Είναι η μόνη δόξα που θα βρει στη ζωή του
και η καρδιά μου ράγισε...
«Πρόκειται να έρθει το νέο είδος των ανθρώπων, ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα. Οι παλιοί άνθρωποι κι αυτός ο τρομαγμένος λαός θα πρέπει να εξαφανιστούν. Κανονίστηκε να πεθάνουν σε μια ορισμένη μέρα. Αλλά πρέπει να γυρίσουν ο καθένας στον τόπο του κι εκεί να πεθάνει. Ο Γιατρός Ινεότης βγαίνει και πηγαίνει κι αυτός με τον κόσμο. Έχει σύντροφο έναν γύφτο που ακόνιζε μαχαίρια. Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνουν , έμαθαν πως δεν θα πεθάνουν με φυσικό θάνατο και χωρίς να πονέσουν, όπως τους είχαν πει. Αλλά με υπολογισμένο και βασανιστικό θάνατο σαν να τους τιμωρούσαν…».
Λούλα Αναγνωστάκη
Η Βιογραφία της όρασής μου
Αυτή ειναι η βιογραφία μου. Μα εγώ θέλω να μιλήσω για μια άλλη βιογραφία. Ξεκινά από έναν ανυπολόγιστο παιδικό χρόνο και είναι η βιογραφία της όρασής μου. Η ιδιότητά μου του συγγραφέα ζυμώθηκε μ' αυτή την ιδιότητα, έγινε ένα με μια διαρκή, καθημερινή, αυθόρμητη προσοχή, να προσέχω συνέχεια τους ανθρώπους. Από παιδί έβλεπα, έβλεπα συνέχεια τους ανθρώπους. Την έσχατη λεπτομέρεια των σωμάτων, το πρόσωπό τους, το δέρμα τους, τα σκισίματά του, τη στάση τους, την ακινησία τους, τη φυσιογνωμία τους, άκουγα την ηχώ των λόγων τουςμ περιφερόμουν στους στενούς λαϊκούς έρημους δρόμους της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης. Γεμάτοι λάσπη, νερά της βροχής, σιωπή, ερημιά. Ξαφνικά ν' ανοίγει μια αυλόπορτα και να χυμάει έξω όλολύζοντας μια γυναίκα. Έβγαινε έξω στο δρόμο κι άρχιζε να θρηνεί. Ένας πατέρας κάτισχνος, κατάχλωμος, νεαρός, έβγαζε περίπατο το παιδί του στο δρόμο. Ένα παιδί τριών τεσσάρων ετών. Ξαφνικά αυτός ο νεαρός πατέρας να πέφτει κάτω σαν κεραυνοβολημένος. Το παιδί τον κοίταζε εμβρόντητο, δεν καταλάβαινε, δεν καταλάβαινα, έβλεπα τα πρόσωπα των ανθρώπων πίσω από τα τζάμια και μάντευα τη ζωή τους. Τέτοιες εικόνες μιας διάχυτης παντού λαϊκής δυστυχίας. Αισθανόμουν - και θα ήμουν παιδί όχι πάνω από δέκα χρονώ - αυτά τα περίεργα συναισθήματα που μονάχα τα παιδιά μπορούν και έχουν, που είναι αντιφατικά. Αισθανόμουν μαζί σαν κάτι πολύ ελκυστικό και κάτι πολύ αποτρόπαιο. Την ανάγκη και την επιθυμία αυτές τις εικόνες, να τις αναδιπλώσω, να ελευθερώσω τη σκοτεινή τους αγωνία. Αλλά εκείνο που από πολύ νωρίς έμαθα, είναι ότι το ανθρώπινο σώμα, ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μιλάει ακατάπαυστα για όλα τα πάθη των ανθρώπων. Δεν έχεις παρά να το δεις.
Αργότερα οι ιατρικές εικόνες πλάτυναν αυτή την όραση, την έκανα πιο βαθιά, πιο δραματική. Χρωστάω σαν συγγραφέας πάρα πολλά στην Ιατρική. Δεν χρωστάω τίποτε στην Ψυχιατρική. Απλά σαν γιατρός, να βλέπω τους συγγενείς των αρρώστων να συνωστίζονται στους διαδρόμους των νοσοκομείων, να τριγυρίζουν τα κρεβάτια των αρρώστων τους, να παραστέκονται, να βλέπω το ίδιο το σώμα του αρρώστου. Πολλά μου έμαθαν όλα αυτά τα λόγια και όλα αυτά τα σώματα, γιατί η ιατρική σχέση είναι το ίδιο έντονη, το ίδιο αποκαλυπτική (με όλες τις σημασίες της λέξης), το ίδιο διαπεραστική όσο και η ερωτική σχέση.
...Και όλα αυτά τα περιγράφει με ένα τρόπο ποιητικό, και πολλές παρεμβολές φαντασιώσεων, που συνήθως ο συγγραφέας τα περιγράφει ως όνειρα ή και εφιάλτες. Βασισμένος πάντα στη σχέση του με μια μάνα, μια αδελφή ή και έναν αδελφό.
Χρησιμοποιεί μικρές προτάσεις, σε γλώσσα όμορφη και ποιητική ακόμα και όταν περιγράφει σκληρές εικόνες το κάνει θα έλεγε κανείς με ένα τρόπο τρυφερό και απαλό, που δε τρομάζει και δεν ασχημονεί.
Δύσκολο να χαρακτηρίσεις το έργο του Χειμωνά μέσα σε λίγες λέξεις. Είναι ποιητικά τα γραπτά του, σκληρά και τρυφερά με εμμονή στη τέχνη στο νόημά που έχει στη ζωή των ανθρώπων, στην ψυχή αυτή την άυλη ουσία που μένει μετά το θάνατο. Και όλη αυτή η ενασχόλησή του με το θάνατο, όλες αυτές οι περιγραφές θανάτου δεν γίνονται από μια νοσηρή θανατολαγνεία για αυτό άλλωστε και κανένας θάνατος μέσα από το έργο του δεν είναι αποτρόπαιος και τρομακτικός .Αντιθέτως, ο θάνατος μέσα από το έργο του συγγραφέα είναι λαμπρός, αξιόλογος, άγνωστος, φυσικός και πολλές φορές προξενεί μια ευτυχισμένη διέγερση. Με αυτό το τρόπο ο συγγραφέας θέλει να δείξει το αναλώσιμο και το φθαρτό της ύλης, που επιβεβαιώνεται με ένα θάνατο ενώ την ίδια στιγμή επιβεβαιώνεται η αιωνιότητα του άυλου, της τέχνης, της ιδέας, της ψυχής, του συναισθήματος. Άλλωστε, όπως ομολογεί ο συγγραφέας μέσα από τον «Eχθρό του ποιητή», τη στιγμή του θανάτου του οι ιδέες είναι ζωντανές.
Και μπορεί να μπερδευτεί ο αναγνώστης μέσα στο λαβύρινθο της σκέψης του Γιώργου Χειμωνά και πολλές φορές να αναρωτηθεί «τι ήθελε να πει ο ποιητής» από την άλλη όμως, θα μπορέσει να απολαύσει όμορφο ανάγνωσμα, σε ωραία γλώσσα, γιατί όπως χαρακτηριστικά είπε ο ελληνιστής Μάριο Βίτι όταν πληροφορήθηκε το θάνατό του: « Το έργο του είναι πειραματικό και πρωτοποριακό, χωρίς να μπορεί να έχει ακολούθους και με μια γοητεία αποκλειστικά δική του».
Έφη Μαυροπούλου
«0ι ήρωές μου δεν έχουν καμία σχέση με τους ήρωες ενός κανονικού, συνηθισμένου μυθιστορήματος. Ήρωας είναι πάντοτε οι μάζες, τα πλήθη των ανθρώπων. Φαντάζομαι ένα νέο μυθιστόρημα που δεν θα μιλά πια για ξεχωριστά άτομα. Θα είναι ένας συμπερασματικός λόγος που θα μιλά για το γένος των ανθρώπων, όπως περίπου στην αρχαία τραγωδία. Αν κάποιο πρόσωπο κεντρικό φαίνεται να ξεχωρίζει στα κείμενα μου, αυτό δεν είναι άλλο παρά ένας θυμωμένος, απαρηγόρητος οδοιπόρος, χωμένος και αυτός μέσα στο πλήθος. Αλλά είναι ένας οδοιπόρος που έχει απάνω του τη μοίρα όλων των ανθρώπων.
Είπα κάποτε ότι η Τέχνη δεν είναι η πραγματικότητα. Πως η Τέχνη είναι ένα σχόλιο πάνω στην πραγματικότητα, πως η πραγματικότητα δεν μπορεί να νοηθεί ως τετελεσμένη, αν δεν δευτερολογηθεί από ένα τέτοιο σχόλιο Τέχνης. Θεωρώ αυτό το σχόλιο της Τέχνης πολύ πιο πραγματικό από την ίδια την πραγματικότητα, γιατί ακριβώς αποκαλύπτει εκείνες τις κρυφές όσο και ουσιαστικές διεργασίες που αναπαράγουν συνεχώς την συγκινησιακή πραγματικότητα του ανθρώπου. Αυτή για την οποία μιλάει κυρίως η Τέχνη. Αυτή με την οποία αποκλειστικά υπάρχει ο άνθρωπος. Θεωρώ τον λόγο σαν ένα χαρισματικό όργανο, περισσότερο από όλα τα άλλα, γιατί ακριβώς ο λόγος έχει τη δυνατότητα να συλλαμβάνει και να φανερώνει όλες τις δυνατές νοηματικές και συναισθηματικές αντηχήσεις που γεννά μέσα στο νου και την ψυχή του ανθρώπου η εμπειρία της ζωής. Εννοώ κάτι σαν την εξαίσια ακινησία της ζωής, ή τη δαιμονική κινητικότητα της μουσικής. Εννοώ ακριβώς ένα λόγο που είναι και ζωγραφική και μουσική και όσα μπορεί να εκφράσει ο άνθρωπος. Κυρίως όσα δεν μπορεί».
είναι στην ίδια του τη ζωή όχι στην ποίησή του»
το ανεκπλήρωτο όνειρο του ανθρώπου..
την αθεράπευτη στέρηση του ανθρώπου"