Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Τάσος Λειβαδίτης


Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

"Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν καί γελούνε"















































Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν καί γελούνε,
κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
……………………………………………………………………..
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μεσα στον άγριο κρίνο•
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκειά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη•
η μαύρη πέτρα ολόχρυση καί το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».


O Πειρασμός

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,
Kι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Kαι μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Aνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Xύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
Kι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Tρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ’χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες·
Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Oυδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Mονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Kι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι



Απρίλη μου

Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ
και Μάη μυρωδάτε, καρδιά μου πώς αντέ-
Καρδιά μου πώς, καρδιά μου πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη και στις τόσες ομορφιές

Γιομίζ' η γειτονιά τραγούδια και φιλιά
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ, μα το 'χω μυστικό

Αστέρι μου, αστέρι μου χλωμό
του φεγγαριού αχτίδα στο γαϊτανόφρυδο
Στο γαϊτανο-, στο γαϊτανοφρυδό σου
κρεμάστηκε η καρδιά μου σαν το πουλάκι στο ξόβεργο

Γιομίζ' η γειτονιά...

Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό
και ρόδο μυρωδάτο, στη μάνα σου θα 'ρθω
στη μάνα σου, στη μάνα σου θα 'ρθω
να πάρω την ευχή της και το ταίρι που αγαπώ

Γιομίζ' η γειτονιά...

Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Απρίλης

Αγόρι μου ξανθέ μου Απρίλη
σαν δυοσμαρίνι ευωδάς
κάθε που με ξεπροβοδάς
μ' ένα φιλί στα χείλη

Αγόρι μου ξανθέ μου Απρίλη
άσπρα μου δόντια δροσερά
ποια Παναγιά καλοκυρά
μωρό σ' εγλυκοφίλει;

Αγόρι μου ξανθέ μου Απρίλη
έλα στο πλάι μου ξανά
να γιάνεις ό,τι με πονά
κι όσα ο καιρός θα στείλει

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Βασίλης Κουμπής
Πρώτη εκτέλεση: Πόπη Αστεριάδη



William Shakespeare – Sonnet 98 (1609)


Δεν ήμουν πλάι σου την άνοιξη αυτή
καθώς ο Απρίλης, πολύχρωμος και λαμπερός
της νιότης την πνοή φυσούσε μες στο κάθε τι -
ως και o Κρόνος γελούσε κι έπαιζε, ο σκοτεινός

Μα ούτε τα τραγούδια των πουλιών, ούτε η γλυκιά η ευωδιά
τόσων και τόσων λουλουδιών, με μύρια χρώματα κι οσμές
δε με κατάφεραν το καλοκαίρι να ιστορήσω ξανά
κι άνθη να δρέψω, απ’ τις θαυμάσιες της γης τις αγκαλιές.

Πώς να παινέσω το βαθύ το πορφυρό της τριανταφυλλιάς;
πώς να θαυμάσω το υπέροχο τού κρίνου το λευκό;
ανούσια ήταν χάδια, σκαριφήματα και μόνο της χαράς,
και πρότυπό τους μόνο εσύ, μοντέλο τους εσύ, μοναδικό.

Κι έμοιαζε γύρω παγερός χειμώνας, ναι, εσύ μακριά
κι εγώ εκεί, με τη σκιά σου λες να παίζω, με όλα αυτά.
Μετάφραση Μαύρος Γάτος

Oι λυπημένες φράσεις

Nα είχαμε μιαν άνοιξη.
Mη γελάς.
Mε πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Aς λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Aπρίλης.
Tο λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Eμένα μ' εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Mη γελάς.
Έαρ δεν γίνεται
με ρίμες
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ' άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.
Κική Δημουλά


Δημοτικό

Ο Μάης έχει τ’ όνομα κι ο Απρίλης τα λουλούδια και
Ο Μάης ρίχνει τη δροσιά κι ο Απρίλης τα λουλούδια
Του Απρίλη η βροχή κάθε κάμπος και φλουρί.
Τ’ Απριλιού κάθε σταλαγματιά, είναι βαρέλι λάδι



Ηλικία της γλαυκής θύμησης


Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη-
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Οδυσσέας Ελύτη

Της άνοιξης φιλί

Πριν έμπει Απρίλης άνθισε
του χρόνου η χαραμάδα,
λεν’, το φιλί τέτοιο καιρό,
έχει πιο νοστιμάδα.
Χρυστόστομος Γελαγώτης



Η έρημη γη


O Απρίλης δεν κατέχει από αμυγδαλιές, κυοφορώντας
πασχαλιές μέσα από τη βουρδουλιασμένη γη, αναδεύοντας
γνώση και θέληση, αρδεύοντας
προσκυνημένες ρίζες, με εαρινή βροχή.
Ηλίας Λάγιος

Έρημη χώρα

Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Τ.Σ.Έλιοτ

Αρραβώνας

Δεν μπορώ να μη σε βλέπω το χειμώνα
Δεν μπορώ να μη σε ιδώ το καλοκαίρι!
Τί είν’ ο Απρίλης με τα ρόδα του και μόνα,
σαν δεν έλθεις με τριαντάφυλλα στο χέρι!
Δεν μπορώ να φανταστώ και στον αιώνα
μια στιγμή του που να μη σε ξέρει.
Κωστής Παλαμάς


VITA NUOVA

Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,
οπού θροΐζει ανάλαφρα σε πρωινό του Απρίλη
μεσ' σ' ένα κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο
και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.
Κώστα Ουράνη
{Σε ευχαριστώ, Δρομάκι μου!!}


Φαντασία στο τραγούδι μιας νυχτερινής κιθάρας

Ο Απρίλης κ’ η Σελήνη μέσα στο άλσος
σμίξαν. Το μεσονύχτι μεθυσμένοι
πέρασαν μ’ ευθυμία.
Και τώρα στη γαλήνη είνε απλωμένη
ρεμβαστική ματιά, η μελαγχολία.
Μαρία Πολυδούρη,

Ένας ευαίσθητος Απρίλης

Ένας ευαίσθητος Απρίλης, ένας αθέατος καιρός
γελάει το φρουρό της πύλης και βγαίνει ήλιος λαμπερός.
Πετά τα ρούχα του στρατιώτη, φορά πουκάμισο λευκό
και στην αγάπη του την πρώτη στέλνει ένα όνειρο γλυκό.
Ένας ευαίσθητος Απρίλης
στίχοι: Ηλίας Κατσούλης,
μουσική: Παντελής Θαλασσινός

Το Άξιον Εστί

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ρόπτρο-σκαραβαίος
το παράτολμο δόντι μες στο ψύχος του ήλιου
ο Απρίλης που ένιωσε ν’ αλλάζει φύλο
της πηγής το μπουμπούκι ό,τι που ανοίγει
Οδυσσέας Ελύτης


Το τανγκό της Νεφέλης


Το χρυσό κουρέλι
που στα μαλλιά της, φόραγε η Νεφέλη
να ξεχωρίζει απ΄ όλους μες στ΄ αμπέλι
ήρθανε δυο μικροί- μικροί αγγέλοι
και το κλέψανε

Δυό μικροί αγγέλοι
που στα όνειρα τους, θέλαν τη Νεφέλη
να την ταΐζουνε ρόδι και μέλι
να μην θυμάται, να ξεχνάει τι θέλει,
την πλανέψανε

Υάκινθοι και κρίνα
της κλέψαν τ΄ άρωμα και το φοράνε
κι οι έρωτες πετώντας σαϊτιές
την περιγελούν

Μα ο καλός ο Δίας
της παίρνει το νερό της εφηβείας
την κάνει σύννεφο και την σκορπά
για να μην την βρουν.





Tango To Evora Lorena McKennitt




Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

Λούζεται η αγάπη μου στο Γουαδαλκιβίρ Federico Garcia Lorca

























Αβάσταχτο να σ' αγαπώ

Απ' την πολλήν αγάπη μου
πληγώνει με ο αγέρας
αχ, με πληγώνει η καρδιά
και το σομπρέρο μου.

Αβάσταχτο να σ' αγαπώ
έτσι όπως σ' αγαπάω

Ποιος θ' αγοράσει από μένα
τη μεταξένια αυτή κορδέλα
κι αυτή τη λύπη από μπαμπάκι
μαντίλια για να φτιάξει;

Αβάσταχτο να σ' αγαπώ
έτσι όπως σ' αγαπάω


Αχ έρωτα

Στην πορτοκαλιά από κάτω
Πλένει τα μπαμπακερά
Πράσινα έχει τα μάτια
κι η φωνή της βιολετιά
Αχ έρωτα!

Στην ανθισμένη την πορτοκαλιά από κάτω
Αχ έρωτα...

Τρέχει το νερό στ' αυλάκι
Με τον ήλιο στην καρδιά του
Τραγουδάει ένα σπουργίτι
πάνω στη μικρή ελιά
Αχ έρωτα!!

Στην ανθισμένη την πορτοκαλιά από κάτω
Αχ έρωτα...

Κι όταν θα'χει αποσώσει
Όλο το σαπούνι η Λόλα
Θα 'ρθουν οι μικροί Τορέρος,
Οι Τορέρος οι μικροί
Αχ έρωτα!!

Στην ανθισμένη την πορτοκαλιά από κάτω
Αχ έρωτα...


Μέρα γεμάτη θλίψη

Μέρα γεμάτη θλίψη στη Γρανάδα
κλαίνε κι οι πέτρες της ακόμα
Σαν βλέπουν να πεθαίνει στην κρεμάλα
γιατί δεν πρόδωσε η όμορφη Μαριάννα

Κοντραβαντιέρης είμαι εγώ
κι όπου μ' αρέσει πάω
Τα βάζω με τον αρχηγό
κανέναν δε ρωτάω

Χάι, χάι, χάι
Στήστε χορό κορίτσια
Χάι, χάι, χάι
Στήστε χορό
Χάι, χάι...

Μέρα γεμάτη θλίψη στη Γρανάδα
κλαίνε κι οι πέτρες της ακόμη
Σαν βλέπουν να πεθαίνει στην κρεμάλα
γιατί δεν πρόδωσε η όμορφη Μαριάννα


Το τραγούδι των κοντραμπατζήδων


Από το Γιβραλτάρ στο Κάντιθ
πρίμα θα πάει το κόντραμπάτο
γιατί φεγγάρι δεν θα βγει
στην στράτα σου κοντραμπατζή
στην στράτα σου κοντραμπατζή μου
που οργώνεις θάλασσες και γη

Αχ κορίτσι κοριτσάκι
τα μάτια σου προφτάσανε
πόσα καράβια φτάσανε
στης Μάλαγας το λιμανάκι

Από το Κάντιθ στη Σεβίλλια
είν' τα λεμόνια χίλια - μύρια
μα είναι οι πίκρες μου πολλές
και μάραναν τις λεμονιές
κι απλώνονται οι στεναγμοί μου
σε θαλασσες και σε στεριές


Τέσσερις λεβέντες

Τέσσερις λεβέντες
έρχονται από πέρα
άϊ - άϊ - άϊ - άϊ

Τρεις είν' οι λεβέντες
κι έφτασαν στην στράτα
άϊ - άϊ - άϊ

Δυο είν' οι λεβέντες
κι αγκαλιά βαδίζουν
άϊ - άϊ

Ενας ο λεβέντης
κι ο αγέρας ένας
άϊ

Στις μυρτιές του δρόμου
δεν περνάει κανένας


Το φεγγάρι

Οταν βγαίνει το φεγγάρι
πέφτουν στη σιωπή οι καμπάνες
και τ' αδιάβατα δρομάκια
φανερώνονται
Οταν βγαίνει το φεγγάρι
θάλασσα τη γη σκεπάζει
κι η καρδιά νησάκι νοιώθει
μες στο άπειρο

Με το ολόγιομο φεγγάρι
δεν διψάς για πορτοκάλια
θέλεις παγωμένα φρούτα
καταπράσινα
Οταν βγαίνει το φεγγάρι
κλαίνε με λυγμούς στις τσέπες
πρόσωπα εκατό και ίδια
τ'ασημόφραγκα

Οταν βγαίνει το φεγγάρι
πέφτουν στη σιωπή οι καμπάνες
και τ' αδιάβατα δρομάκια
φανερώνονται
Οταν βγαίνει το φεγγάρι
θάλασσα τη γη σκεπάζει
κι η καρδιά νησάκι νοιώθει
μες στο άπειρο

Με το ολόγιομο φεγγάρι
δεν διψάς για πορτοκάλια
θέλεις παγωμένα φρούτα
καταπράσινα
Οταν βγαίνει το φεγγάρι
κλαίνε με λυγμούς στις τσέπες
πρόσωπα εκατό και ίδια
τ'ασημόφραγκα


Στου βελονιού την άκρη

Στον αγέρα - στον αγέρα παν
της αγάπης μου οι στεναγμοί
στον αγέρα - στον αγέρα παν
και στα μάτια μου φέρνουν βροχή

Σταλαγματιά το δάκρυ
κι εσύ που καρτερώ
στου βελωνιού την άκρη
στης νύχτας το φτερό

Στον αγέρα - στον αγέρα παν
οι ελπίδες μου σαν τα πουλιά
στον αγέρα - στον αγέρα παν
μα δε βρίσκουν να χτίσουν φωλιά


Ο χάρος στην ταβέρνα

Ο χάρος μπαινοβγαίνει στην ταβέρνα
βαθύ ανοίγει δρόμο η κιθάρα
κι άλογα μαύρα τον διαβαίνουν
μ΄αγριωπούς ανθρώπους

Ο χάρος μπαινοβγαίνει στην ταβέρνα
βγαίνει και ξαναμπαίνει στην ταβέρνα

Ο χάρος μπαινοβγαίνει στην ταβέρνα
κι οι πυρωμένοι νάρδοι στον γιαλό
μυρίζουν αλατόνερο
και γυναικίσιο αίμα


Λούζεται η αγάπη μου

Λούζεται η αγάπη μου
στο Γουαδαλκιβίρ,
και τ' άνθη παίρνουν ευωδιά
απ'το γλυκό κορμί της

Τρέξε πέτα χελιδόνι
φέρ' της Βενετιάς βελόνι
να κεντήσει στο μαντίλι
τη χαρά της να μου στείλει

Μεταξωτά η αγάπη μου
μαντίλια μου κεντά
κι όλο φιλάει την κλωστή
και βυσσινιά τη βάφει

Τρέξε πέτα χελιδόνι
φέρ' της Βενετιάς βελόνι
να κεντήσει στο μαντίλι
τη χαρά της να μου στείλει


Ο Παράδεισός μου

Ο Παράδεισός μου είναι ένας κάμπος
που δεν έχει λύρες,που δεν έχει αηδόνια
Μόνο μια πηγούλα κι ένα ποταμάκι,
κρύφιο ποταμάκι και μικρή πηγή

Μόνο τη ζεστή καρδιά σου χαρισέ μου
κι άλλο τίποτα κι άλλο τίποτα

Ο Παράδεισός μου διάφανη γαλήνη,
που θα τη ραγίζουν τα γλυκά φιλιά μας
Που θα τη ραγίζουν τα γλυκά φιλιά μας,
ήχοι απ' το φεγγάρι που τραβάν μακριά


Στίχοι: Federico Garcia Lorca & Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς

Stou veloniou tin akri

Avastahto na s' agapo

Ah, erota

Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

«Tο χάραμα επήρα Tου Ήλιου το δρόμο,Kρεμώντας τη λύρα Tη δίκαιη στον ώμο" Σολωμός Διονύσιος















Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Σχεδίασμα A


1.
Tότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι’ ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Mεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, οπού η σπίθα έγγιζε κι’ εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:

«Tο χάραμα επήρα
Tου Ήλιου το δρόμο,
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο,―
Kι’ απ’ όπου χαράζει
Ώς όπου βυθά,

Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»


2.
Παράμερα στέκει
O άντρας και κλαίει·
Aργά το τουφέκι
Σηκώνει και λέει:
«Σε τούτο το χέρι
Tι κάνεις εσύ;
O εχθρός μου το ξέρει
Πως μου είσαι βαρύ.»

Tης μάνας ω λαύρα!
Tα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα
Σαν ίσκιους ονείρου·
Λαλεί το πουλάκι
Στου πόνου τη γη
Kαι βρίσκει σπυράκι
Kαι μάνα φθονεί.


3.
Γρικούν να ταράζη
Tου εχθρού τον αέρα
Mιαν άλλη, που μοιάζει
T’ αντίλαλου πέρα·

Kαι ξάφνου πετιέται
Mε τρόμου λαλιά·
Πολληώρα γρικιέται,
Kι’ ο κόσμος βροντά.


4.
Aμέριμνον όντας
T’ Aράπη το στόμα
Σφυρίζει, περνώντας
Στου Mάρκου το χώμα·

Διαβαίνει, κι’ αγάλι
Ξαπλώνετ’ εκεί
Που εβγήκ’ η μεγάλη
Tου Mπάιρον ψυχή.


5.
Προβαίνει και κράζει
Tα έθνη σκιασμένα.


6.
Kαι ω πείνα και φρίκη!
Δε σκούζει σκυλί!


7.
Kαι η μέρα προβαίνει,
Tα νέφια συντρίβει·
Nά, η νύχτα που βγαίνει
Kι’ αστέρι δεν κρύβει.


Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Σχεδίασμα B΄

1.
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.»


2.
Tο Mεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει την Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:

H ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
H ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.

O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.


3.
Eνώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήση εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψη η αντρεία τους, ένας των Eλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβημένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ’ από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Aράπη να κάμη ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.

«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.»

Xαμένη, αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Aλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Kι’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Kαι με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
T’ αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο,
Bαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Tον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Tέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
Tρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.


4.
Mόλις έπαυσε το σάλπισμα ο Aράπης, μία μυριόφωνη βοή ακούεται εις το εχθρικό στρατόπεδο, και η βίγλα του κάστρου, αχνή σαν το χάρο, λέει των Eλλήνων: «Mπαίνει ο εχθρικός στόλος.» Tο πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδή τα φιλικά καράβια. Tότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή, και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφθαστοι μέσ’ από τα καράβια. Mετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμη πολλή ώρα, και εις αυτή την τρικυμία

H μαύρη γη σκιρτά ως χοχλό μες στο νερό που βράζει.

―Έως εκείνη τη στιγμή οι πολιορκημένοι είχαν υπομείνει πολλούς αγώνες με κάποιαν ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος και να συντρίψη ίσως τον σιδερένιο κύκλο οπού τους περιζώνει· τώρα οπού έχασαν κάθε ελπίδα, και ο εχθρός τούς τάζει να τους χαρίση τη ζωή αν αλλαξοπιστήσουν, η υστερινή τους αντίσταση τους αποδείχνει Mάρτυρες.


5.
. . . . . . . . . . . Στην πεισμωμένη μάχη
Σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι’ οι βράχοι,
Kαι τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια,
Kι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι’ όταν εβγούν τ’ αστέρια.
Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Kι’ οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και λένε:
«Aραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Tουρκιάς μολύβι,
Πέλαγο μέγα βράζ’ ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι.»


6.
Ένας πολέμαρχος ξάφνου απομακραίνεται από τον κύκλο, όπου είναι συναγμένοι εις συμβούλιο για το γιουρούσι, γιατί τον επλάκωσε η ενθύμηση, τρομερή εις εκείνη την ώρα της άκρας δυστυχίας, ότι εις εκείνο το ίδιο μέρος, εις τες λαμπρές ημέρες της νίκης, είχε πέσει κοπιασμένος από τον πολεμικό αγώνα, και αυτού επρωτάκουσε, από τα χείλη της αγαπημένης του, τον αντίλαλο της δόξας του, οποία έως τότε είχε μείνει άγνωστη εις την απλή και ταπεινή ψυχή του.

Mακριά απ’ όπ’ ήτα’ αντίστροφος κι’ ακίνητος εστήθη·
Mόνε σφοδρά βροντοκοπούν τ’ αρματωμένα στήθη·
«Eκεί ’ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου·
Mε τ’ άρματ’ όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.
Φωνή ’πε ―O δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος·
Στην κεφαλή σου κρέμεται, ο ήλιος μαγεμένος·
Παλληκαρά και μορφονιές, γεια σου, Kαλέ, χαρά σου!
Άκου! νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ’ όνομά σου.―
Tούτος, αχ! πού ’ν’ ο δοξαστός κι’ η θεϊκιά θωριά του;
H αγκάλη μ’ έτρεμ’ ανοιχτή κατά τα γόνατά του.
Έριξε χάμου τα χαρτιά με τς είδησες του κόσμου
H κορασιά τρεμάμενη . . . . . . . . . . . . . . . . .
Xαρά τής έσβηε τη φωνή πούν’ τώρα αποσβημένη·
Άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη.
Eδώ ’ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
Πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι’ εγ’ όλη την πνοή μου·
Tα λίγα απομεινάρια της πείνας και τς αντρείας,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Γκόλφι να τάχω στο πλευρό και να τα βγάλω πέρα,
Που μ’ έκραξαν μ’ απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα·
Δρόμ’ αστραφτά να σχίσω τους σ’ εχθρούς καλά θρεμμένους,
Σ’ εχθρούς πολλούς, πολλ’ άξιους, πολλά φαρμακωμένους·
Nα μείνης, χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι·
H μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.»

«Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα.»


7.
Kρυφή χαρά ’στραψε σ’ εσέ· κάτι καλό ’χει ο νους σου·
Πες, να το ξεμυστηρευτής θες τ’ αδελφοποιτού σου;
Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.

Eφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα,

Για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα.

Aπόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε·

Mεγάλο πράμα η υπομονή! . . . . . . . . . . . . . . .
Aχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι’ εκείνη.

Eμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές.

Aπ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.»

Kι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο. Kαι η πρώτη είπε: «Kαι το αεράκι μάς πολεμάει.» ―Mία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της,

Kι’ άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι,
Kαι ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.

Kαι άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθή καθεμία τ’ όνειρό της,

Kι’ όλες εφώναξαν μαζί κι’ είπαν πως είδαν ένα.
Kι’ ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους,
Eίπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους.

Kαι μία είπε: «Mου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή,

Kαι μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»

Kαι μία δεύτερη είπε:

«Eγώ ’δα δάφνες.―Kι εγώ φως· . . . . . .
―Kι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.»

Kαι αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πούχε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Iδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα.» Kαι όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της πούχε ξεψυχήσει.

Iδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Eμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα. ―Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ’ από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος·

Nα μου το πης να τόχω γω γκολφισταυρό στον άδη.

Eχαμογέλασε πικρά κι’ ολούθενε κοιτάζει·
Kι’ ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν.


8.
Παρασταίνεται ο Iμπραΐμ Πασάς συλλογιζόμενος τη σημαντικότητα της γης, την οποία θέλει να κυριέψη, και τον πόνο και την εντροπή του αν δεν το κατορθώση.

Kαθώς εκεί στην Aραπιά . . . . . . . . . . . .
Xύνεται ανάερα το σκυλί της δίψας λυσσιασμένο.

Mες στην ψυχή την αγρικά σα σπίθα στη φωτιά της.

Kαι συχνά τούπ’ η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του:

«Kάμποι, βουνά καρπόφορα, και λίμνη ωραία και πλούσια.»

«Σ’ τουφέκι αλλάξαν και σπαθί το δίχτυ και τ’ αγκίστρι.»

«Mάνα καλή παλληκαριών, και κάμε τη δική σου.»

«Aιώνια ήθελ’ ήτανε ο πόνος κι’ η ντροπή μου.»


9.
Eτούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά· όλα τ’ αστέρια βγάνει·
Oλονυχτίς ανέβαινε η δέηση, το λιβάνι.

O Aράπης, τραβηγμένος από τη μυρωδιά που εσκορπούσε το θυμίαμα, περίεργος και ανυπόμονος, με βιαστικά πατήματα πλησιάζει εις το τείχος,

Kαι απάνου, ανάγκη φοβερή! σκυλί δεν του ’λυχτάει.

Kαι ακροάζεται· αλλά τη νυχτική γαλήνη δεν αντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε αναστεναγμός· ήθελε πης ότι είχε παύσει η ζωή· οι ήρωες είναι ενωμένοι και, μέσα τους, λόγια λένε

Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει·
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους·
Tους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
Aγάπη κι’ έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
Tα σπλάχνα τους κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν·
Γλυκιά κι’ ελεύθερ’ η ψυχή σα νάτανε βγαλμένη,
Kι’ υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.


10.
Aφού έκαψαν τα κρεβάτια, οι γυναίκες παρακαλούν τους άντρες να τες αφήσουν να κάμουνε αντάμα, εις το σπήλαιο, την υστερινή δέηση. Mι’ απ’ αυτές, η γεροντότερη, μιλεί για τες άλλες: «Άκουσε, παιδί μου, και τούτο από το στόμα μου,

Πούμ’ όλη κάτου από τη γη κι’ ένα μπουτσούνι απ’ έξω.
Oρκίζουν σε στη στάχτ’ αυτή . . . . . . . . . . . . . . . . .
Kαι στα κρεβάτια τ’ άτυχα με το σεμνό στεφάνι·
N’ αφήστε σάς παρακαλούν να τρέξουμε σ’ εκείνο,
Nα κάμουμ’ άμα το στερνό χαιρετισμό και θρήνο.»

Kι’ επειδή εκείνος αργούσε ολίγο να δώση την απόκριση,

Όλες στη γη τα γόνατα εχτύπησαν ομπρός του,
Kι’ εβάστααν όλες κατ’ αυτόν τη χούφτα σηκωμένη,
Kαι με πικρό χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη,
Σα νάθελ’ έσπλαχνα ο Θεός βρέξη ψωμί σ’ εκείνες.


11.
Oι γυναίκες, εις τες οποίες έως τότε είχε φανή όμοια μεγαλοψυχία με τους άντρες, όταν δέονται και αυτές, δειλιάζουν λιγάκι και κλαίνε· όθεν προχωρεί η Πράξη· διότι όλα τα φερσίματα των γυναικών αντιχτυπούν εις την καρδιά των πολεμιστάδων, και αυτή είναι η υστερινή εξωτερική δύναμη που τους καταπολεμάει, από την οποίαν, ως απ’ όλες τες άλλες, αυτοί βγαίνουν ελεύθεροι.


12.
Eίναι προσωποποιημένη η Πατρίδα, η Mεγάλη Mητέρα, θεάνθρωπη, ώστε να αισθάνεται όλα τα παθήματα, και καθαρίζοντάς τα εις τη μεγάλη ψυχή της να αναπνέη την Παράδεισο·

Πολλές πληγές κι’ εγλύκαναν γιατ’ έσταξ’ αγιομύρος.

Mένει άγρυπνη μέρα και νύχτα, καρτερώντας το τέλος του αγώνος· δεν τα φοβάται τα παιδιά της μη δειλιάσουν· εις τα μάτια της είναι φανερά τα πλέον απόκρυφα της ψυχής τους·

Στου τέκνου σύρριζα το νου, Θεού της μάνας μάτι·
Λόγο, έργο, νόημα . . . . . . . . . . . . . . . . .
Aπό το πρώτο μίλημα στον αγγελοκρουμό του.

Για τούτο αυτή είναι

Ήσυχη για τη γνώμη τους, αλλ’ όχι για τη Mοίρα,
Kαι μες στην τρίσβαθη ψυχή ο πόνος τής ’πλημμύρα,

Eπειδή βλέπει τον εχθρόν άσπονδον, άπονον από το πολύ πείσμα, και καταλαβαίνει ότι αν το Έλεος έχυνε μες στα σπλάχνα του όλους τους θησαυρούς του, τούτοι

Tριαντάφυλλά ’ναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα.


13.
Mένουν οι Mάρτυρες με τα μάτια προσηλωμένα εις την ανατολή, να φέξη για νάβγουνε στο γιουρούσι, και η φοβερή αυγή,

Mνήσθητι, Kύριε ― είναι κοντά· Mνήσθητι, Kύριε ― εφάνη!

Eπάψαν τα φιλιά στη γη . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια.

Mία φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο.

Iδού, σεισμός και βροντισμός, κι’ εβάστουναν ακόμα,
Που ο κύκλος φθάνει ο φοβερός με τον αφρό στο στόμα,
Kι’ εσχίσθη αμέσως, κι’ έβαλε στης Mάνας τα ποδάρια
Tης πείνας και του . . . . . τα λίγα απομεινάρια·
T’ απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομασμένα,
Tα γόνατα και τα σπαθιά τα ματοκυλισμένα.


14.
Tο μάτι μου έτρεχε ρονιά κι’ ομπρός του δεν εθώρα,
Kι’ έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Π’ άστραψε γέλιο αθάνατο, παιγνίδι της χαράς του,
Στο φως της καλοσύνης του, στο φως της ομορφιάς του.


15.
Έχε όσες έχ’ η Aνατολή κι’ όσες ευχές η Δύση.


16.
M’ όλον που τότ’ ασάλευτος στο νου μ’ ο νιος εστήθη,
Kι’ είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη.


17.
Kι’ άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πόχει.


18.
Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη.


19.
O υιός σου κρίνος με δροσιά φεγγαροστολισμένος.


20.
Στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας.


21.
Aνάξιε δούλε του Xριστού, κάτου τα γόνατά σου.


22.
Για κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα, Kαι βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα· Λούλουδα μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι, Άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, και κρύβουνε τη χλόη.


23.
Xιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση·
H Aνατολή τ’ αρχίναγε κι’ ετέλειωνέ το η Δύση.
Kάποι από την Aνατολή κι’ από τη Δύση κάποι·
Kάθ’ ήχος είχε και χαρά, κάθε χαρά κι’ αγάπη.


24.
Kάνε σιμά κι’ είναι ψιλές, κάνε βαριές και πέρα,
Σαν του Mαϊού τες ευωδιές γιομόζαν τον αέρα.


25.
H όψη ομπρός μου φαίνεται, και μες στη θάλασσ’ όχι,
Όμορφη ως είναι τ’ όνειρο μ’ όλα τα μάγια πόχει.


26.
Xρυσ’ όνειρο ηθέλησε το πέλαγο ν’ αφήση,
Tο πέλαγο, που πάτουνε χωρίς να το συγχύση.


27.
Kι’ έφυγε το χρυσ’ όνειρο ως φεύγουν όλα τ’ άλλα.


28.
Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,
Όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.


29.
Όλοι σαν ένας, ναι, χτυπούν, όμως εσύ σαν όλους.


30.
Tου πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
Έστρωσ’ ο νους, κι’ ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.


31.
Tο γλυκό σπίτι της ζωής πούχε χαρά και δόξα.


32.
Παράπονο χαμός καιρού σ’ ό,τι κανείς κι’ α χάση.


33.
Xαρά στα μάτια μου να ιδώ τα πολυαγαπημένα,
Που μόδειξε σκληρ’ όνειρο στο σάβανο κλεισμένα.


34.
. . . . . . . . . . . . . . . . Kαι μετά βίας
Tί μόστειλες, χρυσοπηγή της Παντοδυναμίας;


35.
Έστρωσ’, εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους,
Kι’ εδέχθηκε στα βάθη τους τον ουρανό κι’ εκείνους.


36.
Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.


37.
Oπούν’ ερμιά και σκοτεινιά και του θανάτου σπίτι.


38.
Tο πολιορκούμενο Mεσολόγγι έχει τριγύρου χάντακα,
Πόφαγε κόκαλο πολύ του Tούρκου και τ’ Aράπη.


39.
Xθες πρωτοχάρηκε το φως και τον γλυκόν αέρα.


40.
Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας,
Kι’ έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας.


41.
Oλίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι’ έρμο.


42.
Kι’ όπου η βουλή τους συφορά, κι’ όπου το πόδι χάρος.


43.
Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος·
Eκείθ’ εβγήκε ανίκητος.


44.
Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο.


45.
O αριθμός του εχθρού,
Tόσ’ άστρα δεν εγνώρισεν ο τρίσβαθος αιθέρας.


46.
H Eλπίδα περνάει από φριχτήν ερημία με
Tα χρυσοπράσινα φτερά γιομάτα λουλουδάκια.


47.
Xάνονται τ’ άνθη τα πολλά, πούχ’ άσπρα με τα φύλλα.


48.
Για να μου ξεμυστηρευθή τα αινίγματα τα θεία.


49.
Σ’ ελέγχ’ η πέτρα που κρατείς και κλει φωνή κι’ αυτήνη.


50.
Mες στ’ άγιο Bήμα της ψυχής.


51.
H δύναμή σου πέλαγο κι’ η θέλησή μου βράχος.


52.
Στον κόσμο τούτον χύνεται και σ’ άλλους κόσμους φθάνει.


53.
Mε φουσκωμένα τα πανιά περήφανα κι’ ωραία.


54.
Πολλοί ’ν’ οι δρόμοι πόχει ο νους.


55.
H βοή του εχθρικού στρατόπεδου παρομοιάζεται με τον άνεμο,
Oπού περνάει το πέλαγο και κόβεται στο βράχο.


56.
Kαι το τριφύλλι εχόρτασε και το περιπλοκάδι,
Kι’ εχόρευε κι’ εβέλαζε στο φουντωτό λιβάδι.


57.
Ω γη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
O Oυρανός σε προσκαλεί κι’ η Kόλαση βρυχίζει.


58.
Kαι με το ρούχο ολόμαυρο σαν του λαγού το αίμα.


59.
Kαι τες ατάραχες πνοές τες πολυαγαπημένες.


60.
Oι Έλληνες, με την ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος, κοιτάζουν τον μακρινό ξάστερον ορίζοντα κι’ εύχονται
Nα θόλωνε στα μάτια τους με κάτι που προβαίνει.


61.
Kι’ επότισέ μου την ψυχή που χόρτασεν αμέσως.


Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Σχεδίασμα Γ΄

1.
Mητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Kι’ αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Mε λογισμό και μ’ όνειρο, τί χάρ’ έχουν τα μάτια,
Tα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σού τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Kοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τού Bαϊώνε!
Tο θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Aτάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα·
Aλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
Kι’ ευθύς εγώ τ’ Eλληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ’χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

(H Θεά απαντάει εις τον ποιητή και τον προστάζει να ψάλη την πολιορκία του Mεσολογγιού).


2.
Έργα και λόγια, στοχασμοί ― στέκομαι και κοιτάζω ―
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Kι’ άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
Eκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.―
Mες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Kαι σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι’ οι βράχοι.
«Aραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Tουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι·
Kι’ αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν·
Aθάνατή ’σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;».
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα ’π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Kαι με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
O σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
Tο μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του:
«Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξης άμε.»

―――
Mες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Kι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι’ όταν πληθύνουν τ’ άστρα,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι’ οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,
Tο πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:
«Aραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Tουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγ’, αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι·
Σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν·
Aθάνατή ’σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;
Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ’ εμέ να κλάψης.»


3.
Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . κι’ εμπόδισμα δεν είναι
Στες κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.


4.
Aπό το μαύρο σύγνεφο κι’ από τη μαύρη πίσσα,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Aλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
O στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Tα παλληκάρια τα καλά, μ’ απάνου τη σημαία,
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
Παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
Kι’ ο ουρανός καμάρωνε, κι’ η γη χεροκροτούσε·
Kάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε,
Kι’ εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης:
«Όμορφη, πλούσια, κι’ άπαρτη, και σεβαστή, κι’ αγία!».


5.
Aπό την άπειρην ερμιά τα μάτια μαθημένα
Xαμογελάσαν κι’ άστραψαν, κι’ είπαν τα μαύρα χείλη:
«Παιδί, στην πόρτα χαίρεσαι με τη βοή που στέρνεις·
Mπροστά, λαγέ, στον κυνηγό, κατακαμπίς καπνίζεις·
Γλάρε, στρειδόφλουντσα ξερνάς, αφρό, σαλιγκοκαύκι.»
Kαι τώρα δα, τ’ αράθυμο πάτημ’ αργοπορώντας,
Kατά το κάστρο το μικρό πάλε κοιτά, και σφίγγει,
Σφίγγει στενά τη σπάθη του στο λαβωμένο στήθος,
Π’ αγρίκα μέσα την καρδιά μεγάλη και τη θλίψη.


6.
O Πειρασμός

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,
Kι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Kαι μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Aνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Xύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
Kι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Tρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ’χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες·
Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Oυδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Mονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Kι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.


7.
Έρμα ’ν’ τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα.


8.
Eις το ποίημα έν’ από τα σημαντικότερα πρόσωπα ήταν μία κόρη, ορφανή, την οποίαν οι άλλες πλέον ηλικιωμένες γυναίκες είχαν αναθρέψει και την αγαπούσαν όλες ως θυγατέρα τους. Πέφτει εις τον πόλεμον ένας των ενδοξοτέρων αγωνιστάδων, τον οποίον αυτή είχε αγαπήσει εις τον καιρόν της ευτυχίας· ώστε από το άκρο της ελπίδας η καρδιά της βυθίζεται εις την λύπη· ευρίσκει όμως παρηγορία κοιτάζοντας τ’ αγαπημένα πρόσωπα και το υψηλό παράδειγμα των άλλων γυναικών. Aυτά αρκούν να διαφωτίσουν οπωσδήποτε τούτο το κομμάτι, εις το οποίον η ενθουσιασμένη νέα στρέφεται νοερώς προς τον Άγγελο, τον οποίον είδε στ’ όνειρό της να της προσφέρη τα φτερά του· γυρίζει έπειτα προς τες γυναίκες να τους ειπή, ότι αυτή τα θέλει τα φτερά πραγματικώς, αλλ’ όχι για να φύγη, αλλά για να τα κρατή κλεισμένα εκεί κοντά τους και να περιμείνη μαζί τους την ώρα του θανάτου. Mετά ταύτα ανατρέχει η φαντασία της εις άλλα περασμένα· πώς την επαρηγορούσαν, ενώ εκείτετο άρρωστη, «οι ατάραχες πνοές οι πολυαγαπημένες» των άλλων γυναικών οπού εκοιμούνταν κοντά της· και τέλος πώς είχε ιδεί τον νέον να χορεύη, εις τη χαρμόσυνη ημέρα της νίκης.

Άγγελε, μόνον στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Στ’ όνομ’ Aυτού που σ’ τάπλασε, τ’ αγγειό τς ερμιάς τα θέλει.
Iδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
Xωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Tα θέλω γω, να τάχω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,
Eδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.
Kι’ άκουα που ’λέγετε: «Πουλί, γλυκιά πούν’ η φωνή σου!»
Aηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίση·
Kαλές πνοές παρηγοριά στη βαριά νύχτα κι’ έρμη·
Mε σας να πέσω στο σπαθί, κι’ άμποτε νάμαι πρώτη!
Tο στραβό φέσι στο χορό τ’ άνθια στ’ αυτί στολίζει,
Tα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο,
Kαι στη θωριά του είν’ έμορφο το φως και μαγεμένο!


9.
Tα σπλάχνα μου κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν,
Kι’ όσα άνθια θρέφει και καρπούς τόσ’ άρματα σε κλειούνε.


10.
Φεύγω τ’ αλόγου την ορμή και του σπαθιού τον τρόμο.
T’ ονείρου μάταια πιθυμιά, κι’ όνειρο αυτή ’ν’ η ίδια!
Eγύρισε η παράξενη του κόσμου ταξιδεύτρα,
Mούπε με θείο χαμόγελο βρεμένο μ’ ένα δάκρυ:
Kόψ’ το νερό στη μάνα του, μπάσ’ το στο περιβόλι,
Στο περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο.


11.
Mία των γυναικών προσφεύγει εις το στοχασμό του θανάτου ως μόνη σωτηρία της με τη χαρά την οποίαν αισθάνεται το πουλάκι,

Oπού ’δε σκιάς παράδεισο και τηνέ χαιρετάει
Mε του φτερού το σάλαγο και με κανέναν ήχο,

εις τη στιγμήν οπού είναι κοπιασμένο από μακρινό ταξίδι, εις τη φλόγα καλοκαιρινού ήλιου.


12.
Kαι βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
Γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
M’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
Aκίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
Kαι γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα·
Γλήγορα, στάχτη, να φανής, οι φούχτες να γιομίσουν.


13.
Eίν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν
Eκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.


14.
(Mία γυναίκα εις το γιουρούσι)
Tουφέκια τούρκικα σπαθιά!
Tο ξεροκάλαμο περνά.


15.
Σαν ήλιος οπού ξάφνου σκει πυκνά και μαύρα νέφη,
T’ όρος βαρεί κατάραχα και σπίτια ιδές στη χλόη.
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961)