Ολγά μου, αγαπημένη φίλη, να ζήσεις!!!
του Άγγελου Ελεφάντη
Στην Κωνσταντινούπολη πριν από µερικές ηµέρες έγινε µια παγκόσµια συνδιάσκεψη για τα προβλήµατα των πόλεων του πλανήτη. Δεν ξέρω τι είπαν οι αντιπροσωπείες, θα το µάθουµε εν καιρώ. Είχε γίνει άλλωστε πριν από λίγα χρόνια µια ανάλογη συνδιάσκεψη στο Βανκούβερ, που έθεσε το θέµα. Και το θέµα είναι αυτό το τερατώδες φαινόµενο των «µεγαπόλεων» (γνωρίζω τη λέξη «µεγαλούπολη», αλλά καλύτερα να λέµε «µεγαπόλη», όπως λέµε µεγαβάτ, µεγκαµπάιτ, µεγκατσάνελ, κ.λπ., γι’ αυτές τις τεράστιες αποθήκες ή καταβόθρες ανθρώπινης σάρκας, των δέκα, δεκαπέντε και είκοσι πέντε εκατοµµυρίων κατοίκων, όπως το Λάγος, το Μεξικό, το Τόκιο, η Καλκούτα, η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες). Μεγαπόλεις µε τροµακτική εγκληµατικότητα (π.χ. στο Λος Άντζελες ζουν και δρουν 70.000 µέλη συµµοριών), µε τροµακτική φτώχεια, ανεργία, πορνεία, αποξένωση, πόλεις µε άθλια υποδοµή κι όλα τα κακά της µοίρας τους. Δεν είναι «προνόµοιο» τριτοκοσµικό: οι µεγαπόλεις φύονται και στον αναπτυγµένο Βορρά και αναπτύσσονται µε καταπληκτική ταχύτητα, τόσο που οι δηµοσιογράφοι προβλέπουν ότι σε καµιά εικοσαριά χρόνια ένας στους τέσσερις κατοίκους της Γης θα είναι στοιβαγµένος σε αυτά τα τέραστια πολεοδοµικά συγκροτήµατα.
Πρέπει να µαθαίνει κανείς τέτοια πράγµατα για να αισθάνεται τυχερός και, ίσως, λιγότερο µίζερος. Γιατί είµαστε στ’ αλήθεια τυχεροί που ζούµε στην Αθήνα, στο Λεκανοπέδιο, στην Αττική. Δεν παραδοξολογώ ούτε θεωρώ ότι όλα όσα σούρνονται από ειδικούς και ανθρώπους για το χάλι της Αθήνας είναι αβάσιµα. Αντίθετα, καλά κάνουµε και κατακρίνουµε τον δηµογραφικό, οικονοµικό, πολιτιστικό και διοικητικό υδροκεφαλισµό της πρωτεύεουσας, δίκαιη είναι η οργή µας (αν και µόνο στα λόγια, και δη στα «ευαίσθητα» γραπτά) για την τσιµεντούπολη που µας σκοτώνει, το πολεοδοµικό χάος, για το νέφος που µας πνίγει, για το κυκλοφοριακό, για τα σκουπίδια που δεν ξέρουµε τι να τα κάνουµε και πού να τα πάµε, για τις πληµµύρες που µας πνίγουν, τα ρέµατα που µπαζώθηκαν, δίκαια µεµψιµοιρούµε για το ελάχιστο πράσινο, την απρόσωπη πολυκατοικία, την καταστροφή της γειτονιάς, τη βρόµα του Σαρωνικού, την αφόρητη ηχορρύπανση, τις άθλιες συγκοινωνίες, τα αυθαίρετα και τα µη αυθαίρετα που σκέπασαν τον περιαστικό χώρο, για την καταστροφή των ιστορικών µνηµείων, την καταπάτηση των πεζοδροµίων από την αυτού µεγαλειότητα το αυτοκίνητο, δικαιολογηµένη η ανησυχία του κόσµου, γιατί όλο και πιο συχνά ακούει για διαρρήξεις, ληστείες και τσαντάκηδες και περιδεής αναµένει τη σειρά του. Έχουµε και µεις τον αναπτυγµένο, πολιτισµένο και άνετο «βορρά» της Κηφισιάς, του Χολαργού, της Αγίας Παρασκευής και τον υποβαθµισµένο «νότο» του Περιστερίου, του Κερατσινίου, της Αγίας Βαρβάρας. έχουµε και µεις τις πληκτικές περιοχές σαν το Παγκράτι και τους Αµπελόκηπους, τα τραύµατα στα πέριξ βουνά που άφησαν τα νταµάρια, έχουµε και µεις τις µεγάλες ταξικές διαφορές από τη µια άκρη της πόλης στην άλλη, κι αυτή την ανυπόφορη πύκνωση χρήσεων και πάσης φύσεως δραστηριοτήτων που αρµέγουν την περιφέρεια και νεκρώνουν το κέντρο. Γι’ αυτό ποτέ δεν θα έχουµε πει και δεν θα έχουµε πράξει αρκετά για τα όσα µύρια κακά της µοίρας σωριάστηκαν πάνω στην Αθήνα, το Λεκανοπέδιο και την αττική γη γενικότερα.
Τι ωραία, όµως, που είναι η Αθήνα! Είναι όµορφο το Λεκανοπέδιο, είναι πανέµορφη η Αττική. Παρά ταύτα (ή µαζί µε γκρίνια ή κριτική), οι προσπάθειες (δεν λέω οι αγώνες, θα πήγαινε πολύ) των ειδικών, των κατοίκων και των µικροκινηµάτων για την πόλη, που σποραδικά εκδηλώνονται εδώ κι εκεί, είναι ακριβώς για να µη χαθεί ολότελα αυτή η άνεση και η οµορφιά που ζούµε, για να µη γίνει η πόλη τριτοκοσµική µεγαπόλη, να µη γίνει η Αθήνα σαν το Λονδίνο ή το Σικάγο.
Και κατ’ αρχήν να µη χαθεί, δηλαδή να µην αλλοιωθεί, ο τόπος και το τοπίο. Σε τόπο ζούµε οι άνθρωποι, τόπο θέλουµε να ζήσουµε. Ετούτος ο τόπος, όµως, που κατοικούµε, είναι έτσι διαµορφωµένος ώστε µε το λεωφορείο ή το αυτοκίνητο σε µισή ώρα βρίσκεσαι στη θάλασσα, στα πέριξ βουνά ή στα πέριξ νησιά. Δεν είναι τίποτε να βρεθείς στην Αίγινα ή στη Σαλαµίνα, στο Πόρτο Γερµενό ή τον Κάλαµο, στην Πάρνηθα ή στη Λίµνη της Βουλιαγµένης (στο Λουτράκι), ακόµη και στην Καστέλα και το Φάληρο και τη Βούλα και το Σούνιο και το Χαλάνδρι και το Καπανδρίτι. Γιατί δηλαδή ο Παριζιάνος ή ο Λονδρέζος –ο υψηλών εισοδηµάτων Παριζιάνος– µπορεί να πιεί καφέ το βράδυ παρά θιν’ αλός και επιπλέον να βλέπει τις Καβοκολώνες; Μπορεί ο Βερολινέζος σε µια ώρα µε τη βαριά του Μερσεντές να ρίξει τη βουτιά του στη Βαλτική; Είναι αµελητέο που εµείς ζούµε σε κλίµα εύκρατο, χωρίς δεκαεφτά κασκόλ το χειµώνα και χωρίς τη χαύνωση του Καΐρου το καλοκαίρι; Ο τόπος και το κλίµα που µας δόθηκαν, παρ’ όλο που οι παλιότεροι και κυρίως οι σύγχρονοι προσπάθησαν να τους καταστρέψουν όσο το µπόρεσαν, αντέχουν ακόµη. Υπάρχει ακόµη η «αττική γραµµή», και δεν εννοώ εκείνη την αττική γραµµή του Περικλή Γιαννόπουλου, αλλά αυτή την καταπληκτική ποικιλία του χώρου που µας περιβάλλει, την ανοιχτότητα, την άνεση που µας χαρίζει. Παρ’ όλα όσα λέµε, ο ιστός της πόλης δεν είναι µονότονος, λόφοι και άλση βρίσκονται παντού, οι αιφνιδιαστικά όµορφες και ήµερες γωνιές βρίσκονται παντού (µαζί µε τις αθλιότητες). Χιλιάδες ταβέρνες, µπαρ, ξενυχτάδικα, υπέροχες πλατείες, κυρίως στα δυτικά προάστια, δέχονται τα καλοκαίρια χιλιάδες ανθρώπους που σουλατσάρουν, πίνουν τους φραπέδες τους, τρώνε τα σουβλάκια τους και τα προφιτερόλ τους, πολιτικολογούν, ποδοσφαιρολογούν, κουβεντιάζουν, ανταλλάσσουν σύµβολα, γυναίκες, άνδρες, ιδέες και εµπειρίες. Χιλιάδες παιδιά παίζουν ακόµη σε αλάνες. Κανείς δεν είναι κλεισµένος σε αυτή την εκ φύσεως και εξ ανθρώπων ανοιχτή πόλη πλην κι αν αυτοπολιορκηθεί. Σε αυτή την πόλη, όπου δυστυχώς µαζευτήκαµε πολλοί, περισσότεροι απ’ όσους αντέχει, είναι τεράστιο το ποσοστό εκείνων που διαθέτουν εξοχικό κάπου κοντά, στο Καπανδρίτι, στη Σαλαµίνα, στη Λούτσα, στην Εύβοια, στην Αίγινα, στο Χαλκούτσι. Τα σαββατοκύριακα ανοίγουν οι πύλες της πόλης, εύκολα ο κόσµος πετιέται απ’ έξω, το έξω και το µέσα δεν χωρίζονται µε σινικά τείχη, ούτε το έξω βρίσκεται στην άκρη του κόσµου. Δίπλα µας βρίσκεται. Όλοι είναι έξω, µπορείς σε αυτή τη δηµοκρατική πόλη να δεις ξαφνικά τον Κατσιφάρα να πίνει ούζο στο διπλανό τραπέζι. Γνωριζόµαστε, γνωρίζουµε πολλούς και µας γνωρίζουν πολλοί. Στη Γαλλία ένας στους έξι άνω των 70 χρόνων δεν δέχεται ούτε ένα τηλεφώνηµα το µήνα, δεν τρώει µε άλλον άνθρωπο ούτε µια φορά το µήνα.
Ο δηµόσιος χώρος της πόλης, της συνοικίας, της γειτονιάς υπάρχει ακόµη, όσο και αν προσπαθεί η νεωτερικότητα των φλούφληδων, των ΜΜΕ και των επιχειρηµατιών να τον ιδιωτικοποιήσουν, να γίνει άβατος ή προσπελάσιµος επί πληρωµή. Μπορείς να περάσεις τη µισή σου ζωή από µουσείο σε µουσείο, από τον Λυκαβηττό στην Πέτρα, από το Βεάκειο στην Πλακεντία. Τα πανεπιστήµια, τα πνευµατικά κέντρα, οι χώροι πολιτισµού, οι µεγάλες και οι µικρές αγορές, τα εργοστάσια, οι βιοτεχνίες, δεν είναι µόνο χώροι κοινωνικών προβληµάτων, είναι χώροι ζωής. Γεµάτη η Αθήνα.
Όλα τούτα που χωρίς καµιά διάθεση εξωραϊσµού –αντίθετα, µου περισσεύει η γκρίνια- µπορούν να πολλαπλασιαστούν, είναι σπουδαία δηµόσια αγαθά. Και το κλίµα και το τοπίο και οι εξοχές και τ’ ακρογιάλια και οι πλατείες και τα ξενυχτάδικα και τα πέριξ νησιά και τα γύρω βουνά, οι ανεµώνες, τα ρείκια, τ’ αµπέλια, οι ελιές, τα αρχαία, τα ανθοκοµεία, οι αδέσποτοι σκύλοι (που η ζωοφιλία του κ. δηµάρχου θέλει να εξοντώσει), οι κεραµιδόγατοι, οι λαϊκές, οι καφενέδες, τα µουσεία, τα θερινά σινεµά είναι πολύτιµα δηµόσια αγαθά –λίγες κοινωνίες τα διαθέτουν τόσο απλόχερα και τόσο ποικίλα. Αυτά τα δηµόσια αγαθά µας επιτρέπουν να ζούµε πολυεπίπεδα και πολυδιάστατα, να εκτείνουµε µέσα στην καθηµερινότητα το χώρο, να διαγράφουµε άπειρες τροχιές σε έναν ανοικτό ορίζοντα, σε επαφή µε τους ανθρώπους και τα πράγµατα.
Κι όµως, το βαρύ βήµα της πολυκατοικίας βροντά όλο και πιο βάναυσα στους δρόµους της Αθήνας, σαν την µπότα επί Κατοχής. Κι όµως, εµείς οι κάτοικοι αυτού του ευλογηµένου τόπου, που εξακολουθεί ακόµη να είναι ευλογηµένος, κάνουµε ό,τι µπορούµε να του αλλάξουµε τα φώτα. Κι όµως, οι ιθύνοντες, τα υπουργεία, οι δήµαρχοι (ευτυχώς τα τελευταία χρόνια υπάρχουν µερικοί της προκοπής), οι υπηρεσίες φροντίζουν να επιταχύνουν τις τάσεις της καταστροφής είτε εν ονόµατι του εκπολιτισµού (π.χ. εκείνες οι φοβερές διαµορφώσεις, όπως τα «εµπορικά κέντρα») είτε εν ονόµατι της αξιοποίησης, εν ονόµατι του κέρδους.
Η Αθήνα είναι µεγαλούπολη, δεν είναι, όµως, ακόµη µεγαπόλη. Πριν από δέκα, δεκαπέντε χρόνια µπορούσαν να γίνουν πάµπολλα. Σήµερα περιορίστηκαν οι δυνατότητες. Τις έφαγε η µπετονιέρα. Μπορούν όµως να γίνουν πολλά για να διατηρηθεί η ανοιχτότητα της πόλης, αυτό το υπέρτατο αγαθό. Ευλογηµένος τόπος ακόµη η Αθήνα, αλλά βιάζεται να γίνει κρανίου τόπος.
Κείµενο του Άγγελου Ελεφάντη από το βιβλίο «Διά γυµνού οφθαλµού» (εκδόσεις «Πόλις», 1998).
Ο Αγγελος Ελεφάντης γεννήθηκε το 1936 στο Καρπενήσι και έφυγε 29 Μαΐου 2008. Σε νεαρή ηλικία, το 1948, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση στο γυμνάσιο Χαλανδρίου και το 1962 αποφοίτησε από τη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τη δεκαετία 1964-1974 έζησε στο Παρίσι, όπου σπούδασε κοινωνιολογία στη Σορβόννη και ιστορία στην Ecole Pratique des Hautes Etudes.
Από το 1976 είναι διευθυντής και εκδότης του περιοδικού «Ο Πολίτης». Το 2000 και το 2004 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το Συνασπισμό.
Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα και δοκίμια σχετικά με την πολιτική, την ιστορία, την εκπαίδευση και τις μειονότητες. Το 1976 εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο του με τίτλο: Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης-ΚΚΕ και αστισμός στον μεσοπόλεμο.
Έχει γράψει, επίσης, τα βιβλία: Στον αστερισμό του λαϊκισμού (1991), Ο ανεύρετος σοσιαλισμός (1982), Διά γυμνού οφθαλμού (1998), Minima Memoralia-Η ιστορία του παππού μου (2001), Μας πήραν την Αθήνα. Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία 1941-50 (2002).
Νίκου Προκόβα
Ο Άγγελος Ελεφάντης ήταν (παράξενα ηχεί ο παρατατικός) ένας µη οργανικός διανοούµενος, όπως θα έλεγε ο Gramsci, που σηµάδεψε τη γενιά του. Ίσως και τις επόµενες. Αν δεν ήταν διανοούµενος, θα µπορούσε να είναι οτιδήποτε, κι αγρότης και χτίστης και ψαράς και µάγειρας και τυπογράφος και ξυλουργός. Ακόµα ίσως και ληστής χρηµαταποστολών. Πιάναν τα χέρια του, απ’ όλα ήξερε να κάνει, εκτός από το να βάζει νερό στο κρασί του.
Αν ήταν δέντρο, θα ήταν καστανιά. Μεγάλη, µε γερό κορµό, να µη φοβάται ανέµους και θύελλες. Με πυκνή φυλλωσιά, να σκεπάζει όλο τον τόπο γύρω της και να προστατεύει από ήλιο και βροχή. Και να κάνουν τα πουλιά φωλιές στα κλαδιά της και να θρέφει µε τους καρπούς της ανθρώπους και ζωντανά. Απάνω στο βουνό, γιατί η καστανιά έχει ανάγκη από υψόµετρο. Και να περιστοιχίζεται κι απ’ άλλες καστανιές, γιατί καµιά καστανιά δεν φυτρώνει µόνη της. Τα ήξερε όλα αυτά, κι ο ίδιος εξάλλου κάτι ανάλογο έκανε µε τον τρόπο του, κι ας µην ήταν καστανιά.
Αν ήταν ζώο, θα ήταν σκύλος. Όχι µε τη µεταφορική έννοια του όρου, επειδή ήταν πιστός κι υποµονετικός, όχι. Αλλά γιατί από µικρός είχε σκύλο, είχε µάθει να ζει µ’ αυτά τα ζώα, ήξερε πώς να τους συµπεριφερθεί και τι να περιµένει σε αντάλλαγµα. Γιατί τα σκυλιά τα αγαπούσε ειλικρινά κι εκείνα τον αγαπούσαν επίσης. Και γιατί σχεδόν πάντα είχε σκύλο. Ο τελευταίος, ο Μάνθος, ήταν σαν το αφεντικό του: οξυδερκής, αγέρωχος κι ανεξάρτητος, αλλά και συνάµα κοινωνικός. Μαζί µένανε, µαζί τρώγανε στις ίδιες ταβέρνες, µαζί περνούσαν τη µέρα τους στον «Πολίτη», µαζί παίρνανε τον µεσηµεριανό τους ύπνο. Τους ίδιους φίλους είχανε. Μαζί βγαίνανε βόλτα τη νύχτα, στο Μετς, στους στύλους τού Ολυµπίου Διός. Κι εκεί που µαζευόντανε τα ντήλια, και βγαίνανε και µαχαίρια καµιά φορά, κανένας δεν τους πείραξε, ποτέ δεν τους την πέσανε για λεφτά. Άσε που δεν είχανε, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Το µόνο που κάνανε χώρια, ήταν που πηγαίνανε στον «Πολίτη». Γιατί ο Μάνθος αργούσε να ξυπνήσει το πρωί. Και, µεταξύ µας, δεν τον ένοιαζε και πολύ αν θα έβγαινε το περιοδικό στην ώρα του. Μαχµουρλίδικα σηκωνόταν και ροβολούσε προς την Πλάκα ακολουθώντας επακριβώς το δροµολόγιο του αφεντικού του, περίµενε υποµονετικά στα φανάρια της Βασιλέως Κωνσταντίνου και της Αµαλίας ν’ ανάψει πράσινο, κοιτούσε δεξιά-αριστερά για να βεβαιωθεί ότι δεν ερχόταν κανένας, και µόνο τότε διέσχιζε, βιαστικά και ρυθµικά, και χωνόταν χαρούµενος στα στενά τής Πλάκας όπου τα αυτοκίνητα ήταν πολύ λιγότερα. Και σ’ άλλο ένα πράγµα ξεχώριζαν: ο Μάνθος δεν κάπνιζε. Ούτε Άσσο σκέτο ούτε από ‘κείνα τα στριφτά που άρχισε να καπνίζει το αφεντικό του όταν έπαθαν τα πνευµόνια του. Αυτό όµως δεν τον εµπόδισε να πεθάνει πρώτος, κι ας γράφουν τα πακέτα πως το κάπνισµα σκοτώνει.
Αν ήταν ήρωας κόµικς (υπέρτατη ύβρις για κάποιον που χαρακτήριζε τα κόµικς «Μίκυ Μάους»), ο Bilal θα τον είχε συµπεριλάβει στα εντοιχισµένα κορµιά που παγιδεύτηκαν στο τείχος τού Βερολίνου και ο Tardi θα του είχε δώσει τον ρόλο τού Delescluze, στα µαύρα ντυµένο να ανεβαίνει µοναχός του στο οδόφραγµα της Republique, τη στιγµή που η Κοµµούνα τού Παρισιού ζούσε της τελευταίες της ώρες. Όσο για τον Reiser, θα είχε βρει άπειρες ατάκες στον «Πολίτη» για να εµπλουτίσει τους διαλόγους του.
Αν ήταν Άγγελος, θα µας είχε απαλλάξει από τον Θεό, γιατί θα είχε κάνει τον θεσµό αιρετό.
Ό,τι και να ‘κανε από όλα αυτά, πάλι κοντά µας θα τον θέλαµε.
www.galera.gr
Μεν. Θεοφανίδη
Ναπ. Ελευθερίου
Κώστα Νικολαίδη
Λυμπερόπουλου
Μεσ' τα χέρια σου γεννήθηκα
με τα χάδια σου κοιμήθηκα
και την πρώτη μου ηλιαχτίδα
κοντά σου την είδα
Είσαι συ χαρά και λύπη μου
και το πρώτο καρδιοχτύπι μου
κι όπου πάω έρωτά μου
σε βλέπω μπροστά μου
Να η Αθήνα
πρώτη μου αγάπη μεγάλη
να η Αθήνα
μεσ' τα γαλάζια προβάλλει
Τριγύρω στεφάνι τα κάλλη της
η Εκάλη της η Δροσιά της
Πιο κει η Φιλοθέη βελούδινη
και λουλούδινη η Κηφισιά της
Να η Αθήνα
που είμαστε όλοι ερασταί της
να η Αθήνα
που δεν ξεχνιέται ποτέ της...
Κάποιο δειλινό σαλπάρισα
γι' άλλα μέρη που λαχτάρισα
μα κανένα από κείνα
δεν ήταν Αθήνα
Τρία χρόνια ξενιτεύτηκα
χίλια βράδια σ' ονειρεύτηκα
και ταμπλό στα όνειρά μου
εσύ 'σουν χαρά μου
Να η Αθήνα
σαν ζωγραφιά ξεπροβάλλει
να η Αθήνα
στης Αττικής την αγκάλη
Ο δρόμος που πάει στο Φάληρο
μ' ένα τάλιρο η ρετσίνα
τα φώτα τα σπίτια η Μητρόπολη
η Ακρόπολη, γεια σου Αθήνα
Να η Αθήνα
που είμαστε όλοι ερασταί της
Να η Αθήνα
που δεν ξεχνιέται ποτέ της
ΑΘΗΝΑ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΘΕΟΙ
Τ.Μωράκη-Γ.Οικονομίδη
Εκτέλεση Κ. Μπελίντα και τα τρία Αστέρια
Α! βραβείο Φεστιβάλ Δήμου Αθηναίων 19
Δ/ση ορχήστρας Γιώργος Κατσαρός
Καλημέρα γράφει ο ήλιος με χρυσάφι
Στης Αθήνας μόλις βγει τον ουρανό
Που δεν μπόρεσαν της γης όλ' οι ζωγράφοι
Σαν το χρώμα του να φτιάξουν γαλανό
Που δεν μπόρεσαν της γης όλ' οι ζωγράφοι
Σαν το χρώμα του να φτιάξουν γαλανό
Αθήνα.... Αθήνα
Άσπρες μαρμαροκολόνες
Στης Ακρόπολης τα κρίνα
Αθήνα.... Αθήνα
Δεν τα μάραναν οι αιώνες
Δεν τα μάραν' η ζωή
Αθήνα.... Αθήνα
Τα παλιά τα χρόνια εκείνα -- άνθρωποι
Τους Παρθενώνες τους έχτισαν οι θεοί
Με χρυσάφι λούζει ο ήλιος την Αθήνα
Και τις νύχτες το φεγγάρι μόλις βγει
Το χρυσάφι της αλλάζει με πλατίνα
Με πλατίνα που δεν βρίσκεται στη γη
Το χρυσάφι της αλλάζει με πλατίνα
Με πλατίνα που δεν βρίσκεται στη γη
Αθήνα.... Αθήνα
Άσπρες μαρμαροκολόνες
Στης Ακρόπολης τα κρίνα
Αθήνα.... Αθήνα
Δεν τα μάραναν οι αιώνες
Δεν τα μάραν' η ζωή
Αθήνα.... Αθήνα
Τα παλιά τα χρόνια εκείνα -- άνθρωποι
Τους Παρθενώνες τους έχτισαν οι θεοί
Αθήνα.... Αθήνα..... Αθήνα.... Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Έχεις στολίδι σου τον Παρθενώνα
που το φεγγάρι για κορώνα
το έχει χρυσή
Πάλι, Αθήνα θα στο πω και πάλι
Καμιά δεν έχει τόσα κάλλη
Που έχεις εσύ
Αθήνα..
Με την παλιά σου την καντάδα
Είσαι στολίδι αληθινό εσύ για την Ελλάδα
Αθήνα..
Μοιάζει μ' ωραίο κεχριμπάρι
Μεσ'το γαλάζιο σ'ουρανό σαν βγαίνει το φεγγάρι
Με τα λουλούδια είμαστε πάντα αγκαλιά
Και με τραγούδια σε νανουρίζουν τα πουλιά
Αθήνα..
Που για χρυσάφι έχεις ρετσίνα
Κι' έχεις κορίτσια σαν τα κρίνα
Γλυκιά μου Αθήνα
ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Γιώργου Μουζάκη
Εκτ. Κ. Μπελίντα
Τρίο Γκρέκο
Ηλεκτρα Ζάκα
Το πιο όμορφο ταγκό
το ταγκό της Αθήνας
ταγκό ερωτικό
το ταγκό της Αθήνας
Με φώτα λιγοστά
η αγάπη μου πλέει
και τότε ερωτικά
η καρδιά μου χτυπάει
Έρωτα μεγάλο και δυνατό
νιώθει η καρδιά μας με το ταγκό
μες στην αγκαλιά μου θα σε κρατώ
και με τα φιλιά μου θα σε μεθώ
Το πιο όμορφο ταγκό
το ταγκό της Αθήνας
για σένα τραγουδώ
το ταγκό της Αθήνας
Το πιο όμορφο ταγκό
το ταγκό της Αθήνας
ταγκό ερωτικό
το ταγκό της Αθήνας
Έρωτα μεγάλο και δυνατό
νιώθει η καρδιά μας με το ταγκό
μες στην αγκαλιά μου θα σε κρατώ
και με τα φιλιά μου θα σε μεθώ
Το πιο όμορφο ταγκό
το ταγκό της Αθήνας
για σένα τραγουδώ
το ταγκό της Αθήνας