






Στη Faraona μου, όταν επιστρέψει να χαρεί..
"It's only with the heart that one can see clearly.
What's essential is invisible to the eye"

The Little Prince by Antoine de Saint Exupéry
(1900-1944)
(1900-1944)

Ο μικρός πρίγκηπας μας θυμίζει μικρές και απλές αλήθειες που οι μεγάλοι έχουν ξεχασμένες. Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, του μικρού πρίγκηπα, οι μεγάλοι ξαναβλέπουν από την οπτική γωνία ενός παιδιού, όπου και βρίσκονται οι βασικές αρχές των ανθρώπων.
Η ιστορία ξεκινά με τον συγγραφέα να γνωρίζει τον μικρό πρίγκηπα ενώ είχε χαθεί στην έρημο. Του ζήτησε να ζωγραφίσει ένα πρόβατο αλλά ο πρίγκηπας είδε πως τελικά του ζωγράφισε έναν βόα που είχε καταπιεί έναν ελέφαντα.
Μοιάζει αστείο αλλά πραγματικά ξεχνάμε πως βλέπουμε τη ζωή όταν είμαστε μικροί σαν τον μικρό πρίγκηπα. Ο πρίγκηπας επισκέφτηκε και άλλους πλανήτες και βρήκε κάποιους μεγάλους που με κάποιον περίεργο τρόπο μοιάζουν με συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων.
Ο πρίγκηπας επισκέφτηκε και τη Γη. Συνάντησε ένα φίδι που του πρότεινε να τον στείλει σπίτι του εννοώντας ύπουλα να τον σκοτώσει. Εξημέρωσε μια αλεπού και η σύντομη αυτή σχέση του μαζί της του έδειξε την ανθρώπινη αγάπη.
Πρόκειται για μια υπέροχη ιστορία με στοιχεία παιδικής φαντασίας και ανθρώπινης φιλοσοφίας. Τα παιδιά τη διαβάζουν σαν παραμύθι ενώ οι ενήλικοι διαβάζουν πίσω από τις λέξεις.

Στον συγγραφέα άρεσε πολύ η ζωγραφική, όταν ήταν μικρός, αλλά οι γονείς του τον ανάγκασαν να διαλέξει άλλο επάγγελμα κι έτσι, όταν μεγάλωσε, έγινε αεροπόρος. Ήταν ευαίσθητος στον χαρακτήρα και γι’ αυτό δεν έβρισκε κάποιον άνθρωπο που να τον νοιώθει και που να μπορεί να συνεννοηθεί μαζί του.
Κάποτε βρέθηκε στην έρημο Σαχάρα, επειδή του χάλασε το αεροπλάνο. Πέρασε μια νύχτα εκεί και το επόμενο πρωί συνάντησε ένα μικρό παιδί, τον μικρό πρίγκηπα, που είχε έλθει στην Γη από άλλο πλανήτη.
Ο μικρός πρίγκηπας του ζήτησε να ζωγραφίσει ένα πρόβατο για να το πάει στον πλανήτη του, ο οποίος ήταν πάρα πολύ μικρός, σχεδόν σαν ένα σπίτι. Ήθελε λοιπόν ένα πρόβατο, για να τρώει τις Αδανσωνίες, κάτι φυτά που φύτρωναν εκεί, τα οποία όμως, αν μεγάλωναν, θα του κατέστρεφαν τον μικρό του πλανήτη, επειδή γίνονταν πολύ μεγάλα δέντρα.



Ο συγγραφέας ήθελε να συνεχίσει την επισκευή του αεροπλάνου του, αλλά ο μικρός πρίγκηπας του έδωσε να καταλάβει πόσο σοβαρό ήταν το θέμα που τον απασχολούσε, δηλαδή τι θα γινόταν εάν το πρόβατο έτρωγε, εκτός από τις Αδανσωνίες, και το μοναδικό αγαπημένο του λουλούδι, που το φρόντιζε με πολλή αγάπη.
Έπειτα, του μίλησε για το πώς έφτασε στην Γη. Ξεκίνησε δηλαδή ο μικρός πρίγκηπας το ταξίδι του αποχαιρετώντας το λουλούδι του και αφού πρώτα συγύρισε τον πλανήτη του. Έκανε εκείνο το ταξίδι επειδή ήθελε να αποκτήσει γνώσεις.
Πρώτα επισκέφθηκε έναν πλανήτη στον οποίο κατοικούσε μόνο ένας βασιλιάς, που συνεχώς έδινε διαταγές. Ο μικρός πρίγκηπας όταν κατάλαβε ότι ο βασιλιάς δεν μπορούσε να διατάξει τον Ήλιο να δύσει, βαρέθηκε και έφυγε.
Στον δεύτερο πλανήτη κατοικούσε ένας φιλόδοξος. Ο μικρός πρίγκηπας, αφού συζήτησε μαζί του, κατάλαβε ότι ήταν ανόητος και έφυγε γεμάτος απορία.
Ο τρίτος πλανήτης κατοικούνταν από έναν μπεκρή. Ο πρίγκηπας παραξενεύτηκε για τον τρόπο ζωής του μπεκρή και αναχώρησε και από εκεί.
Στον τέταρτο πλανήτη κατοικούσε ένας έμπορος που μετρούσε τα αστέρια και νόμιζε πως ήταν δικά του. Ο πιο παράξενος πλανήτης όμως ήταν ο πέμπτος.
Εκεί υπήρχε ένα φανάρι και κάποιος άνθρωπος που το άναβε την νύχτα και το έσβηνε την ημέρα. Ο πρίγκηπας θαύμασε εκείνον τον άνθρωπο, επειδή ήταν πιστός στο καθήκον του.
Στον έκτο πλανήτη κατοικούσε ένας ηλικιωμένος σοφός γεωγράφος, που συμβούλεψε τον μικρό πρίγκηπα να επισκεφτεί τον πλανήτη Γη.
Στην Γη συνάντησε ένα φίδι, που προσφέρθηκε να τον βοηθήσει, αν κάποια μέρα θα ήθελε να επιστρέψει στον πλανήτη του.
Ύστερα συνάντησε ένα λουλούδι και αργότερα μερικά τριαντάφυλλα, που έμοιαζαν με το δικό του λουλούδι. Ο πρίγκηπας λυπήθηκε, επειδή κατάλαβε ότι το λουλούδι του πλανήτη του δεν ήταν το μοναδικό, όπως νόμιζε.
Κατόπιν βρήκε μια αλεπού. Η αλεπού τον έκανε φίλο της και του έμαθε για ποιο λόγο τελικά ήταν το λουλούδι του μοναδικό, του μίλησε για την αξία της φιλίας και για το ότι τα πιο σημαντικά πράγματα δεν είναι αυτά που βλέπει κάποιος με τα μάτια, αλλά αυτά που βλέπει με την καρδιά.
Τέλος, συνάντησε έναν κλειδούχο σιδηροδρόμων, που ρύθμιζε την κυκλοφορία των τραίνων και έναν έμπορο, που εμπορευόταν χάπια που σταματούσαν την δίψα.
Τότε ήταν πια η όγδοη μέρα του αεροπόρου στην έρημο. Ο αεροπόρος διέκοψε την διήγηση του πρίγκηπα λέγοντάς του ότι θα πέθαινε από την δίψα. Ο πρίγκηπας τον βοήθησε βρίσκοντάς του νερό από ένα παράξενο πηγάδι.
Την επόμενη μέρα, ο αεροπόρος ζωγράφισε και ένα φίμωτρο για το πρόβατο του πρίγκηπα, ώστε να μην φάει το αγαπημένο του λουλούδι. Ωστόσο, εκείνο το βράδυ ο πρίγκηπας συνεννοήθηκε με το φίδι να τον γυρίσει, με την βοήθεια του δηλητηρίου του, πίσω στον πλανήτη του.
Κατόπιν, έπιασε κουβέντα με τον αεροπόρο σχετικά με τα αστέρια και την σημασία τους, αλλά τον αεροπόρο τον ανησυχούσε και τον στενοχωρούσε η ιδέα ότι θα έχανε τον μικρό πρίγκηπα. Το παιδί, αφού παρηγόρησε τον αεροπόρο, πήγε στο μέρος που είχε συμφωνήσει με το φίδι και εκεί δέχτηκε στον αστράγαλό του το δάγκωμα του φιδιού…
The Little Prince
Αλλά ήρθε η στιγμή που ο μικρός πρίγκηπας, αφού πολύ περπάτησε στην άμμο, στους βράχους και στα χιόνια, ανακάλυψε επιτέλους ένα δρόμο. Κι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στους ανθρώπους.
«Καλημέρα», είπε. Ήταν ένας ανθισμένος κήπος με τριαντάφυλλα. «Καλημέρα», είπαν τα τριαντάφυλλα. Ο μικρός πρίγκηπας τα κοίταξε. Έμοιαζαν όλα στο λουλούδι του.
«Τι είσαστε;», τα ρώτησε έκπληκτος. «Είμαστε τριαντάφυλλα», είπαν τα τριαντάφυλλα. «Α!» έκανε ο μικρός πρίγκηπας... Κι αισθάνθηκε πολύ δυστυχισμένος.
Το λουλούδι του του 'χε πει, πως ήταν το μοναδικό στο σύμπαν. Και να που υπήρχαν πέντε χιλιάδες, όλα τους όμοια, μέσα σ' έναν μόνο κήπο. «θα αισθανόταν πολύ προσβεβλημένο, αν το 'βλεπε αυτό», σκέφτηκε, «θα 'βηχε πολύ καί θα 'κανε πως πεθαίνει, για ν' αποφύγει τη γελοιοποίηση.
Και θα 'μουνα υποχρεωμένος να κάνω, πως το φροντίζω, γιατί αλλιώς για να με ταπεινώσει κι εμένα, θ' άφηνόταν στ' αλήθεια να πεθάνει...» Μετά σκέφτηκε κι αυτό: «Νόμιζα, πως έχω τον πλούτο ενός μοναδικού στον κόσμο λουλουδιού καί δεν έχω παρά ένα συνηθισμένο τριαντάφυλλο.
Αυτό καί τα τρία μου ηφαίστεια, που μου φτάνουν ως το γόνατο και που το ένα τους ίσως να 'χει σβύσει για πάντα, δεν με κάνουν δα και κανένα μεγάλο πρίγκηπα...» Καί ξάπλωσε στα χορτάρια κι έκλαψε.



«Καλημέρα», είπε η αλεπού. «Καλημέρα», απάντησε ευγενικά ό μικρός πρίγκηπας, που στράφηκε μα δεν είδε τίποτα. «Εδώ είμαι», είπε η φωνή, «κάτω απ' τη μηλιά...» «Ποια είσαι;», είπε ο μικρός πρίγκηπας. «Είσαι πολύ όμορφη...» «Είμαι μια αλεπού», είπε η αλεπού.
«Έλα να παίξεις μαζί μου», της πρότεινε ο μικρός πρίγκηπας. «Είμαι τόσο λυπημένος...». «Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου», είπε η αλεπού.
«Δεν είμαι εξημερωμένη». «Α! συγνώμην» έκανε ο μικρός πρίγκηπας. Αλλά μετά από σκέψη πρόσθεσε: «Τι σημαίνει «εξημερώνω»;»
«Είναι κάτι πολύ ξεχασμένο», είπε η αλεπού. «Σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς"». «Δημιουργώ δεσμούς;» «Βέβαια», είπε η αλεπού. «Για μένα, ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι εντελώς όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα αγοράκια.
Και δεν σ' έχω ανάγκη. Και δεν μ' έχεις ανάγκη ούτε κι εσύ. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Όμως, αν μ' εξημερώσεις, θα 'χουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. θα 'σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο, θα 'μαι για σένα μοναδική στον κόσμο...»
«Αρχίζω να καταλαβαίνω», είπε ο μικρός πρίγκηπας. «Υπάρχει ένα λουλούδι... νομίζω ότι με έχει εξημερώσει...» «Μπορεί», είπε η αλεπού.
Αλλά η αλεπού ξαναγύρισε στην ιδέα της: «Ή ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγώ κότες, οι άνθρωποι με κυνηγούν. Όλες οι κότες μοιάζουν μεταξύ τους, κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους. Έτσι πλήττω λιγάκι.
Αλλά αν μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα 'ναι σα φωτισμένη απ' τον ήλιο.
Θ' αναγνωρίζω έναν ήχο βημάτων πού θα 'ναι διαφορετικός απ' όλους τους άλλους.
Τ' άλλα βήματα με κάνουν να ξαναγυρνώ κάτω απ' τη γη. Τα δικά σου θα με καλούν σα μουσική να βγω απ' την υπόγεια φωλιά μου.
Και μετά, κοίτα! Βλέπεις εκεί κάτω τους κάμπους με το στάρι; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Το στάρι εμένα μού είναι άχρηστο. Οι κάμποι του σταριού δεν μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι θλιβερό.
Αλλά έχεις μαλλιά χρυσαφιά. Έτσι θα 'ναι θαυμάσια, αν μ' εξημερώσεις! Το στάρι, που είναι χρυσαφί, θα με κάνει να σε θυμάμαι. Και θα μ' αρέσει ν' ακούω τον άνεμο στα στάρια...»
Η αλεπού σώπασε καί κοίταξε για πολύ το μικρό πρίγκηπα: «Σε παρακαλώ ...εξημέρωσέ με!», είπε. Έτσι ο μικρός πρίγκηπας εξημέρωσε την αλεπού.
Κι όταν πλησίασε η ώρα της αναχώρησης: «Α!» είπε η αλεπού... «θα κλάψω». «Εσύ φταις», είπε ο μικρός πρίγκηπας, «εγώ δεν ήθελα καθόλου το κακό σου, αλλά θέλησες να σ' εξημερώσω».
«Ναι σίγουρα», είπε η αλεπού. «Αλλά θα κλάψεις!», είπε ο μικρός πρίγκηπας. «Ναι σίγουρα», είπε η αλεπού. «Τότε δεν κερδίζεις τίποτα!» «Κερδίζω», είπε η αλεπού, «εξ αιτίας του χρώματος που έχει το στάρι.»
Μετά πρόσθεσε. «Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα, θα καταλάβεις ότι το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο, θα ξανάρθεις να μ' αποχαιρετήσεις, κι εγώ θα σου χαρίσω ένα μυστικό.»
Ο μικρός πρίγκηπας πήγε να δει τα λουλούδια καί ξανάρθε στην αλεπού: «Αντίο» είπε. «Αντίο», είπε η αλεπού.
«Να το μυστικό μου.
Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια.» «Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια», επανέλαβε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται.
«Ο χρόνος που έχασες για το τριαντάφυλλό σου αυτός είναι που κάνει το τριαντάφυλλό σου τόσο σημαντικό.» «Ο χρόνος πού έχασα για το τριαντάφυλλό μου...», έκανε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται.
«Οι άνθρωποι ξέχασαν αυτή την αλήθεια», είπε η αλεπού. «Αλλά εσύ δεν πρέπει να το ξεχάσεις. Γίνεσαι για πάντα υπεύθυνος γι' αυτό που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου...» «Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου», επανέλαβε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται.
ENTONCES apareció el zorro:
-¡Buenos días! -dijo el zorro.
-¡Buenos días! -respondió cortésmente el principito que se volvió pero no vío nada.
-Estoy aquí, bajo el manzano -díjo la voz.
-¿Quién eres tú? -preguntó el principito-. ¡Qué bonito eres!

-Soy un zorro -dijo el zorro.
-Ven a jugar conmigo -le propuso el principito-, ¡estoy tan triste!
-No puedo jugar contigo -dijo el zorro-, no estoy domesticado.
-¡Ah, perdón! -dijo el principito.
Pero después de una breve reflexión, añadió:
-¿Qué significa "domesticar"?
-Tú no eres de aquí -dijo el zorro- ¿qué buscas?
-Busco a los hombres -le respondió el principito-. ¿Qué significa "domesticar"?
-Los hombres -dijo el zorro- tienen escopetas y cazan. ¡Es muy molesto! Pero también crían gallinas. Es lo único que les interesa. ¿Tú buscas gallinas?
-No -díjo el principito-. Busco amigos. ¿Qué significa "domesticar"? -volvió a preguntar el principito.
-Es una cosa ya olvidada -dijo el zorro-, significa "crear lazos... "
-¿Crear lazos?
-Efectivamente, verás -dijo el zorro-. Tú no eres para mí todavía más que un muchachito igual a otros cien mil muchachitos. Y no te necesito. Tampoco tú tienes necesidad de mí. No soy para ti más que un zorro entre otros cien mil zorros semejantes. Pero si me domesticas, entonces tendremos necesidad el uno del otro. Tú serás para mí único en el mundo, yo seré para ti único en el mundo...
-Comienzo a comprender -dijo el principito-. Hay una flor... creo que ella me ha domesticado...
-Es posible -concedió el zorro-, en la Tierra se ven todo tipo de cosas.
-¡Oh, no es en la Tierra! -exclamó el principito.
El zorro pareció intrigado:
-¿En otro planeta?
-Sí.
-¿Hay cazadores en ese planeta?
-No.
-¡Qué interesante! ¿Y gallinas?
-No.
-Nada es perfecto -suspiró el zorro.
Y después volviendo a su idea:
-Mi vida es muy monótona. Cazo gallinas y los hombres me cazan a mí. Todas las gallinas se parecen y todos los hombres son iguales; por consiguiente me aburro un poco. Si tú me domesticas, mi vida estará llena de sól. Conoceré el rumor de unos pasos diferentes a todos los demás. Los otros pasos me hacen esconder bajo la tierra; los tuyos me llamarán fuera de la madriguera como una música. Y además, ¡mira! ¿Ves allá abajo los campos de trigo? Yo no como pan y por lo tanto el trigo es para mí algo inútil. Los campos de trigo no me recuerdan nada y eso me pone triste. ¡Pero tú tienes los cabellos dorados y será algo maravilloso cuando me domestiques! El trigo, que es dorado también, será un recuerdo de ti. Y amaré el ruido del viento en el trigo.
El zorro se calló y miró un buen rato al principito:
-Por favor... domestícame -le dijo.
-Bien quisiera -le respondió el principito pero no tengo mucho tiempo. He de buscar amigos y conocer muchas cosas.
-Sólo se conocen bien las cosas que se domestican -dijo el zorro-. Los hombres ya no fienen tiempo de conocer nada. Lo compran todo hecho en las tiendas. Y como no hay tiendas donde vendan amigos, Ios hombres no tienen ya amigos. ¡Si quieres un amigo, domestícame!
-¿Qué debo hacer? -preguntó el príncipito.
-Debes tener mucha paciencia -respondió el zorro-. Te sentarás al principio ún poco lejos de mí, así, en el suelo; yo te miraré con el rabillo del ojo y tú no me dirás nada. El lenguaje es fuente de malos entendidos. Pero cada día podrás sentarte un poco más cerca...
-Ven a jugar conmigo -le propuso el principito-, ¡estoy tan triste!
El principito volvió al día siguiente.
-Hubiera sido mejor -dijo el zorro- que vinieras a la misma hora. Si vienes, por ejempló, a las cuatro de la tarde; desde las tres yo empezaría a ser dichoso. Cuanto más avance la hora, más feliz me sentiré. A las cuatro me sentiré agitado e inquieto, descubriré así lo que vale la feliçidad. Pero si tú vienes a cualquier hora, nunça sabré cuándo preparar mi corazón... Los ritos son necesarios.
-¿Qué es un rito? -inquirió el principito.
-Es también algo demasiado olvidado -dijo el zorro-. Es lo que hace que un día no se parezca a otro día y que una hora sea diferente a otra. Entre los cazadores, por ejemplo, hay un rito. Los jueves bailan con las muchachas del pueblo. Los jueves entonces son días maravillosos en los que puedo ir de paseo hasta la viña. Si los cazadores no bailaran en día fijo, todos los días se parecerían y yo no tendría vacaciones.
De esta manera el principito domesticó al zorro. Y cuando se fue acercando eI día de la partida:
-¡Ah! -dijo el zorro-, lloraré.
-Tuya es la culpa -le dijo el principito-, yo no quería hacerte daño, pero tú has querido que te domestique...
-Ciertamente -dijo el zorro.
- Y vas a llorar!, -dijo él principito.
-¡Seguro!
-No ganas nada.
-Gano -dijo el zoro- he ganado a causa del color del trigo.
Y luego añadió:
-Vete a ver las rosas; comprenderás que la tuya es única en el mundo. Volverás a decirme adiós y yo te regalaré un secreto.
El principito se fue a ver las rosas a las que dijo:
-No son nada, ni en nada se parecen a mi rosa. Nadie las ha domesticado ni ustedes han domesticado a nadie. Son como el zorro era antes, que en nada se diferenciaba de otros cien mil zorros. Pero yo le hice mi amigo y ahora es único en el mundo.
Las rosas se sentían molestas oyendo al principito, que continuó diciéndoles:
-Son muy bellas, pero están vacías y nadie daría la vida por ustedes. Cualquiera que las vea podrá creer indudablemente que mí rosa es igual que cualquiera de ustedes. Pero ella se sabe más importante que todas, porque yo la he regado, porque ha sido a ella a la que abrigué con el fanal, porque yo le maté los gusanos (salvo dos o tres que se hicieron mariposas ) y es a ella a la que yo he oído quejarse, alabarse y algunas veces hasta callarse. Porque es mi rosa, en fin.
Y volvió con el zorro.
-Adiós -le dijo.
-Adiós -dijo el zorro-. He aquí mi secreto, que no puede ser más simple : Sólo con el corazón se puede ver bien. Lo esencial es invisible para los ojos.
-Lo esencial es invisible para los ojos -repitió el principito para acordarse.
-Lo que hace más importante a tu rosa, es el tiempo que tú has perdido con ella.
-Es el tiempo que yo he perdido con ella... -repitió el principito para recordarlo.
-Los hombres han olvidado esta verdad -dijo el zorro-, pero tú no debes olvidarla. Eres responsable para siempre de lo que has domesticado. Tú eres responsable de tu rosa...
-Yo soy responsable de mi rosa... -repitió el principito a fin de recordarlo


«Καλημέρα», είπε. Ήταν ένας ανθισμένος κήπος με τριαντάφυλλα. «Καλημέρα», είπαν τα τριαντάφυλλα. Ο μικρός πρίγκηπας τα κοίταξε. Έμοιαζαν όλα στο λουλούδι του.
«Τι είσαστε;», τα ρώτησε έκπληκτος. «Είμαστε τριαντάφυλλα», είπαν τα τριαντάφυλλα. «Α!» έκανε ο μικρός πρίγκηπας... Κι αισθάνθηκε πολύ δυστυχισμένος.
Το λουλούδι του του 'χε πει, πως ήταν το μοναδικό στο σύμπαν. Και να που υπήρχαν πέντε χιλιάδες, όλα τους όμοια, μέσα σ' έναν μόνο κήπο. «θα αισθανόταν πολύ προσβεβλημένο, αν το 'βλεπε αυτό», σκέφτηκε, «θα 'βηχε πολύ καί θα 'κανε πως πεθαίνει, για ν' αποφύγει τη γελοιοποίηση.
Και θα 'μουνα υποχρεωμένος να κάνω, πως το φροντίζω, γιατί αλλιώς για να με ταπεινώσει κι εμένα, θ' άφηνόταν στ' αλήθεια να πεθάνει...» Μετά σκέφτηκε κι αυτό: «Νόμιζα, πως έχω τον πλούτο ενός μοναδικού στον κόσμο λουλουδιού καί δεν έχω παρά ένα συνηθισμένο τριαντάφυλλο.
Αυτό καί τα τρία μου ηφαίστεια, που μου φτάνουν ως το γόνατο και που το ένα τους ίσως να 'χει σβύσει για πάντα, δεν με κάνουν δα και κανένα μεγάλο πρίγκηπα...» Καί ξάπλωσε στα χορτάρια κι έκλαψε.

Τότε είναι που παρουσιάστηκε η αλεπού.


«Καλημέρα», είπε η αλεπού. «Καλημέρα», απάντησε ευγενικά ό μικρός πρίγκηπας, που στράφηκε μα δεν είδε τίποτα. «Εδώ είμαι», είπε η φωνή, «κάτω απ' τη μηλιά...» «Ποια είσαι;», είπε ο μικρός πρίγκηπας. «Είσαι πολύ όμορφη...» «Είμαι μια αλεπού», είπε η αλεπού.
«Έλα να παίξεις μαζί μου», της πρότεινε ο μικρός πρίγκηπας. «Είμαι τόσο λυπημένος...». «Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου», είπε η αλεπού.
«Δεν είμαι εξημερωμένη». «Α! συγνώμην» έκανε ο μικρός πρίγκηπας. Αλλά μετά από σκέψη πρόσθεσε: «Τι σημαίνει «εξημερώνω»;»
«Είναι κάτι πολύ ξεχασμένο», είπε η αλεπού. «Σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς"». «Δημιουργώ δεσμούς;» «Βέβαια», είπε η αλεπού. «Για μένα, ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι εντελώς όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα αγοράκια.
Και δεν σ' έχω ανάγκη. Και δεν μ' έχεις ανάγκη ούτε κι εσύ. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Όμως, αν μ' εξημερώσεις, θα 'χουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. θα 'σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο, θα 'μαι για σένα μοναδική στον κόσμο...»
«Αρχίζω να καταλαβαίνω», είπε ο μικρός πρίγκηπας. «Υπάρχει ένα λουλούδι... νομίζω ότι με έχει εξημερώσει...» «Μπορεί», είπε η αλεπού.
Αλλά η αλεπού ξαναγύρισε στην ιδέα της: «Ή ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγώ κότες, οι άνθρωποι με κυνηγούν. Όλες οι κότες μοιάζουν μεταξύ τους, κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους. Έτσι πλήττω λιγάκι.
Αλλά αν μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα 'ναι σα φωτισμένη απ' τον ήλιο.
Θ' αναγνωρίζω έναν ήχο βημάτων πού θα 'ναι διαφορετικός απ' όλους τους άλλους.
Τ' άλλα βήματα με κάνουν να ξαναγυρνώ κάτω απ' τη γη. Τα δικά σου θα με καλούν σα μουσική να βγω απ' την υπόγεια φωλιά μου.
Και μετά, κοίτα! Βλέπεις εκεί κάτω τους κάμπους με το στάρι; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Το στάρι εμένα μού είναι άχρηστο. Οι κάμποι του σταριού δεν μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι θλιβερό.
Αλλά έχεις μαλλιά χρυσαφιά. Έτσι θα 'ναι θαυμάσια, αν μ' εξημερώσεις! Το στάρι, που είναι χρυσαφί, θα με κάνει να σε θυμάμαι. Και θα μ' αρέσει ν' ακούω τον άνεμο στα στάρια...»
Η αλεπού σώπασε καί κοίταξε για πολύ το μικρό πρίγκηπα: «Σε παρακαλώ ...εξημέρωσέ με!», είπε. Έτσι ο μικρός πρίγκηπας εξημέρωσε την αλεπού.
Κι όταν πλησίασε η ώρα της αναχώρησης: «Α!» είπε η αλεπού... «θα κλάψω». «Εσύ φταις», είπε ο μικρός πρίγκηπας, «εγώ δεν ήθελα καθόλου το κακό σου, αλλά θέλησες να σ' εξημερώσω».
«Ναι σίγουρα», είπε η αλεπού. «Αλλά θα κλάψεις!», είπε ο μικρός πρίγκηπας. «Ναι σίγουρα», είπε η αλεπού. «Τότε δεν κερδίζεις τίποτα!» «Κερδίζω», είπε η αλεπού, «εξ αιτίας του χρώματος που έχει το στάρι.»
Μετά πρόσθεσε. «Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα, θα καταλάβεις ότι το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο, θα ξανάρθεις να μ' αποχαιρετήσεις, κι εγώ θα σου χαρίσω ένα μυστικό.»
Ο μικρός πρίγκηπας πήγε να δει τα λουλούδια καί ξανάρθε στην αλεπού: «Αντίο» είπε. «Αντίο», είπε η αλεπού.
«Να το μυστικό μου.
Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια.» «Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια», επανέλαβε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται.
«Ο χρόνος που έχασες για το τριαντάφυλλό σου αυτός είναι που κάνει το τριαντάφυλλό σου τόσο σημαντικό.» «Ο χρόνος πού έχασα για το τριαντάφυλλό μου...», έκανε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται.
«Οι άνθρωποι ξέχασαν αυτή την αλήθεια», είπε η αλεπού. «Αλλά εσύ δεν πρέπει να το ξεχάσεις. Γίνεσαι για πάντα υπεύθυνος γι' αυτό που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου...» «Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου», επανέλαβε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται.
He aquí mi secreto, que no puede ser más simple :
Sólo con el corazón se puede ver bien.
Lo esencial es invisible para los ojos.
Sólo con el corazón se puede ver bien.
Lo esencial es invisible para los ojos.
El Principito
ENTONCES apareció el zorro:
-¡Buenos días! -dijo el zorro.
-¡Buenos días! -respondió cortésmente el principito que se volvió pero no vío nada.
-Estoy aquí, bajo el manzano -díjo la voz.
-¿Quién eres tú? -preguntó el principito-. ¡Qué bonito eres!

-Soy un zorro -dijo el zorro.
-Ven a jugar conmigo -le propuso el principito-, ¡estoy tan triste!
-No puedo jugar contigo -dijo el zorro-, no estoy domesticado.
-¡Ah, perdón! -dijo el principito.
Pero después de una breve reflexión, añadió:
-¿Qué significa "domesticar"?
-Tú no eres de aquí -dijo el zorro- ¿qué buscas?
-Busco a los hombres -le respondió el principito-. ¿Qué significa "domesticar"?
-Los hombres -dijo el zorro- tienen escopetas y cazan. ¡Es muy molesto! Pero también crían gallinas. Es lo único que les interesa. ¿Tú buscas gallinas?
-No -díjo el principito-. Busco amigos. ¿Qué significa "domesticar"? -volvió a preguntar el principito.
-Es una cosa ya olvidada -dijo el zorro-, significa "crear lazos... "
-¿Crear lazos?
-Efectivamente, verás -dijo el zorro-. Tú no eres para mí todavía más que un muchachito igual a otros cien mil muchachitos. Y no te necesito. Tampoco tú tienes necesidad de mí. No soy para ti más que un zorro entre otros cien mil zorros semejantes. Pero si me domesticas, entonces tendremos necesidad el uno del otro. Tú serás para mí único en el mundo, yo seré para ti único en el mundo...
-Comienzo a comprender -dijo el principito-. Hay una flor... creo que ella me ha domesticado...
-Es posible -concedió el zorro-, en la Tierra se ven todo tipo de cosas.
-¡Oh, no es en la Tierra! -exclamó el principito.
El zorro pareció intrigado:
-¿En otro planeta?
-Sí.
-¿Hay cazadores en ese planeta?
-No.
-¡Qué interesante! ¿Y gallinas?
-No.
-Nada es perfecto -suspiró el zorro.
Y después volviendo a su idea:
-Mi vida es muy monótona. Cazo gallinas y los hombres me cazan a mí. Todas las gallinas se parecen y todos los hombres son iguales; por consiguiente me aburro un poco. Si tú me domesticas, mi vida estará llena de sól. Conoceré el rumor de unos pasos diferentes a todos los demás. Los otros pasos me hacen esconder bajo la tierra; los tuyos me llamarán fuera de la madriguera como una música. Y además, ¡mira! ¿Ves allá abajo los campos de trigo? Yo no como pan y por lo tanto el trigo es para mí algo inútil. Los campos de trigo no me recuerdan nada y eso me pone triste. ¡Pero tú tienes los cabellos dorados y será algo maravilloso cuando me domestiques! El trigo, que es dorado también, será un recuerdo de ti. Y amaré el ruido del viento en el trigo.
El zorro se calló y miró un buen rato al principito:
-Por favor... domestícame -le dijo.
-Bien quisiera -le respondió el principito pero no tengo mucho tiempo. He de buscar amigos y conocer muchas cosas.
-Sólo se conocen bien las cosas que se domestican -dijo el zorro-. Los hombres ya no fienen tiempo de conocer nada. Lo compran todo hecho en las tiendas. Y como no hay tiendas donde vendan amigos, Ios hombres no tienen ya amigos. ¡Si quieres un amigo, domestícame!
-¿Qué debo hacer? -preguntó el príncipito.
-Debes tener mucha paciencia -respondió el zorro-. Te sentarás al principio ún poco lejos de mí, así, en el suelo; yo te miraré con el rabillo del ojo y tú no me dirás nada. El lenguaje es fuente de malos entendidos. Pero cada día podrás sentarte un poco más cerca...
-Ven a jugar conmigo -le propuso el principito-, ¡estoy tan triste!
El principito volvió al día siguiente.
-Hubiera sido mejor -dijo el zorro- que vinieras a la misma hora. Si vienes, por ejempló, a las cuatro de la tarde; desde las tres yo empezaría a ser dichoso. Cuanto más avance la hora, más feliz me sentiré. A las cuatro me sentiré agitado e inquieto, descubriré así lo que vale la feliçidad. Pero si tú vienes a cualquier hora, nunça sabré cuándo preparar mi corazón... Los ritos son necesarios.
-¿Qué es un rito? -inquirió el principito.
-Es también algo demasiado olvidado -dijo el zorro-. Es lo que hace que un día no se parezca a otro día y que una hora sea diferente a otra. Entre los cazadores, por ejemplo, hay un rito. Los jueves bailan con las muchachas del pueblo. Los jueves entonces son días maravillosos en los que puedo ir de paseo hasta la viña. Si los cazadores no bailaran en día fijo, todos los días se parecerían y yo no tendría vacaciones.
De esta manera el principito domesticó al zorro. Y cuando se fue acercando eI día de la partida:
-¡Ah! -dijo el zorro-, lloraré.
-Tuya es la culpa -le dijo el principito-, yo no quería hacerte daño, pero tú has querido que te domestique...
-Ciertamente -dijo el zorro.
- Y vas a llorar!, -dijo él principito.
-¡Seguro!
-No ganas nada.
-Gano -dijo el zoro- he ganado a causa del color del trigo.
Y luego añadió:
-Vete a ver las rosas; comprenderás que la tuya es única en el mundo. Volverás a decirme adiós y yo te regalaré un secreto.
El principito se fue a ver las rosas a las que dijo:
-No son nada, ni en nada se parecen a mi rosa. Nadie las ha domesticado ni ustedes han domesticado a nadie. Son como el zorro era antes, que en nada se diferenciaba de otros cien mil zorros. Pero yo le hice mi amigo y ahora es único en el mundo.
Las rosas se sentían molestas oyendo al principito, que continuó diciéndoles:
-Son muy bellas, pero están vacías y nadie daría la vida por ustedes. Cualquiera que las vea podrá creer indudablemente que mí rosa es igual que cualquiera de ustedes. Pero ella se sabe más importante que todas, porque yo la he regado, porque ha sido a ella a la que abrigué con el fanal, porque yo le maté los gusanos (salvo dos o tres que se hicieron mariposas ) y es a ella a la que yo he oído quejarse, alabarse y algunas veces hasta callarse. Porque es mi rosa, en fin.
Y volvió con el zorro.
-Adiós -le dijo.
-Adiós -dijo el zorro-. He aquí mi secreto, que no puede ser más simple : Sólo con el corazón se puede ver bien. Lo esencial es invisible para los ojos.
-Lo esencial es invisible para los ojos -repitió el principito para acordarse.
-Lo que hace más importante a tu rosa, es el tiempo que tú has perdido con ella.
-Es el tiempo que yo he perdido con ella... -repitió el principito para recordarlo.
-Los hombres han olvidado esta verdad -dijo el zorro-, pero tú no debes olvidarla. Eres responsable para siempre de lo que has domesticado. Tú eres responsable de tu rosa...
-Yo soy responsable de mi rosa... -repitió el principito a fin de recordarlo
Buongiorno principessa

MARIO FRANGOULIS BUONGIORNO PRINCIPESSA
music: Nicola Piovani from the film "life is beautiful"
lyrics: Vincenzo Cerami
Se canterai
Nella notte che non passa mai
Ti bacero
Sono belle le labbra che ridono
Se piovera
Con la pioggia anche il grano verra
Ti trovero
Ripescando la felicita.
Guarda lassu
La luna e tutta bianca e il cielo e tutto blu
E se anche tu ci sarai
Sara facile tutto vedrai
Ce la faro
Con la forza che ti rubero
E torneremo
A camminare per la via
E ogni stagione riavra la sua poesia.
Se finira
Questa notte di bassa marea
Andremo via
Ripescando la felicita.
Felicita
Andremo via
----
Good Morning Princess
If you sing
In the night that never ends
I will kiss you
Those lips look beautiful when they're smiling
If it rains
Along with the rain, the wheat will also come
I will find you
Rediscovering happiness
Look up there
The moon is so white and the sky is so blue
And if you want to be there too
Everything will be easy, you'll see
I will make it happen
with the strength I'll steal from you
And we will return
To walk this path of life
And every season will have poetry once more
If it ends
This night of low tides
We will go away
Rediscovering happiness
Happiness
We will go away
music: Nicola Piovani from the film "life is beautiful"
lyrics: Vincenzo Cerami
Se canterai
Nella notte che non passa mai
Ti bacero
Sono belle le labbra che ridono
Se piovera
Con la pioggia anche il grano verra
Ti trovero
Ripescando la felicita.
Guarda lassu
La luna e tutta bianca e il cielo e tutto blu
E se anche tu ci sarai
Sara facile tutto vedrai
Ce la faro
Con la forza che ti rubero
E torneremo
A camminare per la via
E ogni stagione riavra la sua poesia.
Se finira
Questa notte di bassa marea
Andremo via
Ripescando la felicita.
Felicita
Andremo via
----
Good Morning Princess
If you sing
In the night that never ends
I will kiss you
Those lips look beautiful when they're smiling
If it rains
Along with the rain, the wheat will also come
I will find you
Rediscovering happiness
Look up there
The moon is so white and the sky is so blue
And if you want to be there too
Everything will be easy, you'll see
I will make it happen
with the strength I'll steal from you
And we will return
To walk this path of life
And every season will have poetry once more
If it ends
This night of low tides
We will go away
Rediscovering happiness
Happiness
We will go away

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Πες μου μικρέ μου άγγελε, καρδούλα μου και φώς μου
Τι να σου τάξω μάτια μου, τι να σου ευχηθώ ;
Από της γής τα πράγματα και θαύματα του κόσμου
Tης θάλασσας και τ’ουρανού, πόσα να θυμηθώ ;
Τα μονοπάτια σου γλυκά ο ήλιος να φωτίζει
Kάθε φωτιά στο διάβα σου να σβήνει η βροχή
Και το ποτήρι σου κρασί γλυκό να ξεχειλίζει
Στις πίκρες να χαμογελά μεθώντας η ψυχή
Απάνω στο κατάρτι σου κύμ’ αρμυρό μη φτάσει
Kαι όπου ρίχνεις άγκυρα να συναντάς γιορτή
Να σε κερδίσει μιά καρδιά που στα χαρτιά θα χάσει
Τη βέρα σου να μη χαρεί το χέρι πειρατή
Ποτέ σε πύλη της χαράς φρουρός μη σε μαλώσει
Κι αν βρείς τη διάβαση κλειστή ν’ανοίγεις τα φτερά
Ποτέ προτού τα μάτια σου νυστάξουν μη νυχτώσει
Σ’αυτά τα μάτια, μάτια μου, μόνο το φως χωρά
Πες μου μικρέ μου άγγελε, καρδούλα μου και φώς μου
Τι να σου τάξω μάτια μου, τι να σου ευχηθώ ;
Από της γής τα πράγματα και θαύματα του κόσμου
Tης θάλασσας και τ’ουρανού, πόσα να θυμηθώ ;
Τα μονοπάτια σου γλυκά ο ήλιος να φωτίζει
Kάθε φωτιά στο διάβα σου να σβήνει η βροχή
Και το ποτήρι σου κρασί γλυκό να ξεχειλίζει
Στις πίκρες να χαμογελά μεθώντας η ψυχή
Απάνω στο κατάρτι σου κύμ’ αρμυρό μη φτάσει
Kαι όπου ρίχνεις άγκυρα να συναντάς γιορτή
Να σε κερδίσει μιά καρδιά που στα χαρτιά θα χάσει
Τη βέρα σου να μη χαρεί το χέρι πειρατή
Ποτέ σε πύλη της χαράς φρουρός μη σε μαλώσει
Κι αν βρείς τη διάβαση κλειστή ν’ανοίγεις τα φτερά
Ποτέ προτού τα μάτια σου νυστάξουν μη νυχτώσει
Σ’αυτά τα μάτια, μάτια μου, μόνο το φως χωρά