεται
Η μόνη ανάπαυση της ζωής του
Η μόνη του στερνή ικανοποίηση
Να κείτεται μαζί με τους αφέντες του
Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο.
(Εποχές, 1941-44)
Στ' αστεία παίζαμε!
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Mέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Tα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Nύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ' το φως της ημέρας
Mήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Kλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!
Φ ο β ά μ α ι
Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας "δώστε τη χούντα στο λαό".
Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που σου κλείναν την πόρτα μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες και τα σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και "απόψεις".
Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις ίσιο δρόμο.
Φ ο β ά μ α ι , φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.
Μανόλης Αναγνωστάκης
Νοέμβρης 1983
Δρόμοι παλιοί
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ' ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του τόπου μου κι εγώ
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε
ΤΩΡΑ ΜΙΛΩ ΠΑΛΙ…
Τώρα, μιλώ πάλι σαν ένας άνθρωπος που γλίτωσε απ’ το
λοιμό
Επισκέπτομαι τους φίλους μου, ξέρω πολλούς που σώθηκαν
(«Υπάρχει, πάντα μια αναχώρηση», έτσι είχα κάποτε πεί
Άλλοτε πάλι μίλησα για μιαν άγνωστη αρρώστια, — ποιος
τα θυμάται;)
Πέρασαν πια οι καταδικασμένες μέρες ανοίξαν τα παράθυρα
Χαρούμενοι οι οδοκαθαριστές σαρώνουνε στους δρόμους τα
σκουπίδια
Άρχισε πάλι η ζ ω ή, οι εγγραφές στους συλλόγους και τα
ινστιτούτα
Οι αγκαλιασμένοι έφηβοι στις πλατείες, τα ακατάλληλα
έργα στους κινηματογράφους
Οι αγγελίες στις εφημερίδες˙ πέρασε πια η κακή αποκριά
Οι προσωπίδες κάηκαν τα παλιά ονόματα λησμονήθηκαν
Και το δημοτικό συμβούλιο συνεδριάζει για τη μετονομασία
των οδών.
Ραούλ, εσένα πάλι σκέφτομαι που δεν πρόλαβες να γίνεις
σοφός, να συζητήσεις,
Να δεις την άλλη πλευρά των πραγμάτων, να μάθεις να
σιωπάς˙
Δε σου ‘μελλε να πιθανολογείς, να βγάζεις συμπεράσματα.
Δε σου ΄μελλε να διδαχτείς κι εσύ την αριθμητική των
ιδεών
Ο ΝΕΚΡΟΣ
Ήρθαν τα πρώτα τηλεγραφήματα
Σταμάτησαν τα πιεστήρια και περίμεναν
Έγιναν οι παραγγελίες στις αρμόδιες αρχές.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
Όλοι φόρεσαν τις μαύρες γραβάτες
Δοκίμασαν στον καθρέφτη τις συντριμμένες πόζες
Ακούστηκαν οι πρώτοι λυγμοί τα θλιβερά εγκώμια.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
Στο τέλος οι ώρες γινήκαν μέρες
Εκείνες οι φριχτές μέρες της αναμονής
Οι φίλοι άρχισαν να διαμαρτύρονται
Έκλεισαν τα γραφεία τους σταμάτησαν τις πληρωμές
Γυρνούσαν τα παιδιά τους αδέσποτα στους δρόμους.
Έβλεπαν τα λουλούδια να μαραίνονται.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
(Τόσα και τόσα πράγματα πού δεν προβλέπονται
Τόσες συνέπειες ανυπολόγιστες, τόσες θυσίες,
Σε ποιους υπεύθυνους να διαμαρτυρηθείς, που να φωνάξεις;)
Και ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα, απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοι γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά.
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε—ψηλά ψηλά—
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουργο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
Θα ’χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε.
Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ
Είστε υπέρ η κατά;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι.
Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί
Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε
Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή
Παιδιά γυναίκες έντομα
Βλαβερά φυτά χαμένες ώρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φιλμ. Κι αυτό σας βασάνισε ασφαλώς.
Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έστω με ναι ή όχι.
Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση.
Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε
Τις ασχολίες σας να διακόψτε τη ζωή σας
Τις προσφιλείς εφημερίδες σας τις συζητήσεις
Στο κουρείο τις Κυριακές σας στα γήπεδα.
Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν:
Είστε υπέρ ή κατά;
Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω.
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΙΣ ΡΑΓΕΣ…
Κάτω απ’ τις ράγες του τραίνου
Κάτω από τις γραμμές του βιβλίου
Κάτω από τα βήματα των στρατιωτών
Όταν όλα περάσουν—πάντα σε περιμένω.
Πέρασαν από τότε πολλά τραίνα
Κι αλλά πολλά βιβλία θα διαβαστούν
Κι άλλοι, στρατιώτες το ίδιο θα πεθάνουν.
Κάτω από καθετί που σου σκεπάζει τη ζωή
Όταν όλα περάσουν—
Σε περιμένω.
ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ
Εδώ οι πόρτες έγιναν στόματα
Βγαίνουνε ολοένα άνθρωποι σαν οργισμένες λέξεις
Σε δαχτυλοδειχτούν και σε υβρίζουν˙
Νέοι, χτες μόλις παιδιά, με την φλόγα στα μάτια
Νομίσματα νιόκοπα γεμάτα πάθος αγοράς
Όμως το παρελθόν δεν αγοράζεται δε μπορεί πια ν’ αγοραστεί
Η κάθε σπασμένη φωλιά η κάθε σβησμένη λέξη.
Εδώ τα παράθυρα γίναν αγχόνες
Δουλεύουν νύχτα μέρα σα ματόκλαδα
Όμως το αίμα Εκείνων δεν απαγχονίζεται
Δεν υποπτεύονται πώς ολοένα τους κυκλώνει
Δεν υποπτεύονται τι ξεπουλήθηκε—για να δολοφονούν.
Κι όμως υπάρχει πάντα μια εκδίκηση
Μια μυστική ενέδρα χωρίς διέξοδο
Ένας κοχλίας πού ριζώνει πιο βαθιά.
(Στο τέλος όταν όλοι π ε ρ ά σ ο υ ν σαν κι εμάς)
ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΟΣ ΘΕΑΤΗΣ…
Ασήμαντος ανθρωπάκος μέσα στο πλήθος
Τώρα πια δε χειροκροτεί δε χειροκροτείται
Ξένος περιφέρεται στων ιδεών το κάλεσμα.
Έρχονται από μακριά οι νέοι σαλπιγκτές
Των επίλεκτων κλάσεων του μέλλοντος
Οι κραυγές τους γκρεμίζουν τα σαθρά τείχη
Τήκουν τη λάσπη σε φωτεινούς ρύακες.
Έρχονται οι αγνοί, οι ανυπόκριτοι,
Οι βιαστές, οι αμέτοχοι, οι παρθένοι,
Οι πονηροί συνδαιτυμόνες, οι αθώοι
Οι ληξίαρχοι των ήμερων μας.
Έρχεται το μεγάλο παρανάλωμα
Μέσα στους πίδακες των πρόσχαρων νερών·
Έρχονται οι τελευταίες προγραφές.
Μα τώρα αυτός είναι. απλός θεατής
Ανώνυμος ανθρωπάκος μέσα στο πλήθος
Με τα χέρια στο στήθος σαν έτοιμος νεκρός
Τώρα πια δε χειροκρότει δε χειροκροτείται.
(Να ξέρεις πάντα το π ό τ ε και το π ω ς.)
Μιλώ
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
τους μαστροπούς ποιητές που σέρνονται τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και το δάκρυ των μελλοθανάτων
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματα Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
Κι ήθελε ακόμη
«Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. 'Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. 'Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ' εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.
'Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.»
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925, από γονείς Κρητικούς. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στην Ακτινολογία στη Βιέννη. Εργάστηκε ως γιατρός στη Θεσσαλονίκη και από τα τέλη του 1978 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, υπήρξε αρχισυντάκτης του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα (1944), πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο για την παράνομη πολιτική του δράση (1949). Το 1945 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με την ποιητική συλλογή Εποχές. Ακολούθησαν οι Εποχές2 (εκδόθηκαν το 1948, κατά τη διάρκεια προφυλάκισης του ποιητή), οι Εποχές3 (1951), η Συνέχεια, η συγκεντρωτική έκδοση Τα ποιήματα 1941-1956 (1956), η Συνέχεια2 και η Συνέχεια3 (1962 - συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση του 1956). Στη συνέχεια ο Αναγνωστάκης σιώπησε ποιητικά ως το 1970, οπότε δημοσίευσε ποιήματά του με τον γενικό τίτλο Ο στόχος στο συλλογικό τόμο 18 Κέιμενα. Από το 1959 ως το 1961 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Κριτική, μέσα από τις στήλες του οποίου πρόβαλε τα σύγχρονά του ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή και τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Ελληνικά, Διάλογος, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Ο Αιώνας μας, Θούριος, όπου έγραψε δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής ποίησης, γενιά που σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό ποίηση της ήττας, καθώς πολλοί δημιουργοί της διέγραψαν την πορεία από την αισιόδοξη πίστη στο κομμουνιστικό όραμα στην απαισιοδοξία που προέκυψε από τη διάψευση των προσδοκιών τους. Ειδικότερα η γραφή του Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή αναδίπλωση του ποιητή σ΄ έναν προσωπικό του κόσμο - στα πλαίσια του οποίου επιχειρείται η διαφύλαξη των ανθρωπιστικών συναισθημάτων και αξιών που χάνονται στο σύγχρονο κόσμο - αναδίπλωση η οποία εκφράζεται κυρίως μέσω της κατ' επίφασιν συναισθηματικής απόστασης του δημιουργού από τα θέματα που τον απασχολούν και της συχνά επιγραμματικής διατύπωσης. Συχνή είναι επίσης στο έργο του η παρουσία της μνήμης, των αναφορών στην παιδική ηλικία και τους φίλους, της ταύτισης ποίησης και ζωής, φίλοι. Έργα του Μανώλη Αναγνωστάκη μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες.
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης "έφυγε" τα ξημερώματα της Πέμπτης 24 Ιουνίου 2005, μετά από μακροχρόνια προβλήματα με την υγεία του.
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε
Μὲς στὴν κλειστὴ μοναξιά μου
Ἔσφιξα τὴ ζεστὴ παιδική σου ἄγνοια
Στὴν ἁγνὴ παρουσία σου καθρέφτισα τὴ χαμένη ψυχή μου.
Ἐμεῖς ἀγαπήσαμε. Ἐμεῖς
Προσευχόμαστε πάντοτε. Ἐμεῖς
Μοιραστήκαμε τὸ ψωμὶ καὶ τὸν κόπο μας
Κι ἐγὼ μέσα σὲ σένα καὶ σ᾿ ὅλους.
9 σχόλια:
To Ξεκίνημα
ΦEBPOYAPIOΣ του 1944: μια φοιτητική συντροφιά εκδίδει στην κατοχική Θεσσαλονίκη το πρώτο τεύχος ενός λογοτεχνικού περιοδικού, με τίτλο Ξεκίνημα και υπότιτλο «Δεκαπενθήμερο περιοδικό του Εκπολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης». Πίσω από τη νόμιμη αυτή έκδοση, που περνά τις συμπληγάδες της γερμανικής λογοκρισίας, κρύβεται η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, η ΕΠΟΝ, που έχει πια ανδρωθεί μετά ένα χρόνο ζωής. Η ΕΠΟΝ έχει ιδρύσει στη Θεσσαλονίκη αυτόν τον Εκπολιτιστικό Oμιλο, που ήρθε να ξαναζωντανέψει ένα μαραζωμένο Πανεπιστήμιο, μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Οι κυριότεροι συντελεστές του περιοδικού είναι διακεκριμένα στελέχη της ΕΠΟΝ (Μ. Αναγνωστάκης, Θ. Φωτιάδης, Θ. Παπαδόπουλος «Αρχισυντάχτης» του περιοδικού -και ψυχή του- δεν είναι κάποιος φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά ένας φοιτητής της Ιατρικής, ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο μέλλων γιατρός εμπλέκεται ήδη με τη λογοτεχνία, και ειδικότερα με την ποίηση, αφού θα δημοσιεύσει στο Ξεκίνημα το πρώτο του νεωτερικό ποίημα [«Απροσδιόριστη χρονολογία», Ξεκίνημα, αρ. 3, 20 του Μάρτη 1944]. Oχι όμως μόνο. Εμπλέκεται και με την κριτική, αφού θα κρατήσει συστηματικά στο περιοδικό τη στήλη της κριτικής του βιβλίου. Οι δύο σταθερές της πνευματικής του πορείας, η ποίηση και η κριτική, εντοπίζονται ήδη στην πρώτη του νεανική απόπειρα, αυτή που σηματοδοτεί κυριολεκτικά το Ξεκίνημά του. Υπάρχει όμως και μια τρίτη σταθερά: η έγνοια του για το συλλογικό, η βαθιά πολιτική του στάση, πέρα από κομματικές εντάξεις, αυτή που θα τον χαρακτηρίσει σ' όλη του τη ζωή και θα σφραγίσει το έργο του. Πρόκειται για το φαινόμενο που ο Δ.Ν. Μαρωνίτης εύστοχα χαρακτήρισε ως «την εκκόλαψη μιας νέας ποιητικής ηθικής, που προκύπτει από τη συμπλοκή ποιητικής πράξης και πολιτικής δράσης.»
Χάρης 1944
Ἤμασταν ὅλοι μαζὶ καὶ ξεδιπλώναμε ἀκούραστα τὶς ὧρες μας
Τραγουδούσαμε σιγὰ γιὰ τὶς μέρες ποὺ θὰ ῾ρχόντανε
φορτωμένες πολύχρωμα ὁράματα
Αὐτὸς τραγουδοῦσε, σωπαίναμε, ἡ φωνή του
ξυπνοῦσε μικρὲς πυρκαγιὲς
Χιλιάδες μικρὲς πυρκαγιὲς ποὺ πυρπολοῦσαν τὴ νιότη μας
Μερόνυχτα ἔπαιζε τὸ κρυφτὸ μὲ τὸ θάνατο
σὲ κάθε γωνιὰ καὶ σοκάκι
Λαχταροῦσε ξεχνώντας τὸ δικό του κορμὶ νὰ χαρίσει
στοὺς ἄλλους μίαν Ἄνοιξη.
Ἤμασταν ὅλοι μαζὶ μὰ θαρρεῖς πῶς αὐτὸς ἦταν ὅλοι.
Μιὰ μέρα μᾶς σφύριξε κάποιος στ᾿ ἀφτί: «Πέθανε ὁ Χάρης»
«Σκοτώθηκε» ἢ κάτι τέτοιο. Λέξεις ποὺ τὶς ἀκοῦμε κάθε μέρα.
Κανεὶς δὲν τὸν εἶδε. Ἦταν σούρουπο.
Θά ῾χε σφιγμένα τὰ χέρια ὅπως πάντα
Στὰ μάτια του χαράχτηκεν ἄσβηστα ἡ χαρὰ
τῆς καινούριας ζωῆς μας
Μὰ ὅλα αὐτὰ ἦταν ἁπλὰ κι ὁ καιρὸς εἶναι λίγος.
Κανεὶς δὲν προφταίνει.
...Δὲν εἴμαστε ὅλοι μαζί. Δυὸ τρεῖς ξενιτεύτηκαν
Τράβηξεν ὁ ἄλλος μακριὰ μ᾿ ἕνα φέρσιμο ἀόριστο
κι ὁ Χάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι ἄλλοι, μᾶς ᾖρθαν καινούριοι, γεμίσαν οἱ δρόμοι
Τὸ πλῆθος ξεχύνεται ἀβάσταχτο, ἀνεμίζουνε πάλι σημαῖες
Μαστιγώνει ὁ ἀγέρας τὰ λάβαρα.
Μὲς στὸ χάος κυματίζουν τραγούδια.
Ἂν μὲς στὶς φωνὲς ποὺ τὰ βράδια τρυποῦνε ἀνελέητα τὰ τείχη
Ξεχώρισες μία: Εἶν᾿ ἡ δική του. Ἀνάβει μικρὲς πυρκαγιὲς
Χιλιάδες μικρὲς πυρκαγιὲς ποὺ πυρπολοῦν
τὴν ἀτίθαση νιότη μας
Εἶν᾿ ἡ δική του φωνὴ ποὺ βουίζει στὸ πλῆθος
τριγύρω σὰν ἥλιος
Π᾿ ἀγκαλιάζει τὸν κόσμο σὰν ἥλιος
ποὺ σπαθίζει τὶς πίκρες σὰν ἥλιος
Ποὺ μᾶς δείχνει σὰν ἥλιος λαμπρὸς τὶς χρυσὲς πολιτεῖες
Ποὺ ξανοίγονται μπρός μας λουσμένες
στὴν Ἀλήθεια καὶ στὸ αἴθριο τὸ φῶς.
Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος...
Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους
Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα
Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση
Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων
Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;
Ξέρει νὰ σφίγγει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε
Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;
(κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα
βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους μεγάλωσαν
πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας
διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.)
Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατὶ ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ
Ἢ γιατὶ ἔτσι φτύνουμε ἕνα-ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα
Καὶ μία στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾷ μίαν ἡλιαχτίδα
Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴ ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις
Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις
Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ᾿ ὄνομά σου
Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μίαν ἐπικαιρότητα
Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις
Κι ἂν σκέφτομαι εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη.
Μὰ ποιὸς θα᾿ ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;
Ἀφιέρωση
Γιὰ τοὺς ἐρωτευμένους ποὺ παντρεύτηκαν
Γιὰ τὸ σπίτι ποὺ χτίστηκε
Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ μεγάλωσαν
Γιὰ τὰ πλοῖα ποὺ ἄραξαν
Γιὰ τὴ μάχη ποὺ κερδήθηκε
Γιὰ τὸν ἄσωτο ποὺ ἐπέστρεψε
Γιὰ ὅλα ὅσα τέλειωσαν χωρὶς ἐλπίδα πιά.
ΙΙ
Ἴσκιοι βουβοὶ ἀραγμένοι στὴ σκάλα
Μάτια θολὰ ποὺ κράτησαν εἰκόνες θαλασσινὲς
Κύματα μὲ τὴ γλυκιὰν ἀγωνία στὴν κάτασπρη ράχη
Γυμνὸς κυλίστηκα μέσα στὴν ἄμμο μὰ δὲν ὑποτάχτηκα
Καὶ δὲν ἀγάπησα μόνον ἐσένα ποὺ τόσο μὲ κράτησες
Ὅπως ἀγάπησα τὰ ναυαγισμένα καράβια μὲ τὰ τραγικὰ ὀνόματα
Τοὺς μακρινοὺς φάρους, τὰ φῶτα ἑνὸς ἀπίθανου ὁρίζοντα
Τὶς νύχτες ποὺ γύρευα μόνος νὰ βρῶ τὸ χαμένο ἑαυτό μου
Τὶς νύχτες ποὺ μόνος γυρνοῦσα χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ νιώσει
Τὶς νύχτες ποὺ σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αὐταπάτη.
IV
Κάτω ἀπ᾿ τὰ ροῦχα μου δὲ χτυπᾶ πιὰ ἡ παιδική μου καρδιὰ
Λησμόνησα τὴν ἀγάπη πού ῾ναι μόνο ἀγάπη
Μερόνυχτα νὰ τριγυρνῶ χωρὶς νὰ σὲ βρίσκω μπροστά μου
Ὁρίζοντα λευκὲ τῆς ἀστραπὴς καὶ τοῦ ὄνειρου
Ἔνιωσα τὸ στῆθος μου νὰ σπάζει στὴ φυγή σου
Ψυχὴ τῆς ἀγάπης μου ἀλήτισσα
Λεπίδι τοῦ πόθου μου ἀδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη τῆς σκέψης μου.
V
Χαρά, Χαρά, ζεστὴ ἀγαπημένη
Τραγούδι ἀστείρευτο σὲ χείλια χιμαιρικὰ
Στὰ γυμνά μου μπράτσα τὸ εἴδωλό σου συντρίβω
Χαρὰ μακρινή, σὰν τὴ θάλασσα ἀτέλειωτη
Κουρέλι ἀκριβὸ τῆς πικρῆς ἀναζήτησης
Ἄσε νὰ φτύσω τὸ φαρμάκι τῆς ψεύτρας σου ὕπαρξης
Ἄσε νὰ ὁραματιστῶ τὶς νεκρὲς ἀναμνήσεις μου
(Ἀνελέητο κύμα τῆς νιότης μου).
Ὢ ψυχὴ τὴν ἀγωνία ἐρωτευμένη!
Πολύ φοβούμαι πως κάθε χρόνο θα φοβόμαστε και περισσότερο...
Ευχές από την Πατρίδα για καλό Σ/Κ!!!!
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές
Να θυμίσουμε την επιλογή της πολύχρονης (ποιητικής) σιωπής που επέλεξε ο Αναγνωστάκης και που ήταν τόσο εκκωφαντική ώστε να μεταμορφωνόταν σε ποίηση..
Μ' αρέσουν πολύ οι επιλογές που έκανες. Επιπρόσθετα, θεωρώ πολύ σημαντικό και το "ΥΓ" του.
Να έχεις καλές, καλές, καλές μέρες.
Ξεχωριστή μου mareld,
Μετά από αρκετό καιρό, βρίσκομαι πολύ ώρα στη "Νοσταλγία", περπατώντας ανάμεσα από την ποίηση του Αναγνωστάκη, τα υπέροχα λουλούδια, τη μουσική, τα λόγια των άλλων ποιητών, νιώθοντας δίπλα την παρουσία σου παντού, να τα επιμελείσαι, να τα φροντίζεις όλα, δίνοντας κομματάκι ψυχής.
Όλα πανέμορφα!!
Πολλά φιλιά και γλυκειά καληνύχτα:)
Έχουν αρχίσει κι εκεί να παίζουν λίγο τα χρώματα;
Αγαπημένη μου, mareld,
Η νοσταλγία σου, γέμισε την ψυχή μου ομορφιά και μαγεία. Τα λουλούδια σου, ένας πολύχρωμος παράδεισος, οι πεταλούδες, σαν εικόνα από παραμύθι, τα βιντεάκια σου, καταπληκτικά και η μαγεία σε όλο το μεγαλείο της, με τη φωνή του Μανόλη Αναγνωστάκη "τώρα μιλώ πάλι".
Είσαι καταπληκτική οικοδέσποινα! Μας μαγεύεις, και φεύγοντας από το "σπίτι σου" με τόσες ομορφιές, γλυκιά ποιοτική μουσική, γνώσεις και συναισθήματα απερίγραπτα, περιμένουμε με λαχτάρα το καινούριο σου κάλεσμα.
Δημοσίευση σχολίου