ΑΜΛΕΤ
Η φίλη μου Ρ. έκλεισε τη συζήτηση για έναν κοινό μας φίλο ομοφυλόφιλο και τα αδιέξοδά του, με το γνωστό οξύ και θρασύ της χιούμορ: «Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ομοφυλόφιλοι. Αν δεν υπήρχαν, εσείς οι άντρες θα περνούσατε έτσι από τη ζωή, χωρίς να σας έχει αγαπήσει κανένας».
Έφερα στον νου μου πάμπολλες λατρευτικά αφοσιωμένες αγάπες γυναικών προς άντρες που θα διέψευδαν αμέσως τον, εξεζητημένο άλλωστε, ισχυρισμό της Ρ. και ταυτόχρονα, ωστόσο, σκέφτηκα τη διαφορετικότητα των γυναικείων και ανδρικών συναισθημάτων, ιδίως των ερωτικών. Στην ιδανική ερωτική σχέση της η γυναίκα εξαντλεί όλα τα αιτήματα της δικαίωσής της, ως προσώπου προπαντός, αλλά και ως ύπαρξης ή, έστω, εξασφαλίζει τον ουσιωδέστερο όρο για να προχωρήσει απερίσπαστη προς ό,τι θεωρεί επιτυχία για τον δημιουργικό εαυτό της. Ενώ για τον άντρα, στην αντίστοιχη περίπτωση, περισσεύουν πολλά (και μάλλον τα σημαντικότερα γι’ αυτόν) τέτοια αιτήματα – που, θα’λεγε κανείς, η ερωτική δικαίωση μοιάζει να τα κάνει ακόμη πιο επιτακτικά. Αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα είναι ικανή, και ώριμη, για την ιδανικότητα της ερωτικής σχέσης, τοποθετώντας εκεί, με πολλή υγεία κι ακόμα περισσότερη υγιεινή, ολόκληρη τη φυσιολογία της ανθρώπινης κατάστασης – ο άντρας όμως όχι.
Σημαίνει ακόμα, πέρα από την ολιγάρκεια της πρώτης και την απληστία του δεύτερου, ότι ο άντρας πάσχει από μια χρόνια, ανεκπλήρωτη φιλοδοξία ανόρθωσης, που ξεπερνάει κατά πολύ το σπουδαίο γεγονός της ανόρθωσης του ανθρώπινου όντος στα δύο του κάτω άκρα, όπου η γυναίκα πιστεύει, και πολύ σωστά, ότι μ’ αυτό τέλειωσε οριστικά κάθε ιστορία περαιτέρω ανόρθωσης. Και προφανώς αυτή η φιλοδοξία πρέπει να υπαγορεύεται από μια λειτουργία, αμιγώς αρσενική, επικράτησης και θριάμβου, η οποία, τουλάχιστον στο επίπεδο των φυσικών προδιαγραφών του φύλου, λείπει από τη γυναίκα σαν περιττή.
Ο θρίαμβός της εξάλλου στη σχέση της είναι με το παραπάνω αρκετός, μια και η γυναίκα πάντα θριαμβεύει στη σχέση της με τον άντρα ο μόνος τρόπος να θριαμβεύσει ο άντρας είναι να αρνηθεί να μπει σ’ αυτήν. Το γεγονός είναι ότι η γυναίκα είναι σκανδαλωδώς ευνοημένη από τη φύση. Βρίσκεται πιο κοντά της, την έχει πάντα με το μέρος της – η φύση συνεχίζεται μέσα της, χρησιμοποιεί το σώμα της για ν’αναπαραχθεί. Ας μην το ξεχνάμε : η γυναίκα έχει συγγένεια με το φως του φεγγαριού (που στον άντρα προκαλεί την επιληψία), με τις παλίρροιες των ωκεανών.
Ο άντρας είναι αφύσικος, τεχνητός. Κατασκευασμένος μέσα σ’ ένα ανοίκειο γυναικείο ικρίωμα, το σώμα της μητέρας του, κατασκευασμένος ακόμα από εντολές κύρους και εξουσίας, «ανδρισμού» και αντοχής, τις οποίες, στη διάρκεια της σύντομης ζωής του, είναι καταναγκασμένος πειθήνια και καθημερινά να εκτελεί. Κι ας μην επικαλεστεί κανείς τις κοινότοπες ιστορικο-κοινωνικές αιτιότητες – ασφαλώς ισχύουν, αλλά βασίζονται στους δεδομένους, βιολογικούς χαρακτήρες του φύλου. . Αποκλεισμένος από το άλλο ανθρώπινο σώμα, μη έχοντας ποτέ καμιά ενσυνείδητη συγκοινωνία αίματος με το άλλο σώμα, όπως έχει η γυναίκα με το κύημά της – ούτε καν έξοδο αίματος, όπως εκείνη, παρά μονάχα όταν το σώμα του εκτεθεί στη βία, έχει ένα σώμα μοναχικό κι αδιαπέραστοֹ κλειστό, δηλαδή απειλημένο. Που δεν ανοίγει ποτέ, ούτε κατά την ερωτική του δράση, όποτε κλείνει ακόμη περισσότερο και το κάθε σώμα αποχωρεί, αποσύρεται στην πιο απόλυτη δική του σιωπή, που είναι η ηδονή. Αντίθετα, το σώμα της γυναίκας, προτού κι αυτό απουσιάσει από την ερωτική ένωση, είναι ένα σώμα πάντα ανοιχτό – ο υπέροχος αυτός κάλυκας που είναι φτιαγμένος για να υποδέχεται και για να περιβάλλει.
Κι αφού η γυναίκα τον άντρα μονάχα να τον αγαπάει μπορεί και τίποτε άλλο, θα κάνω εγώ, ένας άντρας, το εγκώμιο γι’ αυτό το αυτοδημιούργητο θαύμα που είναι ο άντρας. Χαριστικά θα βάλω πρώτη στη σειρά τη συμβολή της γυναίκας, που σίγουρα βοηθάει να συντελεσθεί, κυρίως με το ανεκτίμητο (και κατ’εξοχήν γυναικείο) χάρισμά της, που είναι ο αλάθητος ρεαλισμός της. Χωρίς αυτόν ο άντρας θα παράπαιε, ακόμα θα περιπλανιόταν, θα είχε χαθεί μέσα στις ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων – ένα χάρισμα που η γυναίκα, αν το θελήσει, μπορεί να το μεταποιήσει σε θανάσιμο ανδροκτόνο εργαλείο – αν θελήσει να υπονομεύσει, χρησιμοποιώντας το, όλες τις ευσυγκίνητες μυθολογίες , που χάρη σ’ αυτές και αποκλειστικά μ’ αυτές ο άντρας επιβιώνει. Χειρώνακτας του πολιτισμού αλλά και εγκέφαλός του, έκτισε από την αρχή τον κόσμο με μέτρο τον άνθρωπο.
Κι αν αυτός ο κόσμος φαίνεται να είναι ανδροπρεπής, εκεί που χρειάζεται γίνεται θηλυκός, πολύ τελειότερα απ’ ό,τι θα τον έπλαθε η ίδια η γυναίκα: χάρη στον άντρα η τέχνη κατοικήθηκε από εξαίσιες (αν και ανύπαρκτες) γυναίκες και πήραν γυναικείο όνομα οι πιο αυστηρές εξουσίες της ζωής – ενώ κράτησε για τον εαυτό του τον δυστυχισμένο ρόλο του ηττημένου, δηλαδή αυτός επωμίστηκε με αυταπάρνηση τη μεταφυσική μοίρα της ήττας που βαραίνει το ανθρώπινο γένος. Δεν δέχθηκε χαρμόσυνους αγγέλους όπως η Θεοτόκος, δεν έπεσε σε ερωτική έκσταση όπως η Αγία Θηρεσίαֹ, ταπεινά κι αγόγγυστα υπηρέτησε τη θητεία του στα τάγματα του Θεού. Δεν είχε μεγαλομανιακές ακουστικές ψευδαισθήσεις όπως η Ιωάννα της Λοραίνης – ανώνυμος αφανίσθηκε σε ατέλειωτους και άδικους πολέμους (και καμιά δεν έχει σημασία ότι ο ίδιος τους ξεκίνησε), εξοντώθηκε σε ισόβιες δουλειές. Ανιδιοτελής, αθώος αλλά ευφυής, εύπιστος με τη θέλησή του – εύθραυστος και χωρίς – σε αντίθεση με τη γυναίκα – να επιζεί του θρυμματισμού του, ασκημένος από ένστικτο να επινοεί τεχνάσματα του κυνηγιού για την τροφή της ομάδας, να αγρυπνάει για τους κινδύνους, από γεννήσεως ανυπεράσπιστος, γιατί η φύση τού πήρε πίσω όλα τα όπλα του, έμεινε πάντα πολεμιστής, άοπλος και με χίλιους τρόμους γενναίος.
Εκπνευμάτωσε τη φυσική του ρώμη και την έκανε δύναμη, κυρίως τόλμη, μυαλού και κραδασμό ιδεών. Αυτός είδε τα όνειρα όταν ήρθαν οι μεγάλες νύχτες – κι όλα αυτά από το τίποτα, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από κανέναν. Έχοντάς τα όλα αντίξοα, και πιο πολύ αντίξοη τη γυναίκα που τον αγάπησε. Και λυπηθείτε τον, με την πιο ευγενική, την πιο τρυφερή λύπη, γι’ αυτή την απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του. Δείτε τον, παραμερίζοντας τις αγορίστικες κομπορρημοσύνες του, τα απελπισμένα χάδια της μάνας του – παραμερίστε τα όλα: τα αφηρημένα αγγίγματα της γυναίκας του, τα αρπαχτικά και φιλημένα χεράκια των παιδιών του και δείτε τον σε όλη του την ανέχεια. Και μη του μιλάτε, αφήστε τον να σωπαίνει όταν σωπαίνει. Και αν αρχίσει να κλαίει ξαφνικά, ποτέ μην το ρωτήσετε γιατί.
1988