Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

«Από την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή Ξένη απ' τον άνθρωπο η χαρά Ξένοι απ' το δίκιο οι νόμοι» Ρίτσος















Γιάννης Ρίτσος - Κουβέντα μὲ τὸν Γιορντὰν Γιόφκωφ


Γιορντάν, γνωρίζω αυτό το φαρδύ ουρανό της πατρίδας σου που φιλοξενεί τα δέντρα,

αυτό το εύφορο χώμα, το αμερόληπτο και υπάκουο

που ανθίζει κάτω απ' τα ομόφωνα χέρια του λαού σου.

Αυτόν τον 'Aγνωστο Χωρικό, εσύ μου τον σύστησες, Γιορντάν Γιόφκωφ,

κι ας μην έχει τώρα το μπαλωμένο εκείνο πουκάμισο

κι ας άλλαξε το δισταχτικό του χαμόγελο μ' ένα ξεκούμπωτο γέλιο,

-τα ίδια μάτια, τα ίδια χέρια, το ίδιο κομμάτι ψωμί στο χρώμα της καλοσύνης,

το ίδιο κι αυτός θάφηνε το ψωμί του ανέγγιχτο αν αρρωστούσε το άλογό του,

εκείνο το άλογο που μες στα μάτια του σπιθίζανε δυο φούχτες δακρυσμένα αστέρια.


Γιορντάν Γιόφκωφ, νάσαι ήσυχος - το 'Aσπρο σου Χελιδόνι

που αναζητούσε το χλωμό κορίτσι σου με τις μακριές πλεξούδες,

τόδα να κάθεται στα τηλεγραφικά σύρματα της Σόφιας

όταν μετέδιδαν τις ειδήσεις απ' το Πέμπτο Συνέδριο της Ειρήνης του Πλόβντιφ-

είχε το σχήμα του περιστεριού,

το στήθος του ήταν λείο κι ογκωμένο σαν το μαστό μιας νέας μητέρας

που θηλάζει στο φως το πρώτο παιδί της.


Νάσαι ήσυχος, Γιόφκωφ, τ' άσπρα χελιδόνια σου

περνούν κοπαδιαστά πάνω απ' τη λίμνη Μπαντζάρεβο

περνούν πάνω από τους υδατοφράχτες της πατρίδας σου

πάνω απ' τους ριζώνες, τα κριθαροχώραφα, τ' αμπέλια,

πάνω απ' τα χρυσά βουνά του λιναριού και του σταχυού

πάνω από τ' αρωματισμένα βουνά των καρπών,

κάθονται ολόλευκα ανάμεσα στα κόκκινα τούβλα των νέων εργατικών σπιτιών.


Κουβεντιάζουν με τους χτίστες για το νέο τους πλάνο,

κάθονται στους ώμους των κολχόζνικων, τους συμβουλεύουν,

τους δείχνουν τα σημάδια του καιρού στις παλάμες των άστρων,

κάθονται στα κομπάιν δίπλα στους λιοκαμένους θεριστάδες

προσθέτοντας την ευγένεια της λευκότητάς τους

στους απέραντους αριθμούς της μαζικής παραγωγής.


Πες στον Ελίν-Πελίν πως μπορεί να επιστρέψει ο Ματβέικο από τον 'Aλλο Κόσμο

γιατί και δω πολλές ταβέρνες κλείσανε κι ανοίξανε πολλά σχολεία

γιατί και δω τα δέντρα ανθίζουν πιο καλά κι απ' τον παράδεισο

κι οι φορατζήδες, πες του, λείψανε.


Κι η γριά του Ματβέικο μπορεί ν' αλλάξει το μαύρο τσεμπέρι της

μ' ένα μαντήλι κλαδωτό και να χορέψει σόπτσκο στην πλατεία του κολχόζ

ή να μαζέψει φράουλες κι ανθισμένα γέλια.

Γιορντάν Γιόφκωφ, νάσαι ήσυχος - τ' άσπρα σου χελιδόνια

κάθονται στην αυλή του Μουσείου της Επανάστασης

ανεβαίνουν τις σκάλες

κάθονται ανάμεσα στα σοβαρά γένια του Μπλαγκόβιεφ

όπως κάθεται η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις έγνοιες των αγωνιστών.


Γιορντάν Γιόφκωφ, ένας έλληνας ποιητής σου φέρνει νέα απ' την πατρίδα σου

Νάσαι ήσυχος, σου λέω, το φως μεγαλώνει σε καλά χέρια,

οι φράχτες πέσαν απ' τα παλιά ανάκτορα,

τώρα οι εργάτες και τα ζευγαράκια αναπαύονται στο Βασιλικό Κήπο -

οι φράχτες πέσαν, ανάμεσα στα χωράφια,

το στέρνο της γης πλάτυνε απ' τις βαθιές ανάσες της ευτυχίας -

οι φράχτες πέσαν ανάμεσα στις ψυχές,

έτσι να κάνεις να χαμογελάσεις σου απαντούν χίλια χαμόγελα.


Αν στήνουν τώρα κάποια φράγματα, αυτά είναι κείνα

που βάζουνε τα ρωμαλέα μπράτσα του νερού στη δούλεψη του ανθρώπου

που βάζουνε και τα λιανά δάχτυλα των ρυακιών

να κινούν τα μοτέρ, να στρίβουν το διακόπτη μέσα στα πανεπιστήμια

ν' ανάβουν τον ηλεκτρικό γλόμπο στην κάμαρα του γέρου αγρότη που μαθαίνει γράμματα

ν' ανάβουν το φως πάνω απ' τα χαρτιά μου

απόψε που σου κουβεντιάζω, Γιορντάν Γιόφκωφ.


Μάθε ακόμη πως τα βράδια η σκιά είναι πιο μαλακιά στα χωράφια

οι αγελάδες έχουν πάντοτε τα ίδια αγαθά μάτια που γνώρισες

αυτά τα μάτια που είναι σα δυο μικρά αλώνια καλοσύνης,

μονάχα που το καστανό τους χρώμα γύρισε στο χρυσαφί

γιατί είναι τώρα πιο πολλά και πιο χρυσά τα στάχυα που αντιγράφουνε τα μάτια τους.

Και το μουγκάνισμά τους μες στο φλωροκαπνισμένο δείλι δεν είναι πια θλιμμένο.


Σαλεύουν αργά την ουρά τους χαϊδεύοντας τα γόνατα της γαλήνης.

Σηκώνουν το κεφάλι και κοιτάζουν ένα ρόδινο σύννεφο.

Ίσως να οσμίζονται τη μυρωδιά του σακακιού σου, Γιόφκωφ.

Είδα σειρές τα κάρα να περνούν στη δημοσιά του Πλόβντιφ

κατάφορτα σανό, σαν κινητοί ναοί της γονιμότητας.


Είδα γριές κολχόζνικες να πίνουν μπύρα στα παλάτια του Μπόροβετς

με το χαράκι της οργής σβησμένο ανάμεσα στα φρύδια τους.

Ένα χαμόγελο έχει ντύσει τα βασανισμένα χρόνια τους

έτσι που ντύνει με λουλούδια η άνοιξη τα μαύρα βράχια.


Α, κι η σιωπή, Γιορντάν, που γνώρισες -η δίβουλη κι απέραντη σιωπή-

τις νύχτες που τ' αστέρια μπλέκανε τα δάχτυλά τους σε μια προσευχή ανεξήγητη,

δεν είναι πια η σιωπή σαν αίνιγμα

σα βήμα που δεν ξέρει πού πηγαίνει

σα φόβος που παραμονεύει και στις τέσσερις γωνιές της νύχτας

σα μια φωνή από αλλού που κρύβεται πίσω απ' τη ράχη σου

με μια αιχμηρή αστραπή σα μαχαίρι στο χέρι ενός ίσκιου -

τώρα η σιωπή είναι σαν τα ήμερα μάτια ενός ζώου που σου δίνει το γάλα του

είναι η σιγουριά της αυριανής δουλειάς

η στρογγυλή σιγουριά του ψωμιού και του γέλιου

η σιγουριά του τραγουδιού και του βιβλίου.


Γιόφκωφ, αν είδες κάποια αδεξιότητα στο νέο γέλιο των ανθρώπων

αν είδες κάποια αμηχανία στο νέο τραγούδι της

είναι η αδεξιότητα της χαράς όταν φοράμε καινούρια ρούχα

όταν φοράμε καινούρια παπούτσια μια Κυριακή κατάφωτη

- κοντοστεκόμαστε λίγο κάτω απ' τα δέντρα

να διορθώνουμε ένα λουλούδι σ' ένα ποτήρι με νερό.

Γι' αυτό σου λέω νάσαι ήσυχος - Γιορντάν Γιόφκωφ.



'Aλλο δεν έχω να σου πω. Α, ναι

κι ένα άσπρο χελιδόνι σου

Μεθαύριο θα το μεταφέρω στην Ελλάδα - ένα άσπρο φως

ειρηνικό χαιρετισμό απ' τα χέρια της πατρίδας σου,

ένα άσπρο φως που φέγγει ένα τοπίο περιστεριών, τριαντάφυλλων και δυνατών χεριών.

ΒΑΡΝΑ, 25.1.58


από τὴ συλλογή Τὰ ἐπικαιρικά, δεύτερη έκδοση, Ἀθήνα, εκ δ. Κέδρος, 1976, σσ. 365-368.







ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
Γιόρνταν Γιόφκωφ

Ο ΠΕΤΡΟΣ ΜΟΚΑΝΙΝ, καθώς μαύλιζε τα σκυλιά του, κατάλαβε πως ο άγνωστος χωρικός δεν ερχόταν έτσι δίχως λόγο κατά τη μεριά του, μα πως κάποια στενοχώρια τον έφερνε. Τα 'βαζε με τα σκυλιά του που γάβγιζαν κι ύστερα κοίταξε ξανά το χωρικό. Απ' το κόκκινο γιλέκι του, το 'βλεπες πως δεν ήταν απ' τα μέρη του Ντελή-Ορμάν. Μεγαλόσωμος και γεροδεμένος - ωστόσο ξεσπούσε αμέσως στο μάτι σου πως ήταν φτωχός κι από φτωχικιά φαμίλια. Το πουκάμισό του ήταν γιομάτο χοντρομπαλώματα, το ίδιο κι η ζώνη του. Ήταν ξυπόλυτος. Από πρώτη ματιά φαινότανε ασίκης, λεβέντης, μα ο Μοκάνιν είδε πως έχει να κάμει μ' έναν από κείνους τους αγαθούς ανθρώπους που, όπως λένε, παραμερίζουνε μπροστά και σ' ένα μερμήγκι.

Ο χωρικός χαιρέτησε, κάτι μουρμούρισε, κάτι σαν: «πώς τα πορεύετε δω;», μα ήταν ολοφάνερο πως αλλού γύριζε το μυαλό του, πως μεγάλες έγνοιες τον βασάνιζαν.

Κοίταξε ίσα μπροστά και, κουνώντας έτσι τα χέρια, ρώτησε αν έχει πολύ δρόμο ακόμα ως το χωριό Μαντζιλάρι. Ο Μοκάνιν, καθώς του αποκρίθηκε, είδε κάτου στο δρόμο ένα κάρο ζεμένο σ' ένα άλογο. Το δίχως άλλο θα 'ταν τουτουνού του χωρικού και θα το 'χε αφήσει εκεί για νά 'ρθει να ρωτήσει. Μέσα στο κάρο καθόταν μια γυναίκα, διπλωμένη στα δυο, με τα χέρια της κρυμμένα κάτου απ' το ζακέτο της, και με λυτό το τσεμπέρι της που οι δυο άκρες του πέφταν στους ώμους της. Έκανε πολλή ζέστη, μα ο Μοκάνιν ήξερε πως οι γυναίκες λύνουν έτσι το τσεμπέρι τους σαν είναι τσακισμένες όχι τόσο απ' τη ζέστη, μα από κάποια βαριά έγνοια. Στο βάθος του αμαξιού ήταν και μια άλλη γυναίκα, πιο αχαμνή -μια νέα κοπέλα φαινότανε, ξαπλωμένη και τυλιγμένη με μια κουβέρτα, με το κεφάλι της χωμένο σε κάτι χωριάτικα σκουρόχρωμα μαξιλάρια. Κοίταζε πλάι, και δε φαινότανε το πρόσωπό της.

- Έχεις κάναν άρρωστο; ρώτησε ο Μοκάνιν.

- Ναι. Η θυγατέρα μου είναι άρρωστη.

Ο χωρικός έριξε τη ματιά του στα πρόβατα που στάλιαζαν για το μεσημέρι στο ξέφωτο, μα δεν τα 'βλεπε - τα μάτια του έδειχναν μονάχα τη στενοχώρια του.

- Αν σου 'λεγα τα βάσανά μας, είπε, μα κάλλιο μη μιλάμε γι' αυτά.

- Δεν είσαι απ' τα μέρη μας˙ από πού είσαι; ρώτησε ο Μοκάνιν.

- Απ' το Κιτσούκ-Ακμέντ - το λένε Ναντέζντα τώρα, εκεί σιμά στο Ροκ. Πέρασα κιόλας από κει. Παγαίνω από χωριό σε χωριό πουλώντας αργιλόχωμα για λεύκασμα. Πολλοί δω πέρα, και οι γυναίκες αγοράζουν. Σαν φτάνω ως κάτου στη θάλασσα αγοράζω τίποτα ψάρια, τίποτα σταφύλια - ό,τι βρεθεί. Δόξα σοι ο θεός, κουτσά στραβά τα βολεύουμε. Αν δε μας είχε βρει τούτο το κακό…

Κάθισε καταγής, έβγαλε την πέτσινη καπνοσακούλα του κι άρχισε να στρίβει τσιγάρο. Ο Μοκάνιν κάθισε δίπλα του και πρόσεξε που τα χοντρά, ροζιασμένα του δάχτυλα τρέμανε.

- Δεν είχαμε τύχη με τα παιδιά μας, άρχισε. Τα τρία πεθάνανε μικρά μικρά. Δε μας έμεινε πάρεξ ετούτη. Έριξε μια ματιά εκεί που ήταν το κάρο. Τήνε κοιτάζαμε σαν την κόρη του ματιού μας. Έβγαζα τη μπουκιά μου απ' το στόμα, μη και της λείψει το καλό φουστάνι και δει τις άλλες ομορφοντυμένες και μου κακοκαρδιστεί. Ο Θεός βοήθησε και τη φυλάξαμε ως τα τώρα. Μα δω και λίγον καιρό άρχισε να μαραζώνει. Αρρώστια δεν έχει τίποτες, κι ώρα την ώρα σβήνει. Άκουσα που 'λεγε στη μάνα της, οι άλλες, λέει, οι φιλενάδες της παντρευτήκανε κι αυτή δεν παντρεύτηκε γι' αυτό είναι πικραμένη.

- Ε, της λέω, τι σκας μωρέ παιδί μου, θά 'ρθει κι η αράδα σου. Τις άλλες τηράς; Ελόγου τους είναι πλούσιες. Τα παλικάρια σήμερις κοιτάνε τον παρά. Έγνοια σου, θα παντρευτείς κι εσύ, μη χολοσκάς, δε σε πήρανε δα τα χρόνια. Καλή καρδιά.

- Πόσω χρονώ είναι;

- Κοντεύει τα είκοσι. Της Παναγίας θα τα κλείσει.

- Αμ' τότες είναι νια.

- Έτσι λέω και λόου μου - νια.

Ο χωρικός σώπασε κι έριξε πάλι τη ματιά του στα πρόβατα χωρίς να τα δει. Κει πλάι, στον πυρωμένο αέρα, υψώθηκε η στριγγιά κραυγή του τζίτζικα.

- Τούτο το καλοκαίρι μ' άρχεψε στα παρακάλια ναν την αφήκω να θερίσει μαζί με τις άλλες. Τι να κάνω; Φτωχοί άνθρωποι είμαστε, ανάγκη από τίποτις παράδες έχουμε, μα έτσι που την έγλεπα αχαμνή, σαν αρρωστεμένη, δε μου 'κανε καρδιά να την αφήκω. Παρακάλια πάλι: «άσε με, πατέρα, άσε με να πάω κι εγώ με τις άλλες». Τι να 'κανα; Καλά, μια και το θες, πάγαινε. Δεν ξέρω τι έτρεξε -δεν ήμαστε κει να δω. Πλαγιάζανε, λέει, στα χωράφια. Δεν ξέρω πώς μου τα 'πε. Μια φορά, λέει, έκανε ολημερίς θερίσει, το βραδάκι δειπνήσανε, τραγουδήσανε, γλεντήσανε κι απέ πλαγιάσανε. Η Νόνκα, έτσι τη λένε τη θυγατέρα μου, πλάγιασε κι αυτή όπως κι οι άλλες. «Είχα πλαγιάσει, πατέρα», μου 'πε, «ανάμεσα στα δεμάτια, πίσω από μια θημωνιά, είχα κουκουλωθεί κι αποκοιμήθηκα. Ξάφνου, κάτι ένιωσα στο στήθος μου, κάτι βαρύ και κρύο. Άνοιξα τα μάτια μου. Ένα φίδι».

-Λοιπόν;

- Ναι, ένα φίδι. Πλαγιασμένο στον κόρφο της, κουλούρα. Η θυγατέρα μου φώναξε και μ' όλο της τον τρόμο, άρπαξε το φίδι και το πέταξε μακριά.

- Το πέταξε, λοιπόν; Κάτι τέτοια λαχαίνουν το θέρο. Έχω ακουστά που μια βολά ένα φίδι μπήκε στο στόμα μιας γυναίκας. Δεν τήνε δάγκωσε όμως; Δεν τήνε δάγκωσε, ε;

- Όχι. Ήταν στον κόρφο της. Τ' άρπαξε και το πέταξε. Αυτό μου 'πε. Αλήθεια έγινε, τίποτες όνειρο ήταν; δεν ξέρω. Μα από κείνη τη μέρα, όλο και χειρότερα. Η κόρη μου ξεραίνεται σαν το κλαδί. Πονάει στο στήθος. Έχω πόνο, λέει, εκεί που είχε πλαγιάσει το φίδι.

- Άκου πράματα, είπε ο Μοκάνιν σαστισμένος. Και πού την πηγαίνεις τώρα; Σε κάνα γιατρό;

- Α, οι γιατροί… Την είδανε τόσοι και τόσοι! Τώρα την παγαίνω… πώς να στο πω… Αν ήτανε μονάχα στο χέρι μου… ελόου μου δεν τα πιστεύω αυτά… μα, ξέρεις, σαν έχεις να κάνεις με γυναίκες… Κι ύστερις, είναι άρρωστη, κι είναι παιδί μου…

Η φωνή του τρεμούλιάσε. Σώπασε. Έριξε πάλι γύρω μια ματιά, κι ύστερα τράβηξε μια το 'να μια τ' άλλο μουστάκι του, και τα ψαρά, σκληρά, κακοξυρισμένα γένια του. Ο Μοκάνιν καταλάβαινε καλά πως όλες τούτες οι άσπρες τρίχες ήταν απ' τις πολλές έγνοιες.

- Τ' άλλο βράδυ, ξανάρχισε ο χωρικός, είχαν γυρίσει απ' τα καρνάγια κάτι ντόπιοι που δούλευαν εκεί. Είπαν το 'να, είπανε τ' άλλο, ξέρω κι εγώ… Αυτοί δεν έχουνε σκοτούρες. Μπορεί να χωράτευαν κιόλας. Και να, που καταφτάνει σπίτι μας η Στογιένιτσα, η πολυλογού, που δεν είναι πράμα στον κόσμο που να μην το ξέρει.

- Γκούντσο, φώναξε απ' το κατώφλι, είσαι τυχερός. Κι εσύ, Νόνκα - άνοιξε η τύχη σου. Όλα θα πάνε μια χαρά.

- Μα τι τρέχει; λέω. Το και το. Ο Νικόλας κι ο Πένυ Σιντεβόρι γυρίσανε από τα καρνάγια. Λένε το λοιπόν πως στο Μαντζιλάρι έχει φανεί… λέει, έχει φανεί ένα άσπρο χελιδόνι. Ολόασπρο σαν το χιόνι. - Ε, και; - Μα δεν ξέρεις, λοιπόν, που άμα ένας άρρωστος το δει γιατρεύεται μεμιάς ό,τι αρρώστια να 'χει; Ένα άσπρο χελιδόνι, μια φορά στα 'κατό χρόνια φαίνεται. Ξέρεις, Γκούντσο, λέει, δεν πρέπει ν' αργοποράς! Πάγαινε τη Νόνκα κει κάτου! Δεν μπόραγα να κάνω αλλιώς, η μικρή έβαλε τα κλάματα, το ίδιο κι η μάνα της και να μας.

- Μα να 'ναι αλήθεια, τάχα; Και πού βρίσκεται αυτό το χελιδόνι;

- Σου το 'πα, φάνηκε στο Μαντζιλάρι.

- Άσπρο είπες;

- Ολόασπρο.

Ο Μοκάνιν, παραξενεμένος, έριξε μια ματιά κατά το δρόμο. Αυτός, κάθε μέρα, σταμάταγε σε τούτο το ξέφωτο με τα πρόβατά του, μα του φαίνεται ποτέ δεν είχε δει τόσα χελιδόνια, όσα σήμερα, πάνω στα τηλεγραφικά σύρματα. Και τι το παράξενο, μαθές; Κοντοζύγωνε της Μεταμορφώσεως και σε τούτηνα την εποχή
τα χελιδόνια και τα λελέκια μαζεύονται για να ξαναγυρίσουν στις ζεστές χώρες. Ήταν τόσα χελιδόνια κολλητά κολλητά, που το σύρμα λύγιζε απ' το βάρος του κι έμοιαζε σαν κομπολόι. Μιλιούνια χελιδόνια, μα όλα μαύρα.

- Να γιατί βρέθηκα στα μέρη σας, είπε ο χωρικός, τούτη τη φορά ξεθαρρεμένος και ξαλαφρωμένος. Και σαν είδα του λόγου σου, συλλογίστηκα: δεν παγαίνω ναν τόνε ρωτήσω, μπορεί και να 'δε τ' άσπρο χελιδόνι, μπορεί να 'χει ακούσει να λένε…

- Όχι, αδερφέ μου. Άσπρο χελιδόνι; Μήτε είδα, μήτε άκουσα να λένε. Μα την ίδια στιγμή σκέφτηκε πως θ' απόλπιζε ολότελα τούτους τους ανθρώπους και ξανάπε:

- Μα μπορεί μια χαρά να υπάρχει. Ναι, και βέβαια μπορεί. Γιατί όχι; Υπάρχουνε άσπρα βουβάλια, άσπρα ποντίκια, άσπρες κουρούνες. Γιατί τότενες να μην υπάρχει κι ένα άσπρο χελιδόνι; Και τη στιγμή που μιλάμε γι' αυτό, στα σίγουρα θα υπάρχει…

- Ποιος ξέρει; έκανε ο χωρικός μ' ένα στεναγμό. Εγώ δεν τα πιστεύω, μα οι γυναίκες, ξέρεις…

Σηκώθηκε να φύγει. Συγκινημένος ο Μοκάνιν σηκώθηκε κι αυτός να τον ξεβγάλει και για να δει τη νέα. Όταν κοντοζύγωσαν στο δρόμο, η μάνα, μια γυναίκα χλωμή, σκελετωμένη απ' το μόχτο και τα βάσανα, ξεψάχνισε από μακριά ακόμα το πρόσωπο του άντρα της, πασκίζοντας να μαντέψει τι μαντάτα έφερνε. Η κοπέλα, έμενε πάντα γυρισμένη στο πλάι και κοίταζε τα χελιδόνια που είχαν κουρνιάσει στο τηλεγραφικό σύρμα.

Η κοπέλα, ακούγοντας τη φωνή του, γύρισε. Ήταν λεπτοκαμωμένη. Το κορμί της καταφαγωμένο απ' την αρρώστια ό,τι που σχεδιάζονταν κάτω απ' την κουβέρτα. Στο κέρινο πρόσωπό της μονάχα τα μάτια έλαμπαν ακόμη με την αστραπή της νιότης. Κοίταζε πότε τον πατέρα της, πότε τον Μοκάνιν.

- Νόνκα, αυτός εδώ, το 'χει δει κιόλας το χελιδόνι, είπε ο χωρικός βάζοντας μάρτυρα τον Μοκάνιν. Είναι κει κάτω, στο χωριό. Φτάνει μονάχα να το δούμε κι εμείς.

Ο Μοκάνιν ένιωσε ένα βάρος, ένα σφίξιμο στο λαιμό, τα μάτια του βούρκωσαν.

- Θα το δείτε κι εσείς, παιδί μου, είπε δυναμώνοντας τη φωνή του. Μια και το 'δα εγώ, γιατί τάχα να μην το δείτε κι εσείς; Το 'δα με τα ίδια μου τα μάτια, ένα άσπρο χελιδόνι, κάτασπρο. Θα το δεις κι εσύ. Ο Θεός θα σου κάνει τούτη τη χάρη, θα το δεις, παιδί μου, και θα γιάνεις… είσαι τόσο νέα! Στο λέω, θα το δεις και θα γιάνεις, μη φοβάσαι τίποτις…

Η μητέρα έκρυψε τα μάτια της στα χέρια της και ξέσπασε σ' αναφιλητά. Ο μεγαλόσωμος γεροδεμένος άντρας σιγόβηξε, άρπαξε τα γκέμια του αλόγου και ξεκίνησε.

- Άντε τε, στο καλό, καλή τύχη! φώναξε ο Μοκάνιν. Το χωριό δεν είναι μακριά, θα τραβήξετε ίσα όπως πάνε τα σύρματα του τηλεγράφου!

Έμεινε κάμποσο στο δρόμο κοιτάζοντας το κάρο που μάκραινε. Μια κοίταζε τη μάνα με το μαύρο τσεμπέρι, μια την κοπέλα πλαγιασμένη στο πλευρό της, μια τον ψηλόκορμο χωρικό που πήγαινε σκυφτός τραβώντας τ' άλογο απ' τα γκέμια, και τα χελιδόνια που φτερούγιζαν πάνω τους, καθώς εκείνοι περνούσαν, κι αμέσως ύστερα ξαναγύριζαν να κάτσουν στα τηλεγραφικά σύρματα.

Ο Μοκάνιν ξαναγύρισε συλλογισμένος στο κοπάδι του και ξανάρχισε τη δουλειά του - έκοβε από πετσί αλόγου τσαρούχια. Ένα άσπρο χελιδόνι, έλεγε και ξανάλεγε. Και μήπως είναι αυτό μονάχα;

Ένιωθε μεγάλο βάρος στο στήθος, κάτι τον τυραγνούσε. Ύστερα, παρατώντας το σουβλί του απ' το χέρι, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό κι είπε:

- Κύριε Μεγαλεύσπλαχνε, τι βάσανα σε τούτη τη γης!

Κι έριξε ξανά τη ματιά του στο κάρο που μάκραινε πέρα στο δρόμο.

μτφρ. Γιάννης Ρίτσος






Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά. Ο πατέρας του ήταν κτηματίας, αλλά έχασε την περιουσία του και πολύ νωρίς ο ποιητής δυστύχησε οικονομικά. Για να ζήσει έγινε χορευτής σε επιθεωρησιακό μπαλέτο αφού φοίτησε στη σχολή Μοριάνοφ. Γρήγορα το ενδιαφέρον του στράφηκε στην ποίηση και στα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της εποχής του. Οι νέες ιδέες του ήταν μαρξιστικές. Αυτές οι ιδέες στάθηκαν αφορμή για περιπέτειες. Φυλακίστηκε, εξορίστηκε και εκτοπίστηκε πολλές φορές. Τόποι εξορίας του υπήρξαν η Μακρόνησος και ο Άγιος Ευστράτιος παλιά, η Γυάρος, η Λέρος και η Σύρος στην επταετία της χούντας. Η ζωή του ποιητή υπήρξε ταραγμένη και περιπετειώδης. Χαρακτηρίζεται από ασθένειες και πολιτικές διώξεις. Σίγουρα όλη αυτή η ένταση, επηρέασε την ποίηση του. Τεράστιο σε ποσότητα και πολύ σημαντικό σε ποιότητα είναι το έργο τον μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής ποίησης. Ο ίδιος ο Κωστής Παλαμάς είχε αναγνωρίσει την αξία του. «Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις», έγραψε σε ένα ποίημα του για τον Ρίτσο. Στις σκέψεις του ποιητή για τη μυθολογία, στην πληθώρα των μυθολογικών λεπτομερειών, μοτίβων και προσώπων, ο αναγνώστης συναντά συνέχεια κάτι πιο σημαντικό που δεν έχει εφήμερο χαρακτήρα και που ανοίγει το δρόμο για τα απόκρυφα μυστικά της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρότι πέρασε τόσος καιρός από το θάνατο του Γιάννη Ρίτσου, στα 1990, το έργο του πορεύεται, όπως όλα τα έργα των δημιουργών που ταξιδεύουν ασυνόδευτα από τη φυσική παρουσία τους. Ο χρόνος που χρειάζεται για να διαγνωσθεί, εκ του ασφαλούς, κατά πόσο το έργο του Ρίτσου θα αντέξει στο χρόνο, είναι ακόμα μακρύς. Ίσως θα πρέπει να «ξεχαστεί» κι άλλο μέχρι να «ανακαλυφθεί» ξανά. Ίσως άλλοι, απρόβλεπτοι παράγοντες, να συμβάλουν προς τη μια ή προς την άλλη εξέλιξη. Ίσως, τέλος, η αδιαμφισβήτητη αξία του να το κάνει, ώστε να ξεπεράσει τη συνωμοσία σιωπής που εξυφαίνεται γύρω του.


«Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα / μονάχος στη δόξα και στο θάνατο / Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί». Ομως, για όλους όσοι πάντα θα ελπίζουν, όπως και ο ποιητής μας υπενθύμιζε, δεν «έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου / (δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου / είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου)»...

Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, πολλά πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), αρκετά θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού.

Ποιος είναι λοιπόν; Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»; Ο αισθησιακός, που ρουφάει μ' όλους τους πόρους του τους χυμούς της ζωής, αυτός που κλείνει μέσα στο ανθρώπινο σώμα όλο τον φυσικό κόσμο και, αντίστροφα, μεταμορφώνει το σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα; Ο ερωτικός, που σκιρτά σ' όλα τ' αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ο ασκητής, που «απωθεί» και «θεώνεται»; `Η μήπως ο βαθιά υπαρξιακός, που εκθέτει την αγωνία του στον ψιθυριστό του διάλογο με το χρόνο και το θάνατο;

Ο Γιάννης Ρίτσος, όσο κανένας άλλος Ελληνας ποιητής, μας «σηκώνει ψηλότερα» από τη λήθη της ιστορίας, για να μας θυμίσει πόσο η ανθρώπινη ύπαρξη έχει τη δύναμη και την υποχρέωση να αντιδικήσει με την αρχή και την τάξη, διαφορετικά ο θάνατος είναι μάταιος και ο έρωτας φλυαρία... Οπως φαίνεται και στην «Ισμήνη», ο χρόνος και η εποχή δεν έχουν σημασία, γιατί στο πρόσωπο της Ισμήνης ο ποιητής ζωντανεύει μια ανθρώπινη ύπαρξη με όλες τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, την ειλικρίνεια, τις ενοχές, τις επιθυμίες και τις αναστολές που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο...

Ο Ρίτσος ήθελε να τον δένει η ποίησή του σφιχτά και παντοτινά με τον πόνο του άλλου: «Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε / αδελφέ μου, από τον κόσμο / εμείς τραγουδάμε / για να σμίξουμε με τον κόσμο». Ο ποιητής έχει συνείδηση της κοινωνικής, της ανθρώπινης αποστολής του, που του αναθέτει η ποίηση και που αυτός αναθέτει στην ποίησή του: «Από την πληγή μου κοίταξα / του κόσμου την πληγή / Ξένη απ' τον άνθρωπο η χαρά / Ξένοι απ' το δίκιο οι νόμοι». Στόχος του Ρίτσου είναι μια ζωή με δικαιοσύνη για όλους: «Δεν ήξερα πως βρίσκονταν / πάνω σ' αυτή τη γης / κι άλλοι αδελφοί στη στέρηση / φίλοι στην αδικία». Απλώνει τα χέρια του ο Ρίτσος να ενωθεί με τους άλλους, τους ανώνυμους βασανισμένους: «Τον κόσμο αγκάλιασα και να / τον κόσμο εντός μου βάζω...».












3 σχόλια:

mareld είπε...

«Δεν ήξερα πως βρίσκονταν / πάνω σ' αυτή τη γης / κι άλλοι αδελφοί στη στέρηση / φίλοι στην αδικία»


Τζιβαέρια μου!

Σας αγαπώ και μου λείπετε...

Unknown είπε...

Η ομορφιά και η ουσία βρίσκεται μέσα στην απλότητα. Αυτή είναι η γραφή του Γιάννη Ρίτσου. Απλή, όμορφη, ουσιώδης.
Τα λόγια του άσπρα περιστέρια του Γιορτάν για τους ανθρώπους.
Φιλάκια
Πολύνι

LIA είπε...

Μαζί με την ομορφιά που απλώθηκε στην ψυχή μου, διαβάζοντας όσα μας έφερες, μαζί με τα υπέροχα χρώματα κι αρώματα των λουλουδιών σου, ήρθε και η φωνή του πολυαγαπημένου, Νίκου ξυλούρη, και η μαγεία φτάνει μέχρι τον παράδεισο.
Σου στέλνω γλυκιά καληνύχτα.