Στο φίλο μου Π.Κ από το nostalgia
Κικὴ Δημουλᾶ - Ἡ ἐφηβεία τῆς λήθης
Ποιητικὴ Συλλογή, Γ´ ἔκδ. Στιγμή, 1994
PASSÉ-PARTOUT
Ἀνοίγω τὰ παράθυρα τῆς φωτογραφίας
ν᾿ ἀεριστεῖ. Ἔμεινε καιρὸ κλεισμένη
ὅπως πολλὰ ἐξοχικὰ παρελθόντα.
Εἶσαι στὸ μπαλκόνι. Μὲ τὴν καλὴ παλιά σου
στάση· ὄρθιος· φορᾷς τὴν ἔγχρωμη ἐπίγεια
ἐφαρμοστὴ στολὴ τῶν ἐπιπέδων: μιὰ κεραμιδένια
στέγη τὸ φουσκωτὸ μπουφὰν τοῦ πεύκου,
μπαλωμένο μ᾿ ἐνδιάμεση θάλασσα
στὰ μέρη ποὺ σκίστηκαν τὰ κλαδιὰ
παίζοντας μὲ δυνατοὺς ἀνέμους.
Εἶναι σὲ παλίρροια τὰ περιβόλια
Ἔχουν ἀνέβει ὡς τὰ τηλεγραφόξυλα
καὶ κρέμονται λεμόνια στὰ καλῴδια
ἄγουρα ἑορταστικὰ γλομπάκια.
Κάνεις ὑποστολὴ ἡλίου.
Ἀνεβάζεις τὴν τέντα συνθλίβοντας
πάνινα λουλούδια. Ἀνυπόμονος περιστρέφεις
τὴν κίνηση σὰ νά ῾ναι ὁ ἴσκιος τὸ δυσεύρετο.
Ὡς ἐδῶ λογικὰ συμπεριφέρεται ἡ φωτογραφία.
Ὥσπου ἐμφανίζομαι ἐγώ, παρανοϊκὰ νεόφερτη
στὴν εἰκόνα σὰν μὲ πλαστικὴν ἀφαίρεση.
Ἐνῷ ἤμουν μαζί σου ἐξ ἀρχῆς
κοινοκτήμων τῆς παλίρροιας καὶ τῶν περιβολιῶν
λίγο πιὸ πίσω ἀπὸ σένα καθισμένη
σ᾿ ἕνα πολὺ ἀναπαυτικὸ pliant μειδίαμά μου
μοιάζει τώρα
σὰν μόλις νὰ προστέθηκα στὴ φωτογραφία.
Μὲ σημερινὸ τὸ πρόσωπό μου, μαῦρο βλέμμα
μακρὺ σέρνεται ἡ οὐρά του χάμω στὸ μπαλκόνι
λὲς πῶς κάλεσε ἐμένα τὸ ἐπίσημο σκοτάδι.
Τείνομαι ἄπνους σὰ νὰ θέλω
νὰ σὲ ἀπομακρύνω ἀπὸ τὴν τέντα
μὴ σοῦ πέσει κι ἄλλο
νταμάρι ἴσκιου ἀπάνω σου.
Ἀρκετὰ ἀνήλιος ἔγινες.
Πῶς ἐνημερώθηκε ἡ φωτογραφία.
Χρόνος ἀληθινός σε χρόνο χάρτινο πῶς μπῆκε.
Μὲ ποιὰν οἰκειότητα ἡ ὀδύνη
μίλησε στὴν ἀπάθεια τῶν ἀψύχων.
Ἄραγε τί βαθύτερο νὰ εἶναι αὐτὰ τὰ ἄψυχα.
Μήπως τίποτα ζωὲς προηγούμενες ἐμψύχων
ποὺ μὲ τὴν πρώτη ἐπώδυνη εὐκαιρία
ὑποτροπιάζουν;
ΑΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
Θεέ μου τί δὲν μᾶς περιμένει ἀκόμα.
Κάθομαι ἐδῶ καὶ βρέχομαι.
Βρέχει χωρὶς νὰ βρέχει
ὅπως ὅταν σκιὰ
μᾶς ἐπιστρέφει σῶμα.
Κάθομαι ἐδῶ καὶ κάθομαι.
Ἐγὼ ἐδῶ, ἀπέναντι ἡ καρδιά μου
καὶ πιὸ μακριὰ
ἡ κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Ἔτσι γιὰ νὰ φαινόμαστε πολλοὶ
κάθε ποὺ μᾶς μετράει τὸ ἄδειο.
Φυσάει ἄδειο δωμάτιο.
Πιάνομαι γερὰ ἀπὸ τὸν τρόπο μου
ποὺ ἔχω νὰ σαρώνομαι.
Νέα σου δὲν ἔχω.
Ἡ φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις σὰν ἐρχόμενος
χαμογελᾷς σὰν ὄχι.
Ἄνθη ἀποξηραμένα στὸ πλάι
σοῦ ἐπαναλαμβάνουν ἀσταμάτητα
τὸ ἀκράτητο ὄνομα τοὺς semprevives
semprevives - αἰώνιες, αἰώνιες
μὴν τύχεις καὶ ξεχάσεις τί δὲν εἶσαι.
Μὲ ρωτάει ὁ καιρὸς
Ἀπὸ ποὺ θέλω νὰ περάσει
ποῦ ἀκριβῶς τονίζομαι
στὸ γέρνω ἢ στὸ γερνώ.
Ἀστειότητες.
Κανένα τέλος δὲν γνωρίζει ὀρθογραφία.
Νέα σου δὲν ἔχω.
Ἡ φωτογραφία σου στάσιμη.
Ὅπως βρέχει χωρὶς νὰ βρέχει.
Ὅπως σκιά μου ἐπιστρέφει σῶμα.
Κι ὅπως θὰ συναντηθοῦμε μία μέρα
ἐκεῖ πάνω.
Σὲ κάποιαν ἀραιότητα κατάφυτη
μὲ σκιερὲς ἀπροσδοκίες
καὶ ἀειθαλεῖς περιστροφές.
Τὸν διερμηνέα τῆς σφοδρῆς
σιωπῆς ποὺ θὰ αἰσθανθοῦμε
—μορφὴ ἐξελιγμένη τῆς σφοδρῆς
μέθης ποὺ προκαλεῖ μία συνάντηση
ἐδῶ κάτω— θά ῾ρθει νὰ κάνει ἕνα κενό.
Καὶ θὰ μᾶς συνεπάρει τότε
μιὰ ἀγνωρισιὰ παράφορη
—μορφὴ ἐξελιγμένη τοῦ ἀγκαλιάσματος
ποῦ ἐφαρμόζει ἡ συνάντηση ἐδῶ κάτω.
Ναὶ θὰ συναντηθοῦμε. Εὐανάπνευστα, κρυφὰ
ἀπὸ τὴν ἕλξη. Κάτω ἀπὸ δυνατὴ βροχὴ
ραγδαίας ἔλλειψης βαρύτητας. Σὲ κάποιαν
ἴσως ἐκδρομὴ τοῦ ἀπείρου στὸ ἐπ᾿ ἄπειρον·
στὴν τελετὴ ἀπονομῆς ἀπωλειῶν στὸ γνωστό,
γιὰ τὴ μεγάλη προσφορά του στὸ ἄγνωστο·
καλεσμένοι σὲ ἀστροφεγγιὰ προορισμοῦ,
σὲ διασκεδάσεις παύσεων γιὰ φιλευδιάλυτους
σκοποὺς καὶ ἀποχαιρετιστήριες οὐρανῶν
πρώην μεγάλες σημασίες.
Μόνο ποὺ ἐτούτη ἡ συντροφιὰ τῶν ἀποστάσεων
θὰ εἶναι κάπως ἄκεφη, ἀνεύθυμη
κι ἂς εὐθυμεῖ ἐκ τοῦ μηδενὸς ἡ ἀνυπαρξία.
Ἴσως γιατὶ θὰ λείπει ἡ ψυχὴ τῆς παρέας.
Ἡ σάρκα. Φωνάζω τὴ στάχτη νὰ μὲ ξαρματώσει.
Καλῶ τὴ στάχτη μὲ τὸ συνθηματικό της ὄνομα: Ὅλα.
Θὰ συναντιέστε ὑποθέτω τακτικὰ ἐσὺ
κι ὁ θάνατος ἐκείνου τοῦ ὀνείρου.
Τὸ στερνοπαίδι ὄνειρο.
Ἀπ᾿ ὅσα εἶχα τὸ πιὸ φρόνιμο.
Ξεθολωμένο, πρᾶο, συνεννοητικό.
Ὄχι καὶ τόσο βέβαια ὀνειροπόλο
Ἀλλὰ οὔτε καὶ φτηνὰ χαμηλωμένο,
Ὄχι σουδάριο κάθε γῆς.
Πολὺ οἰκονόμο ὄνειρο,
σὲ ἔνταση καὶ λάθη.
Ἀπὸ τὰ ὄνειρα ποὺ ἀνάθρεψα
τὸ πιὸ πονετικό μου: νὰ μὴ
γερνάω μόνη.
Θὰ συναντιέστε ὑποθέτω τακτικὰ
ἐσὺ κι ὁ θάνατός του.
Δίνε του χαιρετίσματα, πές του νὰ ῾ρθεῖ
κι αὐτὸ μαζὶ ἐξάπαντος ὅταν συναντηθοῦμε
ἐκεῖ, στὴν τελετὴ ἀπονομῆς ἀπωλειῶν.
Ὅσο δὲ ζεῖς νὰ μ᾿ ἀγαπᾶς.
Ναὶ ναὶ μοῦ φτάνει τὸ ἀδύνατον.
Κι ἄλλοτε ἀγαπήθηκα ἀπ᾿ αὐτό.
Ὅσο δὲ ζεῖς νὰ μ᾿ ἀγαπᾶς.
Διότι νέα σου δὲν ἔχω.
Καὶ ἀλίμονο ἂν δὲ δώσει
σημεῖα ζωῆς τὸ παράλογο.
ΜΟΝΟΚΛΙΝΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ
Ἀποροῦν κάθε φορὰ οἱ ξενοδόχοι
ποὺ ζητῶ μονόκλινο δωμάτιο στὴν πρόσοψη.
Μὲ κοιτάζουν σὰν ν᾿ ἀπαιτῶ θάνατο μὲ θέα.
Ἔβαλα ἐνέχυρο τὴ θάλασσα
κι εἶπα νὰ κάνω φέτος διακοπὲς σὲ βουνὸ
μὴ καὶ ξορκίσουν τὰ θροΐσματα τοῦ δάσους
ἐκεῖνο τὸ δαιμονισμένο σύνδρομο ἐπιστροφῆς
ποὺ κυριεύει αὐτοστιγμεὶ κάθε διαφυγή μου.
Ἂν μ᾿ ἀγκαλιάσει σκέφτηκα ἑνὸς δέντρου
ὁ σάτυρος κορμὸς μπορεῖ καὶ νὰ ριζώσω.
Καὶ στὸ βουνὸ τὰ ἴδια.
Σὰν νά ῾ταν σιδερένιο τὸ δωμάτιο
κι ὁ καθαρὸς ἀνάλαφρος ἀέρας ἀπέπνεε κλειδαριά.
Νὰ ξεκλειδώσω πάλευα μὲ τὰ ἠρεμιστικά μου
ἀλλὰ ἐκεῖνα ἤτανε πιὸ ἄρρωστα ἀπὸ μένα.
Τὰ ἴδια ποὺ ἔγιναν στὴν Πύλο
ἡ ἴδια ἄτακτος φυγὴ πρόπερσι ἀπὸ τὴ Σύρο
στὴν Καλαμάτα πέρσι τρισχειρότερα
γεμάτο τὸ τραῖνο καὶ θέλανε τὰ κλάματα
νὰ πᾶμε πίσω στὴν Ἀθήνα μὲ τὰ πόδια.
Τέτοια μανία καταδιώξεως μοῦ κυριεύει τοὺς τόπους.
Νὰ μοῦ λείπει ἡ ἀπουσία σου;
Δὲν ἔρχεται μαζί μου τὴν ἀφήνω σπίτι.
Ὅρος ρητός της ἀλλαγῆς νὰ μὴν ἀκολουθήσει.
Ἄπληστο ποὺ εἶσαι Ἀνεξήγητο.
Τόση διαφάνεια καταπάτησες γιὰ τὴ διασφάλισή σου
κι ἔκανες θέρετρό σου τώρα
αὐτὸ τὸ ἀνεξήγητο σύμπτωμα ἐχθρικό μου.
Νὰ ἐπιστρέφω ἀμέσως. Μὲ λεωφορεῖο ταξὶ
ἂν πετύχω κανένα φεγγάρι ποὺ ἐπιστρέφει κι ἐκεῖνο
στὴν πιάτσα του ἀδειανό.
Ὀλέθρια συνήθεια. Ὄχι τίποτ᾿ ἄλλο
μὰ ἂν δὲν μ᾿ ἀρέσει νὰ δοῦμε πῶς θὰ ἐπιστρέψω
ἀπὸ τὸν κάτω κόσμο σου Ἀνεξήγητο.
ΣΑΝ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΕΣ
Παρασκευὴ εἶναι σήμερα θὰ πάω στὴ λαϊκὴ
νὰ κάνω ἕναν περίπατο στ᾿ ἀποκεφαλισμένα περιβόλια
νὰ δῶ τὴν εὐωδιὰ τῆς ρίγανης
σκλάβα σὲ ματσάκια.
Πάω μεσημεράκι ποὺ πέφτουν οἱ τιμὲς τῶν ἀξιώσεων
βρίσκεις τὸ πράσινο εὔκολο
σὲ φασολάκια κολοκύθια μολόχες καὶ κρινάκια.
Ἀκούω ἐκεῖ τί θαρρετὰ ἐκφράζονται τὰ δέντρα
μὲ τὴν κομμένη γλῶσσα τῶν καρπῶν
ρήτορες σωροὶ τὰ πορτοκάλια καὶ τὰ μῆλα
καὶ παίρνει νὰ ροδίζει λίγη ἀνάρρωση
στὶς κιτρινιάρικες παρειὲς
μιᾶς μέσα βουβαμάρας.
Σπάνια νὰ ψωνίσω. Γιατὶ ἐκεῖ σοῦ λένε διάλεξε.
Εἶναι εὐκολία αὐτὴ ἢ πρόβλημα; Διαλέγεις καὶ μετὰ
πῶς τὸ σηκώνεις τὸ βάρος τὸ ἀσήκωτο
ποὺ ἔχει ἡ ἐκλογή σου.
Ἐνῷ ἐκεῖνο τὸ ἔτυχε τί πούπουλο. Στὴν ἀρχή.
Γιατὶ μετὰ σὲ γονατίζουν οἱ συνέπειες.
Ἀσήκωτες κι αὐτές. Κατὰ βάθος εἶναι σὰν νὰ διάλεξες.
Τὸ πολὺ ν᾿ ἀγοράσω λίγο χῶμα. Ὄχι γιὰ λουλούδια.
Γιὰ ἐξοικείωση.
Ἐκεῖ δὲν ἔχει διάλεξε. Ἐκεῖ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια.
ΤΟ ΣΠΑΝΙΟ ΔΩΡΟ
Καινούργιες θεωρίες.
Τὰ μωρὰ δὲν πρέπει νὰ τ᾿ ἀφήνετε νὰ κλαῖνε.
Ἀμέσως νὰ τὰ παίρνετε ἀγκαλιά. Ἀλλιῶς
ὑπόκειται σὲ πρόωρη ἀνάπτυξη
τὸ αἴσθημα ἐγκατάλειψης ἐνηλικιώνεται
ἀφύσικα τὸ παιδικό τους τραῦμα
βγάζει δόντια μαλλιὰ νύχια γαμψὰ μαχαίρια.
Γιὰ τοὺς μεγάλους, οὕτως εἰπεῖν τοὺς γέροντες
«ὅ,τι δὲν εἶναι ἄνοιξη εἶναι γερόντιο πιά»
ἰσχύουν πάντα οἱ παμπάλαιες ἀπόψεις.
Ποτὲ ἀγκαλιά. Ἀφῆστε τους νὰ σκάσουνε στὸ κλάμα
μέχρι νὰ τοὺς κοπεῖ ἡ ἀνάσα
δυναμώνουν ἔτσι τὰ ἀποσιωπητικά τους.
Ἂς κλαῖνε οἱ μεγάλοι. Δὲν ἔχει ἀγκαλιά.
Γεμίστε μοναχὰ τὸ μπιμπερό τους
μὲ ἄγλυκην ὑπόσχεση «δὲν κάνει νὰ παχαίνουν
οἱ στερήσεις» πὼς θά ῾ρθει μία καὶ καλὴ
νὰ τοὺς ἐπικοιμήσει λιπόσαρκα
ἡ ἀγκαλιὰ τῆς μάνας τους.
Βάλτε κοντά τους τὸ μηχάνημα ἐκεῖνο
ποὺ καταγράφει τοὺς θορύβους τοῦ μωροῦ
ὥστε ν᾿ ἀκοῦτε ἀπὸ μακριὰ
ἂν εἶναι ρυθμικὰ μοναχικὴ ἡ ἀναπνοή τους.
Ποτὲ μὴ γελαστεῖτε νὰ τοὺς πάρετε ἀγκαλιά.
Τυλίγονται ἄγρια
γύρω ἀπ᾿ τὸν σπάνιο λαιμὸ αὐτοῦ τοῦ δώρου,
θὰ σᾶς πνίξουν.
Τίποτα. Ὅταν σᾶς ζητᾶνε ἀγκαλιὰ
μολὼν λαβὲ μωρό μου, μολὼν λαβὲ νὰ ἀπαντᾶτε.
Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ
Περιμένω λίγο
νὰ σκουρήνουν οἱ διαφορὲς καί τ᾿ ἀδιάφορα
κι ἀνοίγω τὰ παράθυρα. Δἐν ἐπείγει
ἀλλὰ τὸ κάνω ἔτσι γιὰ νὰ μὴ σκεβρώσει ἡ κίνηση,
Δανείζομαι τὸ κεφάλι τῆς πρώην περιέργειάς μου
καί τὸ περιστρἐφω. ῎Οχι ἀκριβῶς περιστρέφω.
Καλησπερίζω δουλικὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς κόλακες
τῶν φόβων, τὰ ἀστέρια.῎Οχι ἀκριβῶς καλησπερίζω.
Στερεώνω μὲ βλεμμάτινη κλωστὴ
τ᾿ ἀσημένια κουμπάκια τῆς ἀπόστασης
κάποια ποὺ ἔχουν ξηλωθεῖ τρέμουνε καὶ θὰ πέσουν.
Δὲν ἐπείγει. Τὸ κάνω μόνο γιὰ νὰ δείξω στὴν ἀπόσταση
πόσο εὐγνωμονῶ τὴν προσφορά της.
Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀπόσταση
θὰ μαραζώνανε τὰ μακρινὰ ταξίδια
μὲ μηχανάκι θὰ μᾶς ἔφερναν στὰ σπίτια
σὰν πίτσες τὴν ὑφήλιο ποὺ ὀρέχτηκε ἡ φυγή μας.
Θὰ ἤτανε σὰν βδέλλες κολλημένα
πάνω στὰ νιάτα τὰ γεράματα
καί θὰ μὲ φώναζαν γιαγιὰ ἀπ᾽ τὰ χαράματά μου
ἐγγόνια μου καὶ ἔρως ἀδιακρίτως.
Καί τί θὰ ἦταν τ᾿ ἄστρα
δίχως τὴν ὑποστήριξη ποὺ τοὺς παρέχει ἡ ἀπόσταση,
Ἐπίγεια ἀσημικά, τίποτα κηροπήγια τασάκια
νὰ ρίχνει ἐκεῖ τίς στάχτες του ὁ ἀρειμάνιος πλοῦτος
νὰ ἐπενδύει ὁ θαυμασμὸς τὴν ὑπερτίμησή του.
Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀπόσταση
στὸν ἑνικὸ θὰ μᾶς μιλοῦσε ἡ νοσταλγία.
Οἱ σπάνιες τώρα ντροπαλές της συναντήσεις
μὲ τὴν πληθυντικὴ ἀνάγκη μας
μοιραῖα τότε θ᾿ ἀφομοίωναν
τὴν ἀλανιάρα γλώσσα τῆς συχνότητας.
Βέβαια, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀπόσταση
δὲν θά ῾τανε σὰν ἄστρο μακρινὸ ἐκεῖνος ὁ πλησίον
θὰ ῾ρχόταν στὴν πρωτεύουσα προσέγγιση
μόνο δυὸ βήματα θ᾿ ἀπέχανε τὰ ὄνειρα
ἀπὸ τὴ σκιαγράφησή του,
῞Οπως κοντά μας θὰ παρέμενε
ἡ ὕστατη φευγάλα τῆς ψυχῆς,
Πρὸς τί ἡ τόση περιπλάνηση. Χῶρος
κενὸς ὑπάρχει. Ἐμεῖς θὰ κατεβαίναμε
νὰ ζήσουμε στὸ ὑπόγειο κορμί μας
κι ἐκείνη μὲ τὸν μύθο της καὶ τὰ συμπράγκαλά του
θὰ μετεμψυχωνότανε σὶ σῶμα.
Ἂν δἐν ὑπῆρχες ἐσὺ ἀπόσταση
θὰ πέρναγε πολὺ εὐκολότερα
πιὸ γρήγορα ἑν μιᾷ νυκτὶ ἡ λήθη
τὴ δυσκολη παρατεταμενη ἐφηβεία της
αὐτὸ ποὺ χάριν εὐφωνίας ὀνομάζουμε μνήμη.
Ὄχι ἀκριβῶς μνήμη. Στερεώνω
μὲ βλεμμάτινη κλωστὴ ὁμοιώσεις
ἔχουν ξηλωθεῖ τρέμουνε καὶ θὰ πέσουν.
Ὄχι ἀκριβῶς στερεώνω. Δουλικὰ περιστρέφομαι
γύρω ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς κόλακες τοῦ χρόνου ποὺ
χάριν συντομίας τοὺς όνόμασα μνήμη.
῎Οχι ἀκριβῶς μνήμη. Ἀνεφοδιάζω διάττοντες
μὲ παρατεταμένη ἐκμηδένιση. ᾽Επείγει.
ΚΟΙΝῌ ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΙ
Δὲν εἶχα τίποτα γιὰ φαγητὸ ἀπόψε
κι εἶπα νὰ τσιμπήσω πρόχειρα
μιὰ σφραγισμένη λύση ποὺ ὑπῆρχε.
Μὲ ἡμερομηνία παραγωγῆς,
τῆς λήξης δυσανάγνωστη.
Κάτι γράμματα ποὺ βρέθηκαν.
Δός μου νὰ σ᾿ τὰ διαβάσω ἐγὼ
προθυμοποιήθηκε ἡ ἀπάθεια.
Κι ἔτσι εὐχαρίστως ποὺ τὸ δέχτηκα
κι ἔτσι ἀπαίσια ποὺ τὰ διάβαζε ἐκείνη
μὲ τὴ θηλυπρεπὴ φωνή της
σὰν νά ᾽χε ἀλλάξει φύλο καὶ ἡ σημασία τους
καὶ ὁ ἀποστολέας
κατάλαβα πὼς εἴχανε χαλάσει
ἔληξε ἡ ἰσχύς τους.
Μὴν τὰ πετᾶς μὲ πρόλαβε ἡ διορατικότης
θὰ τύχει νὰ περάσει ἀπὸ δῶ
καμιὰ φτωχὴ ὀνειροπόληση, τὰ δίνεις,
Τοὺς ἀρέσουνε τὰ χαλασμένα
πράγματα ποὺ ἔχουνε λήξει.
ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΜΙΑΝ ΑΓΝΩΣΤΗ
Τί θὰ φορᾷς συνεννόηση
νὰ σὲ γνωρίσω
ὥστε νὰ μὴ χαθοῦμε πάλι
μὲς στοὺς πολυπληθεῖς σῳσίες σου;
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΣ
Φυσικὰ καὶ ὀνειρεύομαι.
Ζεῖ κανεὶς μόνο μ᾿ ἕνα ξερὸ μισθό;
Πόσο συχνά;
Κάθε ποὺ ἐγκαταλείπουν συχνότατα ὄλοι.
Ἐπηρεάζουν τοὺς ἀπόντες τὰ ὄνειρά σας;
Βέβαια. Τὸ ξανασκέφτονται καλὰ
καὶ μᾶλλον μετανιώνουν ὁριστικά τους ὅλοι.
Εἶναι ἐλευθέρα ἡ εἴσοδος;
Ὄχι ἐντελῶς. Ζητάω τὴν ἄδεια τοῦ ὀνείρου
πρὶν ἐλπίσω. Μοῦ τὴν δίνει ἐν γένει
μαζὶ μὲ κάποιες ὁδηγίες αὐστηρές.
Νὰ πιστέψω δίχως ν᾿ ἀγγίξω
νὰ μὴ μιλήσω διόλου στὸν καπνὸ
γιατὶ εἶναι ὑπνοβάτης καὶ θὰ πέσει
μόνο διὰ τοῦ βλέμματος ν᾿ ἀφήσω
τὸ αἴτημά μου στὴν κρεμάστρα
ὅ,τι μοῦ δοθεῖ νὰ τὸ δεχτῶ
κι ἂς μὴν ἔχει καμιὰ ὁμοιότητα
μ᾿ αὐτὸ ποὺ ζωγραφίζει ἡ ἔκκλησή μου -
θὰ τὴν ἐπανέβρει μόλις ξαναχαθεῖ.
῞Ενα μόνο δὲ μοῦ δίνει τὸ ὄνειρο.
Τὸ ὅριο. Ὣς ποῦ νὰ κινδυψέψω.
Γιατὶ τότε πιὰ δὲν θὰ ἦταν ὄνειρο,
Θά ῾ταν γεράματα.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
ΙΙ
Ἔχω νὰ δῶ τὴν ἁρπαγὴ τοῦ Δία
ἀπὸ τὴν ἅρπαγα ὀμορφιὰ τοῦ Γανυμήδη
πρὸ ἀμνημονεύτων ἀναμνήσεων
πολὺ πρὸ τῆς νίκης ποὺ ἔδρεπαν δολίως
τὰ χρόνια φιλεύοντάς μας μέρες.
Περίεργο. Σὰν νὰ μοῦ φαίνεται ἡ ἁρπαγὴ
λίγο συρρικνωμένη. Δὲν τὴν κρατάει σφιχτὰ
μὲ τὴν παλιά της περιπάθεια ἡ αἴσθησή μου.
Εἷναι ποὺ τὸ ἐπιβάλλει ἡ τέχνη καὶ παραμένει
ἡ εὐδαιμονία στὴν ἔκφραση τοῦ ζεύγους
ἀλλιῶς θὰ εἶχε φύγει.
Μὴ γίνεσαι τυραννικὸς στὶς ἀναμνήσεις.
Δὲν ζητᾶς μόνο τὴν περίμετρο
τῶν αἰσθημάτων ποὺ τοὺς ἔδωσες πρὸς φύλαξιν.
Ἐπακριβὴ τὴ διάμετρο τῆς ἔντασής τους ἀπαιτεῖς.
Τρομάζουν. Εἷναι σὰν νὰ τὶς βάζεις νὰ γδυθοῦν
μπροστὰ σὲ ξένο. Ξένος τοὺς εἷσαι ὅπως ἄλλαξες
ξένος ὁ χῶρος κι ἂς γεννήθηκαν ἐδῶ.
Ὅμως μεγάλωσαν ἀλλοῦ στὰ ξένα χέρια
τῆς ἐπισκίασής τους
ἀπ᾿ τίς νεότερες γενιὲς λησμονητέων.
Ἀπόμειναν
ἡμίεργον ἥττας ἰσχυρῶς διαρεβρωμένον.
Μόνο θελήματα τοῦ ποδαριοῦ ἀναλαμβάνουν
νὰ μεταφέρουν χαιρετίσματα καὶ χρόνια πολλὰ
ποὺ στέλνει κάποιο τέλος σὲ συμπολεμιστή του.
Ξέχασέ τες. Διαβαίνουν τὴ Στοὰ τῆς Ἠχοῦς
κι ἀπορροφῶνται ἀναστενάζοντας.
Ἀναστενάζοντας. Εἷναι τὸ μόνο ποὺ θυμοῦνται.
ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΝ Η
Μ'εκλεισε μεσα η βροχη
και μενω τωρα να εξαρτιεμαι απο σταγονες
Ομως που ξερω αν αυτο ειναι βροχη
ή δακρυα απο τον μεσα ουρανο μιας μνημης?
Μεγαλωσα πολυ για να ονομαζω
τα φαινομενα χωρις επιφυλαξη,
αυτο βροχη, αυτο δακρυα.
Στεγνη στεκομαι αναμεσα
στα δυο ενδεχομενα: βροχη ή δακρυα
και αναμεσα σε τοσα διφορουμενα:
βροχη ή δακρυα,
ερωτας ή τροπος να μεγαλωνουμε,
εσυ ή μικρη αποχαιρετιστηρια αιωρηση σκιας
του τελευταιου φυλλου.
Το καθε τελευταιο,
τελευταιο τ' ονομαζω χωρις επιφυλαξη.
Και μεγαλωσα πολυ
για να ειναι αυτο αφορμη δακρυων.
Δακρυα ή βροχη, που να ξερω?
Και μενω να εξαρτιεμαι απο σταγονες.
Και μεγαλωσα πολυ
για να περιμενω αλλο μετρο οταν βρεχει
και οταν δε βρεχει αλλο.
Σταγονες για ολα.
Σταγονες βροχης ή δακρυα.
Απο τα ματια καποιας μνημης ή τα δικα μου.
Εγω ή η μνημη, που να ξερω?
Μεγαλωσα πολυ για να χωριζω τους χρονους.
Βροχη ή δακρυα.
Εσυ ή μικρη αποχαιρετιστηρια αιωρηση σκιας
του τελευταιου φυλλου.
(Το λιγο του κοσμου, 1971)
Η λιποταξία της Χιονάτης
Άφησα να μην ξέρω
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.
Tο κράτησα ώς τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ώς τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιος είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.
Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Mε το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ' αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Aίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.
Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι.
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Aναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.
(από Tο λίγο του κόσμου, Στιγμή 1994)
Το λίγο του κόσμου 1971
ΒΑΘΕΙΑ ΑΥΛΑΞ
Καληνύχτα...
Με κούρασε πολύ η Κυριακή.
Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο.
Με κούρασε κι αυτός ο γάμος "στις οκτώ",
ο λόγος ο αμετάφραστος έσονται εις σάρκα μίαν-
κορίτσι πάλι η σκέψη, και ταξίδευε
μ' άσπρα ανοιχτά σεντόνια.
Κι ύστερα όλ' αυτά τα Κολωνάκια που κατέληξα
μεγάλωσαν την κούραση.
Μπορεί να έφταιγε ο καιρός,
κάτι σαν φθινοπωρινός
και λίγο σαν χαμένος.
Μπορεί να φταίξανε
οι νέες και οι έφηβοι.
Ως σημαιούλες υπερχρόνου εορτάζοντος
περνούσαν, όπως περνούσα κάποτε,
και με κούρασαν.
Αλλά κι αυτά των κυριών τ' άρρωστα μάτια-
τα μάτια αρρωσταίνουνε βαριά
όταν θέλουν να δούν τί είναι πίσω από άλλα μάτια.
Είδα να 'χουν πιαστεί σε κάποιο δίχτυ νοσταλγίας
που το τραβούσαν σκοτεινοί στην πρόθεση ψαράδες
-καιροί αλιείς.
Αδιέξοδες κυρίες...
Είδα, όπου πηγαίνει η ώρα τους, να βρέχει.
Εκείνο το εις σάρκα μίαν
ακόμα δεν μου επέστρεψε τη σκέψη-
κορίτσι ακόμα η σκεψη, ταξιδεύει
μ' άσπρα ανοιχτά σεντόνια.
Αλλού εγώ κι αλλού η σκέψη,
μεγάλη πάντα κούραση.
Με κούρασε πολύ αυτό το "πάντα".
Κάποιος μιλάει δίπλα μου για ασκήσεις, θαρρώ
"βαθεία αύλαξ" λέει.
Ναι. Βαθεία αύλαξ.
Καληνύχτα.
Πικρίζει ο Λυκαβητός μέσα στο βλέμμα.
Με κούρασε πολύ αυτή η γεύση,
κι αυτά τα δέντρα που βαδίζουν μόνα τους
κάτω από φυλλορροημένες συναντήσεις.
Καληνύχτα.
Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο.
Ένα σκληρό χαμόγελο στο πρόσωπο του κόσμου.
Με κούρασε πολύ το πρόσωπο του κόσμου.
Κι εσύ να είσαι ένα ποτήρι
στο πάνω πάνω ράφι
που δεν φτάνω.
ΟΙ ΛΥΠΗΜΕΝΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ
Mε ημέρα αρχίζει η εβδομάδα,
με ημέρα τελειώνει.
Kι η Kυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ' ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ' αυτά που δεν συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
σιγά-σιγά η Kυριακή μεσουρανεί
σαν τρομαγμένη απορία.
Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, έν' αρκουδάκι
δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Mονρόε...
Mη γελάς. Bρέθηκε κάποτε νεκρή η Mονρόε.
Mε πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.
Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Kυριακές.
Nα είχαμε μιαν άνοιξη.
Mη γελάς.
Mε πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Aς λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Aπρίλης.
Tο λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Eμένα μ' εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Mη γελάς.
Έαρ δεν γίνεταιμε ρίμες
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ' άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.
Tην Kυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
ποια γυναί- ποια γυναί-
Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Kυριακές τις ανοιξιάτικες.
Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)
ΠΕΡΑΣΑ
Περπατῶ καὶ νυχτώνει.
Ἀποφασίζω καὶ νυχτώνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ὑπῆρξα περίεργη καὶ μελετηρή.
Ξέρω ἀπ᾿ ὅλα. Λίγο ἀπ᾿ ὅλα.
Τὰ ὀνόματα τῶν λουλουδιῶν ὅταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οἱ λέξεις καὶ πότε κρυώνουμε.
Πόσο εὔκολα γυρίζει ἡ κλειδαριὰ τῶν αἰσθημάτων
μ᾿ ἕνα ὁποιοδήποτε κλειδὶ τῆς λησμονιᾶς.
Ὄχι δὲν εἶμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες μὲ βροχή,
ἐντάθηκα πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ
τὸ συρματόπλεγμα τὸ ὑδάτινο
ὑπομονετικὰ κι ἀπαρατήρητα,
ὅπως ὁ πόνος τῶν δέντρων
ὅταν τὸ ὕστατο φύλλο τοὺς φεύγει
κι ὅπως ὁ φόβος τῶν γενναίων.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Πέρασα ἀπὸ κήπους, στάθηκα σὲ συντριβάνια
καὶ εἶδα πολλὰ ἀγαλματίδια νὰ γελοῦν
σὲ ἀθέατα αἴτια χαρᾶς.
Καὶ μικροὺς ἐρωτιδεῖς, καυχησιάρηδες.
Τὰ τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σὲ νύχτες μου καὶ ρέμβασα.
Εἶδα πολλὰ καὶ ὡραῖα ὄνειρα
καὶ εἶδα νὰ ξεχνιέμαι.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα,
τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τους
νὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος.
Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα.
Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψα
καὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα.
Ἔλαβα κάρτες σύντομες:
ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρα
καὶ κάτι χαιρετίσματα
ἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα.
Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους,
στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες.
Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες.
Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέρια
καὶ νὰ χάνω χέρια.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ...
Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος.
Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ.
Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασα
κι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου.
Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα.
Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα.
Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰ
καὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους.
Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουν
ἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης,
ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδα
κι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης.
Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίες
ὀρθόδοξης ἐρημιᾶς.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ἔπιασα καὶ φωτιὰ καὶ σιγοκάηκα.
Καὶ δὲν μοῦ ἔλειψε οὔτε τῶν φεγγαριῶν ἡ πεῖρα.
Ἡ χάση τοὺς πάνω ἀπὸ θάλασσες κι ἀπὸ μάτια,
σκοτεινή, μὲ ἀκόνισε.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι
ὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει,
κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸ
στὰ ξεροπόταμα
καὶ παρασύρθηκα.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.
ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ
Εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δε σε ξέρει.
Το βήμα σου δεν βρίσκεται γραμμένο
σε κανένα μικρό ανηφοράκι
κι ούτε στις πράες κατηφοριές
ακούγεται το γέλιο της βιασύνης σου.
Γραμμένος δεν είσαι
ούτε και στα χλωρά ερωτολόγια:
στα σαρκώδη φύλλα των κάκτων.
Γεμάτα μικρές μαχαιριές ονομάτων
που δεν πάνε σε βάθος
κι εύκολα κλείνουν,
Έλση - Δημήτρης
και βέλος.
Κι άλλα ονόματα που πέρασαν
μ'ένα καημό διαρκείας.
Στα πιο πολλά
η ενωτική γραμμή ανάμεσά τους
έθρεψε κιόλας, έσβησε.
Κι αποσυνδέθηκε το κάποτε.
Φυσάνε όρκοι πίσω από τους θάμνους
και κυλάνε πέτρες.
Έρωτες που ανεβαίνουν,
έρωτες που γλυστράνε.
Το απόγευμα αισθάνεται
μια μυροβόλο απάθεια
κι ότι είναι λύπη
μοιάζει με ησυχασμό φυλλώματος.
Των αρωμάτων τα σώματα
βαριά ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους,
βαρετά αγνοούν:
κανένα δε μυρίζει εξαφάνιση.
Που είσαι;
Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ'τ' όνομά τους
τις πικροδάφνες.
Που είσαι;
Αλλά εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δε σε ξέρει.
Λοιπόν σώζομαι από συσχετίσεις.
Κι έτσι μπορώ να σταθώ
στο ύψος μιας ρεμβαστικής ουδετερότητας
για ν'απολαύσω ανενόχλητα
αυτό το κάθαρμα τη δύση.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948
Κρατῶ λουλοῦδι μᾶλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε κῆπος κάποτε.
Στὸ ἄλλο χέρι
κρατῶ πέτρα.
Μὲ χάρη καὶ ἔπαρση.
Ὑπόνοια καμιὰ
ὅτι προειδοποιοῦμαι γι᾿ ἀλλοιώσεις,
προγεύομαι ἄμυνες.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε ἄγνοια κάποτε.
Χαμογελῶ.
Ἡ καμπύλη του χαμόγελου,
τὸ κοῖλο αὐτῆς τῆς διαθέσεως,
μοιάζει μὲ τόξο καλὰ τεντωμένο,
ἕτοιμο.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Καὶ προδιάθεση νίκης.
Τὸ βλέμμα βυθισμένο
στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα:
τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ
τῆς προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Ἡ σκιά μου, παιχνίδι τοῦ ἥλιου μόνο.
Φοράει στολὴ δισταγμοῦ.
Δὲν ἔχει ἀκόμα προφθάσει νὰ εἶναι
σύντροφός μου ἢ καταδότης.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασ᾿ ἐπάρκεια κάποτε.
Σὺ δὲν φαίνεσαι.
Ὅμως γιὰ νὰ ὑπάρχει γκρεμὸς στὸ τοπίο,
γιὰ νά ῾χω σταθεῖ στὴν ἄκρη του
κρατώντας λουλούδι
καὶ χαμογελώντας,
θὰ πεῖ πὼς ὅπου νά ῾ναι ἔρχεσαι.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
ζωὴ πέρασες κάποτε.
ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971
Wolfgang Amadeus Mozart - Piano Concerto No. 21 - Andante
Κική Δημουλά - Η Ζωή είναι Αλλού
1,2,3,4,5
Συνέντευξη στην Εύη Κυριακοπούλου.
semelicorfu
Και να το βιογραφικό της όπως εκείνη η ίδια το έχει γράψει:
" Ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει , αφού γραφτεί, να μείνει επ' αρκετόν καιρό κρεμασμένο στον αέρα από ένα τσιγκέλι αυστηρότητας, ώστε να στραγγίξουν καλά τα στερεότυπα, οι ωραιοποιήσεις, η ρόδινη παραγωγικότης και ο πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν εκείνου που ενυπάρχει στη φύση μιας αυτοπαρουσίασης. Μόνον έτσι βγαίνει το καθαρό βάρος: το ήθος που επέβαλες να τηρεί η προσπάθειά σου.
Τα πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις ότι μέσα σ' έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα.
Ωστόσο, επειδή αυτό είναι το υλικό της πεπατημένης, που δεν μπορεί να συνεχίσει τη χάραξή της με συνεσταλμένες καινοτόμες επιφυλάξεις,
γεννήθηκα στην Αθήνα το 1931. Η παιδική ηλικία πέρασε χωρίς να αναδείξει το "παιδί θαύμα". Το 1949, τελειώνοντας το Γυμνάσιο, υπέκυψα εύκολα στο "πρέπει να εργαστείς", και εργάστηκα στην Τράπεζα της Ελλάδος είκοσι πέντε χρόνια.
Ανώτερες σπουδές: η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή Άθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να τον μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης.
Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι "γιαγιά". Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ΄ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου. Κυλώ και, όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα.
Δεν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μιας πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής. Όταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ' ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής.
Τόσο μεταχειρισμένη και υπηρεσιακή είναι η ανάμειξή μου στη δημιουργία. Φύσει ολιγογράφος, εξέδωσα οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια. Η σημασία τους είναι ακόμα συμβατική. Είναι γραμμένη στη λίστα αναμονής των μεγάλων επερχόμενων κυμάτων του μετα-κριτή χρόνου."
Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1952. Παντρεμένη από το 1954 με τον ποιητή Άθω Δημουλά (1921-1985) και μητέρα δύο παιδιών, εξέδωσε έκτοτε τα βιβλία: «Έρεβος» (1956), «Ερήμην» (1958), «Επί τα ίχνη» (1963), «Το λίγο του κόσμου» (1971), «Το τελευταίο σώμα μου» (1981), «Χαίρε ποτέ» (1988), «Η εφηβεία της λήθης» (1994), «Ενός λεπτού μαζί» (1998), «Ποιήματα» (συγκεντρωτική έκδοση, 1998), «Ήχος απομακρύνσεων» (2001), «Ο φιλοπαίγμων μύθος» (2003), «Εκτός σχεδίου» (2004), «Χλόη θερμοκηπίου» (2005). Το 2003 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Wolfgang Amadeus Mozart - Violin Concerto
No. 5 in A major
Η ταχεία ανάρρωση της απληστίας
Ακούω μεσημεριάτικα το λαχειοπώλη
να προσκαλεί αγοραστές στο γέλιο της τύχης.
σπρώχνω πιό πέρα την εγρήγορση
μου πιάνει όλο το χώρο και το ρίχνω
σε μιά τρελή ονειροπόληση,
αμύθητα πως θα άλλαζε η ζωή μου
άν κέρδιζα ένα
ανισόρροπο λαχείο.
Θα ξαναέχτιζα την πείρα μου με θέα
τους απέραντους κατάφυτους ξενώνες.
Επικλινείς σκεπές να μη λιμνάζουν
θέατρα και δάκρυα κακοκαιρίες ρόλων.
Στους κήπους διάχυτα αγάλματα
κομμωτές της ποικιλίας και της πρόβλεψης.
Αγάλματα νεράκια με την πετονιά ροή τους
να ψαρεύουν όσο θέλουν σιντριβάνια.
Μάκρος μυστηριώδες βουβός θαυμαστής
θα παίρνει από πίσω τις αλέες
άηχα θα τις ακολουθεί πατώντας
μέσα στον ίδιο θόρυβο βημάτων που αδειάζουν
εκείνες καθώς προχωρούν. Ώσπου
να τις χάσει ξαφνικά - θα του κρυφτούν
σε κάποιο άλλο σχέδιο περιπάτου.
Θ΄αγόραζα λιμάνια αυτοκίνητα ρολόγια ιλιγγιώδη
την κάθε ώρα μου θα ΄ρχόταν ο δικός της
σωφέρ να την παίρνει - θ΄αγόραζα
όλη την άγονη γραμμή επιπλωμένη
με καινούργιους επιβάτες
και πολυτελέστατους καπνούς - θα δρομολογούσα
το πρώτο μακρινό μου εκείνο τρένο,
νεόνυμφη που ήμουν με ταξίδι
άμαθη στα χάδια των συνόρων
στην αγρυπνία των σταθμών και ξένων τόπων
που τίναζαν απρόσεκτα της ονομασίας τους
την καύτρα στα μάτια της ταχύτητας και φεύγαν.
Wagon lit - τότε που πρωτοβλέποντας
τον καναπέ να γίνεται κρεβάτι
ταξίδεψα πως όλα μετατρέπονται
από αναπαυτικό σε αναπαυτικότερο.
Θ΄άρπαζα θα έδιωχνα θ΄ανέβαζα
θα ποδοπατούσα θα φοβέριζα θα σκόρπιζα θα νόμιζα
θα γκρέμιζα και σε τρείς μέρες θα ξανάκτιζα
θα με τρέμαν οι στερήσεις.
Γιά να μπορέσω έτσι θρασύτατα ισχυρή
ν΄αγοράσω πιά την ανάστασή σου.
Σωστά το άκουσες, μή μελαγχολείς.
την ανάστασή σου.
Είδες ποτέ του θαύμα να χάλασε χατίρι
παραμυθένιας τύχης;
Χωρίς παζάρια θα ΄δινα πίσω όσα κέρδισα
και θα γυρίζαμε πεζή, απίστευτοι στο σπίτι.
Θα ξάπλωνες εκεί, στη συνέχειά σου.
Θα ΄γερνα κι εγώ, διπλανή αμύθητα.
Κι αφού βεβαιωνόμουνα πως έχεις προσδεθεί
καλά πάνω στο σώμα σου
πως κούμπωσες καλά την ασφαλή επιστροφή σου
θα το ΄ριχνα σιγά-σιγά
σε μιά τρελή ονειροπόληση,
αμύθητα πως θ΄άλλαζε η ζωή μου
αν κέρδιζα ένα
ανισόρροπο λαχείο.
Eine kleine Nachtmusik (Wolfgang Amadeus Mozart)
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ'αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστικός, συνέρημος
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μου'μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόσθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ'αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ'άλλα να'ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
Η τέχνη και συγκεκριμένα η ποίηση, είναι ένας ψιθυριστός υπαινιγμός. Υποθετικές είναι πάντα οι αποκρυπτογραφήσεις του...την ποίηση δεν την εννοουμε. Πρωτίστως την νιώθουμε. Πριν μας δοθούν κατευθύνσεις και οδικοί χάρτες..
Κική Δημουλά