Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου, μη χάσεις το θάρρος σου. Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά. Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων.. Τάσος Λειβαδίτης
Δε χασομέρησε ποτέ στις απολαύσεις της μνήμης, οι εντυπώσεις γλιστρούσαν από πάνω του φευγαλέες και ζωηρές. Το κόκκινο του αγγειοπλάστη, το στερέωμα πλημμυρισμένο στ’ άστρα, που ήταν και θεότητες, το φεγγάρι απ’ όπου έπεσε ένα λιοντάρι, η γυαλάδα ενός μαρμάρου κάτω από την αργή, ευαίσθητη άκρια των δαχτύλων, η γεύση της σάρκας του αγριογούρουνου, που του άρεζε να κομματιάζει με γερές δαγκωματιές, μια φοινικική λέξη, ο μαύρος ίσκιος που ρίχνει ένα κοντάρι πάνω στην κίτρινη άμμο, το ζύγωμα της θάλασσας ή των γυναικών, το δυνατό κρασί που κόβεται η αψάδα του με το μέλι, μπορούσαν, το καθένα χωριστά κι όλα μαζί, να γεμίσουν την έκταση της ψυχής του. Ήξερε τι θα πει φόβος, όμως και τι θα πει θυμός και θάρρος και, κάποια φορά, σκαρφάλωσε πρώτος σ’ ένα εχθρικό τείχος. Ακόρεστος, περίεργος, ανυπόμονος, με μόνη αρχή του την απόλαυση και την αδιαφορία που έρχεται μετά, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και είδε, στη μια και την άλλη άκρη της θάλασσας, τις πολιτείες και τα παλάτια των ανθρώπων. Σε αγορές πολύβουες ή στη ρίζα ενός βουνού που η κορφή του χάνονταν στην καταχνιά και που, κάποτε, ίσως να ’ζησαν εκεί κένταυροι, άκουσε συγκεχυμένες ιστορίες που τις δεχόταν όπως δεχόταν την πραγματικότητα, δίχως να ψάχνει αν ήταν αληθινές ή φτιαχτές.
Σιγά σιγά, το σύμπαν μ’ όλη του την ομορφιά, άρχισε να τον εγκαταλείπει. Μια καταχνιά επίμονη σκοτείνιαζε τις γραμμές του χεριού του, η νύχτα απογυμνώθηκε από τα αστέρια της, το έδαφος έγινε λιγότερο σταθερό κάτω από τα βήματά του. Όλα απομακρύνονταν και συγχέονταν. Όταν κατάλαβε πως άρχισε να τυφλώνεται, έκλαψε. Η στωική εγκαρτέρηση δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί κι ο Έκτορας μπορούσε να το βάλει στα πόδια χωρίς να ντροπιαστεί. «Δεν πρόκειται» ένιωσε «ούτε τον ουρανό να ξαναδώ, γεμάτο με το μυθολογικό του δέος, ούτε τούτο το πρόσωπο που θα το μεταμορφώσουν τα χρόνια». Μέρες και νύχτες πέρασαν πάνω από την απελπισμένη σάρκα του. Ύστερα, ξυπνώντας ένα πρωί, κοίταξε (χωρίς φόβο πια) τα συγκεχυμένα πράγματα που τον τριγύριζαν. Ένιωσε ανεξήγητα, έτσι όπως αναγνωρίζει κανείς μια μελωδία ή μια φωνή, πως όλα αυτά του είχανε ξανασυμβεί και τα ’χε αντικρίσει έντρομος αλλά ταυτόχρονα και με χαρά, με ελπίδα και περιέργεια. Βυθίστηκε λοιπόν στη μνήμη του, που του φάνηκε απύθμενη και κατάφερε ν’ ανασύρει από αυτή του τη σκοτοδίνη, τη χαμένη του ανάμνηση, που έλαμπε σα νόμισμα στο φεγγαρόφωτο, ίσως γιατί δεν την είχε ποτέ αντικρίσει άλλη φορά εκτός, μπορεί, μέσα σε κάποιο όνειρο. Η ανάμνηση ήταν η ακόλουθη: τον είχε προσβάλει κάποιο άλλο παιδί κι είχε τρέξει στον πατέρα του να του πει. Ο πατέρας του τον άφησε να μιλήσει, σαν να μην άκουγε ή να μην καταλάβαινε και, μετά, ξεκρέμασε από τον τοίχο ένα μπρούντζινο στιλέτο, όμορφο κι όλο δύναμη, που το παιδί μυστικά το λαχταρούσε. Τώρα το κρατούσε στα χέρια του και, η έκπληξη που ένιωσε αποχτώντας το, έσβησε την προσβολή που είχε δεχτεί. Αλλά η φωνή του πατέρα του έλεγε: Δείξε πως είσαι άνδρας κι είχε μια προσταγή αυτή η φωνή. Η νύχτα σκοτείνιαζε τα δρομάκια. Σφίγγοντας το στιλέτο, που το ’νιωθε προικισμένο με μια δύναμη μαγική, κατηφόρισε την απότομη πλαγιά που τύλιγε το σπίτι κι έτρεξε στην ακροθαλασσιά, νιώθοντας Αίαντας ή Περσέας και γεμίζοντας με πληγές και μάχες την αρμύρα της σκοτεινιάς. Η γεύση ακριβώς εκείνης της στιγμής ήταν αυτό που γύρευε και τώρα. Τα υπόλοιπα δεν τον ένοιαζαν: οι προσβολές της πρόκλησης, η άτσαλη πάλη, ο γυρισμός με τη λεπίδα ματωμένη. Απ’ την ανάμνηση αυτή ξεπήδησε μια άλλη, που πάλι είχε να κάνει με νύχτα και με κάποια περιπέτεια που θα επακολουθούσε. Μια γυναίκα, η πρώτη που του έστειλα οι θεοί, τον περίμενε στη σκιά ενός υπόγειου και την έψαχνε μέσα σε στοές που έμοιαζαν με πέτρινα υφάδια και σε κατηφοριές που βυθιζόταν μέσα στο σκοτάδι. Γιατί τάχα ξαναγύριζαν οι αναμνήσεις αυτές και γιατί του ξανάρχονταν, δίχως πίκρα, έτσι απλά σαν να προεικόνιζαν το παρόν; Το κατάλαβε μαζί με το τελικό σκοτάδι. Σ’ αυτή τη νύχτα που κατέβαιναν τώρα τα θνητά μάτια του, τον περίμενε ο έρωτας κι ο κίνδυνος μαζί, ο Άρης και η Αφροδίτη, γιατί διαισθανόταν κιόλας –επειδή είχε αρχίσει ήδη να τον τριγυρίζει – κάποιαν υπόνοια για δόξες και εξάμετρα, μια αίσθηση ανθρώπων που υπερασπίζονται ένα ναό που οι θεοί δεν πρόκειται να σώσουν και για καράβια μαύρα που γυρεύουν στις θάλασσες ένα αγαπημένο νησί, μια νύξη για Ιλιάδες και Οδύσσειες που του ’χε η μοίρα του να δημιουργήσει και να τις αφήσει κληρονομιά, ν’ αντηχούν μέσα στην κοίλη μνήμη των ανθρώπων. Όλα αυτά τα ξέρουμε, δεν ξέρουμε μονάχα το τι ένιωσε καθώς βυθιζόταν στο απόλυτο σκοτάδι.
"Ο Δημιουργός". Απόσπασμα από το ομότιτλο βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ύψιλον - βιβλία, 1980
«Δεν γράφω για μια μικρή ελίτ που δεν την υπολογίζω, ούτε γι’ αυτό το αφηρημένο και τόσο παινεμένο πλατωνικό σύνολο που αποκαλούμε μάζα. Δεν πιστεύω σ’ αυτές τις δύο γενικότητες, τις τόσο αγαπητές στους δημιουργούς. Γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για να απαλύνω τη ροή του χρόνου»(Μπόρχες).
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986) γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Ήταν απόγονος αγωνιστών για τη χειραφέτηση της Αργεντινής, ενώ ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και καθηγητής ψυχολογίας σε ξενόγλωσση παιδαγωγική σχολή. Από παιδί ακόμα ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν δίγλωσσος, αφού παράλληλα με τα ισπανικά, η αγγλόφωνη γιαγιά του τού μάθαινε να μιλά και να γράφει την αγγλική γλώσσα. Ο μικρός δήλωσε στον πατέρα του ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας και σε ηλικία επτά χρόνων συνέταξε στα ελληνικά μια σύνοψη της ελληνικής μυθολογίας. Οκτώ χρονών γράφει το πρώτο διήγημά του, ενώ ένα χρόνο αργότερα μεταφράζει και δημοσιεύει τον "Ευτυχισμένο πρίγκιπα" του Όσκαρ Ουάιλντ. Εξαιτίας μιας πάθησης στα μάτια του, που θα τον οδηγήσει προοδευτικά σε πλήρη τύφλωση, η οικογένεια Μπόρχες εγκαθίσταται στη Γενεύη, όπου ο Χόρχε Λουίς εγκαινιάζει της λυκειακές σπουδές του και αποκτά μια υψηλού επιπέδου μόρφωση, καθώς τελειοποιεί τις γνώσεις του στην αγγλική, γαλλική και γερμανική γλώσσα. Ανακαλύπτει την εξπρεσσιονιστική ποίηση, τη γερμανική φιλοσοφία, τελειοποιεί τα λατινικά του και το 1919 εγκατεστημένος στη Μαγιόρκα της Ισπανίας ολοκληρώνει την πρώτη ποιητική συλλογή του "Οι κόκκινοι ρυθμοί" όπου είναι φανερός ο θαυμασμός για την επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία. Η οικογένεια των Μπόρχες, έπειτα από πολλές προσωρινές διαμονές και πολλά ταξίδια στην Ευρώπη, επιστρέφει το 1921 στο Μπουένος Άιρες, όπου και θα παραμείνει. Τώρα ο Μπόρχες ανακαλύπτει τις φτωχογειτονιές της γενέτειράς του με τους compafritos ("μόρτες"), γράφει ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια και "φαντασίες", ιδρύει διάφορα περιοδικά, παίρνει μέρος σε λογοτεχνικούς ομίλους και από το 1925, που θα δημοσιεύσει την ποιητική συλλογή "Η απέναντι Σελήνη" και τα δοκίμια "Έρευνες", θα δίνει το λογοτεχνικό "παρών" με ένα έως δύο έργα το χρόνο, μέχρι το 1985 που θα δημοσιευθεί και η τελευταία ποιητική συλλογή του, "Οι συνωμότες". Ο Μπόρχες πέθανε στις 14 Ιουνίου του 1986 στη Γενεύη και τάφηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στην πόλη των εφηβικών του χρόνων, στο Μπουένος Άιρες.
Πριν έξι περίπου χρόνια η Ελπίδα ήταν γεμάτη δημιουργίες. Ζωγράφος με μεγάλο ταλέντο. Καταπιανόταν και με την ποίηση όπου με λέξεις και φράσεις σχημάτιζε τον κόσμο· αυτά που το κάρβουνο αδυνατεί να παραστήσει και το πινέλο ντρέπεται να επιλέξει χρώμα του ορατού φάσματος για να τα χρωματίσει. Βουτηγμένη στα χρώματα και επηρμένη στα τοπία της, πίστευε πως πάντα θα ελέγχει τα τοπία της ζωής της... Δεν είχε σκεφτεί πως στον πίνακα της ζωής, βάζουν και οι γύρω πινελιές ή μουντζούρες. Υπερευαίσθητη όπως κάθε γνήσιος καλλιτέχνης και μοναχική όπως κάθε δημιουργός. Άρχισε να μοιράζεται και να ενώνεται μόνο όταν ο αμμόλοφος έρωτας, γλιστρούσε την ζωή της σαν άμμο ανάμεσα από τα χέρια της. Αρχικά η άμμος του έρωτά της ήταν ζεστή και ευχάριστη όπως στην θάλασσα.. Γεμάτοι ο ένας από τον άλλον. Πλημμυρισμένη η ζωή τους, οι πίνακές της, τα ποιήματά της από την αυθυποβολή του έρωτά τους. Το ασυμβίβαστο πάθος κατέστρεψε το «πάντα»; Το «πολύ» φοβήθηκε το «αύριο»; Το «άμετρο» φοβήθηκε το «συμβατικό»; Χώρισαν! Ξαφνικά, χωρίς σημαντικό λόγο. Κι η ζεστή άμμος μπήκε σε κλεψύδρα, και ριχνόταν αργά και σταθερά στην άλλη πλευρά φέρνοντας το κενό. Η Ελπίδα πονούσε αρχοντικά και σιωπηλά. Σιωπηλά και καταστροφικά. Καταστροφικά... Δεν έπαψε στιγμή να τον νιώθει συγγενικά και να τον αγαπά βαθιά. Τον είχε στην ζωή της σαν φίλο, γιατί απλά δεν άντεχε να ζει χωρίς εκείνον. Όμως εκείνος προχωρούσε, ενώ η ελπίδα προχωρούσε μόνο μέσα από ’κείνον. Ίσως να μην το είχε καταλάβει. Να είχε πιστέψει στην εξωτερική ηρεμία της όταν…. αποφάσισε να την καλέσει στον γάμο του. Λίγους μήνες μετά τον χωρισμό τους, ένας ταχυδρόμος άφησε στην εξώπορτα το χρυσόδετο προσκλητήριο. Που να φανταστεί ο δύστυχος πατέρας της ποιανού ήταν οι χαρές. Αν ήξερε, ίσως να προλάβαινε να το κρύψει. Η Ελπίδα μόλις το άνοιξε έβγαλε έναν λυγμό, που τον σταμάτησε γρήγορα βάζοντας το χέρι της μπροστά στο στόμα της. Αποσύρθηκε στο δωμάτιό της και δεν θέλησε να το συζητήσει με κανέναν. Την Κυριακή του γάμου, ο πατέρας της που την λάτρευε, την πήρε στην αγκαλιά του και της είπε στοργικά: - Θα πας παιδί μου; Το αντέχεις; - Θέλω να προσευχηθώ για την χαρά του· για την αγάπη του! Πήγε! Καθώς απομακρυνόταν, την καμάρωνε να περπατά στο στενό πλακόστρωτο, κάτω από το χρυσό φως του φεγγαριού, με το αέρινο φουστάνι της και τα λιτά σπαστά μαλλιά της στους ώμους. Πόσο όμορφη και γλυκιά ήταν εκείνο το βράδυ...; Ήρεμη και σιωπηλή όπως πάντα. Πήγε! Ευλόγησε τον Γάμο του με την παρουσία της και την ευχή της. Ο πατέρας της, την περίμενε ανήσυχος. Την αγωνία του διέκοψε ο ήχος του κλειδιού της εξώπορτας. Όμως, δεν βγήκε από την κάμαρά του. Από διακριτικότητα! Αν ήθελε να του μιλήσει, ήξερε καλά πως την περίμενε! Ήξερε πως η Ελπίδα συνήθιζε στις δύσκολες στιγμές να μένει μόνη. Αν το μοιραζόταν... Κόντευε μεσημέρι της επομένης, κι εκείνη παρέμενε κλεισμένη στο δωμάτιό της. Ο πατέρας της δεν βαστούσε άλλο την αγωνία του. Χτύπησε διακριτικά την πόρτα αρκετές φορές. Δεν του απαντούσε. Άνοιξε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η Ελπίδα καθόταν στην πολυθρόνα κρατώντας μια φωτογραφία της με κείνον από παλιές ευτυχισμένες μέρες. Ασάλευτη! Με βλέμμα καρφωμένο στο κενό και ανέκφραστη. Ο πατέρας της πάγωσε. Την αγκάλιαζε, της φώναζε, την κουνούσε, την φιλούσε, της μιλούσε, της μιλούσε, της μιλούσε… Η Ελπίδα ασάλευτη! Χωρίς φωνή! Χωρίς καμία αντίδραση! Τραυματικό σοκ, απεφάνθη ο ψυχίατρος. Ίσως κάποια στιγμή να συνέλθει…. Κανείς δεν ξέρει την στιγμή. Ούτε πως μετριέται σ’ αυτήν την περίπτωση ο χρόνος. Πέρασαν πέντε χρόνια από τότε. Η Ελπίδα νοσηλεύεται σε ίδρυμα. Ακόμα στέκει σαν άγαλμα με την φωτογραφία στο χέρι. Δεν μιλά ποτέ! Μόνη αντίδραση να σφίγγει την φωτογραφία κάθε φορά που πάνε να της την πάρουν. Ο Θεός και η Ελπίδα αλλιώς νιώθουν τον χρόνο. Ο πατέρας της ,την περιμένει. Πάντα θα την περιμένει. Το μόνο που προσεύχεται είναι η Ελπίδα του να γυρίσει πριν «φύγει» εκείνος... Μπήκε στο γνωστό ταβερνάκι που οι περισσότεροι θαμώνες του είναι κι αυτοί έρημοι. Το απόγευμα θα πάει να τη δει. Όπως κάθε απόγευμα. Μπορεί για μια ακόμη φορά να του γνέψουν αρνητικά οι νοσηλευτές για τυχόν βελτίωσή της. Έστω για την παραμικρή ένδειξη που περιμένει. Η Ελπίδα, τον έμαθε να αγαπά. Όλους τους έμαθε ν’ αγαπούν! Το φανερώνουν οι κρυφές επισκέψεις του "καλού" της. Συχνά, στέκει έξω απ’ το δωμάτιό της. Την κοιτά κρυφά σε ανύποπτες ώρες. Τις ηλιόλουστες μέρες, όταν την βγάζουν βόλτα στον κήπο, την παρακολουθεί από μακριά. Το κοριτσάκι που απέκτησε από τον γάμο του, το ονόμασε Ελπίδα. Από τύψεις ή από αγάπη; Ποιός να τον κρίνει; Ποιός ξέρει πως το έζησε, πως το ζει κι εκείνος; Όσο για την Ελπίδα... Αγάπησε βαθιά, άγια, ελεύθερα. Ελευθερώθηκε από την διεκδικητικότητα, τα όρια και τον εγωισμό του έρωτα. Η αγάπη της έφθασε στον ουρανό. Πλήρωσε βέβαια γι’ αυτό. Όπως κάθε τι πολύτιμο είναι κι ανεκτίμητο, έτσι πλήρωσε! Ανεκτίμητα. Η Ελπίδα πάσχει από αγάπη, από ευαισθησία από βαθύ έρωτα. Για όλα αυτά ο πατέρας της είναι περήφανος που γέννησε τέτοιας αγάπης παιδί. Η Ελπίδα δεν συμβιβάστηκε. Δεν πέρασε από την ζωή έτσι απλά! Άφησε την ζωή να περάσει από πάνω της βυθίζοντάς την στον εαυτό της, στην σταυρωμένη ουσία της. Ένιωσε, έπαθε, έζησε! Θα ξαναζήσει!
Σαν Ζωγραφιά…
Νύχτα καλοκαιριού. Σε παραλία, κοντά στο λιμάνι του νησιού. Στην άκρη της παραλίας, η ταβερνούλα με τα μπλε τραπέζια στην άμμο, είχε κλείσει. Ένα χαμηλό φως μέσα από το μαγαζί έφεγγε τα έρημα τραπέζια. Δύο καρέκλες πεσμένες, δύο άδεια μπουκάλια μπύρας – το ένα μπηγμένο στην άμμο και το άλλο πάνω στο τραπέζι – μία διάφανη κανάτα με λίγο κόκκινο κρασί και δυο ποτηράκια κοντά της. Ένα μάλλον χαμένο σκουλαρίκι, ένα ξεχασμένο ψάθινο καπέλο, μια σπασμένη πολύχρωμη σαγιονάρα. Απομεινάρια μιας ζεστής καλοκαιρινής ημέρας. Πιο κει, μια παρέα νέων παιδιών καθόντουσαν στην άμμο. Είχαν δυο κιθάρες και τραγουδούσαν για τον έρωτα. Από μια άλλη παρέα ακούγονταν γέλια και πειράγματα. Κι εκείνοι, σφιχταγκαλιασμένοι στην άλλη άκρη της παραλίας. Είχαν αφεθεί στο μαγικό τοπίο, στον απόηχο των τραγουδιών, στο άγγιγμά τους, στις καρδιές τους, που σκιρτούσαν όταν ήταν μαζί… Η σιωπή των ερωτευμένων, είναι η χώρα τους, η μοναξιά, η τροφή τους και η δυαδικότητά τους, ολόκληρη η ζωή τους. Κι όταν μιλούν, δεν ξέρουν τι να πρωτοπούν. Διότι όλα καθορίζονται από την υπερβολή και την ευαισθησία του ψυχισμού τους. Γιατί οι ερωτευμένοι νιώθουν τη φύση τόσο συγγενική τους; Γιατί ένα από τα αγαπημένα τους θέματα είναι τα αστέρια; Ίσως γιατί νιώθουν κ’ παρατηρούν πως η φύση μοιάζει πολύ με την ανθρώπινη ψυχή. Της έδειχνε τον αποσπερίτη και της εξηγούσε πως είναι το ίδιο αστέρι που μια το ονομάζουμε Αυγερινό και άλλοτε Αφροδίτη. Σαν τους ανθρώπους, που όταν γίνονται ζευγάρι είναι “ένα”, έτσι κάποιος σοφός εμπνεύστηκε να ονομάσει το ίδιο αστέρι Αφροδίτη και Αυγερινό. Την ξεναγούσε στο νυχτερινό ουρανό. Της μιλούσε για την αλήθεια των αστεριών! Τα αστέρια ξεγελούν. Η αλήθεια τους δεν είναι αυτή που φαίνεται! Ίσως έτσι να συγγενεύουν τα αστέρια με τους ανθρώπους. Στις κρυμμένες αλήθειες! Της έλεγε, πως βλέπουμε το παρελθόν των αστεριών. Αυτό οφείλεται στον χρόνο που μεσολαβεί να φθάσει το φως τους στη Γη. “Απόψε μπορεί να βλέπουμε ένα άστρο που δεν υπάρχει! Να έχει εκραγεί, να έχει χαθεί… Σαν οφθαλμαπάτη…” Μαγεμένη από κείνον! Τον άκουγε σιωπηλή και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τα μάτια του. Στο κρυφτό των ερώτων της αίσθησης που συναντιούνταν, εκείνος την αποκαλούσε: “μάτια μου” κι εκείνη “χαρά μου”. Τούτο το καλοκαίρι σφάδαζαν από τον έρωτά τους. Όπως η φύση και το καλοκαίρι υποψιάζονται την υπερβολή και την καταστροφική δύναμη του ήλιου, έτσι κι εκείνοι ζούσαν την υπερβολή και την καταστροφική δύναμη του έρωτα. Μόνοι, μέσα σ’ έναν κόσμο που είχαν φτιάξει για τους δυο τους. Ολομόναχοι. Χαμένοι από φίλους και συγγενείς. Κανένας δεν ήξερε πού βρίσκονταν. Ουσιαστικά αποκομμένοι. Ολοκληρωμένοι και ταυτόχρονα διαλυμένοι. Ελεύθεροι και αφόρητα σκλαβωμένοι. Σαν παιδιά που παίζουν, ο έρωτάς τους. Τα παιδιά ταξιδεύουν με τα παιχνίδια και οι μεγάλοι ταξιδεύουν με τον έρωτα. Τα παιδιά ξεχνιούνται, μαθαίνουν, ασκούνται με τα παιχνίδια και οι μεγάλοι με τον έρωτα. Τα παιδιά χαίρονται, νικούν και νικούνται στα παιχνίδια και οι μεγάλοι στον έρωτα. Ο έρωτας όμως γίνεται αγάπη και έτσι δεν παραμένει παιχνίδι με όρια, κανόνες, στρατηγικές, νικητή και νικημένο. Μεταλλάσσεται σε ένωση, αιωνιότητα, αδιαίρετη ουσία. Ήταν αγάπη ο έρωτάς τους; Ζούσαν με πανικό, με υπερβολή. Δεν μπορούσαν να χωρίζουν ούτε για τις δουλειές τους. Ακύρωναν οτιδήποτε μπορούσε να ακυρωθεί. Οτιδήποτε καθυστερούσε τον έναν από τον άλλον. Οι μέρες δεν τους έφθαναν και οι νύχτες φάνταζαν λεπτά. Μόνο ο έρωτάς τους υπήρχε! Καριέρα, στόχοι, υποχρεώσεις, προοπτικές, παρελθόν και μέλλον ανύπαρκτα. Όλα ήταν τώρα! Ένα ατέλειωτο τώρα αμοιβαίας μετάγγισης. Το καλοκαίρι, η θάλασσα, ο έναστρος ουρανός, η ομορφιά των τοπίων και των χώρων απλά εκείνους στόλιζαν. Και θέματα! Πολλά θέματα. Συνεχώς θιγμένα θέματα που δεν προλάβαιναν να ολοκληρωθούν στις συζητήσεις τους… Δεν προλάβαιναν. Τον έρωτά τους δεν προλάβαιναν. Πώς να χωρέσουν οι ζωές τους μέχρι τη στιγμή της συνάντησής τους σε λέξεις; Οι ιστορίες τους, οι μουσικές τους, οι ταινίες τους, τα βιβλία τους, οι φίλοι τους, οι γκάφες τους, οι χαρές τους, οι γιορτές τους, οι πόνοι τους, τα αστεία τους, οι φιλοσοφίες τους, οι μοναξιές τους, οι συγκινήσεις τους… σε λέξεις; Λαχταρούσαν να γίνουν λέξεις που θα αφηγηθούν και θα τυπώσουν το βιβλίο της ζωής του ενός στην καρδιά του άλλου. Να ξέρει τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Να μην μείνει τίποτα κρυφό, αδιευκρίνιστο. Γίνεται; Ο Μιχάλης την ερωτεύτηκε τόσο πολύ που ανακάλυψε ένα νέο του εαυτό. Η Ζωγραφιά τον ερωτεύτηκε τόσο πολύ που ζούσε μόνο μέσα από εκείνον. Στην παραλία αγκαλιασμένοι τούτο το βράδυ, κοιτούσαν ο ένας τον άλλο και ζούσαν τον ορισμό της ευτυχίας. “Χαρά μου, θέλεις να δούμε ποιος από τους δυο μας θα αντέξει να πάρει πρώτος το βλέμμα του από τον άλλον;” “Τότε θα μείνουμε για πάντα εδώ, μάτια μου!” Αργότερα περιπλανήθηκαν στα στενά σοκάκια του νησιού, με τα ασβεστωμένα σκαλάκια, τα ξύλινα μπαλκόνια με τις βουκαμβίλιες και τα γιασεμιά. Με τα αχνά φαναράκια να φωτίζουν όλη την παλιά πόλη. Τούτο το νύχτωμα ήταν τόσο γλυκό. Σκοτάδι πυκνό που το έσβηναν τα αναρίθμητα άστρα, το μισοφέγγαρο, το φως από τα πυροφάνια. Ένιωθαν πως ζούσαν σε πίνακα ζωγραφικής. Σε ρομαντική ταινία. Σε ερωτική μπαλάντα. Για ακόμα μια φορά είχαν χάσει τον χρόνο… Σε λίγο θα χάραζε. Μπήκαν στο ξενοδοχείο που τους φιλοξενούσε. Είχε ένα παράξενο όνομα: “Γυρισμός”. Ανέβηκαν την ξύλινη σκάλα με το πορφυρό χαλί. Ο χώρος της υποδοχής ήταν μέρος ενός τεράστιου σαλονιού με κλασική επίπλωση, ζεστά χρώματα κι ένα πιάνο δίπλα στο παράθυρο, με κουρτίνες περίτεχνα πιασμένες, ώστε να εμφανίζεται στο χώρο η δόξα της θάλασσας. Την ίδια θέα είχαν και από το μπαλκονάκι του δωματίου τους, που ήταν πνιγμένο στους βασιλικούς. Το κρεβάτι ήταν σιδερένιο, με ουρανό. Αραχνοΰφαντες, λευκές κουρτίνες το αγκάλιαζαν περίεργα περασμένες γύρω του. Κάθισαν στις καρέκλες του μπαλκονιού και αντίκριζαν την αδυναμία της νύχτας στην υποψία του φωτός. Την ρώτησε αν γνώριζε κάτι γι’ αυτό το ξενοδοχείο. Η Ζωγραφιά ερχόταν συχνά σ’ αυτό το νησί. Το παράξενο όνομά του, οι χώροι του έμοιαζαν με σπίτι… Του απάντησε πως η ιστορία του ήταν γνωστή σ’ ολόκληρο το νησί. Είναι από τις πρώτες διηγήσεις που μαθαίνεις φθάνοντας. Κάποτε ήταν αρχοντικό μιας πλούσιας οικογένειας. Η μοναχοκόρη τους πέθανε από πόνο, για τον έρωτα ενός άντρα που έφυγε μακριά. Οι γιορτές και η χαρά σώπασαν σ’ αυτό το σπίτι. Όταν έφυγαν από τη ζωή οι γονείς της, ο αδελφός της θέλοντας να τιμήσει τον πόνο που κράτησαν τα θεμέλια αυτού του σπιτιού, σκέφτηκε να το ξαναζωντανέψει . Να φωλιάζει η χαρά και ο έρωτας όπως στην ψυχή της αδελφής του. Να μείνει αιώνια η μνήμη της και η μνήμη του έρωτά της σ’ αυτό το νησί. Διατηρούσε αυτούσιους κάποιους χώρους όπως την γωνιά, που έπαιζε πιάνο η κοπέλα και έπλαθε μελωδίες για χάρη του. Το ονόμασε “Γυρισμός”, διότι η αδελφή του πάντα προσδοκούσε και πίστευε στον γυρισμό του… Μέχρι να τελειώσει την διήγησή της, τα πράσινα μάτια της είχαν θολώσει. Έκλεισε τα χέρια της στα χέρια του: “Ζωγραφιά μου, ο έρωτας σε ζωγραφίζει φωτεινό μα και σε σβήνει ή σε μουντζουρώνει στη στιγμή! Είναι η φωτιά που λιώνει τον χρυσό και σμιλεύει το δαχτυλίδι της ένωσης, μα καίει το ξύλο και το κάνει τη στάχτη του χωρισμού! Απ’ τη φωτιά θα περάσουμε όλοι! Αν φθάσεις σε αυτήν χρυσός, θα γίνεις δαχτυλίδι πολύτιμο. Μα αν φθάσεις ξύλο, ο άνεμος που θα σκορπίζει τη στάχτη σου θα είναι ίσως ο μόνος σύντροφος! Όλα στα χέρια σου είναι μάτια μου! Στα χέρια σου!” Σκύβει και της φυλά τα χέρια. Η Ζωγραφιά κλείνοντας το πρόσωπό του στα δυο χέρια της, του είπε με πάθος; “Υποσχέσου μου, σε παρακαλώ! Υποσχέσου μου πως θα σμιλεύσουμε το δαχτυλίδι της ένωσής μας! Κι αν κάποιες στιγμές φανούμε ανάξιοι, δειλοί ή νικημένοι, πες μου πως από τις στάχτες μας θα ξαναγεννηθούμε! Πως ακόμα και τότε η στάχτη μας θα ενωθεί με το χώμα και θα βλαστήσει αγάπη… πάλι! Και πάλι! Και πάντα! Χαρά μου… “ “Η αληθινή αγάπη γεννιέται χωρίς να σε ρωτήσει, χωρίς να προσπαθήσεις. Απλά, φυσικά. Κρυφά, βαθιά στο είναι μου αν ξυπνήσει ο κακός Δράκος της λίμνης που κατοικεί στα μαύρα της καρδιάς μου και γίνει άρμα μάχης θα καταφέρω να τον νικήσω για χάρη σου. Το θέλω! Το μπορώ! Θα το κάνω! Είσαι ελεύθερος να πεις το “Σ’ αγαπώ”, όταν είσαι αποφασισμένος να δώσεις τα πάντα για την Αγάπη! Σ’ αγαπώ! Μπορώ να στο πω αληθινά. Σ’ αγαπώ! Μάτια μου” Αφέθηκαν στο σ’ αγαπώ! Ξάπλωσαν τρυφερά ο ένας δίπλα στον άλλον. Της χάιδευε τα μαλλιά, το πρόσωπο. Μέσα στον γλυκό αναστεναγμό, στο άφημα του ύπνου, ένιωσε βάλσαμο το χάδι του. Δεν ήταν μόνο ερωτικό. Το ένιωθε σαν το χάδι των γονιών στο φοβισμένο παιδί. Σαν το χάδι του παιδιού σου, που νιώθεις την μικροσκοπική παλάμη του να σε λυτρώνει από κάθε πόνο. Σαν το χάδι του συγγενή την ώρα που πολεμά η ψυχή να ελευθερωθεί στη νέα ζωή. Τόσο γλυκά, τόσο απόλυτα! Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του. Μετά από ώρα την ξύπνησε το άγγιγμά του: “Ζωγραφιά μου, γύρισε προς τα εμένα… Να σε κοιτώ όταν κοιμάσαι, όταν κοιμάμαι… “ Χαμογέλασε ευτυχισμένη μέσα στη μέθη του ύπνου της. Μόνο τα βράδια που κοιμόταν δίπλα του, που ένιωθε την ανάσα του, που μύριζε το σώμα του, που άγγιζε τα χείλη του… Πολλές φορές ξυπνούσε για να τον κοιτά. Μόνο αυτά τα βράδια να της χάριζε η ζωή! Μόνο τα βράδια που κοιμόταν δίπλα της… Όταν γύρισαν στη Αθήνα, την επόμενη μέρα έλαβε ένα δέμα. Άνοιξε το φάκελο παραξενεμένη. Ήταν ένα δώρο που πάντα περίμενε. Ένα μουσικό κουτί. Μέσα του έκλεινε ένα ζευγάρι που χόρευε αγκαλιασμένο. Ανάμεσά τους υπήρχε διπλωμένος ένας πάπυρος. Έγραφε: “Ποτέ δεν ξέρεις τι θα σε εμπνεύσει. Πάντα αυτό που σε εμπνέει υπερέχει κι έχει πολλή αγάπη και ταπείνωση. Ξέρει πως σε εμπνέει όμως δεν το διαλαλεί μέχρι να το ανακαλύψεις μόνος σου. Βιώνει για χάρη σου το μαρτύριο της αγάπης. Στέφοντας εσένα τον βασιλιά και λυτρωτή του μαρτυρίου του! Εσένα που δεν ξέρεις τίποτε και δημιουργείς τίποτε χωρίς αυτό. Στέφει η πηγή που μπορεί να αναβλύζει αενάως, μελωδικά το πολύχρωμο νερό των ερώτων της αίσθησης. Εκείνον που καμιά του αίσθηση, γεύση, αφή, όραση… δεν έχει αναμνήσεις της πριν από σένα! Αυτός όμως ο πολύτιμος λίθος που κρατάει τον χείμαρρο σε αφάνεια είναι το δοχείο της αρετής της πηγής! Έτσι όταν το βρεις και πιεις από αυτό η Χάρη ξεχύνεται μέσα σου, το δοχείο ελαφραίνει κι ο χείμαρρος ξεπηδά ορμητικός παίρνοντάς σε αγκαλιά του! Τώρα όμως έχεις τη σοφία και τη δύναμη να τον αντικρίσεις. Από εκεί και πέρα εσύ ο νεκρός δημιουργός ανασταίνεσαι. Καθώς εκείνη η πηγή της αναστάσεως σου εξατμίζεται για σένα με όποιο τρόπο εσύ θέλεις, όσο θέλεις, όπως θέλεις… ! Ελπίζοντας πως κάποτε θα βρεις την αλήθεια. Και τότε θα δεις πως το ωραιότερό σου δημιούργημα είναι το γλυπτό της ταπείνωσης που θα αφεθεί στα χέρια της πηγής για να σε κάνει τον πολύτιμο λίθο της, το πολύτιμο δοχείο των αρετών που θα πιεί κάποιος άλλος για να ταξιδέψει κι εκείνος μαζί σας στην αιώνια μακαριότητα. Αμήν. ” Γοητευμένη και συγκινημένη όσο ποτέ την μαγνήτιζε ο ποιητικός εαυτός του, αλλά και της φυλάκιζε την καρδιά. Ένας φόβος! Γι’ αυτό που ίσως καταλάβαινε… Γι’ αυτό που ίσως της ‘‘έκρυβε”; Ένας ερωτικός φόβος. Μια ερωτική ανασφάλεια. “Σε φοβάμαι!” Θα του γράψει ένα από τα επόμενα βράδια. “Μα γιατί; Εσύ είσαι η πηγή που με κάνει τον πολύτιμο λίθο της! Με λες δημιουργό! Νεκρός δημιουργός εγώ χωρίς εσένα! Με λες βασιλιά και λυτρωτή του μαρτυρίου της αγάπης μας. Μα τίποτε δεν ξέρω και δεν δημιουργώ χωρίς εσένα… Σ’ αγαπάω!” Ο καιρός κυλούσε μέσα από την απόλυτη αγάπη τους. Μέχρι… Μέχρι που ένα βράδυ, ο Μιχάλης ήταν άλλος. Διαφορετικός. Γυρνούσαν από τον κινηματογράφο. Έφθασαν έξω από το σπίτι της. Έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου. Δεν της μιλούσε, απέφευγε να την κοιτάξει. Καθόταν μαζεμένος μακριά της. Η Ζωγραφιά έγειρε να τον φιλήσει. Έμεινε ασάλευτος, χωρίς να ανταποκριθεί. Εκείνη πάγωσε κι άρχισε να τρέμει. Εκτός από πόνο, πρώτη φορά ένιωσε κοντά του ντροπή! Πρώτη φορά κοντά του ένιωσε ξενιτιά. Έκλεισε τα μάτια της, για να μην αντικρίσει αυτή του την εικόνα. Είχε σοκαριστεί κι ο ίδιος από την αντίδρασή του. Έπεσε στην αγκαλιά της. “Μάτια μου, δεν αντέχω άλλο! Δεν αντέχω το πολύ μας. Το λίγο σε αδικεί. Το λίγο σκοτώνει και σκοτώνεται. Εσύ είσαι το άπειρο, το αιώνιο… Έχεις τόση αγάπη που δύσκολα κάποιος πιστεύει πως είσαι αληθινή. Εγώ ανάξιος να στην επιστρέψω. Ανάξιος να αγαπήσω και να αγαπηθώ. Σου αφέθηκα! Σαν μαγεμένος ζω από σένα και για σένα! Δεν υπάρχω πια. Δεν είμαι εγώ. Είμαι άλλος. Με τρομάζω. Δεν με αναγνωρίζω. Είμαι εσύ, μόνο εσύ. Δεν ξέρω αν ήθελα να μου συμβεί. Δεν έχω να δώσω όσα εσύ! Το πάλεψα. Μα δεν μπορώ, δεν το αντέχω! Είναι αυτό που λένε στις ταινίες: “Είναι πέρα και πάνω από μένα, είμαστε το όνειρο, η ευχή! Πώς να το κρατήσω;” Του απάντησε ήρεμα, σιγανά: “Πώς να ταχτοποιηθεί η ψυχή μας αγάπη μου; Ένα τόσο δα μέρος να χωρέσει τον έρωτα, το πάθος, την χαρά, το άγγιγμα, το χάδι, τον στεναγμό, τα λάθη, την υπερβολή, την τρέλα, το απόλυτο εσύ, τα πάντα και καθετί εσύ… Ούτε εγώ είμαι άξια. Ούτε εγώ ξέρω να αγαπώ όπως πιστεύεις. Μόνο στην Αγάπη ελπίζω να με μάθει. Με αγγίζει και την αφήνω να με οδηγήσει. Σε σένα! Γιατί θέλω να σ’ αγαπώ! Είμαι αποφασισμένη να σ’ αγαπώ! Θυμάσαι; Εσύ μ’ έμαθες! Γιατί δειλιάζεις χαρά μου; Εσύ μ’ έμαθες! Πώς και πότε θα ξαναζήσουμε έτσι, όπως μαζί; Με ποιους; Με άλλους; Υπάρχουν άλλοι έξω από μας;” “Δεν αντέχω το λίγο μου, τον κόπο της αγάπης, την ακρότητα του πόθου μας, τη μετάλλαξή μου, τη σκέψη της ασφαλούς λογικής μου” “Ίσως ούτε εγώ. Μα πώς θα ξημερώσει αύριο χωρίς εσένα; Πώς θα υπάρξω χωρίς εσένα; Πώς θα αγαπιόμαστε και θα είμαστε χώρια;” “Όπως ξυπνάς μια μέρα και δεν ζεις πια. Όπως χωρίζεται η ψυχή από το σώμα. Τι σημαίνει, πως χθες δεν ζούσες, πως δεν υπήρξες;” “Υπήρχες! Όμως η ψυχή συνεχίζει αιώνια, ενώ το σώμα πεθαίνει. Ένας από τους δυο, με κάποιο τρόπο πεθαίνει” “Αχ Ζωγραφιά μου, είναι πετυχημένος ο έρωτας; Νικάει; Οι αληθινά, βαθιά, παράφορα ερωτευμένοι ζουν μαζί; Δεν αντέχουν μαζί. «Σκοτώνονται δίπλα στα αγέννητα παιδιά τους» ,θυμάσαι το ποίημα που σου διάβαζα;” Άρχισε να κλαίει. Τούτη η αδυναμία του ήταν η δύναμή του. Μα δεν το ‘ξερε! Έπεσε στο στήθος της και αφέθηκε να το ποτίσει με τη μεγαλύτερη αλήθεια του. “Αν μ’ αγαπούσες αληθινά δεν θα δείλιαζες. Θα γινόσουν το χρυσό δαχτυλίδι της ένωσής μας, όχι στάχτη. Εσύ το έλεγες! Γίνεσαι σκληρός, με σένα, με μένα, με μας! Εγώ σ’ αγαπώ κ’ σ’ ελευθερώνω. Φεύγε και σώζου λοιπόν. Στην αγάπη δεν υπάρχει τέλος, μόνο αρχή. Δεν χάνεις τον άλλο. Ακόμα κι αν σου λείπει, επειδή τον αγαπάς και τον λαχταράς, είναι εδώ! Κι εσύ κοντά του, μαζί του. Πάντα!” Στην ουσία του δεν άντεχε να φύγει. “Που να πάω;” Της ψέλλισε. “Δεν υπάρχει τίποτα χωρίς εσένα!”. Σε λίγα λεπτά την φιλούσε με πάθος και φόβο θανάτου… Μετά από αυτά, τίποτα δεν είχε αλλάξει και τίποτα δεν ήταν όπως παλιά. Ακολούθησε μια περίοδος, που φοβούνταν να πουν το παραμικρό συναίσθημα ο ένας στον άλλον. Ένα ήταν σίγουρο. Δεν άντεχαν να πράξουν τα λόγια τους. Να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους. Να ζει ο ένας χωρίς τον άλλον. Αδύνατον! Σε λίγο καιρό, όλα έδειχναν πως είχε ξεχαστεί εκείνη η κουβέντα στο αμάξι. Ζούσαν πάλι παράφορα, χωρίς μέτρα, χωρίς φόβους και φοβίες, χωρίς δειλία και αγωνία λογικής ασφάλειας. Τα Χριστούγεννα γιόρτασαν μαζί. Όμως μετά την Πρωτοχρονιά, ο Μιχάλης πήγε ένα ταξίδι με συγγενείς και φίλους. Ανδροπαρέα κυρίως. Η Ζωγραφιά έμεινε πίσω. Όταν γύρισε ήταν πια πραγματικά άλλος. Δειλός και ταυτόχρονα δυνατά αποφασισμένος να φύγει μακριά της. Προσπάθησε να της το δείξει σιγά – σιγά. Να μην την πονέσει πολύ. Μα η γυναικεία διαίσθηση δεν ξεγελιέται. Ένα κρύο βράδυ του Γενάρη, της το είπε καθαρά πως θέλει να χωρίσουν. Πιο σκληρός, πιο σίγουρος από ποτέ γι’ αυτά που έλεγε. Της είπε πως σκέφτηκε καλά. Πως θα ήταν καλύτερα μόνος του! Πως δεν υπάρχει γιατί! Δεν εξηγούνται όλα. Δεν μπορείς να απαντάς πάντα! Η Ζωγραφιά αρχικά θύμωσε. Ζητούσε εξηγήσεις. Του φώναζε πως είναι άδικος. Πως δεν μπορούσε να μην μοιραστεί τις σκέψεις του μαζί της. Να μην μάθει ποτέ το γιατί… Δεν της το απάντησε ποτέ! Κι αφού δεν της απαντούσε, άρχισε να μαζεύει και να του ζητά τα πράγματά της που είχε στο σπίτι του. Εκεί λίγο δυσκολεύτηκε. Κλονίστηκε. Μα ήταν αποφασισμένος και της τα έδωσε όλα. Την ώρα που ήταν στην πόρτα να φύγει, η Ζωγραφιά λύγισε. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Δυνατά. Να βγαίνουν κραυγές και αναφιλητά. Ο Μιχάλης τρόμαξε. Ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Την είχε στην αγκαλιά του και εκείνη σπάραζε σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό. Αδύνατον να την ηρεμήσει. Αδύνατον να σταματήσει να κλαίει. Μέσα σ’ αυτή της την κατάσταση, επέμενε να φύγει. Ο Μιχάλης φοβόταν πολύ. Πώς θα οδηγούσε; Ανένδοτη να μείνει. Τη συνόδεψε μέχρι το αυτοκίνητο. Δεν έπαψε λεπτό να κλαίει. Στιγμή δεν ηρέμησε. Πώς έφθασε σπίτι ένας Θεός το ξέρει. Της τηλεφωνούσε συνεχώς. Και το ίδιο βράδυ και την επομένη. Είχε αρρωστήσει από τα κλάματα. Τα μάτια της δεν άνοιγαν και φωνή δεν έβγαινε από το στόμα της. Της έστειλε μια σοκολάτα και δυο παρήγορα λόγια γραμμένα με τη γνωστή δική του λογοτεχνική και παραμυθένια μορφή. “Βαθιά στο δάσος έχω έναν φίλο! Ένα μεγάλο δέντρο με μια ζεστή αγκαλιά για τις “ύπουλες” στιγμές του αθώου πόνου. Τέτοιες στιγμές συναντιόμαστε. Ξαπλώνω στην ρίζα του, εκεί που ο σπόρος θάβεται αναμένοντας τον πόνο, τον πόνο της λύτρωσης που θα συνθλίψει το είναι του, μα που είναι ο μόνος δρόμος για το φως! Η μόνη του ευκαιρία για να αγγίξει τον ουράνιο θόλο για το ταξίδι προς τον ουρανό, είναι το φως. Με αυτόν τον τρόπο ερωτεύονται τα δέντρα. Βγαίνουν από τον εαυτό τους, πηγαίνουν ψηλά και από εκεί πάνω βλέπουν καλύτερα, πιο ώριμα! Την κατάλληλη στιγμή ρίχνουν τον δικό τους πλέον σπόρο ξανά στη Γη γνωρίζοντας όλο τον πόνο που τον περιμένει για να φθάσει στο φως! Τι τα σπρώχνει να το κάνουν, παρόλο που ξέρουν; Μα το ίδιο το φως! Ο πόνος είναι η σφραγίδα του ουρανού στη Γη! Ο πόνος δεν θα έχει πια εξουσία πάνω σου! Αναπλάθει τα πνευματικά σου μάτια και τα κάνει ικανά να δεχτούν και να αντικρίσουν το φως που περιδιαβαίνει ανέπαφο τον κόσμο της επαφής και τον μεταμορφώνει διαρκώς, τον αναδημιουργεί. Δείχνοντας αυτή την σφραγίδα ελευθερώνεσαι και μπορείς να δεις πως ο ουρανός που ονειρεύεσαι να πας είναι εδώ στη Γη! Τα μακρινά αστέρια και η πανσέληνος αναζητούν το φως! Ονειρεύονται αυτόν τον ουρανό! Μα… ο ουρανός τους είσαι εσύ, εδώ, η Γη! Η Γη γίνεται ουρανός τους! Εκείνη είναι το αστέρι που ομορφαίνει τον δικό τους ορίζοντα! Αγάπησε, τον Άγιο πόνο! Που σε φέρνει και σε κρατά εδώ για να τον κάνεις αγάπη και να τον θάψεις στη Γη, για να γίνει ο πόνος πια δέντρο της αγάπης… αυτού του φίλου σου βαθιά στο δάσος… Ξέρεις αυτό το δέντρο μου θυμίζει τον πόνο… όσο κι αν σβήσουν οι αναμνήσεις μου, ακόμη κι αν ο εγκέφαλός μου παραλύσει ή αρνηθεί να κάνει την λογική, αλήθεια θα μένει πάντα μέσα μου αυτός. Το άρωμά του είναι το μόνο που μπορείς να αντιλαμβάνεσαι σε όποια κατάσταση και αν βρίσκεσαι! Κι ακόμα σκέψου, όσο κι αν δειλιάζεις και φοβάσαι να δεις είναι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου μέχρι και το τέλος! Αγάπησέ τον και ζήτησέ τον για χάρη των άλλων! Πάρ’ τον από τους άλλους. Κλέψ’ τον και θάψ’ τον μέσα σου! Τότε θα γίνεις Γη κι ο πόνος θα ‘ναι σπόρος από τον οποίο θα βλαστήσει και θα καρπίσει το δέντρο της αγάπης! Τότε θα τα καταλάβεις όλα! Πέρασαν μέρες. Πάλι δεν άντεξαν μακριά. Τσακισμένοι και διαφορετικοί, αλλά μαζί. Όχι από ανασφάλεια, ούτε από άρρωστο έρωτα, αδυναμία, συμπλεγματικότητα, νεύρωση. Από μια βαθιά αγάπη. Συγγενική. Οι ρόλοι τους αδιευκρίνιστοι. Το πάθος πια ισορροπημένο και οι ερωτικές κινήσεις τους μετρημένες, ίσως φοβισμένες. Αυτό που τους δένει δεν έχει ταυτότητα. Κανείς στον περίγυρό τους δεν ξέρει πως αυτοί οι δύο είναι ζευγάρι. Ή μήπως ότι ήταν; Ή ότι θα γίνουν; Η αγάπη είναι ελεύθερη, αναρχική! Σίγουρα αγαπιούνται βαθιά! Τους κρατά αδιευκρίνιστους η λογική, ο φόβος, η δειλία, ο πανικός, τα λόγια κάποιου τρίτου, ο χώρος, ο χρόνος, όσα δεν έχουν, δεν αντέχουν ή δεν μπορούν; Τι σημασία έχει; Η ουσία είναι πως αγαπιούνται. Γι’ αυτό αντέχουν! Όλες οι διηγήσεις, οι ταινίες, τα βιβλία ακόμα και οι προσωπικές μας ιστορίες έχουν ένα τέλος. Καλό ή κακό. Χαρούμενο ή πονεμένο. Ένα τέλος που πάντα φέρνει μια καινούργια αρχή. Μα τούτη η ιστορία δεν έχει τέλος! Δεν ξέρω τι θα ζήσουν, τι θα καταφέρουν, τι θα αφήσουν! Όσο καλά κι αν τους γνωρίζω δεν μπορώ να μαντέψω, ούτε και να φανταστώ. Όταν το σκέφτομαι απλά οραματίζομαι αυτό που θα ‘θελα να γίνει γι’ αυτούς τους δυο! Αυτό να κάνετε και εσείς! Μαντέψτε μόνοι σας το μέλλον τους! Δώστε τους όποιο τέλος εσείς θα θέλατε. Λαμβάνοντας υπόψιν σας πως σίγουρα αγαπιούνται πολύ! Κι ας υποκλιθούμε σ’ όλα τα γιατί που ειπώθηκαν στη Γη και δεν απαντήθηκαν ποτέ!
1. Πριν μάθω να ξεχνώ.
Περιφέρεται στο δωμάτιο ανήσυχη και νευρική. Σκιάζεται στο πρόσωπο της η αγωνία του αγνώστου, στο βλέμμα της ο τρόμος της μοναξιάς και στις δυσκολεμένες απότομες κινήσεις της, το άγχος και ο φόβος ανθρώπου, που βρέθηκε ξαφνικά στη ζωή… Σε μια νέα ζωή τόσο φοβική, τόσο μοναχική, τόσο απροσδιόριστη, τόσο ξένη! Τι κι αν η προηγούμενη ζωή της ήταν γεμάτη ανθρώπους; Σύντροφο, παιδιά, συγγενείς, φίλους… Σε τούτη τη ζωή είναι απόλυτα μόνη! Τι κι αν στην προηγούμενη ζωή της είχε μαζέψει πτυχία, διακρίσεις, γνώσεις και εμπειρίες; Σε τούτη τη ζωή δεν γνωρίζει τίποτα. Ούτε να διαβάζει, ούτε να γράφει, ούτε να πιάνει το μολύβι στα κουρασμένα χεράκια της! Τι κι αν στην προηγούμενη ζωή της ήταν καθαρή, περιποιημένη, γεμάτη στολίδια, αρώματα και χρώματα; Σε τούτη την ζωή φορά ανάποδα τα παπούτσια της, αφήνει μπερδεμένα τα μαλλιά της και δεν ξέρει να κουμπώσει τα κουμπιά της! Τι κι αν στη προηγούμενη ζωή της ταξίδεψε σε τόπους μακρινούς και ξένους; Σε τούτη τη ζωή δεν «χωρά» σ ένα μικρό δωμάτιο! Σαν χαμένη μέσα σ αυτό! Ξένη σ όλα, με όλους στο καθετί! Τι κι αν στη προηγούμενη ζωή είχε σκέψεις, κρίση, όνειρα, επιθυμίες; Σε τούτη την ζωή έχει μόνο αίσθημα ξενιτείας και μοναξιάς. Στέκεται στο παράθυρο και κοιτά με βλέμμα άδειο, τα ψηλά δένδρα και τα ανθισμένα λουλούδια. Άραγε τα κοιτά ή κι αυτά είναι ξένα; Άνοια! Μια βλάβη των εγκεφαλικών κυττάρων χωρίζει την ζωή στα δυο! Στην προηγούμενη ζωή σου και στη νέα άγνωστη ζωή σου! Ξένος μέσα στη ζωή σου! Η κ. Ιριγένεια ζει ξαφνικά ξένη στη ζωή της και προσπαθεί να προσαρμοστεί σ’ αυτή. Η συναναστροφή μ άλλους ενοίκους του ιδρύματος δεν την βοηθά! Δεν θυμάται πια να μοιράζεται, δεν ξέρει να συζητά, δεν αντιλαμβάνεται ότι κι εμείς. Κι αυτό το βαθύ αίσθημα της ξενιτείας… Μου μοιάζει τόσο γνώριμο! Αν ψάξουμε στις ψυχές μας… όλοι θα βρούμε πληγές ξενιτειάς! Ξένοι Θεού και ανθρώπων! Ξένοι εαυτού και Αλήθειας! Ξένοι αγάπης και προσφοράς! Τι άλλο μένει εκτός από την αγάπη;;; Ακόμα και τώρα ως ξένη , τι άλλο εκτός από αγάπη να ψάχνει; Ένα πρωινό την βρίσκω καθισμένη μπροστά από το παλιό έπιπλο με τον ολόσωμο καθρέπτη που βρίσκεται έξω από το δωμάτιο της. Βλέπει τον εαυτό της και του μιλά! Του μιλά ώρες ολόκληρες! Γελάνε μαζί, κλαίνε, θυμώνουν, τσακώνονται, σιγοτραγουδούν… Του αφήνει το μισό της φαγητό για να φάει και επειδή δεν το παίρνει ποτέ για να μην της το στερήσει, την ταΐζει! «Είναι η φίλη μου», μου λέει «Χαιρέτα την κοπέλα», μιλά στο είδωλό της. «Δεν ακούς;». Επιμένει! Τι άλλο να έψαχνε; Αγάπη! Παρέα! Και την βρήκε! Έβλεπε το είδωλό της στον καθρέφτη και νόμιζε πως είναι μια φίλη της που μοιραζόταν τα πάντα μαζί της! Όλη την ημέρα! Δεν κουνούσε από κει. Από κείνην! Το βράδυ έλεγε στο είδωλό της: «Σήκω να πάμε να κοιμηθούμε, βράδιασε». Άπλωνε το χεράκι της στον εαυτό της, στον αντικατοπτρισμό της και πήγαινε να πλαγιάσει. Η κ. Ιριγένεια έπλασε έναν παράδεισο μέσα στην κόλαση της. Έπλασε αγάπη, συντροφιά, χαρά μέσα στην οδύνη και την μοναξιά της πάθησης της. Εμείς; Εμείς που ακόμα ζούμε με το μυαλό μας; Μήπως και μείς ζούμε απέναντι από το είδωλό μας; Βλέπουμε τίποτε άλλο εκτός από μας; Μήπως και μείς στις σχέσεις μας με τους άλλους, ουσιαστικά αντικατοπτριζόμαστε; Μήπως θέλουμε οι άλλοι να ναι «εμείς»; Τους αφήνουμε να ναι ο εαυτός τους; Μήπως και εμείς όταν προσφέρουμε, όταν ερωτευόμαστε, όταν αγαπάμε…. Προσφέρουμε, ερωτευόμαστε, αγαπάμε εμάς;;;
Από την κερκόπορτα χάνεται η πόλη της ζωής μας.
Τον συνάντησα σε μια σειρά ανέργων. Περίμεναν από το άγριο χάραμα να καταθέσουν τις αιτήσεις τους γεμάτοι απελπισία και ελπίδα.
Αν είσαι νέος, ο χρόνος είναι με το μέρος σου. Μα ο Ηρακλής έχει περάσει τα σαρανταδύο. Οι προσλήψεις γίνονται δυσκολότερες όσο μεγαλώνεις κι όσο τα δικαιώματά σου αυξάνονται λόγω προϋπηρεσίας και παιδιών.
Πριν δυο χρόνια έκλεισε οριστικά η εταιρεία που δούλευε για δεκαπέντε χρόνια. Από τότε μοιράζει βιογραφικά και αιτήσεις όπου προκηρύσσονται θέσεις, όπου κι αν ζητούν άτομα μέσω αγγελιών και εφημερίδων. Τρέχει ακόμα κι όπου απλώς μπορεί να εξασφαλίσει κάποια μεροκάματα.
Στις αρχές ήταν αισιόδοξος. Πίστευε πως ήταν θέμα χρόνου να ταχτοποιηθεί ξανά. Δύο χρόνια μετά... Νιώθει ντροπιασμένος και καταρρακωμένος. Είναι φοβερό να ξημερώσει μέρα και να μην έχεις εργασία, εισόδημα. Να αγωνιάς για τον «επιούσιον», να αγχώνεσαι και να ντρέπεσαι για τα χρέη σου, να μην έχεις να ντυθείς. Στην ουσία να μην έχεις μια αξιοπρεπή βιοτή.
Να φοβάσαι μην τυχόν πάθεις το παραμικρό στην υγεία σου, διότι χωρίς βιβλιάριο ασθενείας και χρήματα πώς θα το αντιμετωπίσεις; Νιώθεις πως είσαι εγκλωβισμένος στο τίποτα, μια που ελάχιστες δυνατότητες δημιουργίας και ψυχαγωγίας σου παρέχονται χωρίς καθόλου χρήματα. Να σε αντιμετωπίζουν κυρίως, οι εργοδότες με ύφος περίεργο, κάποιες φορές υποτιμητικό.
Ένιωθε πως έχανε σιγά - σιγά την αυτοεκτίμησή του. Δεν έμοιαζε πια με τον Ηρακλή της νιότης του. Τότε που όλα φάνταζαν εύκολα, που τους κρατούσε η αγάπη... Ακόμα και χωρίς χρήματα, μόνο με μια μπίρα στο χέρι σε παγκάκια, σε πλατείες, σε αυλές και παραλίες περνούσαν με την παρέα του τα ωραιότερα Σαββατόβραδα της ζωής τους.
Είχαν φτιάξει ένα μουσικό συγκρότημα. Αρχικά παίζανε για το κέφι τους, για το μεράκι τους... Ήταν τόσο καλοί που κατάφεραν να εμφανίζονται και σε μουσικές σκηνές. Τρελοί από νιάτα και μουσική, σχεδόν τίποτα δεν τους φόβιζε, τίποτα δεν τους σταματούσε, τίποτα δεν τους απογοήτευε. Μα τι συμβαίνει τώρα, τι συνέβαινε τότε;
Ήταν αφελείς ή απλά αισιόδοξοι; Και η ωριμότητα; Τι είναι τελικά η ωριμότητα; Όλοι άλλαξαν από τότε! Γιατί; Εύκολα θα αντάλλαζε την ωριμότητα του με την ζωντάνια και την αισιοδοξία της νιότης του. Ο ίδιος, οι φίλοι του, ακόμα και η γυναίκα του, σε τίποτα δεν μοιάζει με την δυναμική και ρομαντική κοπέλα του συγκροτήματος που ερωτεύτηκε παράφορα.
Παντρεύτηκαν ένα Αυγουστιάτικο ηλιοβασίλεμα σ’ ένα παραθαλάσσιο ξωκλήσι. Το γαλανό της θάλασσας και το ροζ του δειλινού συνέθεσαν την στιγμή τους παραμυθένια. Η νύφη μέσα στο απλό κατάλευκο νυφικό της με γιασεμιά στα μαλλιά και στα χέρια, έλαμπε! Κι εκείνος καμάρωνε την ομορφιά της και την ευτυχία τους. Οι γονείς, οι κουμπάροι, λίγοι φίλοι και τα παιδιά του συγκροτήματος παραβρέθηκαν στη ζεστή και κατανυκτική τελετή της ένωσής τους. Στο ξεκίνημά τους δεν είχαν πολλά, αλλά ένιωθαν πως είχαν τα πάντα, αφού είχαν ο ένας τον άλλον.
Μέρα τη μέρα, λιθαράκι - λιθαράκι έχτιζαν την κοινή τους ζωή. Μαζί, δημιουργούσαν και πραγματοποιούσαν τους στόχους τους. Απέκτησαν δυο πανέμορφα παιδιά. Μέχρι... Που η καθημερινότητα τους έγινε υπερβολικά δύσκολη. Χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα... Δύο χρόνια, με περιστασιακά μεροκάματα. Οι υποχρεώσεις πολλές, τα παιδιά με τις αξεπέραστες ανάγκες τους. Άγχος, γκρίνια, φόβος. Η γυναίκα του δείλιασε μπροστά σ’ όλα αυτά. Έχασε τον νεανικό, αισιόδοξο και ρομαντικό εαυτό της. Χρειαζόταν ασφάλεια.
Κι ένα βράδυ που γύρισε κατάκοπος από το τρέξιμο της ημέρας, κυνηγώντας δουλειά, βρήκε το σπίτι άδειο εντελώς. Είχε πάρει όλα τα πράγματα και τα παιδιά και είχε φύγει... Ένα σημείωμα στο πάτωμα με δυο λέξεις: «Δεν αντέχω άλλο!» και η λευκή τους γατούλα να τριγυρίζει από δωμάτιο σε δωμάτιο. Έβγαλε φωνή μεγάλη: «Δεν είναι αυτό αγάπη...!» Η γάτα έγινε η μοναδική του συντροφιά. Μου έλεγε: «Την χάιδευα κι ένιωθα πως έχω ακόμα κάτι ζωντανό!». Η φυγή της οικογένειάς του τον καταρράκωσε. Από την επόμενη μέρα έβγαινε πάλι στους δρόμους με μια εφημερίδα στο χέρι, αλλά αλλαγμένος, απελπισμένος, με ελάχιστες δυνάμεις.
Βρήκε καταφύγιο για φαγητό σ’ έναν ξενώνα αστέγων. Για να μην «χαραμίζει χρήματα ούτε για την διατροφή του. Ό, τι χρήματα εξοικονομούσε από τα περιστασιακά μεροκάματα, τα διέθετε για τις ανάγκες των παιδιών. Εκεί, στον ξενώνα, απέκτησε κι έναν φίλο ο οποίος, αν και δεν ήταν σε πιο προνομιακή θέση από’ κείνον, τον στήριζε, τον νοιαζόταν...
Μεγάλη εβδομάδα. Πήγαινε στην εκκλησία να ακούσει τα τροπάρια του ανθρώπινου πόνου, της προδοσίας, της αχαριστίας, της μοναχικής σταυρικής πορείας. Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε το «συσταυρωθώμεν» με τον Κύριο. Πήγαινε γι ανα ακούσει την υπόσχεση Αναστάσεως. Ανάσταση θα γιόρταζε στον ξενώνα, μαζί με τους νέους του φίλους. Καλά θα ήταν!
Οι άνθρωποι που διακονούσαν εκεί, είχαν πολλή αγάπη και τους φρόντιζαν! Όσο για τους νέους του φίλους ένιωθε πως ήταν σπουδαίοι. Διότι έκαναν υπομονή, πάλευαν και δόξαζαν για το παραμικρό. Ενώ εκείνος... τόσο δειλός πια!
Και τούτη η αναγκασμένη γιορτή είναι τόσο βαριά για την ψυχή που πονά! Πρώτη φορά χωρίς την οικογένειά του. Ατέλειωτα μόνος. Χωρίς να μπορεί να αγοράσει έστω ένα σοκολατένιο αυγό, μια λαμπάδα ή ένα μικρό δωράκι στις κορούλες του. Από μια κερκόπορτα χάνεται η πόλη της ζωής μας...
Τέτοιες σκέψεις βασάνιζαν την αϋπνία του. Ένα παλιό στρώμα στο πάτωμα και το σπίτι να μοιάζει με λευκό κελί. Κι έρημο... Έρημος, Θεέ μου... Χωρίς τις φωνούλες τους, χωρίς τη μυρωδιά τους, τα γέλια τους. Χωρίς να τον περιμένουν να τρέξουν στην αγκαλιά του, να μείνει στο προσκεφάλι τους για «καληνύχτα», να παίξει μαζί τους... Να ξεχαστεί...
Η γάτα είχε κουλουριαστεί στα πόδια του. Μόλις είχε ξυπνήσει, έξυνε τα νύχια της στην κουβέρτα και νιαούριζε ευχαριστημένη. Την παρατηρούσε. Ήταν πραγματική συντροφιά. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η μικρή του κόρη. Έκλαιγε και τον παρακαλούσε να της πάει την γατούλα της. «Αμέσως, παιδί μου! Σ’ την φέρνω, μην στενοχωριέσαι!»...
Φάρος στην τρικυμία της Πόλης.
Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και πλάγιασε κατάκοπος στα μυρωδάτα σεντόνια. Είχε πολύ δύσκολη μέρα! Υπάρχουν μέρες που κυλούν τόσο ανέμελα! Υπάρχουν άλλες που νιώθεις πως ολόκληρη η ζωή έχει εγκλωβιστεί μέσα σε μια μέρα! Κάπως έτσι έφυγε τούτη η Παρασκευή… Με τα λεπτά να μοιάζουν αιώνες κι η αγωνία να αλλοιώνει τα συναισθήματα και τη λογική του. Έφυγε έντρομος από τη δουλειά, όταν τον ειδοποίησαν από το σχολείο πως ο μικρός του γιος χτύπησε στο κεφαλάκι του. Ατελείωτες ένιωθε τις ώρες του νοσοκομείου. Εξετάσεις, ράμματα, παρακολούθηση μη τυχόν παρουσιάσει οποιοδήποτε σύμπτωμα… Τελικά, όλα καλά. Δόξα τω Θεώ! Ένα παιδικό χτύπημα ήταν, από εκείνα που είσαι σίγουρος πως κάποιος Άγγελος προστάτευσε από μεγάλο κακό. Τώρα, ένιωθε να αρπάζεται γλυκά από το λυτρωτικό μεθύσι του ύπνου. Ξαφνικά πετάχτηκε ταραγμένος πάνω. “Ο Βασίλης… Παναγία μου!” Η ώρα ήταν περασμένες 11:00. Θα τον περίμενε από τις 4:00μ.μ έξω από το πανεπιστήμιο. Ο Βασίλης είναι ένας νέος άνθρωπος. Τετραπληγικός με μόνη δυνατή κίνηση δύο – τριών δαχτύλων του δεξιού χεριού. Κι αυτό, με μεγάλο κόπο και φυσικοθεραπείες. Σπουδαία ψυχή, δυνατό πνεύμα, σπάνια καρδιά. Σπούδαζε στο πανεπιστήμιο Φιλολογία. Είχε αναλάβει να τον πηγαίνει στα μαθήματα με το αυτοκίνητό του κάθε πρωί, πριν πάει στην δουλειά του. Αλλά και στην επιστροφή. Το μεσημέρι τον έβγαζαν οι συμφοιτητές του στο πεζοδρόμιο, για να μην καθυστερούν πολύ. Ήδη ήταν δύσκολο και επικίνδυνο κυρίως για τον αυχένα του, να τον πάρει αγκαλιά και να τον βάλει στο αυτοκίνητο. Ήταν χρόνια φίλοι. Γνωρίστηκαν όταν ήταν φοιτητής στο ίδρυμα που διαμένει από παιδί ο Βασίλης. Σιγά – σιγά έγιναν αδελφικοί φίλοι. Στο όνειρο του Βασίλη να τελειώσει το πανεπιστήμιο ήταν πρωτεργάτης. Μα πώς θα μπορούσε να μην τον βοηθήσει; Ο Βασίλης είναι ένας από τους πιο δυνατούς και σπουδαίους ανθρώπους που πέρασαν από τη Γη. Σπουδάζει, μελετά, φτιάχνει ένα περιοδικό μαζί με φίλους του, παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά φίλων και γνωστών, ή φτωχών οικογενειών χωρίς να λαμβάνει καθόλου χρήματα. Ζωγραφίζει, γράφει ποιήματα και λατρεύει τη βόλτα στο πάρκο, απέναντι από το ίδρυμα. Χαίρεται να μυρίζει το νοτισμένο χώμα, να νοιώθει τη δροσιά των δέντρων, να βλέπει τα χρώματα των λουλουδιών, την ελευθερία των πουλιών… Κι όλα αυτά, με μόνη δυνατή κίνηση κάποιων δαχτύλων. Τίποτε άλλο! Η καθημερινότητα για κείνον είναι κόπος και πόνος. Να εξαρτάσαι από τον άλλον για το καθετί. Για τα πάντα! Για τα πιο απλά! Γι’ αυτά που εμείς δεν δοξάσαμε ποτέ… Δεν δοξάσαμε που κινούμε τα χέρια μας, που τρώμε μόνοι μας, που ταχτοποιούμε τις σημαντικές μας ανάγκες μόνοι μας, που μπορούμε να διώξουμε μια μύγα από το μάγουλό μας, που μπορούμε να χτενίζουμε τα μαλλιά μας, να κόβουμε τα νύχια μας, να σκύψουμε να κόψουμε κ’ να μυρίσουμε ένα λουλούδι… Μόνοι μας! Για τον Βασίλη κανείς δεν ξέρει ποιες είναι οι ώρες του πόνου, του παράπονου, του λυγμού του! Κανείς δεν ξέρει αν έχει τέτοιες ώρες ο Βασίλης. Δεν τις φανερώνει. Μόνο ο Θεός ξέρει! Και πραγματικά θα ‘ναι πολύ περήφανος ο Δημιουργός Του που υπάρχει τέτοια ψυχή. Ψυχή που έχει φθάσει στην Θέωση! Μόνο ένας Άγιος μπορεί να νιώθει τη ζωή χαρά και δώρο παρατηρώντας την καθηλωμένος σ’ ένα καροτσάκι. Για πάντα! Για όσο… Εκείνη λοιπόν την ημέρα, σαστισμένος από την αγωνία του για το παιδί… τον ξέχασε!!! Τον ξέχασε για ώρες, έξω από το Πανεπιστήμιο. Ντύθηκε σε δευτερόλεπτα, μπήκε στο αμάξι κι άρχισε να τρέχει. Τα μάτια του υγρά, ένας κόμπος στο λαιμό και η σκέψη του μπερδεμένη. Δεν θέλει να δικαιολογηθεί. Να δικαιώσει έστω για λίγο τον εαυτό του! Ο Βασίλης έχει μείνει πάνω από επτά ώρες στον δρόμο πεινασμένος, διψασμένος, ανάλλαγος… Ίσως να κρύωνε ή το απόγευμα να ζεσταινόταν αφόρητα. Ίσως να ήταν για ώρα σε σημείο που τον χτυπούσε ο ήλιος… Πόσο άσχημα θα ένιωθε; Σωματικά και ψυχικά! Θεέ μου! Τι βασανιστικό αυτό που έγινε! Αυτό που έκανε… Πόσο θα είχε κουραστεί… Φθάνει στο σημείο συνάντησης! Εκεί ήταν! Ακόμη! Τον πλησιάζει, δεν έβγαινε φωνή, τα μάτια του έκλαιγαν… Μα ο Βασίλης του χαμογελούσε: “Σώπα! Πώς κάνεις έτσι; Πού θα πήγαινα και ανησύχησες; Το παιδί να είναι καλά! Εγώ πέρασα μια διαφορετική μέρα. Είδα ανθρώπους να περνούν, παιδιά να γελούν, παρατηρούσα τις μορφές τους… Που θα χα τέτοια ευκαιρία;” Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό τον παρηγορούσε σε όλο το δρόμο, όλες τις επόμενες μέρες.
από τα διηγήματα του βιβλίου
Αγάπης επαίτης στη ζωή μου ξένος
Σίσσυ Κόσσυβα
Αρμός, 2012
Στα δεκαεννέα διηγήματα του βιβλίου αυτού, πρωταγωνιστές είναι οι αφανείς ήρωες της ζωής. Άνθρωποι που έρχονται αντιμέτωποι με τα όρια της ζωής, τον πόνο, τον θάνατο, άνθρωποι - "επαίτες" της προσοχής και της αγάπης μας.
Στην Ελλάδα του σήμερα, άνθρωποι διπλανοί μας, ιστορίες καθημερινές που χτυπούν τις πόρτες μας, και μας κάνουν να μάθουμε το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής.
Η συγγραφέας, μέσα από τις γνώσεις και τις εμπειρίες της, μεταφέρει από καρδιάς ιστορίες ανθρώπων ξεχωριστών, που παλεύουν με το μεγαλείο της ψυχής τους και βγαίνουν νικητές!
Η Μάρω Βαμβουνάκη γράφει στον πρόλογο: "Οι ήρωες της Σίσσυς είναι πλάσματα διαλεγμένα και διαλεχτά από χώρους δύσκολους, όπου η ίδια καθημερινά κινείται και εργάζεται, καταφύγια ψυχών γονατισμένων, αποθήκες βίων [...], πλάσματα άγια και δαιμονισμένα, στην άκρη της καταστροφής που γίνεται και άκρη του μεγάλου άλματος, μισοχαμένα και μισοσοφά, κανείς μας δεν είναι ολάκαιρος και σώος στον κόσμο τούτο, όλοι μονάχα δυνάμει είμαστε ακέραιοι. Μας ξεναγεί σε κόσμους σκιερούς με φως, φωτεινούς με σκιές, σε χορό μαρτύρων ή μασκαράδων, που μοιάζει μεν από την επιπολαιότητά μας πάντα για πρόβα, αλλά που εντέλει Ζωή, η μόνη!"
Οι Εκδόσεις Αρμός σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου της Σίσσυς Κόσσυβα ΑΓΑΠΗΣ ΕΠΑΙΤΗΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΞΕΝΟΣ το Σάββατο 31 Μαρτίου 2012, στις 12 το μεσημέρι στο βιβλιοπωλείο του Αρμού (Μαυροκορδάτου 11, Αθήνα)
Για το βιβλίο θα μιλήσουν π. Σπυρίδων Βασιλάκος, θεολόγος, Δ/ντης Ρ/Σ Ιερ. Μητρ. Θηβών & Λεβαδείας Μιχάλης Λεβέντης, ποιητής, ψυχολόγος, φιλόλογος Γεώργιος Κ. Παπαγεωργίου, Συντονιστής Δ/ντης Β' Χειρ. Κλινικής Γ.Ν. Α. "Ο Ευαγγελισμός" και η συγγραφέας Αποσπάσματα θα διαβάσει η Ελένη Ζιώγα, ηθοποιός, σεναριογράφος, στιχουργός
Η ζωή είναι γλυκιά, γλυκιά, γλυκιά Adrián González da Costa
I
Ο δρόμος είναι φαρδύς σαν θλιμμένη μέρα. Ανδρες με βαμβακιένιο χαμόγελο και φανταστικές γυναίκες διασταυρώνονται -έρχονται από μακριά, πάνε οπουδήποτε- μαζί μου! Οχι. Μην με ρωτάτε τίποτα. Με κοιτάζουν όλοι σαν να έφερνα νέα από τον Κύριο στις πόρνες. Και δεν βλέπουν ότι στο στήθος έχω ένα δάκρυ, ένα δάκρυ που διασχίζει, εδώ, το στήθος.
Χθες ήμουν ευτυχής, όμως όχι πια. Η ευτυχία σαν ένα χρυσό δαχτυλίδι με συναντά στο δρόμο μόνο μου. Ηρθε ο κάτοχός του να ρωτήσει γι' αυτό. Ηρθε ο κάτοχός του να ρωτήσει γι' αυτό.
La calle es larga como un día triste. Hombres con la sonrisa de algodón y mujeres fantásticas se cruzan - viene de lejos, van a donde van - conmigo. No. No me pregunten nada. Me miran todos como si llevase noticias del Señor en las pupilas. Y no ven que en el pecho traigo un llanto, un llanto atravesado, aquí, en el pecho.
Ayer era feliz, pero acabo. Felicidad como un anillo de oro que me encontrara por la calle a solas. Vino su dueño a preguntar por él. Vino su dueño a preguntar por él.
II
Κάθε νύχτα ονειρεύομαι ότι είμαι άλλος. Και κάθε μέρα ξυπνώ ο ίδιος. Oσο μακριά κι αν εισέλθουν τα πλοία μου χαμένα απ' το όνειρό μου στη νυχτερινή αναζήτηση εθνών και κέντρων, κάθε πρωί είμαι ο ίδιος άνθρωπος.
Τ' αρώματα, τ' αποκτηθέντα μετάξια, πιθαμή προς πιθαμή, στα μαγαζιά, και τ΄αγοραστά κοσμήματα που φόρτωσα ξημερώματα, πού είναι; Πού είναι αυτός ο πλούτος όταν ξυπνώ; Πού είναι αυτός ο έρωτας;
Ονειρεύομαι; Oχι. Δε θέλω να ονειρεύομαι άλλο πια. Θα καούν τα πλοία μου ως το τελευταίο. Θυμός που δεν είναι όνειρο, όπως όλα.
Todas las noches sueño que soy otro. Y todos los días amanezco igual. Por lejos que se adentren mis navíos perdidos de mi sueño en la procura nocturna de naciones y de emporios, cada mañana soy el mismo hombre.
¿Los perfumes, las sedas que adquirí, palmo a palmo, en las tiendas, y las joyas pagadas que embarque amaneciendo, en dónde están? ¿En dónde esa riqueza al despertarme? ¿Dónde esta ese amor?
¿Soñar? No. Ya no quiero soñar más. Ardieran mis navíos hasta el último. Rabia de no ser sueño, como todo.
III
Eκλεισα την πόρτα και, αβίαστα, κατέβηκα ένα ένα τα σκαλιά της ίδιας σκάλας προς τοn δρόμο, προς τον ίδιο δρόμο, με την ίδια πορτοκαλιά στο χoλ, σάπια κι άτυχη.
Ζω στο ίδιο διαμέρισμα πάντα. Πάντα κατεβαίνω να πιω στο ίδιο μπαρ. Και δεν πειράζει τι αλλάζει, συνεχίζει έτσι. Αν άλλαζα διαμέρισμα, σκάλα, θα 'χα αλλάξει μόνο σκάλα, διαμέρισμα. Το υπόλοιπο ποτέ δεν αλλάζει, συνεχίζει μες το κεφάλι μου, όπως πριν.
Δεν ξέρω τι να κάνω, πού να πάω, ούτε πώς. Περνώ τις μέρες με έμμονες σκέψεις.
He cerrado la puerta y he, sin prisas, bajado uno a uno los peldaños de la misma calle, con el mismo naranjo ante el portal, podrido y pobre.
Vivo en el mismo cuarto desde siempre. Siempre bajo a beber al mismo bar. Y no importa qué mude, sigue así. Si cambiara de cuarto, de escalera, sólo habría cambiado de escalera, de cuarto. El resto nunca muda, sigue dentro de mi cabeza, como antes.
No sé qué hacer, adónde ir, ni cómo. Llevo días pensando obsesionado.
IV
Εχω μάτια γεμάτα αναμνήσεις. Οπου κι αν στραφεί το βλέμμα, σαν κάποιον που κοιτά μέσα από γυαλιά μ' έναν λεκέ στο κρύσταλλο, ο κόσμος εμφανίζει ένα μόνιμο γνώρισμα: την εικόνα του προσώπου σου να μου χαμογελά.
Ετσι ζω έχοντας εμμονές με το πρόσωπό σου, αφού κάθε πρόσωπο είναι δικό σου, παρόμοιο σχεδόν, όμοιο ως τη σύγχυση και τη συναφή έκφραση.
Χαιρετώ με έκπληξη τον διαβάτη που δεν γνωρίζω, και μιλώ μόνος στον δρόμο, ενώ βυθίζομαι σε μια θάλασσα προσώπων που είναι ένα κι είναι το δικό σου.
Tengo los ojos llenos de recuerdos. Adondequiera que la vista vuelva, como quien mira a través de gafas con una mancha en el cristal, el mundo presenta inconfundible un sello fijo: la imagen de tu rostro sonriéndome.
De tal manera vivo obsesionado con tu cara, que toda cara es tuya, similar más o menos, parecida hasta la confusión y el gesto idéntico.
Saludo con sorpresa al transeúnte que no conozco, y voy hablando a solas por la calle, hundiéndome en un mar de rostros que son uno y es el tuyo.
V
Αυτός ο τρόπος να πράττω, να είμαι, συνεχώς, ξαναδιαβάζοντας σελίδες, ανακινώντας στάχτες, και γκρινιάζοντας. Αυτός ο τρόπος να ζω πεθαίνοντας δίχως τελικά να φθάνω στο θάνατο αλλά αρχικά, να θυμάμαι. Αυτός ο μάταιος, σιωπηλός τρόπος να εξετάζω τα γεγονότα της ζωής μου και να γελοιοποιούμαι για όλα. Γελοίος όταν ήμουν γελοίος. Γελοίος όταν δεν ήμουν. Και θα έπρεπε, ίσως, να ήμουν.
Σαν αυτόν που κοιτά μια ξένη ατυχία και συγκινείται, κοιτώ σήμερα τη ζωή μου και με συγκινεί, έκπληκτος και τραγικός. Θεατής με όρεξη να φύγει δεμένος στην καρέκλα, καλεσμένος προσκεκλημένος να δειπνήσω τον εμετό του.
Esta manera de actuar, de estar, continuamente, repasando paginas, removiendo cenizas, y quejándome. Esta manera de vivir muriendo sin llegar a la muerte por el fin sino por el principio, recordando. Esta manera inútil, silenciosa, de examinar los hechos de mi vida, y encontrarme ridículo por todo. Ridículo por cuando fui ridículo. Ridículo por cuando no lo fui. Y tendría, tal vez, que haberlo sido.
Como quien mira una desgracia ajena y se conmueve, miro hoy mi vida y me conmueve, asombrado y trágico. Espectador con ganas de marcharse al que amarraron a la silla, huésped invitado a cenar su propio vómito.
VI
Με αγρυπνούν τα πιο οικεία σεντόνια, τα πιο όμορφα στήθη με το πορφυρό τους, οι απίστευτες καμπύλες κάποιων μηρών. Με σημαδεύουν οι φωνές κάποιων χειλιών, το σκούρο εμπόδιο της αϋπνίας. Με καταδιώκουν οι μέρες κι οι νύχτες που πέρασα δίπλα σου μέσα από τις ώρες και τις νύχτες.
Στις άδειες σάλες των ονείρων μου, τα τακούνια σου ηχούν καθαρά.
Me vigilan las sabanas más hondas. los senos más hermosos con su púrpura, las curvas imposibles de unos muslos. Me señalan las voces de unos labios, el salitre moreno del insomnio, el aroma que rompe los sentidos. Me persiguen las horas y las noches que he pasado a tu vera a través de las horas y las noches.
En las salas vacías de mis sueños, tus tacones resuenan claramente.
VII
Υπάρχει ένα σαφές σούσουρο στην απουσία σου. Πιάνεται απ' το άρωμά σου, στα πράγματα, και σιγά σιγά μεγαλώνει, αργά, ώσπου να γεμίσει σπίθες ο αέρας ώσπου να καεί ο αέρας στους πνεύμονες.
Τίποτα δεν επιζεί στα αποχαιρετιστήρια λόγια σου, στο ξαφνικό κλείσιμο της πόρτας, στο βρόντο των αντίων σου.
Δε ξέρω τι φοράς -αν το φοράς- ή τι σ'ακολουθεί -αν σ' ακολουθεί κάτι-, μα καθώς οι ώμοι σου απομακρύνονται, ιδρώνω. Και τα κρίνα μουρμουρίζουν ενώ μαραίνονται.
Hay un murmullo nítido en tu ausencia. Prende de tu perfume, entre las cosas, y poco a poco va creciendo, lento, hasta cubrir de crepitar el aire, hasta quemar el aire en los pulmones.
Nada le sobrevive a tu palabra de despedida, al cierre repentino de la puerta, al portazo de tus adiós.
No sé lo que te llevas - si lo llevas - o qué te sigue - si te sigue algo -, pero al verse alejar tus hombros, sudo. Y los lirios murmuran marchitándose.
VIII
Ηδη ξέρεις πως εγώ, αφού δεν διαβάζω εφημερίδες ούτε ακούω άγρυπνες ομιλίες στο ράδιο, συνηθίζω να πιστεύω ακριβώς όσα αφηγούνται τα μάτια σου στο μπαρ Indias. Ο καφές σ' αυτό το μπαρ δεν είναι καφές, είναι άλλη εντολή -δική σου και δική μου-. Μια πράξη στην οποία ο Θεός μερικές φορές ντύνεται παιδικά και μας ρωτά αν θα θέλαμε κάτι, οτιδήποτε, ζάχαρι, για παράδειγμα. Ερώτημα αυτό στο οποίο μαζί, γελώντας, απαντάμε πως δε θέλουμε τίποτα προς το παρόν, πως η ζωή μας είναι γλυκιά, γλυκιά, γλυκιά.
Tú ya sabes que yo, como no leo periódicos ni escucho las tertulias insomnes de la radio, acostumbro a creer religiosamente cuanto cuentan tus ojos en el bar de Indias. El café de ese bar no es un café, es otro mandamiento - tuyo y mío -. Un acto en el que Dios a veces viene vestido de muchacho y nos pregunta se querríamos algo, alguna cosa, azúcar, por ejemplo. Cuestión esta a la que juntos, riendo, respondemos que no queremos nada por ahora, que nuestra vida es dulce, dulce, dulce.
Ο Adrián González da Costa είναι γιος ενός Ισπανού και μιας Πορτογαλίδας, και μέσα από αυτά τα οκτώ ποιήματα τα οποία περιλαμβάνονται στην ποιητική συλλογή του Rua dos douradores, προσπαθεί να ενώσει την ισπανική με την πορτογαλική λογοτεχνία. Είναι γραμμένα σε εντεκασύλλαβους χωρίς ομοιοκαταληξία.
Στα πρώτα τέσσερα ποιήματα ο ποιητής επικεντρώνεται στο λυρικό εγώ και κυριαρχεί ο συλλογισμός του. Κατά κάποιον τρόπο λειτουργούν ωσάν ένας εσωτερικός μονόλογος μέσα από τον οποίο γίνονται ορατά κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητάς του: ρομαντισμός, αίσθημα φυγής, αμφιβολία. Ο υλικός κόσμος δεν οδηγεί στην ευτυχία που κάποτε ένιωθε ο ποιητής˙ ευκαιρίες που δεν άδραξε και χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Η ευτυχία παρομοιάζεται με χρυσό δαχτυλίδι, το σύμβολο του κύκλου, του αέναου, των επαναλαμβανόμενων καταστάσεων της ζωής. Μιας ζωής, μερικές φορές μονότονης, δίχως έρωτα, όπου είναι και το θέμα στο οποίο επικεντρώνεται με τα τέσσερα τελευταία ποιήματα. Ποιήματα ερωτικά, με επίκεντρο το θηλυκό εσύ. Εμμονές, απογοήτευση από τις καταστάσεις που βιώνει, απουσία αλλαγών, καταδίωξη, απουσία -του ερωτικού αντικειμένου- διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Εντούτοις, η ζωή δεν σταματά, και είναι γλυκιά... μτφρ.: Βιργινία Χορμοβίτη
Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρύζει τα Μνημούρια, και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι -φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα- κατέβαινε το βράδυ-βράδυ η γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν, διά να πλύνη τα μάλλινα σινδόνια της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα. Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, διά να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κ' αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.
Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.
Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα. ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών. αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει. ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη. Της είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά.
Πλησίον αυτής, η γριά-Λούκαινα εθήτευε τώρα, εις το γήρας της, και δι' αυτήν επήγαινε τον κατήφορον, το μονοπάτι, διά να πλύνη τα χράμια και άλλα διάφορα σκουτιά εις το κύμα το αλμυρόν, και να τα ξεγλυκάνη στο Γλυφονέρι.
Η γραία έκυψεν εις την άκρην χθαμαλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα απόχρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα. Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην - είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος - ήκουον μόνον την φλογέραν, κ' εκοίταζον να ίδωσι που ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, κρυμμένος μεταξύ των θάμνων, μέσα εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού.
Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κ' έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν. Μία φώκη, βόσκουσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μυρολόγι της γραίας, εθέλχθη απότον θυρυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κ' ετέρπετο εις τον ήχον, κ' ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάννα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, διά να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όπως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν. και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της. κ' επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι διά να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και είχε νυκτώσει ήδη.
Η μικρά κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομίσκος εγίνετο ακόμη πλέον απόκρημνος. Έβαλε μίαν φωνήν, κ' επροσπάθει ν' αναβή, να επιστρέψη οπίσω. Ευρίσκετο επάνω εις την οφρύν ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα ανδρός υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισεν πάλιν προς τα κάτω, κ' εδοκίμασε να καταβή. Εγλίστρησε κ' έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ήτο τόσον βαθύ όσον και ο βράχος υψηλός. Δύο οργυιές ως έγγιστα. Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή. Ο βοσκός ήκουσεν ένα πλαταγισμόν, αλλά εκείθεν όπου ήτο, δεν έβλεπε τη βάσιν του βράχου και την άκρην του γιαλού. 'Aλλως δεν είχε προσέξει εις την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της.
Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κ' εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.
- Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.
Κι εξακολούθησε το δρόμο της.
Κ' η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.
Κ' η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μυρολογά, πριν αρχίση το εσπερινόν δείπνον της.
Το μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:
Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γριά-Λούκαινας.
Φύκια 'ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της...
Κ' η γριά ακόμα μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου.
Η Ακριβούλα, ένα εννιάχρονο κορίτσι, εγγόνι της γρια-Λούκαινας, παγιδεύεται μέσα σε μια στιγμή μουσικής μαγείας και χάνει οριστικά την ίδια τη μαγεία της ζωής. Με μια κραυγή, ένα απλό "μπλουμ", συντελείται το πέρασμα από τη μαγεία της ζωής στο έρεβος του θανάτου. Ακολουθεί ο θρήνος, όχι από ανθρώπινη ύπαρξη αλλά από μια φώκια. Ο θάνατος της Ακριβούλας πνίγηκε στην άγνοια των άλλων. Η ζωή όμως, δε σταματάει. Συνεχίζει, με όλα της τα βάσανα, τη δική της πορεία.
Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου.
Nα πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να 'χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό, αυτό το "θα μπορούσαμε" είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο. "Σα να 'χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμο"...Απόσπασμα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη "Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη"
Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851 και γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δύο πέθαναν μικρά) και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά του διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, που τη διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού. Φοίτησε (με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών δυσκολιών) στο Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, τον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός, άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του τού στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν πήρε το δίπλωμά του στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις τέσσερις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες και του παραστάθηκαν με αφοσίωση, σε όλες τις δύσκολες στιγμές του, όπως όταν απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο. Οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές και σύντομα αναγκαζόταν να επιστρέψει στην Αθήνα.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (4 Μαρτίου 1851 - 3 Ιανουαρίου 1911) ήταν κορυφαίος Έλληνας λογοτέχνης, επονομαζόμενος «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων». Έγραψε ηθογραφικά διηγήματα και μυθιστορήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του: "Eγεννήθην eν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. εβγήκα απὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ' ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη "ἡ Μετανάστις" ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν "Σωτήρα". Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη "Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν" εἰς τὸ "Μὴ χάνεσαι". Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας."
"Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα. Tα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Mουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Kαι τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα, αφού ο παπα-Γιώργης που μας τα 'δινε δε μας μετρούσε με τη μεζούρα. O κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου. H ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο και την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου μπόρεσα να την αγκαλιάσω. Tα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες μέχρι να χαθεί, γιατί θ' αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο. Tηλέφωνο ούτε ακούγαμε ούτε βλέπαμε. Για να το δει κανείς, έπρεπε να φάει ξύλο. Aν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου• αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Tο φαΐ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα. Kλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις. Tο μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα, κι αυτό γιατί ο μπαμπάς της τσιγγουνευόταν να τους τη δώσει κι αφού εκείνη προηγουμένως τους είχε κλέψει την καρδιά". www.pktsitsimelis.gr
Τι να γράψει κανείς για ένα βιβλίο σαν κι αυτό; Τι να γράψει και να μην το αδικήσει εννοώ; Λόγω των συνεχόμενων απουσιών στο εξωτερικό αυτό το αριστούργημα το πήρα στα χέρια μου πριν λίγες μόλις μέρες και το καταβρόχθισα. Ρούφηξα σκηνή τη σκηνή, αστείο το αστείο, δράμα το δράμα, την κάθε σελίδα του και το άφησα με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Ναι, ο Σουρούνης είναι μεγάλος μάστορας, ένας παραμυθάς των μοντέρνων καιρών που πιάνει τον αναγνώστη από το λαιμό από την πρώτη σελίδα και δεν τον αφήνει να ανασάνει μέχρι την τελευταία. Που τον αναγκάζει να διαβεί λέξη τη λέξη τα μονοπάτια των σκέψεων και των αναμνήσεών του, κάνοντάς τες δικές του, ένα κομμάτι από τη δική του ζωή. Η οδός Μουσών όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα που περιγράφει είναι ένας ολόκληρος κόσμος από μόνη της, ένας κόσμος που συνεχώς αλλάζει μα παραμένει ο ίδιος -όπως οι δύο παπά-Γιώργηδες, με το ίδιο όνομα, αλλά τόσο διαφορετικοί- ένας κόσμος που ορίζουν οι γριές και τα παιδιά, το χθες και το σήμερα. Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που θα μπορούσαν να αναπλάσουν με τόση απλότητα και τόση πειστικότητα το χθες, χωρίς αμπελοφιλοσοφίες, με ένα βλέμμα παιδικό, που όλα τα βλέπει μα λίγα καταλαβαίνει αρχικά, μ’ ένα βλέμμα που σιγά-σιγά αρχίζει να χάνει την αθωότητα, αλλά όχι την ανθρωπιά του. Την ανθρωπιά του, γιατί ναι, ένα βιβλίο για τους ανθρώπους είναι το «Μονοπάτι στη θάλασσα»: για τους πρόσφυγες, για τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους, για τους αντάρτες και τους δωσίλογους, γι’ αυτούς που δεν ξέρουν την αλφαβήτα, αλλά που μπορούν άνετα να διαβάζουν τα μελλούμενα. Οι χαρακτήρες που έχουμε εδώ είναι πλούσιοι, πολύχρωμοι: ο μικρός Αντώνης που δεινοπαθεί μέχρι να μάθει να προφέρει το ρ, οι φίλοι του που ο ένας ξεπερνά τον άλλο σε ζαβολιές, η καλή του η μάνα που δεν κουράζεται να ράβει ρούχα, ο πατέρας του που χάνει τη μια δουλειά μετά από την άλλη, οι θείοι του οι έμποροι και ο άλλος, ο χαφιές, ο θυμόσοφος παππούς, κι εκείνη η γιαγιά που μοιάζει στο πρόσωπό της να συγκεντρώνει τον κόσμο όλο. Ο αφηγητής, με την παιδική ματιά και την παραμυθητική διάθεση, δε φαίνεται να νοσταλγεί τον κόσμο εκείνο, που ολοκληρωτικά πια χάθηκε, αλλά να τον αναπλάθει: να του δίνει τη δική του φωνή, να το χρωματίζει με τα δικά του χρώματα. Ναι, τίποτα δεν έμεινε το ίδιο, αλλά τα πράγματα καθόλου δεν άλλαξαν: οι φίλοι παρέμειναν φίλοι κι ακόμη κόβουν βόλτες στα στενά του Κουλέ Καφέ, πίνουν τα τσίπουρά τους, καλαμπουρίζουν, βγάζουν τη γλώσσα ακόμη και στο θάνατο. Δε θα σας μεταφέρω ατάκες και περιστατικά, δε θα σας μιλήσω καν για τα γεγονότα που αφηγείται ο συγγραφέας. Θα πω μονάχα ότι αυτό είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσετε. Για να θυμηθείτε ίσως τα δικά σας παιδικά χρόνια, για να γελάσετε με την καρδιά σας, για να αναλογιστείτε ποια είναι εκείνα τα πράγματα που τελικά αξίζουν στη ζωή. Ο Αντωνάκης Σουδούνης, με τον ιδιαίτερο δικό του τρόπο, έχει πολλά να σας πει. Ακούστε τη φωνή του. Λακης Φουρουκλας
Η Οδός Μουσών της Θεσσαλονίκης είχε μονάχα όνομα. Χάρη δεν είχε και μεγάλη. Της έγινε όμως η χάρη, τελικά, να μείνει στη λογοτεχνική ιστορία, καθώς σε αυτήν μεγάλωσε ο Αντώνης Σουρούνης. Τώρα, λοιπόν, αποφάσισε να επιστρέψει στους χλωρούς παραδείσους της παιδικής του ηλικίας. Και έκλεψε την καρδιά μας. Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζουμε ένα λογοτέχνημα για τα παιδικά χρόνια (τα ανέμελα, τα αθώα, όπως και τα τόσο γεμάτα ανησυχίες, αγωνίες, θλίψεις). Οπως έχουμε όμως επανειλημμένα πει, το θέμα δεν είναι μόνο ΤΙ λες, αλλά, κυρίως, ΠΩΣ το λες. Εδώ, λοιπόν, ο Σουρούνης έκανε το γνωστό θαύμα του. Το είπε με έναν τρόπο εξαιρετικό. Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε ένα είδος αυτοβιογραφίας του συγγραφέα, τουλάχιστον για την πρώτη περίοδο της ζωής του, γραμμένης, ωστόσο, με τρόπο μυθιστορηματικό. Ως φαίνεται, από τους ήρωες της ζωής του είχε πάντοτε μέσα του μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Διότι αλλιώς δεν εξηγείται πώς τους παρουσιάζει τόσο αβίαστα σαν φανταστικούς, ενώ φαίνεται καθαρά πως είναι πραγματικοί. Ούτε εξηγείται, από την άλλη πλευρά πώς ενώ είναι τόσο αληθινοί τόσο υπαρκτοί και τόσο γήινοι είναι, ταυτοχρόνως τόσο απογειωμένοι, τόσο «ιστορημένοι» ώστε να καταλήγουν να είναι και να μην είναι πρόσωπα της αχλής και πρόσωπα του ήλιου. Η αφηγηματική άνεση του συγγραφέα είναι πασίγνωστη και την ξεδιπλώνει κάθε φορά, σε κάθε γραφτό του- μα σε κάθε. Είναι αυτή, η χρυσοφόρος φλέβα του, που μαζί με το ταλέντο του τον βοηθά να κάνει ξεχωριστά ακόμα και τα πολύ μικρά, τα επιμέρους, τα δευτερεύοντα. Στο «Το μονοπάτι στη θάλασσα» παίρνει φόρα. Και απνευστί σχεδόν, τα λέει όλα. Σαν παιδί που προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο γύρω του, που χαίρεται, θυμώνει, ανακαλύπτει, απορεί, εξομολογείται, που αναλογίζεται και απολαμβάνει. Σκηνές γνήσιας παιδικής αθωότητας, προσποίησης και τσαχπινιάς, σκηνές γοητευτικές, αυθεντικές. Προσφέρουν λογοτεχνική συγκίνηση αλλά και δάκρυ και γέλιο. Πληθωρικός ωστόσο όπως είναι, και όπως οι χρυσές αναμνήσεις του έχουν μέσα του όλες ένα μεγάλο ειδικό βάρος, ξεχνά να σταματήσει, ξεχνά να επιλέξει, ξεχνά να συμπυκνώσει, να γεμίσει το βιβλίο ανατάσεις και υφέσεις, καμπύλες και ευθείες. Βεβαίως, αν πρόκειται για τον Αντώνη Σουρούνη με την τόσο γνήσια γραφή, ακόμη και αυτό κοντεύει να περάσει απαρατήρητο. Αντώνη Σουρούνη, Το μονοπάτι στη θάλασσα many-books.blogspot.com
Μου πήρε σχεδόν μια βδομάδα να διαβάσω το "Μονοπάτι στη θάλασσα" (651 σελίδες-Καστανιώτης). Προσπαθώ να σκεφτώ γιατί το χαρακτηρίζει ως μυθιστόρημα, αφού είναι η ίδια η ζωή του, τουλάχιστον ένα μέρος της. Ο συγγραφέας, μεγάλος πια, γυρίζει με την ανάμνηση στα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Με την οδό Μουσών αρχίζει και με την οδό Μουσών τελειώνει το βιβλίο. Εκεί γεννήθηκε, το 1942, εκεί ξαναγυρίζει μετά από χρόνια για να τη δει πια με άλλα μάτια, να βρει το τέρμα της, που μικρός δεν το είχε εντοπίσει ποτέ. Ένας ολόκληρος κόσμος ζωντανεύει, η γειτονιά, παππούδες και γιαγιάδες, θείοι και θείες, φίλοι, αλάνες και παιγνίδια, φτώχια και αγώνας για την επιβίωση, η Θεσσαλονίκη εκεί γύρω στα 1950 παίρνει με τη λογοτεχνική της μετουσίωση τη μονιμότητα που δίνει στα πράγματα η απεικόνισή τους στην τέχνη. Από τις 651 σελίδες του βιβλίου οι 590 περιγράφουν τη ζωή του συγγραφέα στα χρόνια του δημοτικού και μόνο οι 60 τελευταίες μας δίνουν, με κάποια μελαγχολία, το τέλος όλων αυτών των προσώπων που μας είχαν συντροφέψει, το σκόρπισμα της οικογένειας, τους θανάτους, το ανέμελο παιδί που έχει γίνει πια ώριμος άντρας. Ο πατέρας του Μικρασιάτης, είχε έρθει μικρός από τη Σμύρνη. Τους γονείς του τους είχαν σφάξει οι Τούρκοι. Μας το επαναλαμβάνει αρκετές φορές ο Σουρούνης, χωρίς τραγικότητα, με την ανεμελιά του παιδιού που όσα έχουν γίνει πριν από τη γέννησή του φαντάζουν στα μάτια του πολύ μακρινά και χωρίς μεγάλη σημασία. Πιο πολύ απασχολεί και βασανίζει το μικρό Αντώνη η αδυναμία του να προφέρει το ρ, οι φίλοι, το πρωτοξύπνημα της σεξουαλικής επιθυμίας. Αδύνατο να μιλήσει κανείς για όλα τα πρόσωπα κι όλα τα γεγονότα του βιβλίου, που προχωρεί συνειρμικά, όχι με χρονολογική σειρά, με σκέψεις που η μια ανασύρει στην επιφάνεια σωρό άλλες. Κάποτε οι παρεκβάσεις γίνονται τόσο μακρές που ξεχνάς από πού ξεκίνησε, με πιο χαρακτηριστική την εξής: Στη σ. 43 ο μικρός Αντώνης, έχοντας πάει στο σχολείο για να πάρει το απολυτήριο του δημοτικού, γυρίζει στο σπίτι λυπημένος, λέγοντας στους δικούς του ότι ο διευθυντής του σχολείου για να του δώσει το χαρτί απαιτούσε την καταβολή εκατό δραχμών. Ο πατέρας ξεκινάει οργισμένος με τον μικρό. Ε, λοιπόν, στο σχολείο θα φτάσει στη σ. 559! Αυτές οι παρεκβάσεις, η μια κουβέντα που φέρνει την άλλη, η μια ανάμνηση που τραβάει τη γειτονική της, αποτελούν μεγάλο μέρος της γοητείας του βιβλίου. Πέρα από την οικογένεια, τον πατέρα, με τον οποίο ο συγγραφέας μικρός φαίνεται να έχει μια ιδιαίτερη σχέση, τη μητέρα, μια σεμνή, καλοσυνάτη παρουσία, τον παππού, τη δυναμική γιαγιά που μεταξύ άλλων έριχνε τα κότσια και προμάντευε το μέλλον, θείους και θείες, τη μικρή αδελφή που η επιβίωσή της αποδόθηκε σε θαύμα, κυρίαρχη θέση στο βιβλίο έχουν οι φίλοι, οι παιδικές συντροφιές, γνωστοί περισσότερο με τα παρατσούκλια τους: Ο Λεκές, ο Αλιάμπρας, το Χέλι, ο Σερπετός και άλλοι ακόμα, πρωταγωνιστούν μαζί με τον συγγραφέα στο βιβλίο και αρκετοί απ' αυτούς, με τα ίδια παρατσούκλια, τον συντροφεύουν και στη μελαγχολική έξοδο, αν και ακόμα κι εδώ δεν λείπει το χιούμορ. Τη Θεσσαλονίκη ελάχιστα την ξέρω. Αλλά όταν θα ξαναβρεθώ εκεί θα ψάξω να βρω την οδό Μουσών, το Γεντί Κουλέ, το Κουλέ Καφέ, τον Ταξιάρχη...Ή μήπως είναι καλύτερα να τα κρατήσω στη σκέψη μου με τη μυθιστορηματική χρυσόσκονη με την οποία τα πασπάλισε ο Σουρούνης; anagnostria.blogspot.com
Αντώνης Σουρούνης: Η καρδιά! Αυτή σε οδηγεί! Εγώ δεν πιστεύω ότι γράφεται με το μυαλό ένα βιβλίο. Με την καρδιά γράφεται!
Είχε γεννηθεί λοιπόν στη Μουσών, έχοντας δεξιά του την Ιωλκού, αριστερά του την Καλλιόπης και παραδίπλα την Αιόλου. Οι άνεμοι τον πήραν και τον σήκωσαν. Στη δεύτερη τάξη του Δημοτικού κατάλαβε, ότι αυτό που του άρεσε πιο πολύ απ' όλα να κάνει, ήταν να γράφει εκθέσεις. Τους το ‘λεγε τότε, αλλά δεν τον πίστευε κανείς. Μέχρι το 1977 όταν βγήκαν από τη «Νέα Εγνατία» «Οι συμπαίχτες». Για να ακολουθήσουν τα «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης», «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου», «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι», «Το Πάσχα στο χωριό», «Υπ' όψιν της Λίτσας», «Ο χορός των Ρόδων», «Το μπαστούνι», «Μισόν αιώνα άνθρωπος», «Γκας ο γκάγκστερ», οι «Κυριακάτικες ιστορίες»… Τον είπαν «ξαδέλφι του Λόντον και του Μπλαιρ Σαντράρ», έλληνα Μουκόφσκι και Κέρουακ, αλλά ο Αντώνης Σουρούνης δεν έχει όμοιό του, διότι απλούστατα δεν μοιάζει κανενός. Επειδή γράφει όπως μιλάει και όπως ζει, με την καρδιά, με τη ζωή και το αίμα του και αυτό αφ' εαυτού του διαθέτει κάτι το ανεπανάληπτο και μοναδικό. Όπως και το καινούργιο του, απολύτως αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, «Το μονοπάτι στη θάλασσα», που κυκλοφορεί από τον «Καστανιώτη». Τον γνώρισα με «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου», όταν ήμουν είκοσι χρονών. Την πρώτη συνέντευξη την κάναμε για το βιβλίο «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι». Θυμάμαι ακόμα την αφιέρωση στην πρώτη σελίδα «στην καλύτερη συμπαίχτρια που είχα ποτέ». «Το μονοπάτι στη θάλασσα» από τους πρώτους το πέρασα. Εξάλλου το δηλώνω, εκτός από φίλος μου, είναι και ο συγγραφέας μου. Και όσο το έγραφε, φοβήθηκα πολύ. Το τολμηρότερο συγγραφικό επιχείρημα, του επαναλάμβανα: ψυχαναλυόμενος ταυτοχρόνως και ψυχαναλυτής. Ετσι γυρνούσε για τρία χρόνια, με την καρδιά ανοιχτή. Τώρα έχει τελειώσει. «Αλίκη, επιτέλους». Κάθομαι απέναντί του και διαβάζω την αφιέρωση: «Σε όλες τις Αλίκες και σ' όλους τους αλήτες του κόσμου που ζούνε ακόμα στη Χώρα των θαυμάτων». Πίνουμε τσίπουρο (σχεδόν όπως πάντα) και συζητάμε για το βιβλίο (αυτή τη φορά με μαγνητόφωνο ανοιχτό). Για το βιβλίο της ζωής του. Για ένα περίεργο και μαγικό βιβλίο. Που του επέτρεψε να ξαναδεί όλους του τούς νεκρούς. Και ν' αγκαλιάσει τη γη. Για άλλη μια φορά, μέσα από τη γραφή κι όχι μέσα από το ταξίδι. Να περάσει και πάλι όλη τη Τσιμισκή μ' εκείνο το ποδήλατο βρώμικος και αλευρωμένος για να καταρρίψει κατόπιν όλες τις προβλέψεις και όλες τις σιγουριές. Εξάλλου τώρα τι, βλακείες θα λέμε; Σουρούνης και σιγουριές δεν πηγαίνουν μαζί. Πηγαίνει, όμως, μαζί Σουρούνης και Λογοτεχνία. Σπουδαία λογοτεχνία. Σημαντική. Με αναγνώστες οπαδούς. Πιστούς.
- «Το μονοπάτι στην θάλασσα» πόσο επώδυνο, δύσβατο ή αποκαλυπτικό ήταν;
Νομίζω όσο είναι όλα τα πράγματα που ξεκινάνε για πλάκα. Άμα ξεκινήσεις κάτι σοβαρά, ούτε επώδυνο θα ‘ναι, ούτε δύσβατο, ούτε αποκαλυπτικό, ούτε τίποτα. Άμα ξεκινήσεις κάτι για πλάκα, και αυτό αξίζει, ό,τι κι αν είναι αυτό, είτε σχέση, δρόμος, είτε βουνό, είτε θάλασσα, τότε αποκτά την διάστασή του την πραγματική και σου την δείχνει. Αν ξεκινήσεις σοβαρά, όμως, δεν θα σου δείξει τίποτα. Γιατί σου λέει είναι σοβαρός άνθρωπος αυτός, άσ' τον εκεί να παιδεύεται! Εγώ το ξεκίνησα στην πλάκα. Κι έπαθα την πλάκα της ζωής μου.
- Σε ποιο σημείο κατάλαβες ότι δεν είναι για πλάκα το όλο ζήτημα;
Από την αρχή το κατάλαβα. Μόλις είδα τις πρώτες σελίδες, σαράντα θα ήτανε; εξήντα; Ήμουν στην Τήνο ακόμα και είπα ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι για θάλασσα, είναι για κλεισούρα. Είναι για βουνό, να μη βλέπω τίποτα, μόνο βράχους και δέντρα. Εκεί κατάλαβα ότι είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και δεν είναι πια αστείο. Το ότι είπα και στην φίλη μου να με πάει στο Καιμάκ Τσαλάν επάνω στα βουνά στην Μακεδονία (γιατί εκείνη ξέρει από βουνά) και να κατεβαίνουμε σιγά- σιγά και να κοιτάμε ποιο θα μου αρέσει για να μείνω εκεί και να γράψω το βιβλίο.
- Ζητούσε τον χώρο του, δηλαδή.
Ακριβώς! Εκεί κατάλαβα ότι είναι πολύ σοβαρό πια. Εγώ σε βουνό δεν έχω γράψει κανένα βιβλίο! Κανένα! Όλα στη θάλασσα δίπλα.
- Αλλά όλα σου τα βιβλία έχουν διεκδικήσει τον χώρο τους, έτσι δεν είναι; Ο χώρος στις ιστορίες σου παίζει καθοριστικό ρόλο.
Και όλα σε θάλασσα! Όλα! Είναι όντως έτσι όπως το λες. Αυτό που είπες για τα νησιά έχεις δίκιο, γιατί τον Γκας δεν θα μπορούσα να τον γράψω στην Τήνο. Ο Γκας ήθελε Υδρα. Ηθελε αλλιώτικους ναυτικούς. Σκληρούς, πολεμιστές. Κι εκεί πήγα και το ‘γραψα. Όμως εύχομαι να μην ξαναγράψω βιβλίο στο βουνό. Θα τρελαθώ εντελώς.
- Όμως το βουνό το βρήκες…
Μα ψάξαμε την μισή Ελλάδα! Και δεν μου ‘κανε κανένα βουνό, ε γυρίσαμε πάλι στην Λυκαβηττού, στο παλιό μου σπίτι που ήθελα να φύγω. Κι εκεί, όταν βγήκε η φίλη μου ένα Σάββατο για να πάρει φασόλια να κάνω φασολάδα και γυρίζει και μου λέει «κάνει πολύ ζέστη δεν μπορούμε να φάμε αυτό το πράγμα, δεν πήρα κρεμμυδάκια, δεν πήρα και μαιντανό», της λέω «θα πάω εγώ να πάρω», και πήγα σ' ένα μπακάλη κι εκείνος με οδήγησε. Του λέω «‘κανα σπίτι νοικιάζεται εδώ»; Και πηγαίνοντας για να του πω ευχαριστώ, άμα δεν είχα μέσα μου το «ευχαριστώ» για να του το πω, δεν θα έβρισκα το σπίτι για να γράψω το βιβλίο! Γιατί πάνω που τον ευχαριστούσα βλέπω μια φίλη μου Θεσσαλονικιά και της λέω έτσι κι έτσι, τί σπίτι θες, της λέω ένα σπίτι για να γράψω ένα βιβλίο, μου λέει έχω ένα, τον τάφο του Ινδού. Κι εκεί μέσα μπήκα, χώθηκα, και βγήκα μετά από τρία χρόνια.
- Όπου κάποιος, βεβαίως, αν δεν ξέρει, δεν έχει έρθει εδώ, δεν μπορεί να καταλάβει ότι το βουνό μπορεί να είναι σ' ένα σπίτι! Δηλαδή, ξαφνικά να βλέπεις έναν βράχο να μπαίνει σχεδόν μέσα στο… γραφείο…
Τον μεγαλύτερο βράχο! Ναι, έτσι είναι! (Γελά).
- Τι έχασες και τι βρήκες, γράφοντάς το Αντώνη;
Έχασα όλα όσα είχα!
- Αυτό σημαίνει ότι βρήκες και πάρα πολλά.
Βρήκα όλα όσα είχα χάσει. Βρήκα όλους μου τους νεκρούς που μερικοί έρχονταν και στον ύπνο μου. Αλλά τώρα τους βρήκα εγώ, δεν βρήκαν αυτοί εμένα. Είχα πάρει από την αδελφή μου τις φωτογραφίες όλες αυτές τις παλιές και τις είχα μπροστά μου. Τρία χρόνια. Κι έβλεπα τις φωτογραφίες και η έκφρασή τους ήταν διαφορετική κάθε ώρα! Αλήθεια λέω! Άλλος χαμογελούσε, άλλος αδημονούσε, άλλος περίμενε ήσυχος. Δεν έβλεπα ανθρώπους! Ζωντανό κανένα, ούτε φίλους μου, είχα να κάνω μόνο με νεκρούς! Και βγαίνανε, σαν να τους είχα ξεθάψει εγώ και κάθονταν πλάι μου και μου διηγόντουσαν αυτοί τα γεγονότα, τι είχα πει τότε…
- Άλλαξε η εικόνα για τα πρόσωπα και το παρελθόν σου, γράφοντας;
Ναι, άλλαξε. Δηλαδή κι αυτούς που δεν χώνευα, τους μισούσα, τους αγάπησα γράφοντας. Και χωρίς να το καταλάβω μπήκαν και καλά λόγια δικά τους που δεν τα ‘χαν πει ποτέ στη ζωή, και δεν μπήκαν από μένα, μπήκαν απ' αυτούς! Μπορεί να μπήκαν κι από μένα, δηλαδή να σκέφτηκα ότι μπορεί να είχαν κάτι καλό απάνω τους που εγώ δεν είχα δει.
- Ίσως να θέλησαν απ' αυτή τη διάσταση να διορθώσουν την εικόνα τους, να πουν και πράγματα που δεν είχαν πει.
Μπορεί να ‘ναι και τότε που ήμουν πολύ πιο νέος απ' αυτούς και δεν μπορούσαν να φανταστούνε ότι μπορεί να υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη με τις σκέψεις τις δικές μου και τις τρέλες τις δικές μου, κι εφόσον ήμουν έτσι έπρεπε να με πετάξουν στον Καιάδα, έτσι το ‘βλεπαν αυτοί. Εγώ, όμως, δεν έπεσα εκεί κι έγινα αυτό που έγινα, αυτό που τους έλεγα ότι θα γίνω και με κορόιδευαν όλοι. Αυτοί που λέμε ότι ήταν οι κακοί, δηλαδή. Καλά και η μάνα και ο πατέρας μου δεν πίστευαν ότι θα γίνω…. Τότε, δηλαδή, στη δεκαετία του ‘50 να λες ότι «θα γίνω συγγραφέας», στάσου, από πού κι ως πού; Τι είσαι, δηλαδή, που θα γίνεις συγγραφέας. Σπούδασες; Όχι! Θα σπουδάσεις; Όχι!
- Κι εσύ όχι μόνο έγινες, αλλά γράφεις γι' αυτούς, τους κάνεις ήρωες…
Μα γι' αυτό ήρθανε και κάθονταν κάθε ξημέρωμα κοντά μου. Αν δεν θέλανε, δεν θα ‘ρχόντουσαν. Ήταν όλοι στημένοι γύρω - γύρω και περίμεναν να γράψω γι' αυτούς.
- Πού το αφιερώνεις το καινούργιο βιβλίο;
Σε όλες τις Αλίκες και στους αλήτες του κόσμου που ζουν ακόμα στη Χώρα των Θαυμάτων.
- Πάντοτε γράφοντας ξεφλουδίζεις τη ζωή σου. Όλο το έργο σου ένα κατακερματισμένο μυθιστόρημα ζωής όπου «ένα αγόρι γελάει και κλαίει». Τι διαφοροποιείται σ' αυτό το καινούργιο βιβλίο; Εγκαινιάζεται μια καινούργια οπτική ζωής;
Α δεν ξέρω! Σίγουρα μου έχει μάθει πολλά αυτό το βιβλίο. Δεν γίνανε μόνο οι πεθαμένοι καλύτεροι, έγινα κι εγώ καλύτερος για να κουβεντιάζω με τους νεκρούς. Δεν ξέρω! Θα δείξει στο μέλλον.
- Στις σελίδες του, η Θεσσαλονίκη των παιδικών σου χρόνων, ο δρόμος σας η οδός Μουσών αλλά και οι φίλοι, η φτώχεια, τα κορίτσια, η μάνα, ο πατέρας… τρεις εικόνες που για σένα σημαίνουν οδός Μουσών; Θεσσαλονίκη;
Άλλο οδός Μουσών κι άλλο Θεσσαλονίκη. Καμιά σχέση δεν έχει το ένα με τα' άλλο. Είχε παλιά. Δηλαδή από την οδό Μουσών πήγαινες στη λαχαναγορά, πήγαινες στο λιμάνι να δουλέψεις, πήγαινες στην παραλία βόλτα την Κυριακή… Όταν κατεβήκαμε στην παραλία εμείς από την Μουσών, τα γράφω αυτά μέσα, ότι η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που μπορεί να λέμε όλοι οι άνθρωποι να ανέβεις ψηλά, αλλά άμα στο πουν αυτό στη Θεσσαλονίκη είναι κατάρα. Όσο πιο ψηλά πήγαινες, τόσο πιο μεγάλη φτώχια υπήρχε. Και στο Γεντί Κουλέ επάνω στο Εφταπύργιο μένουν οι φυλακισμένοι. Και δίπλα οι γύφτοι. Πού αλλού να πας, δηλαδή, πιο ψηλά; Αλλά όσο κατέβαινες, γινόσουν πιο πλούσιος. Στη ρεματιά από κάτω ήταν οι πλούσιοι. Στην παραλία, οι πιο πλούσιοι απ' όλους. Υπήρχε μια παράξενη κατάσταση στη Θεσσαλονίκη τότε. Σήμερα δεν υπάρχει διαχωρισμός. Οι πλούσιοι αγοράζουν σπίτι στην Μουσών κι έρχονται και κάθονται. Ναι! Τα χτίζουνε έτσι σαν τούρτες με τα χρώματα και με τ' αρώματα και πάν' και κάθονται εκεί. Εμείς τότε στην Μουσών ντρεπόμαστε να πούμε πού μένουμε στο σχολείο. Λέγαμε «λίγο πιο πάνω απ' τον Αη Δημήτρη». Αυτό ήταν το σύνορό μας. Το να δουλεύεις, κιόλας, ήταν ντροπή μεγάλη. Δηλαδή ένα πιτσιρίκι να δουλεύει, δεν επιτρεπόταν. Εγώ που έκανα μεταφορές όταν πήγαινα στο γυμνάσιο που ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζί και πούλαγε κρούστα για κανταΐφι, και γύριζα όλη τη Θεσσαλονίκη με το ποδήλατο αλευρωμένος, έχοντας πίσω ένα μεγάλο ξύλινο ντουλάπι, έτρεμε η ψυχή μου την ώρα που έβγαινα. Γιατί ήμουνα αλευρωμένος, με μια φανέλα, βρώμικος, μήπως με δει ‘κανα κορίτσι. Όποιος δεν δούλευε τότε, είχε αξία. Όπως και σήμερα πάλι. Άμα δούλευες, και μάλιστα τέτοιες δουλειές, ήσουνα ο τελευταίος. Καμιά δεν σε κοιτούσε. Σε απέρριπταν αμέσως.
- Άμα είσαι συγγραφέας, σήμερα, σε κοιτάνε;
(Γελάει με την καρδιά του, δηλαδή, ξελιγώνεται). Είναι τόσο παράξενη κι όμορφη η ζωή. Νομίζω ότι το μόνο που αξίζει, το μόνο, είναι η αγάπη. Χωρίς αγάπη δεν γίνεται τίποτα. Χωρίς έρωτα δεν γίνεται τίποτα. Αλλά πριν απ' αυτά, όμως, για να ερωτευθείς καλά, για να αγαπήσεις σωστά, για να ζήσεις καλά, πάνω απ' όλα πρέπει να εκπληρώσεις το όνειρό σου. Ο,τι σκατά και να κάνεις στα άλλα, δεν μετράει. Μέσα κάπου στο βιβλίο αυτό λέει ο παππούς στον εγγονό που τον ρωτάει «γιατί πονάς, από τι γίνεται και πονάς έτσι. Δεν περνούν οι παλιοί πόνοι με τον καιρό;» «Όχι», λέει «λουφάζουνε και σε περιμένουν να γεράσεις, να γίνεις ανήμπορος για να σου ορμήσουν αλλά δεν είναι οι πόνοι του σώματος αυτοί, της καρδιάς και του μυαλού είναι, άλλοι πόνοι. Ομως αυτό που σε τσακίζει δεν είναι πόνοι, είναι σκέψεις». Λέει «ποιες σκέψεις;» «Οι σκέψεις αυτές που έρχονται όταν γεράσεις και είναι σαν τους κοριούς. Και σε ρωτάνε για αυτά που ήθελες και ποτέ δεν έκανες. Και σε ρωτάνε τα δύσκολα».
- Γράφοντας αυτό το βιβλίο, χρειάστηκε ν' απαντήσεις στα δύσκολα;
Εγώ τα έχω απαντήσει τα δύσκολα στη ζωή μου.
- Ήσουν, όμως, και τυχερός. Έτυχε από πολύ μικρή ηλικία να έχεις ένα πολύ σαφές όνειρο.
Αυτό τώρα μπορεί να το λες τύχη. Τότε όμως; Όλα τα παιδιά έχουν ένα σαφές όνειρο. Όλα θέλουν να γίνουν κάτι. Αλλά στο δρόμο το όνειρο αυτό ξεφτίζει. Για πολλούς λόγους. Από τους γονείς, από την γυναίκα μετά, την γκόμενα… Και λες «χέσ' ‘το τώρα το όνειρο. Όνειρα ήταν αυτά, πάνε. Τώρα είναι η ζωή, η πραγματικότητα». Και νομίζεις ότι αυτό είναι η πραγματικότητα. Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα. Πραγματικότητα είναι να κάνεις αυτό που έχεις ονειρευτεί από μικρός και μετά να αγαπάς, να ερωτεύεσαι, να ταξιδεύεις... Λυπάμαι τους ανθρώπους που δεν έχουνε πραγματοποιήσει το παιδικό τους όνειρο. Το παιδικό όνειρο μετράει, κανένα άλλο. Κανένα. Εγώ ότι θα γίνω καπετάνιος, το είχα πει από πιτσιρικάς. Από 15 χρονών έκανα τα χαρτιά μου να πάω στη σχολή εμποροπλοιάρχων και δεν υπόγραφαν ο πατέρας μου, οι γονείς μου, φοβόντουσαν μήπως χαθώ, μήπως φύγω μακριά τους, και έφυγα ακόμα πιο μακριά τους μετά. Αλλά δεν μπορούσα να απορρίψω αυτό το όνειρο στην ζωή μου. Θα μ' έτρωγε σαν το σκουλήκι που λέει ο παππούς μου. Κι όταν ήμουνα 27 χρονών, όχι 15, από τα 15 πήγα 27, είχα πάει έξω, είχα κάνει κι αλλιώς, διορίστηκα στην τράπεζα κιόλας, δημόσιος υπάλληλος για 20 μήνες! Κι έφυγα! Από την τράπεζα έφυγα, κατ' ευθείαν στα βαπόρια! Κι έγινα τζόβενο στα 27 μου χρόνια!
- Από ‘κεί βγήκε το «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι»;
Όχι, είναι το δεύτερο βαπόρι που πήγα, ένα γκαζάδικο. Αυτό που λέω τώρα είναι στον «Γκας τον γκάγκστερ». Πήγα κι έγινα τζόβενο για να ταξιδέψω στη θάλασσα μ' ένα βαπόρι σκυλοπνίχτης. Ο,τι χειρότερο, το τελευταίο λίμπερτι στην Ελλάδα ήταν, δεν υπήρχε άλλο λίμπερτι. Θυμάμαι το κύμα χτύπαγε στο κατάστρωμα κι έσπαγε λαμαρίνα. Την έσπαγε, τη βούλιαζε το κύμα! Κι έπρεπε εμείς να παραφυλάμε κρυμμένοι σε ένα απάνεμο μέρος και μόλις αποσυρόταν το κύμα με τσιμέντο ταχείας πήξης βάζαμε ένα μουσαμά επάνω και χτίζαμε αμέσως εκεί πέρα το κατάστρωμα για να μην βουλιάξει το βαπόρι. Ητανε τόσο επικίνδυνο και δεν πάθαμε ούτε μια γρατζουνιά! Κανείς! Ενώ στο άλλο πήγα να σκοτωθώ εγώ. Στο γκαζάδικο.
- Η μνήμη σ' αυτό ειδικά το βιβλίο λειτουργεί πολυεπίπεδα, πολυπρισματικά, σα μαγική εικόνα. Είναι ταυτόχρονα συναίσθημα (μνήμη συναισθημάτων), αισθήσεις (εικόνες, μυρωδιές, ακούσματα) αλλά και… ρεζουμέ (απολογισμός, ένα κοίταγμα προς τα πίσω από το μέλλον). Σαν ένας ψυχαναλυτικός περίπατος, μια συνεδρία όπου ασθενής και ειδικός ταυτίζεται. Υπήρξαν στιγμές που νόμισες ότι δεν θα βγεις ποτέ από αυτή την συνεδρία;
Όχι, ήξερα ότι θα βγω κάποτε. Θα μπορούσα όμως να μη σταματήσω καθόλου. Να γράφω μέχρι που να πεθάνω αυτό το βιβλίο. Αυτό το ήξερα. Αλλά ήθελα να βγω. Και κάποια στιγμή λέω, το σταματάω, φτάνει πια. Αφού είχα ένα πακέτο σημειώσεις, τεράστιο, που δεν το άνοιξα καθόλου. Φοβόμουν μήπως κολλήσω και συνεχίσω. Ήθελα να βγω. Είχα κάτσει πολύ με νεκρούς.
- Ένοιωσες κάποια στιγμή να κινδυνεύεις;
Όχι, ίσα- ίσα το αντίθετο. Με χαροποιούσε. Αφού χώρισα με τους ζωντανούς για να είμαι μαζί τους! Με απέρριψαν οι ζωντανοί! Όλοι! Δεν μπορούσαν πια να με ανέχονται. Στα τρία χρόνια που το γράφω τρεις φορές βγήκα έξω με την κοπέλα μου βράδυ. Μια να πάμε σε ένα σινεμά, μια σε ένα μπαλέτο και μια παραμονή Πρωτοχρονιάς για να χορέψουμε σε ένα μαγαζί. Αυτές ήτανε οι τρεις έξοδοι στα τρία χρόνια αυτής της γυναίκας. Ούτε οι φίλοι μου δεν με ανέχονταν πια. Δεν με ενδιέφερε τίποτα από όσα λέγανε. Και έγιναν κουλουβάχατα όλα, άστα μην το κουβεντιάζεις.
- Οι πρώτες εικόνες ζωής σου που θυμάσαι;
Είναι μέσα απ' το σπίτι που γεννήθηκα. Η γιαγιά, ο πατέρας μου στρατιώτης, η μάνα μου,.. Μετά θυμάμαι έξω απ' την πόρτα μας, τον δρόμο. Την Μουσών που ήταν γεμάτη κορίτσια και μαλώνανε ποια θα με ταίσει… αυτό θυμάμαι.
- Ευθύς εξαρχής ήσουν απολύτως βέβαιος πως θα γράψεις. Θυμάμαι ήδη κάποιες γοητευτικές και χαρακτηριστικές… σουρουνικές εκθέσεις. Το παρόν μας εμπεριέχει το μέλλον μας φτάνει να είμαστε ανοιχτοί για να το δούμε;
Ήθελα να γράψω! Δεν ήξερα τι θα πει συγγραφέας. Ήθελα να κάνω αυτή τη δουλειά! Να κάθομαι κάπου και να γράφω! Αυτό ήθελα να κάνω! Τίποτ' άλλο! Αλλά ήθελα να γίνω και καπετάνιος. Να μπω στα βαπόρια. Να μπω στη θάλασσα. Ήθελα να κάνω και πολλά άλλα. Αλλά το σκουλήκι του γραψίματος… Θυμάμαι ο πατέρας μου, όταν διάβαζε τότε στην μάνα μου που μαγείρευε ή σιδέρωνε σε ‘κανα περιοδικό τον Παπαδούκα ή τον Ψαθά κι εγώ είχα την εντύπωση ότι μπορούσα να γράψω καλύτερα απ' αυτούς. Κι ήμουν τόσος! Ακόμα δεν είχα πάει σχολείο! Ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να το κάνω καλύτερο! Αλλά κανείς δεν με πίστευε.
- Η γλώσσα, τα γεγονότα, ο τόπος, ο κοινωνικός ή ο προσωπικός αγώνας, ο κοινωνικός περίγυρος, η ανθρώπινη ψυχή… σε μια ιστορία τι είναι το πρωταρχικό και το πρωτεύον;
Η καρδιά! Τίποτα απ' αυτά! Τίποτα! Η καρδιά! Αυτή σε οδηγεί! Εγώ δεν πιστεύω ότι γράφεται με το μυαλό ένα βιβλίο. Με την καρδιά γράφεται! Το μυαλό μπορεί να κρατάει έτσι μια βίτσα κι όταν ξεφεύγει η καρδιά κατά πολύ να της δίνει μια και να τη βάζει στη θέση της. Αλλά αν ανοίξεις την καρδιά σου, ανοίγουν όλα, τα πάντα.
- Με την καρδιά βλέπεις καλύτερα;
Γι' αυτό κι εγώ είχα γίνει πολύ εριστικός για τρία χρόνια. Γιατί δούλευα εκεί με την καρδιά σπίτι μου και δεν μπορούσα μετά να την αφήσω στο σπίτι και να βγω έξω. Την είχα μαζί μου έτσι όπως έγραφα, πριν από μια ώρα. Παρέμεινε ανοιχτή, δεν την κλείδωνα εγώ για να φύγω, το σπίτι κλειδώνω. Κι ήμουνα ακόμα στην ίδια κατάσταση αυτής της καρδιάς και δεν μπορούσα να ανεχθώ τίποτα από αυτά που δεν ανεχόταν η καρδιά μου. Κι έτσι μάλωσα με όλο τον κόσμο. Γι' αυτό μετά κλειδώθηκα μέσα και δεν έβγαινα να πάω πουθενά. Τίποτα.
- «Τα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Μουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί… η ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο και την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου, μπόρεσα να την αγκαλιάσω»… Αντώνη, ταξιδεύοντας ή γράφοντας την αγκάλιασες τη γη;
Ταξιδεύοντας! Για μένα η πρώτη γνωριμία που πρέπει να κάνεις με τον κόσμο είναι το ταξίδι. Και δεν μιλάμε με αεροπλάνα και μαλακίες που πάνε από δω κι από ‘κεί, λέμε ταξίδι- ταξίδι. Με βαπόρι, με τρένο, και να δουλεύεις κιόλας εκεί πέρα. Βέβαια αλλάξανε τα πράγματα. Δεν θέλω να ταξιδεύω τώρα. Δεν έχω διαβατήριο για πρώτη φορά στην ζωή μου. Δεν θέλω να ταξιδέψω. Αλλά το ταξίδι είναι το μεγάλο σχολείο. Κανείς δεν το σκέφτεται το ταξίδι σήμερα πια. Ήταν τότε στη δεκαετία ‘60, ‘70, που ταξίδευαν όλοι οι νέοι, πάνω - κάτω. Αλλά κι αυτοί έχουν γίνει σήμερα στελέχη επιχειρήσεων. Δεν το χρησιμοποίησαν προς όφελος της ζωής τους, το χρησιμοποίησαν προς κέρδος οικονομικό της ζωής τους. Το ταξίδι είναι το πρώτο. Και το λέω κάπου στο βιβλίο αυτό. Ότι όταν ταξιδεύεις με το αεροπλάνο και πας γρήγορα δεμένος, δεν βλέπεις τίποτα. Σε δένουνε σα να είσαι σκλάβος. Με το τρένο, κάπως καλύτερα. Παλιά ήταν πολύ καλύτερα. Μέχρι κι έρωτα είχα κάνει παλιά μέσ' στο τρένο. Σήμερα δεν έχει τέτοια. Ούτε να καπνίσεις καλά- καλά δεν μπορείς. Παλιά ήταν όλα ελεύθερα, σε μπαρ ήσουνα, σε μπουρδέλο ήσουνα όταν ταξίδευες με τρένο. Μετά είναι - καλά το αυτοκίνητο το απορρίπτω έτσι; - με τα πόδια. Που μπορείς να ξεχάσεις στο δρόμο πού πήγαινες και τι ήθελες να κάνεις. Γιατί συναντάς ανθρώπους, συναντάς πράγματα, θάματα, και μπορείς να μείνεις σε ένα τόπο και να ‘χεις ξεχάσει πού πήγαινες. Αυτός είναι ο σκοπός της ζωής. Κι αυτό είναι το ταξίδι της ζωής. Πήγαινε! Σε περιμένουν παντού! Κι εδώ έρχεται και λέει ο παππούς στον εγγονό για τα σκουλήκια που σε τρώνε γιατί δεν έχεις κάνει στον εαυτό σου τα χατίρια….
- Εσύ του έχεις κάνει τα χατίρια;
Όλα! Όλα! Τα δικά μου, του εαυτού μου τα έχω κάνει όλα. Δηλαδή, δεν έχω κάνει της μάνας μου, δεν έχω κάνει του πατέρα μου, δεν έχω κάνει της γιαγιάς μου, κανενός! Τα μικρά χατιράκια των αγαπημένων ανθρώπων τα κάνεις, δεν είναι τίποτα αυτό, αλλά τα χοντρά χατίρια, αυτά που σου λέει… Ο πατέρας μου τότε μου είπε «αν αφήσεις την τράπεζα εμείς θα πεθάνουμε» και του λέω «εγώ πεθαίνω κάθε μέρα, που πάω να δουλέψω, εσείς θα πεθάνετε μια φορά τουλάχιστον».
- Έχω την εντύπωση ότι εκείνο που ζητώ γι' αυτή τη συνέντευξη βρίσκεται στο καινούργιο σου βιβλίο. «Έτσι αρχίζει το βιβλίο της παιδικής μου ζωής, όμως τελειώνει κάπως αλλιώς, σα να αναποδογυρίζεις ένα πράμα και βλέπεις, όχι ακριβώς τον πάτο του, αλλά μια άλλη του όψη». Ποια ακριβώς όψη ζωής είδες, γράφοντας αυτό το βιβλίο;
Ευτυχώς που δεν είδα τον πάτο. Αν είχα δει τον πάτο θα είχα πεθάνει. Είδα μια όψη της ζωής που υποπτευόμουν ότι υπάρχει μέσα μου, αλλά έλεγα μπορεί να βγει μετά τα εβδομήντα μου. Βγήκε τώρα. Και να σου πω την αλήθεια, εγώ είμαι πολύ νέος για ν' αντέξω αυτό που βγήκε τώρα. Αν ήμουν 75 χρονών θα τ' άντεχα πιο καλά, αν ήμουν πιο κοντά στο θάνατο. Μπορεί να είμαι και σήμερα στον θάνατο κοντά. Αλλά μιλάμε λόγω ηλικίας. Έβλεπα τους νεκρούς που έρχονταν κάθε πρωί να μου μιλήσουνε σαν γείτονες που ζουν εδώ πάρα κάτω. Το λέω αυτό για να πω ότι αυτό το βιβλίο με γέρασε πολύ. Κι από την άλλη με ξανάνιωσε πολύ. Δηλαδή, νιώθω παιδί πια. Δεν ξέρω πως έγινε.
- «Μια άλλη όψη» ζωής, όμως, βλέπεις πάντα όχι μονάχα γράφοντας, αλλά και ζώντας. Ετσι γινότανε πάντοτε;
Κοίτα τώρα βλέπω εκεί μια τσάντα. Μπλε. Μέσα στην τσάντα υπάρχουν κάποια άλλα πράγματα, άσπρα. Έτσι; Ε όλη η ζωή έτσι είναι. Συνήθως βλέπουν τα απέξω. Δεν ενδιαφέρει τους ανθρώπους τι είναι από πίσω απ' τα πράγματα. Δηλαδή, δεν ξέρω αν είναι συγγραφικό προτέρημα αυτό. Αλλά θα ‘πρεπε όλοι οι άνθρωποι να βλέπουν και μέσα απ' τα πράγματα και, προ πάντων, πίσω απ' τα πράγματα.
- Πέντε εικόνες Αθήνας;
Πείνα και φτώχεια! Μεγάλη! Ήταν κι η πρώτη πόλη στη ζωή μου που βρέθηκα και δεν μπορούσα να πιάσω δουλειά. Πουθενά! Εγώ είχα συνηθίσει όπου ταξίδευα στην Ευρώπη, από την πρώτη μέρα έπιανα δουλειά. Αμέσως! Όποια δουλειά να ‘τανε. Δεν μ' ένοιαζε. Σκέψου ότι εγώ που δεν οδηγώ και απεχθάνομαι το αυτοκίνητο, πήγα να πιάσω δουλειά σε ένα μαγαζί που είχε ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Ε και μετά αναγκάστηκα να πάω στο στρατό να φάω. Σκέψου ότι στην Κόρινθο μείναμε 85 μέρες μέσ' στο κέντρο. Κλεισμένοι. Κανένας δεν είχε κάτσει τόσες μέρες μέσα. 85 μέρες! Ο μόνος που δεν πήρε γράμμα ήμουν εγώ. Σε κανέναν δεν είχα πει ότι πήγα φαντάρος. Πήγα για να φάω. Κι όλοι ρεύανε, αδυνάτιζαν, κι ο μόνος που έβαλε δέκα κιλά ήμουν εγώ. Ήθελα να πω ότι, να βλέπεις την ζωή και από την άλλη της μεριά. Πέρασα τόσο καλά εγώ στο στρατό! Όπου και να πήγα πέρασα καλά! Γιατί ποτέ δεν πήγα κάπου με φόβο. Πάντα ήμουν ανοιχτός.
- Τρεις εικόνες που χαρακτηρίζουν ή αντιπροσωπεύουν τον Αντώνη Σουρούνη;
Μια είναι αυτή που βλέπεις τώρα (πίνει τσίπουρο). Η άλλη είναι ότι… καλά ότι μ' αρέσει να μένω μόνος, μ' αρέσει να μένω μόνος. Όχι πάντα. Μ' αρέσει ν' ακούω καλά λόγια. Και να λέω καλά λόγια. Και μ' αρέσει, επίσης, να μ' αγαπάει η γυναίκα που αγαπάω.
- Το παρελθόν είναι για σένα μια σταθερή ή μια κινούμενη εικόνα; Ένα έργο ήδη τετελεσμένο ή ένα ανοιχτό βιβλίο υπό διαμόρφωση;
Κινούμενο. Όλα είναι κινούμενα. Τίποτα δεν είναι σταθερό. Το παρελθόν ανάλογα με το πώς εξελίσσεσαι εσύ, αλλάζει συνέχεια. Είναι ρευστό. Δηλαδή μπορεί να μισούσες κάποιον κάποτε, και σήμερα να τον λατρεύεις. Χωρίς να τον έχεις ξαναδεί ποτέ σου.
- Συγκλονιστικό είναι το κεφάλαιο όπου οι ήρωες της ζωής σου πλέον μεγαλώνουν και ένας - ένας αποχωρούν. Γράφοντας το και βλέποντας τη ζωή του καθενός από απόσταση και από ψηλά ωσεί θεός, τι νομίζεις, ο καθένας έχει την ζωή αλλά και τον θάνατο που του ταιριάζει;
Νομίζω τον θάνατο που μας ταιριάζει, τον έχουμε όλοι μας. Όσον αφορά την ζωή που τους ταιριάζει, για τους δικούς μου λέμε τώρα, μερικοί την έχουνε, μερικοί όχι. Από τους πολύ κοντινούς μου φίλους, οι πιο πολλοί την έχουνε. Αλλά ο θάνατος, είναι αυτός που μας ταιριάζει.
- Αντώνη, δεν ξέρω γιατί, έχω την εντύπωση ότι η οδός Μουσών αλλά και ο συγγραφέας της δεν θα είναι πλέον ο ίδιος μετά από τούτο το βιβλίο. Που οδηγεί τον αναγνώστη, «Το μονοπάτι στη θάλασσα»; Εσένα πού σε οδήγησε;
Εγώ το ‘γραψα γιατί είχα βρει το μονοπάτι μου από πολλά χρόνια πριν. Κι εννοώ το γράψιμο, έτσι; Παιδεύτηκα πάρα πολύ. Λοιπόν το βρήκα. Τώρα, πού θα με οδηγήσει… Δηλαδή πάω πολύ καλά σ' αυτό το μονοπάτι, κατάλαβα ότι αυτό είναι η ζωή μου. Κι ό,τι να μου πούνε, ό,τι να μου δώσουνε, δεν τ' αλλάζω. Αυτό είναι το μονοπάτι το δικό μου. Περπατώ στο μονοπάτι που ονειρευόμουνα να περπατήσω.
- Και περπατώντας σ' αυτό βρήκες και το τέρμα της Μουσών που αλλιώς δεν θα το έβρισκες. Δηλαδή δεν είναι ότι άλλαξαν οι άνθρωποι μέσα σου, άλλαξε ο δρόμος!
Έχεις δίκιο, άλλαξε ο δρόμος!
- Ήταν κάτι που δεν θα μπορούσες να δεις δίχως αυτό το βιβλίο;
Ακριβώς! Και ευτυχώς που το είδα μεγάλος πια, γιατί αν το έβλεπα μικρός ότι είχε τέρμα η Μουσών, θα νόμιζα ότι κάπου θα τέλειωνε κι ο κόσμος. Θα έβρισκα κάστρο και θα σταματούσα εκεί. Ενώ στο μονοπάτι που πήρα εγώ, δεν έχει αρχή και τέλος. Μπαίνεις μέσα κι άμα έχεις τα κότσια, συνεχίζεις. Αν δεν έχεις τα κότσια, αλλάζεις μονοπάτι, πας κάπου αλλού που σε βγάζει στο τέλος. Για σιγουριά κιόλας. Αυτό είναι. Η κακιά λέξη. Η χειρότερη λέξη είναι η σιγουριά. Το χειρότερο απ' όλα. Τι σιγουριά… Πού μπορούμε να πούμε με σιγουριά… Το ότι ξυπνάμε το πρωί, είναι σίγουρο ότι θα ξυπνήσουμε το πρωί; Εύχονται οι παλιοί που τους περιγράφω εδώ πέρα μέσα «καλό ξημέρωμα». Κι εγώ πιτσιρικάς απορούσα, μα τρελοί είναι; Το ξημέρωμα μπορεί να είναι κακό; Που βγαίνει ο ήλιος και κελαηδούνε τα πουλιά… Είναι δυνατόν; Κι όμως εύχονταν «καλό ξημέρωμα». Ξέρεις κανέναν σήμερα να λέει «καλό ξημέρωμα»; Θα με δέσουνε αν το διαβάσουνε αυτό. Ότι είμαι εναντίον της σιγουριάς.
- Γιατί, ήσουνα ποτέ υπέρ της σιγουριάς;
Όχι, αλλά το έλεγα στα βιβλία μου. Να το λέω έτσι…
- Εξάλλου είμαστε καταδικασμένοι να ακροβατούμε στο χάος, που λέει κι ο Ντοστογιέφσκι. Το χάος είναι δεδομένο. Όλα τ' άλλα…Τσίπουρο! Που το κερδίζεις γιατί αυτό ήταν το άσπρο μέσα στην μπλε χάρτινη τσάντα. Ελένη Γκίκα
Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου κανείς ποτέ δε θα τη νιώσει. Κι αν την πληγώσει θά ΄ναι ανίδεος κι ούτε γι΄αυτό θα μετανιώσει.
Μαρία Πολυδούρη
Τρία πάθη, απλά, αλλά κατακλυσμιαία, εξουσιάζουν τη ζωή μου: Η λαχτάρα για αγάπη, η αναζήτηση της γνώσης και η ανυπόφορη θλίψη για τα βάσανα του ανθρώπινου είδους. Bertrand Russell
Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό. Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας...
Οδυσσέας Ελύτης
.."Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε Ομορφιά. Την Ομορφιά που είναι μια οδός - η μόνη ίσως οδός προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει".. Ελύτης
Μεταρσίωση
Το πνεύμα μου, σαν ουρανός, σαν ωκεανός, σαν θάλασσα, λύνεται απόψε στο άπειρο χωρίς να βρίσκει αναπαμό. Τις ζώνες γύρω του έσπασε και ανατινάζεται θερμό το πνεύμα μου σαν ουρανός, σαν ωκεανός, σαν θάλασσα. Σαν γαλαξίας απέραντος το σύμπαν σέρνω στο χορό. Ήλιο τον ήλιο γκρέμισα, θόλο το θόλο χάλασα, κι είμαι σαν μιαν απέραντη, πλατιά γαλάζια θάλασσα, που οι στενοί πάνω μου ουρανοί δε μου σκεπάζουν το νερό.
Ν.Βρεττάκος
Γλυκειά μου αγάπη No Pasaran!!!!
Syntagma Square 20110925
Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου κανείς ποτέ δε θα τη νιώσει. Κι αν την πληγώσει θά ΄ναι ανίδεος κι ούτε γι΄αυτό θα μετανιώσει
Μαρία Πολυδούρη
«Δεν είμαι διανοούμενος, είμαι μόνο μια ευαισθησία» είχε πει κάποτε ο Σάμιουελ Μπέκετ
Για ν' ακούς μόνο εμένα τρυφερεύουν ώρες ώρες τα λόγια μου και γίνονται σαν τις πατημασιές των γλάρων στην άμμο του γιαλού...
Είναι θύελλες ζαλωμένο το πρωινό μες στο κατακαλόκαιρο. Σαν άσπρα μαντηλάκια αποχαιρετισμών σαλπάρουν τα σύννεφα, και, εκεί, τ' αρπάζει ο άνεμος και τα σηκώνει με τα χέρια του τα ταξιδιάρικα. Αρίφνητη η καρδιά του ανέμου που χτυπάει μες στην ερωτοδέσμια σιωπή μας...
Ω πευκώνα μου, εσύ, απέραντε, φλοίσβε των παρόχθιων κυμάτων, σιγανό πηγαινέλα των φώτων, της εκκλησιάς καμπάνα κατάμονη, στάλα εσπερινή που ραντίζεις τα δικά σου τα μάτια, παναγιά μου, κουκλί μου πεντάμορφο, της στεριάς αχιβάδα, μάσα σου εσένα τραγουδάει το χώμα!..
Από τ' αμπέλια του ήλιου πέφτει μια ρώγα στο σκούρο φουστάνι σου. Της νύχτας οι πελώριες ρίζες θρασεύουν απότομα και βγαίνουν από την ψυχή σου, κι έτσι επιστρέφεις στον έξω κόσμο ότι είχες μέσα σου κρυμμένο, κι έρχονται σμάρια εκεί, σμάρια γαλαζωπά, που εσύ εγέννησες κι εσύ τα τρέφεις...
Στη στερνή αναλαμπή του το φως σε τυλίγει...
Gracias!!
Άρης Αλεξάνδρου
..Κοιμήσου μέρα κόκκινη της άνοιξης αχείλι πόχεις τον ήλιο στην καρδιά τη λευτεριά στα μάτια και σε παινάει το δειλινό και σε ζουλεύει η αυγούλα..
..Όλο μιλάω για γραμμές επίπεδα και πέτρες Για να μην τύχει και προσέξεις Πόσο διστάζω να σε αγγίξω..
Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεκτικός, όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς στον ώμο.
..Βάδιζε πάντα σταθερά σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του..
Επιταγές και δέματα Τα κανονίζεις όπως όπως Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό Μα ποιος θα πάρει την μισή μου ξενιτειά; Ποιος θα δεχτεί να πάρει Τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενιτειά
Πλάι στη θάλασσα μαζί σου Είχα μπορέσει να πετάξω Δυο βότσαλα στην άκρη του γιαλού Και μας πιτσίλισαν λιακάδα..
...Όσο υπάρχεις Ταξιδεύω Θα σε βρω Όπου πατάς Πέφτουν πράσινα φύλλα
Ίσως και να’ναι πρόφαση Όπως προφασίζουμε τα φύλλα Κι έχω κατά νου μου το νερό Όπως μιλάω για γεράνια Και βλέπω εκεί που αγγίξανε Τα χείλη σου το φως
Τις νύχτες σκάβαμε κρυφά Μια υπόγεια σήραγγα Μ΄ένα σουγιά μ΄ένα πιρούνι με τα νύχια Σκάβαμε τις πέτρες Ξέροντας πως θα φτάσουμε το πολύ ως τη θάλασσα..
Μας παίρνουν τον Κωστή για το στρατοδικείο Τα δάχτυλά του Μπερδεύονται και δένονται στους κόμπους.. ..Ήθελε να ζήσει Όσο θέλουμε κι εμείς Κι όμως τον σκοτώσαμε Είχε ένα χαμόγελο Σαν τη στιγμή που στρίβω τη γωνιά Και βλέπω φως Στο παράθυρό σου Κι όμως τον σκοτώσανε Μπόρεσε και δέχτηκε πως θα τον ξεχάσουμε Όπως ξεχνάς μια πέτρα που κρατάει το σπίτι σου Κι όμως τον σκοτώσανε..
Σύντροφε κοιμάσαι; Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού Που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί Σαν τη σιωπή μου Στις κόρες των ματιών της; Ο Πέτρος που κοιμάται στο τσιμέντο Δίχως φόδρα στο σακάκι Κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά Γιατί τον είχαν για προδότη..
«Για την ομάδα ήμουν ύποπτος πάντα σαν την αλήθεια»
Ο ποιητής ολάκερος μπαίνει στα προβλήματα, ο ποιηματογράφος περνά πλάι απ’ τα προβλήματα. Γι’ αυτό διατυπώθηκε μια μέρα ο καημός: «Έχετε την ιδέα πως κάνετε ποίηση, όταν το αίμα σας είναι καλά σιγουρεμένο στις φλέβες;»..
Ο ποιηματογράφος ενδιαφέρεται για τη διάρκεια στη χρονική προέκταση. Ο ποιητής είναι διαρκής χωρίς την παραμικρή χρονική προέκταση. Ο ένας βλέπει τον ήλιο και νιώθει τη ζέστη. Ο άλλος βλέπει τον ήλιο και νιώθει το φως.
Ο ποιητής έχει στα μάτια του το αρχέτυπο και ξέρει πως η φύση δεν οργίζεται πραγματικά ούτε με την όποια καταιγίδα. Ο ποιηματογράφος έχει στα μάτια του το εγώ του και παίρνει στα σοβαρά τα δάκρυα του. Φυσικό να φοβάται, λοιπόν, το βρυχηθμό των ερωτημάτων, την ίδια στιγμή που ο ποιητής ποιμαίνει τα ερωτήματα, με την απόκριση που είναι ο ίδιος.
Ο ποιητής είναι σαλός. Ο ποιηματογράφος είναι σάλος. Ο πρώτος είναι θέαμα της θεότητας. Ο δεύτερος είναι θεατής της θεότητας.
Είπε κάποτε το αηδόνι: «Θα γίνω πίθηκος». Κ’ έγινε. Είπε κάποτε ο πίθηκος: «Θα γίνω αηδόνι». Και δεν έγινε, γιατί το κλαδί έσπασε απ’ τα πολλά του χοροπηδήματα.
Κατακίτρινος άγγελος, εκτυφλωτικά πορτοκάλια, χρησιμότητα των κορυφογραμμών – η ποίηση. Και ύψιστο σκουλήκι – ο ποιητής.
Κράτα το άλογο, μου είπε και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη έσκυψε στο νερό να πιει και τόνα μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι. Κοίταζε τα κουρέλια μου τα πόδια μου μες στις λινάτσες τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου και πώς του χαμογέλαγα κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Λοιπόν, ιδού ο Άγγελος, το πηγάδι και η βάρκα. Ο ποιητής και, φυσικά, το φεγγάρι. Το όνειρο και ο έρωτας. Όλοι χωράμε οι ζωντανοί κι οι νεκροί σ' ένα ποίημα
Ο Γιώργης Παυλόπουλος είναι ένας ποιητής υποδειγματικής λιτότητας… Τα αντικλείδια μας προσφέρουν ματιές μέσα σε κείνο το φευγαλέο εσωτερικό άδυτο της ποίησης που σε μια στιγμή είναι ερμητικά κλειστό και σε μιαν άλλη, σαν από θαύμα, διάπλατα ανοιχτό.
Γιώργος Δανιήλ Πανεπιστήμιο του Τορόντο WORLD LITERATURE TODAY, 64,1 (1990), 170-1
… Ο Παυλόπουλος πέρασε τα παιδικά του χρόνια στον Πύργο, κοντά στην Ολυμπία, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, και μετά από λίγα χρόνια στην Αθήνα, έχει τώρα επιστρέψει στη Επαρχιακή του Πατρίδα. Η εκφραστική έκταση και δύναμη της ποίησής του κάθε άλλο παρά Επαρχιακή είναι. Το κέντρο του "Κατωγιού" είναι μια τρομακτική νεανική εμπειρία πολέμου, εμπειρία που έχει απορροφηθεί από την ευρυνόμενη φαντασία του οριμάζοντος ποιητή.
Alan Υoung Κριτικός λογοτεχνίας Εφημ. TIMES (Λονδίνου), TLS, 18-8-1978
…Ο Παυλόπουλος γράφει από το υφάδι της ζωής του, είναι Έλληνας όπως ο Προύστ είναι Γάλλος. Σιγά-σιγά τ' όνομά του ακούστηκε στην Ελλάδα ακόμη και στις θλιβερές ημέρες της δικτατορίας. Δεν είναι όμως φημισμένος ποιητής, είναι απλώς πολύ καλός ποιητής. Τα ποιήματα αυτά έχουν εκείνη τη ποιότητα και τη γερή φτιαξιά που βρίσκονται στα θεμέλια της μεγαλοσύνης. Έχουν μια προσωπική αυθεντία. Περνούν την κρίσιμη δοκιμασία - αν δεν είχαν γραφτεί ο κόσμος και η Ελληνική γλώσσα θα φαίνονταν αλλιώτικα. Είναι δύσκολο να διδαχθείς απ' ένα μεγάλο ποιητή πώς να γράφεις και μολονότι ο Γιώργος Σεφέρης στάθηκε κατά κάποιο τρόπο ο δάσκαλος αυτών των ποιημάτων δεν βλέπω τη συντριπτική επίδρασή του είτε στη μορφή τους είτε στον εσωτερικό ρυθμό της γλώσσας τους που χαρίζει την πλαστικότητα στις μορφές. Εδώ κι εκεί στον Γιώργη Παυλόπουλο υπάρχουν κάποια σπιθίσματα υπερρεαλισμού αλλά τούτο είναι μόνο μια μαρμαρυγή στην επιδερμίδα των ποιημάτων του. Ο Παυλόπουλος είναι απόλυτα προσωπικός πιο προσωπικός ίσως από τους περισσότερους ποιητές και τούτο είναι αρκετός λόγος για να τον μεταφράσει κανείς…
Πήτερ Λήβι Μεταφραστής Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5-5-1977
Μ' ενδιαφέρει η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου γιατί είναι αποτελεσματική χωρίς ψιμύθια. Λέγοντας "ψιμύθια", εννοώ: χωρίς γλωσσικούς κορδακισμούς, που συνήθως είναι επιφανειακά σχήματα χωρίς ν' αγγίζουν τίποτε στο βάθος - και η ποίηση είναι, αν μπορώ να πω, έκφραση βάθους. Σε τι προχωρεί, μ' αυτόν, η ποίηση; Δεν ξέρω, άλλοι θα το πουν. αλλά στα χρόνια που ζούμε, το να κρατά κανείς την τέχνη σε μια ορισμένη στάθμη, είναι πρόοδος.
Γιώργος Σεφέρης Ποιητής Από το βιβλίο του Γ.Π. Σαββίδη: "Πάνω νερά" (Αθήνα, Ερμής 1973)
Οσο θα κοιτάζεις τον άλλο στα μάτια και κάτι θα συμβαίνει μέσα σου... Γιώργος Δουατζής
Θυμάμαι τώρα καθαρά, που είπες, πως αν η αλήθεια είναι άσπρο ή μαύρο δε θέλω να τη μάθω ποτέ.
Σταύρο των πολύτιμων στιγμών της ευαισθησίας, της ανημποριάς και της υπέρτατης δύναμης. Χαίρε τα ερέβη.
Πολύτιμε, ησυχία. Τώρα η νύχτα είναι βαθειά.
Ομως... Για να υψώνεις το χέρι, γροθιά ή παλάμη ανοιχτή πάνω από τους ανθρώπους και τα ερείπια, θα πει ότι είδες ορίζοντες και το σύμπαν δεν άδειασε - γιατί χωρίς φως πώς θα φανούν γραμμές των οριζόντων - κι έπειτα, μαζί με το χέρι απλωμένο ή γροθιά, υψώνεσαι και συ αδερφέ μου. Τι κι αν κάτω είναι ερείπια ή ναοί. Υψώνεσαι κι αυτό μετράει σ αυτή την καταραμένη συνομοταξία μας. Κι αν όχι, πώς και γιατί αιωρούμαστε;
Γιώργος Δουατζής
Οταν άρχισα που λές Σταύρο τα τραγούδια μου παιδί, ήξερα ότι δεν θα σταματούσα. Μόνο κάτι ανάπαυλες μεγάλες, με ενοχές για τον αποχωρισμό από τα χαρτιά μου και πάλι από την αρχή τραγούδι. Ξέρεις εσύ γιατί ομότεχνε. Το τραγούδι ήταν και είναι τόσο ζωογόνο, σαν νερό, σαν οξυγόνο, σαν αίμα, σαν φωτιά, σαν γή. Ως έρωτας. Μεγάλος κι ασίγαστος.. Γιώργος Δουατζής
Ελπίδα
Σαν την ποίηση, τον ποιητή, εσένα, το τραγούδι, τον μαύρο ουρανό, τον ήλιο, τη θάλασσα, τα κυκλαδίτικα βράχια, τον άνεμο, τον ήχο, το σούρουπο, τα χρώματα της οικουμένης, τη μεταρσίωση εκείνου, του μόνου και μοναδικού.. Γιώργος Δουατζής
Τάσος Λειβαδίτης
Και να που φτάσαμε εδώ Χωρίς αποσκευές Μα μ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη
Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας, αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα
Σκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ το δέντρο που βρέχεται.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία για να μένουν νεκροί για πάντα
Αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου, μου ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες. Φοράω το σακάκι του πατέρα κι έτσι είμαστε δυο, κι αν κάποτε μ άκουσαν να γαβγίζω ήταν για να δώσω έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη μ ένα άστρο ή μ ένα γιασεμί σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει παίρνει το μέρος των φτωχών.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη!
Δος μου το χέρι σου.. Δος μου το χέρι σου..
Την ομορφιά ποτές μου δεν την πρόδωσα
«Να με θυμόσαστε - είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά
ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ' ένα κρινάκι του αγρού
τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε»
Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto
Έχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ο,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι' αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ίσως απ' αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές "Ποιητικές Πραμάτειες" που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης.
Pablo Neruda
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ
Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω. Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο· ήξερα πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες του ήλιου το φως. Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας μές από τόση διαύγεια τον κόσμο, μες από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα, γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα - τώρα μπορώ ν' αρθρώσω την τάξη του σ' ένα μου ποίημα. Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω σ' ευθείες το φως.
Luis García Montero
Resumen
No existe libertad que no conozca, ni humillación o miedo a los que no me haya doblegado. por eso sé de amor, por eso no medito el cuerpo que te doy, por eso cuido tanto las cosas que te digo.
Σύνοψη
Δεν υπάρχει ελευθερία που να μη γνωρίζω, ούτε ταπείνωση ή φόβος που να μη μ' έχουν υποτάξει. Γι΄αυτό και ξέρω από αγάπη, γι' αυτό δεν συλλογίζομαι το σώμα που σου δίνω, γι' αυτό προσέχω τόσο τα λόγια που σου λέω.
La Poesia es un arma cargada de Futuro Gabriel Celaya
«Πρώτα απ’ όλα λοιπόν Ηρόδοτε, πρέπει να ορίσουμε με ακρίβεια τα νοήματα που αντιστοιχούν στις λέξεις, για να μπορούμε να κρίνουμε τις θέσεις ή τα ζητούμενα ή τις απορίες κάνοντας αναγωγή σ’ αυτά και να μην άκριτα αποδεικνύουμε τα πάντα στο άπειρο, ή να χρησιμοποιούμε κενές λέξεις. Γιατί είναι ανάγκη το πρωταρχικό νόημα κάθε λέξης να είναι φανερό και να μη χρειαζόμαστε να το αποδείξουμε».
ΠΡΩΤΟΝ ΜΕΝ ΟΥΝ ΤΑ ΥΠΟΤΕΤΑΓΜΕΝΑ ΤΟΙΣ ΦΘΟΓΓΟΙΣ, Ω ΗΡΟΔΟΤΕ, ΔΕΙ ΕΙΛΗΦΕΝΑΙ, ΟΠΩΣ ΑΝ ΤΑ ΔΟΞΑΖΟΜΕΝΑ Η ΖΗΤΟΥΜΕΝΑ Η ΑΠΟΡΟΥΜΕΝΑ ΕΧΩΜΕΝ ΕΙΣ ΤΑΥΤΑ ΑΝΑΓΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΙΚΡΙΝΕΙΝ, ΚΑΙ ΜΗ ΑΚΡΙΤΑ ΠΑΝΤΑ ΗΜΙΝ <η> ΕΙΣ ΑΠΕΙΡΟΝ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΣΙΝ Η ΚΕΝΟΥΣ ΦΘΟΓΓΟΥΣ ΕΧΩΜΕΝ, ΑΝΑΓΚΗ ΓΑΡ ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΕΝΝΟΗΜΑ ΚΑΘ’ ΕΚΑΣΤΟΝ ΦΘΟΓΓΟΝ ΒΛΕΠΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΜΗΘΕΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΠΡΟΣΔΕΙΣΘΑΙ. (Επίκουρος, επιστολή προς Ηρόδοτο). η>
Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ' όνομά της είναι ένα θαυμαστικό! Καρυωτάκης
«Αν θες να κάνεις τους ανθρώπους να κατασκευάσουν καράβια, μη κάνεις φασαρία προσπαθώντας να τους συγκεντρώσεις, να τους αναθέσεις εργασίες και να τους βάλεις να κόβουν ξύλα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τους κάνεις να ποθήσουν το μεγαλείο και την απεραντοσύνη της θάλασσας»Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ
Αρθούρος Ρεμπώ
«Ο ποιητής κάνει τον εαυτό του οραματιστή μέσα από μια μακριά , απεριόριστη και συστηματική αποδιοργάνωση όλων των αισθήσεων . Όλες οι μορφές έρωτα , πόνου , τρέλας . Διερευνά τον εαυτό του , εξαντλεί μέσα του όλα τα δηλητήρια και διατηρεί την πεμπτουσία τους . Δοκιμασία ακατανόμαστη , όπου θα χρειαστεί τη μεγαλύτερη πίστη , την υπεράνθρωπη δύναμη , όπου θα γίνει αυτός μέσα απ’όλους , ο μέγας σακάτης , ο μέγας αφορισμένος και ο υπέρτατος επιστήμων . Γιατί φτάνει το ΑΓΝΩΣΤΟ ! ‘Ετσι λοιπόν , τι κι αν καταστραφεί στην εκστατική πτήση του μέσα από πράγματα πρωτάκουστα , ακατανόμαστα ;»
Τα λουλούδια προσφορά των φίλων Forest και Kim από τη Χαβάη
Γεννήθηκα τότε που "Στήνει ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη". Ο πατέρας μου, με έδειξε στην Ανατολή, μου 'ριξε τον Ήλιο στα μαλλιά μου και με πέταξε στο Μαΐστρο... "Και πολλά τα λιόδεντρα που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου"...